Βαλέρια Λουισέλι: «Η λογοτεχνία μάς δανείζει μνήμες»

Βαλέρια Λουισέλι: «Η λογοτεχνία μάς δανείζει μνήμες»

6' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν και η Βαλέρια Λουισέλι γεννήθηκε στο Μεξικό, πέρασε όλη την ανήλικη ζωή της αλλάζοντας σπίτια σε όλο τον κόσμο, ακολουθώντας τον διπλωμάτη πατέρα της. Έτσι, βρέθηκε το ’94 στη νέα εποχή της Νότιας Αφρικής, στην Κόστα Ρίκα και στη Νότια Κορέα, ενώ πήγε σχολείο για ένα διάστημα και στην Ινδία. Επέστρεψε στην Πόλη του Μεξικού για σπουδές, έπειτα έφυγε πάλι, έκανε χορό στη Νέα Υόρκη και πήρε το διδακτορικό της στη λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Τελικά εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μπρονξ. Τα πρώτα της βιβλία τα έγραψε στα ισπανικά, αλλά πλέον γράφει στα αγγλικά και, όπως έχει πει, μπορεί να αρχίσει να γράφει μια πρόταση στα αγγλικά και να την τελειώσει στα ισπανικά ή το αντίστροφο. «Σε κάποιο διάστημα θα μιλάμε μια ενδιάμεση γλώσσα, μια μείξη των δύο, αυτή θα είναι η φυσική εξέλιξη», μου λέει στο τηλέφωνο, αναφερόμενη στην ισπανόφωνη κοινότητα της Νέας Υόρκης. Σε κάθε περίπτωση, η 36χρονη συγγραφέας, που αυτή τη στιγμή θεωρείται δικαίως ένα από τα ανερχόμενα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έχει το πλεονέκτημα να μη χρειάζεται μια γλώσσα ή μια χώρα για να ανήκει.

Αφορμή για τη συζήτησή μας ήταν η κυκλοφορία του μυθιστορήματος «Το αρχείο των χαμένων παιδιών» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, το πρώτο βιβλίο της που μεταφράζεται στη γλώσσα μας. Ήταν υποψήφιο για το Booker, βρέθηκε στη λίστα των δέκα καλύτερων βιβλίων της χρονιάς των New York Times, το New Yorker δημοσίευσε ένα εκτενές προφίλ της, ενώ πρόσφατα κέρδισε και την «υποτροφία των ιδιοφυών» του προγράμματος Μακ Άρθουρ. Τι είναι, λοιπόν, αυτό το βιβλίο; Είναι η ιστορία ενός ζευγαριού ή ίσως ένα σχόλιο στη σύγχρονη οικογένεια. Είναι ένας προβληματισμός για το πώς διαχειριζόμαστε τις αναμνήσεις μας. Ένα βιβλίο για το πώς ο καθένας μας επιλέγει την ιστορία που θα διηγηθεί. Ή ένα βιβλίο για το πώς διαλέγουμε την εικόνα του κόσμου που θέλουμε να μεταφέρουμε στα παιδιά μας. Είναι, επίσης, ένα road novel. Μια περιήγηση στην αμερικανική ενδοχώρα, με θλιμμένες ματιές σε ερείπια ονείρων που ξεφυτρώνουν μέσα από ξεχασμένα μοτέλ. Είναι όλα αυτά, αλλά είναι και ένα βιβλίο για τα «χαμένα παιδιά», για τα ανήλικα Μεξικανάκια που φτάνουν στα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών αναζητώντας τους γονείς τους, μια ζωή, την ελπίδα. 

Η Λουισέλι έχει προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες της ως διερμηνέας γι’ αυτά τα παιδιά και έχει γράψει ένα ακόμα σχετικό βιβλίο, μη μυθοπλαστικό, για τις ιστορίες τους («Tell me how it ends»). Η προσφυγική κρίση –και ειδικά η περίπτωση των ασυνόδευτων παιδιών– στα σύνορα της χώρας όπου γεννήθηκε και της χώρας στην οποία διαμένει είναι κάτι που, προφανώς, την απασχολεί. Έπαιξε ρόλο το ότι είναι και η ίδια μητέρα ενός μικρού κοριτσιού; «Ελπίζω όχι», μου λέει. «Όταν γίνεσαι γονιός, χάνεις λίγο από τον εγωκεντρισμό σου, όμως θέλω να πιστεύω ότι το ενδιαφέρον για τους ανθρώπους δεν προϋποθέτει μια τέτοια εμπειρία».   

Η αμνησία που μας βολεύει

Το βιβλίο ξεκινά με τη γνωριμία μιας γυναίκας και ενός άντρα. Εκείνη έχει μια πεντάχρονη κόρη, εκείνος έναν δεκάχρονο γιο. Συνθέτουν μια οικογένεια: η μητέρα, ο πατέρας, το αγόρι, το κορίτσι. Η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για τα ονόματα. Σημασία έχουν οι ρόλοι. Ζουν στη Νέα Υόρκη, αλλά κάποια στιγμή αποφασίζουν να φύγουν. Νέα σχέδια, νέες επαγγελματικές προκλήσεις, νέοι κανόνες ζωής. Φορτώνουν ένα αυτοκίνητο και ξεκινούν την πορεία τους προς ανατολάς, με τη μητέρα σταδιακά να ενδιαφέρεται όλο και εντονότερα για τις ειδήσεις που φτάνουν από τα σύνορα. Απορεί για τον τρόπο που αντιμετωπίζει η κοινή γνώμη την έλευση των παιδιών από τον νότο, απορεί για την έκπληξη που νιώθει ο κόσμος, απορεί για το πώς τελικά η προσφυγική κρίση συζητιέται ως ένα πρόβλημα χώρου. 

Αντιγράφω από το βιβλίο: «Κανένας δεν βλέπει τα παιδιά που φτάνουν τώρα εδώ ως πρόσφυγες ενός πολέμου ανάμεσα σε δύο ημισφαίρια, ενός πολέμου που απλώνεται τουλάχιστον από τούτα τα βουνά μπροστά μας μέχρι κάτω, στα νότια των ΗΠΑ και στις βόρειες μεξικάνικες ερήμους, σαρώνοντας τις μεξικάνικες οροσειρές, τα δάση και τις ζούγκλες, φτάνοντας στη Γουατεμάλα, στο Ελ Σαλβαδόρ και στα βουνά Κελάκε στην Ονδούρα. Κανένας δεν βλέπει αυτά τα παιδιά ως συνέπειες ενός ιστορικού πολέμου που έχει ξεκινήσει εδώ και κάμποσες δεκαετίες. Όλοι ρωτούν διαρκώς: “Ποιου πολέμου, πού; Γιατί είναι εδώ; Γιατί ήρθαν στις ΗΠΑ; Τι θα τα κάνουμε;”. Κανένας δεν ρωτάει: “Γιατί έφυγαν απ’ τις πατρίδες τους;”». Γιατί συμβαίνει αυτό; τη ρωτάω. «Υποφέρουμε από αμνησία», μου λέει. «Οι κυβερνήσεις πολύ βολικά ξεχνάνε ότι ήταν οι ίδιες που δημιούργησαν προβλήματα στις χώρες από τις οποίες τώρα οι άνθρωποι αναγκάζονται να φύγουν. Το ίδιο ισχύει και στη Μεσόγειο. Αυτή τη στιγμή παρατηρείται η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι μια νέα πραγματικότητα την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε».  

 

Βαλέρια Λουισέλι: «Η λογοτεχνία μάς δανείζει μνήμες»-1

 

Τα σύνορα της Λατινικής Αμερικής

Το «Αρχείο των χαμένων παιδιών» είναι ένα μυθιστόρημα σύγχρονο ως προς τη θεματολογία του, αλλά και ως προς τον τρόπο που είναι γραμμένο

– η συγγραφέας χρησιμοποιεί χάρτες, πίνακες, αποσπάσματα από άλλα κείμενα, ενώ η αφήγησή της καταλήγει σε μια σειρά φωτογραφιών που τράβηξε η ίδια για να συμπληρώσει την έκδοση. Όλα μαζί αποτελούν το «αρχείο» της ιστορίας που αφηγείται. «Η ιστορία της γραφής είναι μια διαρκής εξερεύνηση της μορφής», μου λέει. «Ειδικά η λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία είχε ανέκαθεν μια παιγνιώδη σχέση με τη φόρμα». Είναι όμως λατινοαμερικάνικο ένα βιβλίο που γράφτηκε στη Νέα Υόρκη και στα αγγλικά; «Νιώθω μέλος της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, η παράδοσή της με έχει διαμορφώσει, όπως βέβαια και η αγγλοσαξονική. Έτσι κι αλλιώς, η Λατινική Αμερική ξεκινά πλέον από την Παταγονία και τελειώνει στον Καναδά, μόνο στις ΗΠΑ ζουν σήμερα 70 εκατ. ισπανόφωνοι – η δεύτερη μεγαλύτερη ισπανόφωνη “χώρα” στον κόσμο μετά το Μεξικό». 

Μία από τις σκέψεις της αφηγήτριας στο βιβλίο, με αφορμή μια Polaroid που δεν λειτουργεί σωστά, είναι ότι «το να απαθανατίζει κανείς διάφορα –μέσα απ’ τον φακό μιας μηχανής, στο χαρτί ή με μια συσκευή ηχογράφησης– είναι απλώς ένας τρόπος να προσθέτει άλλο ένα στρώμα, σαν καπνιά, σε όλα όσα έχουν ήδη κατακαθίσει, συναποτελώντας τη συλλογική μας αντίληψη του κόσμου». Της διαβάζω το απόσπασμα και τη ρωτάω αν αυτή η συλλογική αντίληψη αποτελείται και από τα λογοτεχνικά μας διαβάσματα. Το σκέφτεται για μια στιγμή. «Ένα από τα αγαπημένα μου διηγήματα είναι το “Η μνήμη του Σαίξπηρ” του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, στο οποίο ένας άνθρωπος αποκτά τη μνήμη του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και πρέπει να ζήσει με τις αναμνήσεις του να μπλέκονται με εκείνες του συγγραφέα. Είναι μια μεταφορά, πιστεύω, για το πώς λειτουργεί η λογοτεχνία, η οποία μας δανείζει μνήμες, που μετά τις συνδυάζουμε με τις δικές μας εμπειρίες». Τη ρωτάω αν νιώθει υπεύθυνη γι’ αυτό το «άλλο ένα στρώμα» που προσθέτει μέσα από τα δικά της βιβλία. «Πρώτα απ’ όλα, ως συγγραφέας νιώθω την υποχρέωση να μην προσφέρω άλλο κακό γράψιμο στον κόσμο», απαντά μεταξύ αστείου και σοβαρού. «Αλλά ναι, φυσικά, μέσα από τη λογοτεχνία αποτυπώνεται ένα όραμα για τον κόσμο, ένας αναγνώστης ίσως επηρεαστεί, οπότε η ευθύνη είναι μεγάλη». 

Η μητέρα στο «Αρχείο των χαμένων παιδιών» δεν ταυτίζεται απόλυτα με τη συγγραφέα, ωστόσο είναι εμφανές ότι μοιράζονται αρκετά κοινά στοιχεία. Κάποια στιγμή στο βιβλίο, λοιπόν, η μητέρα περιγράφει ένα ταξίδι που είχε κάνει όταν ήταν μικρή μαζί με τη μητέρα της στους Δελφούς. Είχαν μπει στο λεωφορείο από την Αθήνα, αλλά, όταν έφτασαν στον χώρο του μαντείου, είδαν ότι ο αρχαιολογικός χώρος είχε κλείσει. Αποφάσισαν να πηδήξουν την περίφραξη, όπως περιγράφει, αλλά τους κυνήγησαν κάτι σκυλιά, οπότε βγήκαν πάλι έξω και απλώς περίμεναν το βραδινό λεωφορείο που θα τους γύριζε στην Αθήνα. Τη ρωτάω αν η ιστορία είναι αληθινή. «Ναι, είναι», μου λέει. «Είναι αλήθεια ότι είχα κάνει αυτό το ταξίδι με τη μητέρα μου, γύρω στο 1995, και όντως θυμάμαι ότι προσπαθήσαμε να μπούμε στον χώρο, αλλά μας απέτρεψε το γάβγισμα ενός σκύλου. Δεν είδα ποτέ το μαντείο. Κάποια χρόνια αργότερα, όταν ήμουν περίπου 20 χροwνών, ξαναβρέθηκα στην Ελλάδα: είχα πάει ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί πήρα ένα πλοίο για τη Θεσσαλονίκη και, καθώς ήμουν πολύ νεαρή και ριψοκίνδυνη, έκανα οτοστόπ με ένα φορτηγό-ψυγείο που μετέφερε γαλακτοκομικά, κατόπιν πήρα ένα κανονικό λεωφορείο και βρέθηκα στα Μετέωρα. Ήμουν μόνη μου και είχα μαζί μου την “Οδύσσεια”, ήταν μια μεγάλη περιπέτεια και ίσως το πιο όμορφο ταξίδι που έχω κάνει». ■

«Το αρχείο των χαμένων παιδιών», Βαλέρια Λουισέλι, Εκδ. Μεταίχμιο / σελ. 504, Μετάφραση: Βασιλική Κνήτου

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή