Ιστορίες φιλίας

Έλληνες και Γάλλοι που μοίρασαν τις ζωές τους ανάμεσα στις δύο χώρες μιλούν στο «Κ» για τις εμπειρίες τους και τα συναισθήματα που τους γεννούν οι δύο πατρίδες τους.

39' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

BAΝΑ ΞΕΝΟΥ
Εικαστικός
Η Γαλλία μέσα της

Αν ρωτήσεις τη ζωγράφο και γλύπτρια Βάνα Ξένου τι την τράβηξε στο Παρίσι, θα σου απαντήσει με ένα ελαφρύ μειδίαμα: η μελαγχολία. Αυτή η μελαγχολία, η οποία είναι η κινητήρια δύναμη για τον σκεπτόμενο άνθρωπο ή τον «πολυμορφικό άνθρωπο», όπως τον χαρακτηρίζει η Ξένου, είναι αντίρροπη δύναμη στην αδράνεια. Είναι μια δύναμη η οποία πάει χέρι χέρι με τη δημιουργία και, για την καλλιτέχνιδα, έχει ένα αισιόδοξο μήνυμα. 

Η Ξένου, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949, ανακάλυψε το Παρίσι στα φοιτητικά της χρόνια, όταν σπούδαζε στην Καλών Τεχνών στην Αθήνα και έφυγε για μερικούς μήνες στην Πόλη του Φωτός. Και δεν ήταν το Παρίσι της βόλτας και το χάζι και η ραστώνη που ανακάλυψε, αλλά μια πόλη που τη δεκαετία του ’60 ζούσε σε εκρηκτικούς ρυθμούς, που ευνοούσαν όσο τίποτα την τέχνη. Ήταν, φυσικά, και ένα δημιουργικό και απαραίτητο καταφύγιο από τη δικτατορία. Πράγματι, η καλλιτέχνις πρωτοέζησε στο Παρίσι το 1968. «Τα γεγονότα του Μάη είχαν ως αποτέλεσμα ο κόσμος να ζει σε χαλαρούς ρυθμούς, το εργαστήρι στο οποίο δούλευα ήταν άδειο, και με ενθουσίαζε αυτό, γιατί είχα όλη την ησυχία ώστε να αφιερωθώ στο έργο μου ανενόχλητη», θυμάται. Μνημονεύει επίσης πώς, περπατώντας στον δρόμο για το Λούβρο, σου δινόταν η ευκαιρία να συνομιλήσεις για τέχνη με αγνώστους ή, παρατηρώντας έναν πίνακα σε κάποιον πολιτιστικό χώρο, μπορεί να γνώριζες σημαντικούς καλλιτέχνες, που θα σου μάθαιναν τα κατατόπια των μουσείων.

Από τη Cité και τον δημιουργικό αναβρασμό των φοιτητικών εστιών, και πίσω στην Αθήνα, η Ξένου κουβάλησε τη Γαλλία μαζί της και επέστρεψε στην πόλη-φάρο της, για να σπουδάσει περαιτέρω, στην École Supérieure des Beaux Arts, μέχρι το 1978. 

Αν ερωτηθεί για τη σχέση που δημιούργησε με τους Γάλλους και τη συμβολή της στη συνέχιση του ελληνικού πολιτισμού, που κοιτάζοντας το έργο της είναι σαφής και σημαντική, θα απαντήσει ότι το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η δουλειά, η δουλειά, η δουλειά, το έργο, στο οποίο δούλεψε πυρετωδώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Αλλά η ίδια, με αυτό το έργο, το οποίο έχει εκτεθεί αρκετές φορές στη Γαλλία –με σημαντικότερες εκθέσεις στην εκκλησία της Salpetrière το 2000 και στο Grand Palais το 2008, σημαντικά πολιτιστικά κέντρα– έχει συνεισφέρει σε μία ακόμα ανάγνωση της ελληνικής κουλτούρας από τους Γάλλους. Πρόκειται για την παρακαταθήκη της, η οποία πηγάζει από την αρχαιότητα – τα Ελευσίνια Μυστήρια, o Έρως και ο Θάνατος, ο μύθος της Περσεφόνης και της Δήμητρας, μια κληρονομιά που κουβαλάει ούτε ελαφριά ούτε κάλπικα. 

Συγκοινωνούντα δοχεία

Δεν είναι μονόδρομος όμως. Πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία. Μπορεί το έργο της Ξένου να έχει προβληθεί στη Γαλλία και η ίδια να έχει σπουδάσει εκεί, αλλά η ανάγνωση της ελληνικής πραγματικότητας από τους Γάλλους Διαφωτιστές ήταν ένα έναυσμα για την καλλιτέχνιδα: Την πρώτη φορά που βρέθηκε απέναντι στο έργο του Ντελακρουά «Σφαγές της Χίου», στο Λούβρο, ένιωσε να τη διαπερνάει ηλεκτρισμός. «Στάθηκα μαγνητισμένη. Ήταν σχεδόν μια σωματική διέγερση, που δεν μπορούσα να διαχωρίσω αν ήταν πόνος ή συγκίνηση». Για την Ξένου, η Γαλλική Επανάσταση μόρφωσε μια ευρωπαϊκή συνείδηση, με τα κηρύγματα περί αυτοδιάθεσης και απελευθέρωσης. «Συμπαρασύροντας τον θρόνο της Γαλλίας, η επανάσταση του 1789 κάνει γνωστά τα μηνύματα της διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ανατάραξε όχι μονάχα την κοινωνική δομή, αλλά ώθησε και υποταγμένους λαούς να επαναστατήσουν ενάντια στη συγκεντρωτική εξουσία ενός μονάρχη». Ο Ντελακρουά, ο Λόρδος Βύρων, ο Χάιλντερλιν, ο Σατομπριάν: υποστηρικτές του αγώνα για ελευθερία της Ελλάδας, λέει η Ξένου. «Ο Ντελακρουά επιβεβαίωνε τη θριαμβευτική του είσοδο, και μια νέα επαναστατική σχολή με τον πίνακα «Σφαγές της Χίου» στρεφόταν προς τη σύγχρονη Ελλάδα και κατέθετε τον λαμπρότερο φόρο τιμής που μπορούσε η τέχνη να αποδώσει στην υπόθεση των Ελλήνων». 

Θα θυμηθεί τα λόγια του Κλέε για να εξηγήσει αυτή την υποστήριξη των φιλελλήνων στα ελληνικά πράγματα: «Η τέχνη δεν αναπαριστά το ορατό, όχι, σε βοηθάει να καταστήσεις κάτι ορατό», λέει. Ο αιώνιος στόχος της Ξένου: πώς το έργο μπορεί να γίνει έναυσμα για μια αποκάλυψη. 
– Bάλια Δημητρακοπούλου


ΤΟΝΙ ΚΟΖΕΪ
– Μανουέλα Βουρτς-Κοζεϊ
Αρχαιολόγοι

Ιστορίες φιλίας-1

Όταν η Μανουέλα Βουρτς-Κοζέι μού διηγείται την πρώτη φορά που συναντά τον Τόνι Κοζέι, μου δημιουργεί μια εικόνα στο μυαλό πολύ έντονη, πολύ φωτεινή· μια ελληνική εικόνα. Είμαστε στο 1987. Βρίσκονται και οι δύο στην αρχαία αγορά στη Θάσο. Ο Τόνι κρατάει το τρίποδό του και κάνει μόνος του μετρήσεις. Η Μανουέλα τού προτείνει τη βοήθειά της, με τον ευθύ της τρόπο. Είναι και οι δύο αρχιτέκτονες μηχανικοί, αν και οι δρόμοι που τους οδήγησαν στο νησί της Θάσου, αναγνωρισμένους πλέον ως επίτιμους δημότες, δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικοί. 

Ο Τόνι, με καταγωγή από τη Σλοβενία, βρέθηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1969, ως απεσταλμένος του Πανεπιστημίου της Λιουμπλιάνα στην τελευταία του χρονιά, για να βοηθήσει στις ανασκαφές της Γαλλικής Σχολής Αρχαιολογίας. Μια παράτολμη επιχείρηση· ένας φοιτητής κομμουνιστικού κράτους στην Ελλάδα, την εποχή της δικτατορίας; Και όμως. Τελικά πήρε το δίπλωμά του και δίδαξε ως βοηθός καθηγητή Ιστορία της Αρχιτεκτονικής στο πανεπιστήμιο. Ενώ πηγαινοερχόταν για να παραλαμβάνει υλικά για τα μαθήματά του στο πανεπιστήμιο, πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα το 1980, οπότε και τον προσέλαβε μόνιμα η Γαλλική Σχολή. Η Μανουέλα σπούδασε στη Γαλλία και πριν από τριάντα χρόνια ήταν από τους πρωτοπόρους μηχανικούς που σχεδίαζαν βιοκλιματικά κτίρια. Όταν γνώρισε τον Τόνι, είχε ξεκινήσει την επιχείρησή της στο Στρασβούργο, αλλά δεν είχε επιλογή. Το γεγονός ότι ο Τόνι είχε ήδη δύο κόρες στην Ελλάδα τούς έδενε τα χέρια. Αν ήθελαν να πορευτούν παρέα, μία ήταν η λύση. «Ξέραμε ότι μαζί μπορούσαμε να πάμε πολύ μακριά», λέει η Μανουέλα για τη συνεργασία τους τα τελευταία 33 χρόνια. «Σε όλες μας τις έρευνες συμβουλευόμαστε ο ένας τον άλλο. Αν κάποιος δεν συμφωνεί, η έρευνα δεν προχωράει», λέει η Μανουέλα στα ελληνικά, με τη γοητευτική γαλλική προφορά που τραβάει τα ρο τραγουδιστά. Ο Τόνι ανά διαστήματα τη διορθώνει, με γλυκό τρόπο, και βλέπω αυτό για το οποίο μιλούν, τη συμπληρωματική αλλά και εκρηκτική σχέση που έχουν διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια. 

Μαζί δουλεύουν, έχοντας ανακαλύψει τα μεταλλεία χρυσού που αναφέρει ο Ηρόδοτος, έχοντας σκάψει στους Δελφούς, στην Κύπρο, στο Ισραήλ. Μαζί ζουν. Μαζί χορεύουν και τραγουδούν στη χορωδία της Θάσου. «Φύγαμε από πρωτεύουσες. Πρέπει να έχεις μια εσωτερική δύναμη για να εγκατασταθείς σε ένα νησί. Δεν έχεις ούτε νοσοκομείο. Όταν πρωτοήρθαμε, δεν υπήρχε καν ίντερνετ.

Έπρεπε να μάθουμε να ζούμε χωρίς σινεμά, χωρίς θέατρα», εξηγεί η Μανουέλα και θυμάται ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο: «Μας σταμάτησαν στο τελωνείο και δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν είδαν τις κούτες με τα βιβλία που κουβαλούσαμε. Έπρεπε να βρούμε τρόπους διασκέδασης». Σήμερα, είναι πασίγνωστοι στο χωριό. Με το που μπαίνεις στο λιμάνι, λες τα ονόματά τους «και ξέρουν καλύτερα από μένα πού είναι ο Τόνι». Συνεχίζουν να δίνουν απλόχερα τον χρόνο τους στο νησί, οργανώνοντας εκδρομές για παιδιά και ενήλικες στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θάσου. 

Η κόρη τους είναι σήμερα 30 χρονών, παντρεμένη με Έλληνα και κάτοικος Θάσου. Για εκείνη δεν τίθεται θέμα: είναι Ελληνίδα. Για το ζευγάρι, «είναι πλεονέκτημα να έχεις περισσότερες από μία πατρίδες». Και οι δύο περιγράφουν τη μέρα που απέκτησαν την ελληνική υπηκοότητα ως φορτισμένη συναισθηματικά. Αισθάνονται περήφανοι που πέρασαν τις εξετάσεις στην Ελληνική Ιστορία. Κι αν με ρωτάτε, τολμώ να πω ότι αποτελούν και οι ίδιοι πλέον αναντίρρητο κομμάτι της. 
– Bάλια Δημητρακοπούλου


ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΙΔΗΣ
– Μπερνάρ Κουόμο
Αρχιτέκτονες

Ιστορίες φιλίας-2
© ΣΑΚΗΣ ΓΙΟΥΜΠΑΣΗΣ

Δίνουμε ραντεβού στη Νέα Παραλία. Κουκουλωμένοι για να προστατευτούμε από το ξαφνικό και μάλλον τελευταίο κρύο του Μαρτίου, με θέα όμως τον Θερμαϊκό και τον ατελείωτο ορίζοντα. Είμαστε στο αγαπημένο σημείο του Μπερνάρ Κουόμο και του Πρόδρομου Νικηφορίδη, των δύο αρχιτεκτόνων που έβαλαν την υπογραφή τους στο καταπληκτικό αυτό κομμάτι του παραθαλάσσιου μετώπου της Θεσσαλονίκης. 

«Θυμάμαι, πριν από κάποια χρόνια, είχα βρεθεί μόνος στον Κήπο του Νερού [σ.σ.: έναν από τους κήπους της Νέας Παραλίας]. Εκεί που στέκομαι, κοιτάζω τον καταρράκτη και νιώθω δίπλα μου έναν πατέρα με ένα μικρό παιδί. Δεν γύρισα να τους κοιτάξω για να μη φανεί αδιακρισία, αλλά το παιδί πρέπει να ήταν γύρω στα έξι. Λέει λοιπόν ο μικρός: “Μπαμπά, εδώ είναι σαν το Παρίσι”». Γυρίζοντας πίσω σε εκείνη τη στιγμή, ο Πρόδρομος Νικηφορίδης μού λέει πως μάλλον αυτή η φράση του μικρού συνοψίζει και την αποφασιστική συμμετοχή τους στη διαμόρφωση της πόλης, φέρνοντας έναν φρέσκο, κοσμοπολίτικο και κυρίως γαλλικό αέρα ανανέωσης, έναν αέρα που ο καθένας είχε κρατήσει καλά στις βαλίτσες του επιστρέφοντας από το Παρίσι στη Θεσσαλονίκη. 

Η ιστορία του Νικηφορίδη με τη γαλλική κουλτούρα ξεκινάει πολύ νωρίς, ήδη από το 1965, όταν η γαλλομαθής νονά του από τη Σύρο ανιχνεύει την αγάπη του για τις ξένες γλώσσες και του εξασφαλίζει μια υποτροφία στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Ηρακλείου. Όταν, μαθητής ακόμα, πρέπει να αφήσει την Κρήτη και να έρθει στη Θεσσαλονίκη, δεν παρατάει τη γλώσσα και συνεχίζει τα μαθήματα. Τα γαλλικά αντιπροσώπευαν για τον ίδιο έναν άλλο κόσμο, μια διέξοδο από μια μάλλον στενάχωρη οικογενειακή πραγματικότητα. Όταν επιλέγει να γίνει αρχιτέκτονας και δεν περνάει στο Πολυτεχνείο, ο δρόμος ήταν ξεκάθαρος. Παίρνει το αεροπλάνο και βρίσκεται πρωτοετής Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης. Εκεί συναντάει τον Μπερνάρ Κουόμο, που σπουδάζει επίσης αρχιτέκτονας, και ξεκινούν την κοινή τους διαδρομή. Πρώτα Τουλούζη, έπειτα Παρίσι, όπου σπουδάζουν και εργάζονται, και τέλος Θεσσαλονίκη. 

Ο Μπερνάρ Κουόμο, που επίσης στην παιδική του ηλικία είχε αλλάξει αρκετές πόλεις, φτάνει στην Ελλάδα στην ηλικία των 34 ετών. Όπως συνηθίζει να λέει ο ίδιος, γεννήθηκε σε μια πόλη-λιμάνι και έριξε άγκυρα επίσης σε μια πόλη-λιμάνι. Τον ρωτάω πώς αποφάσισε να αφήσει το Παρίσι. «Ήταν επιλογή», απαντά ξεκάθαρα. «Δεν έφυγα γατί είχα ανάγκη, το ήθελα. Η δουλειά με έφερε εδώ, γιατί με τον Πρόδρομο είχαμε την ευκαιρία να δουλέψουμε, εφόσον κερδίσαμε διαγωνισμούς». Είκοσι πέντε χρόνια μετά την απόφαση εκείνη, παραδέχεται πως δεν του λείπει το Παρίσι. Κυρίως γιατί φροντίζει να το επισκέπτεται δύο με τρεις φορές τον χρόνο. «Συνήθως πηγαίνω την εποχή που ανοίγουν τα πολιτιστικά γεγονότα, φθινόπωρο και άνοιξη. Αν μου λείπει κάτι, θα έλεγα είναι αυτό. Αλλά όταν βρίσκω κάτι που μου αρέσει, κλείνω τα εισιτήρια από εδώ και πηγαίνω για συναυλίες ή εκθέσεις. Το Παρίσι είναι μέχρι και σήμερα πιο πλούσιο στα πολιτιστικά». Βεβαίως, η σχέση του με τη Γαλλία είναι ζωντανή και στην Ελλάδα. «Ακούω καθημερινά γαλλικές ειδήσεις, γαλλικά τραγούδια, διαβάζω γαλλική λογοτεχνία, πολλά πράγματα που έρχονται από εκεί. […] Μη γελάσετε, αλλά εγώ τρώω τα πιάτα του φαγητού με τη σειρά, όχι ταυτόχρονα. Αυτό δεν μπορώ να το αφήσω». 

Η επιρροή που φέρνουν από τη Γαλλία οι δύο άνδρες προχωράει και πιο πέρα. Αντανακλάται έντονα σε ένα ακόμα κομμάτι της δράσης τους, που επηρεάζει έντονα την ίδια την πόλη όπου ζουν: τον τρόπο που διεκδικούν ακούραστα τη βελτίωση του δημόσιου χώρου και ιδιαίτερα τη συντήρηση τη Νέας Παραλίας. «Όταν έχεις ζήσει σε ένα περιβάλλον με δεδομένα και προδιαγραφές υψηλές σε ό,τι αφορά την καθημερινότητά σου, θέλεις να το μεταφέρεις και εδώ», αναφέρει ο Πρόδρομος Νικηφορίδης, που είναι και πρόεδρος του συλλόγου «Φίλοι της Νέας Παραλίας». Ο Κουόμο συμφωνεί: «Για να ξέρεις καλά μια γλώσσα, πρέπει να μιλήσεις τουλάχιστον μια δεύτερη γλώσσα. Ισχύει και για τον δημόσιο χώρο: καταλαβαίνεις καλύτερα τα προβλήματα όταν μπορείς να τον συγκρίνεις με κάτι που ξέρεις». 
– Αλεξία Καλαϊτζή


ΕΛΙΖ ΖΑΛΑΝΤΟ
Γενική διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Ιστορίες φιλίας-3
© Αλέξανδρος Αβραμίδης

«Ελίζ, πότε ήρθατε στην Ελλάδα;» Η πολύ «γαλλική» μείξη του μικρού ονόματος με τον πληθυντικό ταιριάζει απόλυτα στην Ελίζ Ζαλαντό. Η εφηβική εμφάνιση δεν αντιμάχεται την αυστηρή συγκρότηση και στιβαρότητα που επιδεικνύει ως γενική διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το αντίθετο μάλιστα: την ενισχύει.

Την ίδια ερώτηση της είχα απευθύνει και τον Ιούλιο του 2016, όταν επελέγη για τη θέση αυτή. Τότε ήταν 46 χρονών, το επάγγελμά της παραγωγός, μιλούσε αγγλικά για να επικοινωνεί με τη διεθνή φεστιβαλική κοινότητα, αλλά και τα ελληνικά δεν ηχούσαν ξένη γλώσσα. Την παρακολουθούσε μάλιστα και ο 8χρονος γιος της, δίγλωσσος, και τη διόρθωνε όποτε χρειαζόταν! Σήμερα, έχει αποδείξει τις διοικητικές και καλλιτεχνικές ικανότητές της σε έναν θεσμό απαιτητικό και πολυπλόκαμο, ζει στη Θεσσαλονίκη, διαβάζει τις επίσημες ομιλίες της στα ελληνικά, ο γιος της, 13 ετών πλέον, έχει ζήσει σχεδόν όλη τη ζωή του στην Ελλάδα και σε αυτή τη συνέντευξη η Ελίζ Ζαλαντό ήθελε να προσπαθήσει να απαντήσει στη γλώσσα της «νέας πατρίδας της», όπως την αποκαλεί η ίδια. 

«Ήρθα στην Ελλάδα στις 5 Μαΐου του 2010, την ημέρα της μεγάλης διαδήλωσης και της τραγικής φωτιάς στην τράπεζα Marfin, που στοίχισε τη ζωή τριών ανθρώπων. Ένιωσα αμέσως ένα δέσιμο γι’ αυτόν τον τόπο που περνούσε μια δύσκολη περίοδο. Ήθελα να προσφέρω, να φανώ χρήσιμη, κι αυτό έκανα στο Γαλλικό Ινστιτούτο, ως πολιτιστικός ακόλουθος, για τη δημιουργία περαιτέρω δεσμών μεταξύ των δύο πολιτισμών. Αγάπησα την Ελλάδα από μικρή, διαβάζοντας Ξενοφώντα, Καζαντζάκη, Καμπανέλλη, Αλεξάκη, ο οποίος ήταν και οικογενειακός φίλος. Ζω πλέον έντεκα χρόνια εδώ. Οι φίλοι μου είναι Έλληνες και, όπου κι αν ταξιδεύω, η Ελλάδα είναι κομμάτι μου».

Πώς αποφασίσατε να δεσμευτείτε επαγγελματικά στη χώρα μας;
Γνώριζα το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για δεκαετίες. Όταν ο Δημήτρης Εϊπίδης αποφάσισε να παραδώσει τη σκυτάλη, έκανα αίτηση. Το Φεστιβάλ είναι ένας μοναδικός οργανισμός στην Ευρώπη, με παγκόσμιο αντίκτυπο, δύο φεστιβάλ, δικούς του κινηματογράφους, μουσείο και βιβλιοθήκη. Μας συντροφεύει 365 μέρες τον χρόνο, τώρα ακόμη περισσότερο με την ψηφιακή μορφή του. Έχει μια ομάδα παθιασμένη, δυναμική, με πρωτοποριακές ιδέες. Όπως το νέο μας συναρπαστικό πρότζεκτ e21, για τα 200 χρόνια από το 1821, που συνδυάζει την Ιστορία με την επαυξημένη πραγματικότητα. Μια εφαρμογή για κινητό τηλέφωνο που θα είναι σύντομα διαθέσιμη. 

Τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει άλλαξαν τη σχέση σας και το βλέμμα σας στους Έλληνες και στην Ελλάδα και προς ποια κατεύθυνση; Βρίσκετε ομοιότητες ανάμεσα στους δύο λαούς;
Έλληνες και Γάλλοι έχουν μια φιλοσοφική προσέγγιση της ζωής. Για τους Έλληνες έρχεται φυσικά, καθώς έθεσαν τα θεμέλια της φιλοσοφίας. Όλοι οι Γάλλοι διδασκόμαστε φιλοσοφία στα σχολεία, γι’ αυτόν τον λόγο νιώθουμε ίσως λίγο Έλληνες. Γάλλοι και Έλληνες είναι στενά συνδεδεμένοι με τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους. Ειδικά ο πολιτισμός είναι ένα σοβαρό θέμα, συχνά με πολιτικές και διπλωματικές διαστάσεις. Στη Γαλλία συνεργάστηκα εξαιρετικά με το Υπουργείο Πολιτισμού, το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το Υπουργείο Εξωτερικών. Στην Ελλάδα, με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, έχω την ίδια εξαιρετική, εποικοδομητική συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο σταθερά μάς στηρίζει, μας συμβουλεύει και υποστηρίζει τις επιλογές και τη στρατηγική μας. Τόσο πριν από την πανδημία όσο και ειδικά τώρα, σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία που περνάει ο πλανήτης. 

Τι σας λείπει από την πατρίδα σας που δεν βρίσκετε εδώ και, αντίθετα, τι υπάρχει εδώ που δεν το συναντάτε εύκολα εκεί; 
Ως κορίτσι που μεγάλωσε στις όχθες του Ατλαντικού, μου λείπει το ψάρεμα γαρίδας με γυμνά πόδια στη λάσπη που αφήνει πίσω της η άμπωτη. Από την Ελλάδα μού λείπουν οι ανθισμένες νεραντζιές, η αίσθηση αναγέννησης που έχεις με τον ερχομό της άνοιξης… 
– Μαρία Κατσουνάκη


ΧΑΝΤΙ ΑΝΟΥΣ
Διευθύνων σύμβουλος της θυγατρικής της κατασκευαστικής εταιρείας Vinci
«Η χώρα σου είναι εκεί όπου ζεις»

Ιστορίες φιλίας-4
© Βαγγέλης Ζαβός

Ο Χαντί Ανούς είναι ένας άνθρωπος που φαίνεται ευχαριστημένος από την πορεία του στη ζωή. Είναι άνετος στην επικοινωνία, εκφράζεται με σιγουριά, μοιράζεται πεποιθήσεις και εμπειρίες ζωής με ανάλαφρη διάθεση και την απροσποίητη σοβαρότητα που μπορεί να έχει μόνο ένας άνθρωπος που πιστεύει στον εαυτό του και στο όραμά του. Βρίσκεται στην Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια, αρχικά ως στέλεχος και πια ως επικεφαλής των ελληνικών γραφείων του κατασκευαστικού κολοσσού Vinci, που έχει στο ενεργητικό του μερικά από τα μεγαλύτερα δημόσια έργα της Ελλάδας (μετρό Αθήνας, Ολυμπία οδός, αυτοκινητόδρομος Ελευσίνα-Πάτρα, γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, αυτοκινητόδρομος Μαλιακός-Κλειδί). Πρόκειται για μια εταιρεία με παρουσία σε πέντε ηπείρους, με 220.000 εργαζομένους και τζίρο 50 δισ. ευρώ ετησίως, στην οποία ο κύριος Ανούς εντάχθηκε μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο με την ειδικότητα του αρχιτέκτονα-μηχανικού, αναλαμβάνοντας μεγάλα έργα στη Σαουδική Αραβία, στη Γαλλία και τώρα στην Ελλάδα. 

Γεννημένος στη Βηρυτό, από γονείς Λιβανέζους, είναι υπερήφανος για τη μεσογειακή καταγωγή του, η οποία τον βοήθησε να αναπτύξει εύκολα κώδικες επικοινωνίας με τους Έλληνες, ενώ χαρακτηρίζει τον εαυτό του «πολυπολιτισμικό». Ήρθε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1994 έπειτα από εντολή του προέδρου της εταιρείας, ώστε να επιληφθεί διαφόρων προβλημάτων που είχαν τότε παρουσιαστεί κατά την εκτέλεση των έργων του μετρό. Ήταν αρχικά διστακτικός. Είχε μόλις δύο χρόνια που είχε επιστρέψει από τη Σαουδική Αραβία, όπου έμεινε για οκτώ χρόνια, είχε τρία μικρά παιδιά που ήθελε να μεγαλώσει στη Γαλλία και δεν επιθυμούσε να βρεθεί ξανά μακριά από την πατρίδα του. Μόλις όμως βρέθηκε στην Αθήνα, συνειδητοποίησε, θυμάται, ότι «βρήκα τον Λίβανο χωρίς τα προβλήματα που είχε εκείνη η χώρα». 

Μεσογειακά γονίδια και μπίζνες

Ηθική δέσμευση της Vinci, λέει, είναι να αξιοποιεί την τεχνογνωσία της και την κορυφαία της θέση στην κατασκευαστική βιομηχανία παγκοσμίως, ώστε να επιστρέφει αξία στις χώρες όπου δραστηριοποιείται και να επωφελούνται οι ντόπιοι συνεργάτες της από την τεχνογνωσία της. Αυτή τη φιλοσοφία ενστερνίζεται και ο κύριος Ανούς, έχει υπάρξει ο οδηγός του σε όλα τα χρόνια της επαγγελματικής του πορείας: «Για μένα έγινε στόχος να κάνω την παραμονή μου ως εκπρόσωπος της εταιρείας στην Ελλάδα όσο το δυνατόν πιο επωφελή για τη χώρα αυτή». Έχοντας αυτό ως γνώμονα, έχει κατορθώσει να στελεχώσει τη θυγατρική της Vinci στη χώρα μας με κατά 90% ελληνικό προσωπικό. Ο ίδιος είναι αυτή τη στιγμή το μακροβιότερο εν ενεργεία υψηλόβαθμο στέλεχος γαλλικής εταιρείας στην Ελλάδα, καθώς η κρίση έδιωξε πολλούς συμπατριώτες του. «Πάντα πίστευα ότι πρέπει να μείνεις και να παλέψεις στα δύσκολα, όχι μόνο όταν υπάρχουν κέρδη. Αυτό που λέω πάντα στους ανθρώπους μου είναι ότι τον καλό καιρό όλοι είναι φίλοι, η αληθινή φιλία φαίνεται στα δύσκολα. Το ίδιο και η επαγγελματική συμπεριφορά. Σήμερα είμαι περήφανος γιατί δεν απολύσαμε κανέναν και δεν μειώσαμε τους μισθούς στην κρίση».

Είναι όμως άραγε εύκολο να κάνει κανείς μπίζνες στην Ελλάδα; «Είναι πιο εύκολο από το να κάνεις μπίζνες στο Χονγκ Κονγκ και στην Κίνα. Πίστευα πάντα ότι, όταν έχεις μεσογειακά γονίδια, έχεις μια προδιάθεση να κάνεις μπίζνες, όχι απλώς να βάζεις αριθμούς στο τραπέζι και να βλέπεις αν δουλεύει ή όχι το πρότζεκτ. Μπίζνες για μένα είναι πάνω από όλα η επαφή, η σχέση εμπιστοσύνης. Αν δύο άνθρωποι δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, δεν μπορούν να κάνουν μπίζνες. Και αυτό που έλεγα πάντα στους συναδέλφους μου στη Γαλλία είναι ότι, αν θέλεις να κάνεις μια επιτυχημένη δουλειά, απευθύνσου στην καρδιά του  Έλληνα που κάθεται απέναντί σου και όχι στο μυαλό του. Αν απευθυνθείς στην καρδιά του και τον πείσεις ότι δεν είσαι εκεί για να τον ξεγελάσεις, αλλά για να κάνεις μια δουλειά επικερδή και για τις δύο πλευρές, οι  Έλληνες μπορούν να κάνουν θαύματα και θα εργαστούν δέκα φορές περισσότερο για να επιτύχει ο σκοπός».

Έχει ήδη αποφασίσει ότι θα μείνει στην Ελλάδα, «έχω πια ρίζες που με κρατούν εδώ», λέει. Τι είναι αυτό που απολαμβάνει περισσότερο στην Ελλάδα; «Το ότι δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι το πρωί αν ο ουρανός θα είναι μπλε ή γκρίζος», απαντά γελώντας και συνεχίζει: «Το πιο σημαντικό είναι η μεσογειακή φιλοξενία, που είναι ανεκτίμητη. Και αυτό που αγαπώ πιο πολύ σε αυτή τη χώρα είναι ότι είναι απλή, φυσική∙ πηγαίνεις σε μια ταβέρνα και θα φας ψάρι νοστιμότερο από οποιοδήποτε εστιατόριο στα Ηλύσια Πεδία που έχει αστέρια Μισελέν, σε ξύλινο τραπέζι, με απλό τραπεζομάντιλο και έναν σερβιτόρο ανθρώπινο, χωρίς πρωτόκολλο». Δεν θα άλλαζε τον ελληνικό τρόπο ζωής για τίποτε στον κόσμο, παραδέχεται. Όταν δε τον ρωτώ αν αισθάνεται πια την Ελλάδα πατρίδα του, μου απαντά με μια παροιμία της γενέτειράς του: «Όπως λέμε στον Λίβανο, η χώρα σου είναι εκεί όπου ζεις». 
– Μαρία Αθανασίου


AΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΣΙΟΤΙΝΗΣ
Σεφ
«Μαγειρικά μεγάλωσα στη Γαλλία»

Ιστορίες φιλίας-5
© Γιώργος Δρακόπουλος

Την εποχή που σπούδαζε στο Ινστιτούτο του Paul Bocuse και στη Σχολή Μαγειρικών Τεχνών Ferrandi, έκανε την πρακτική του στα εστιατόρια του Aλέν Πασάρ και του Μισέλ Μπρα. Στη συνέχεια δούλεψε στο εστιατόριο της Ελέν Νταρόζ, στη Σπονδή επί Aρνό Μπινιόν και ακολούθησαν οι κουζίνες των σπουδαίων Ερίκ Φρεσόν και Πασκάλ Μπαρμπό. Στο Calypso, στην Ελούντα, είδαμε τα πρώτα δείγματα της πιο γαλλικής πλευράς της κουζίνας του, η οποία σχηματοποιήθηκε και έγινε πιο προσωπική στο δικό του εστιατόριο, το CTC στα Ιλίσια, το οποίο σε λίγο καιρό θα ξανανοίξει σε νέο χώρο στον Κεραμεικό. 

Πήγατε για σπουδές στη Γαλλία σε πολύ νεαρή ηλικία. Πείτε μας λίγα πράγματα γι’ αυτή την εμπειρία σας.
Ήδη από την Ελλάδα ξέρεις ότι η κουζίνα που διδάσκεται σε όλες τις σχολές στον κόσμο είναι η γαλλική, ότι οι μαγειρικές ορολογίες είναι όλες στα γαλλικά, ότι οι Γάλλοι συνέθεσαν μια ομάδα της κουζίνας και την ονόμασαν «μπριγκάντ», όρισαν πόσα εκατοστά είναι το «ψιλοκομμένο», μοίρασαν τα πόστα. Όταν πήγα να ζήσω στη Γαλλία, όμως, συνειδητοποίησα πόσο αγαπούν οι άνθρωποι εκεί το φαγητό. Τρώνε και στο σπίτι τους με τη λογική που τρώνε στο εστιατόριο –πρώτο, κυρίως πιάτο, επιδόρπιο– και έχουν πάντα δίπλα στο πιάτο και κρασί. Κάποια στιγμή, την εποχή που έκανα πρακτική στο Arpège, γνώρισα μέσω κοινών γνωστών ένα παιδί της ηλικίας μου που δούλευε σε μια γαλλική εταιρεία αντίστοιχη της ΔΕΗ, και μου είπε ότι το όνειρό του ήταν να φάει σε ένα τριάστερο. Πόσοι Έλληνες 20 χρονών ονειρεύονται να φάνε στη Σπονδή; 

Πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί ένας νεαρός σεφ, από την Ελλάδα ή από οπουδήποτε αλλού, σε μια τριάστερη κουζίνα στη Γαλλία; 
Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο φαντάζεται κανείς. Αρκεί να έχει όρεξη και να μη φοβάται τη σκληρή δουλειά. Θα ξεκινήσει βέβαια από τις πιο χαμηλές βαθμίδες της κουζίνας. Μιλάμε για πολύ μεγάλες κουζίνες, που πάντα χρειάζονται μάγειρες, κι ακριβώς επειδή αναζητούν την τελειότητα, οι συνθήκες είναι δύσκολες. Είναι όμως ανοιχτές, δίνουν ευκαιρίες σε νέα παιδιά. Όσοι αποδεικνύονται ότι είναι ικανοί εξελίσσονται. Οι άλλοι αποχωρούν. 

Ποια κοινά χαρακτηριστικά είχαν οι κουζίνες στις οποίες μαθητεύσατε ή εργαστήκατε; 
Σίγουρα πρόκειται για διαφορετικούς ανθρώπους, με διαφορετικές μαγειρικές απόψεις, σε διαφορετικά μέρη της Γαλλίας. Είχαν όμως κοινά σημεία αναφοράς. Όλοι αγαπούσαν βαθιά και με πάθος τη γαλλική κουζίνα, ακόμη κι αν δανείζονταν στοιχεία από άλλους τόπους – ο Μπαρμπό, λόγου χάρη, παίζει πολύ με ασιατικές νότες στην κουζίνα του. Κι όλοι θεωρούσαν πολύ σημαντική την ιεραρχία και την πειθαρχία, στοιχεία πολύ σημαντικά για μια κουζίνα υψηλών απαιτήσεων. 

Φαντάζομαι ότι θα τους χαρακτηρίζει και μια ιδιαίτερη εμμονή στη λεπτομέρεια.
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Στο εστιατόριο του Ερίκ Φρεσόν φτιάχναμε ένα κανελόνι από αβοκάντο γεμιστό με αστακό. Από πάνω είχε πέντε μικροσκοπικά κρουτόν, άνηθο και πέντε επίσης μικροσκοπικά ζαράκια από κρεμμύδι. Έπαιρνες ένα πέταλο καπουτσίνου, το έκοβες σε πολύ μικρές λωρίδες και τύλιγες τα ζαράκια από το κρεμμύδι. Για να φτιάξεις μια γαρνιτουρίτσα, ένα πολύ μικρό μέρος του πιάτου, χρειαζόσουν αρκετή ώρα. Τίθεται ίσως το ερώτημα αν υπάρχει λόγος για όλο αυτό. 

Πόσο επηρέασε η γαλλική κουζίνα τη μαγειρική σας ταυτότητα; 
Εγώ μαγειρικά μεγάλωσα στη Γαλλία. Θεωρώ ότι πραγματικά εκεί μπήκαν οι βάσεις της μαγειρικής μου. Το ότι είμαι  Έλληνας, μου αρέσουν τα ελληνικά προϊόντα και προσπαθώ να τα εντάσσω στην κουζίνα μου δεν αναιρεί ούτε τη γαλλικότητα ούτε την ελληνικότητα των πιάτων μου. Στη βελουτέ καλαμπόκι με αφρό από αστακό, αρωματισμένη με περγαμόντο, που προτείνω στο CTC, ας πούμε, προσπαθώ να συνδυάσω την πληθωρικότητα της γαλλικής κουζίνας με την ένταση του θαλασσινού και το στοιχείο της ελληνικής φρεσκάδας, και με το περγαμόντο. 

Πώς εξελίσσεται η σχέση των Ελλήνων με τον γαλλικό γευστικό πολιτισμό; 
Η παγκοσμιοποίηση έχει ανοίξει τα σύνορα των αγορών, το να έρθουν τα προϊόντα τόσο της γαλλικής κουζίνας όσο και οποιασδήποτε άλλης είναι πολύ πιο εύκολο. Ο κόσμος έχει αρχίσει να γίνεται πολύ πιο ανοιχτός σε νέα πράγματα και ετερόκλητα ερεθίσματα. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι υπήρξαν και υπάρχουν κάποια πολύ καλά γαλλικά εστιατόρια που έχουν μυήσει τον κόσμο στη γαστρονομική κουλτούρα της Γαλλίας, είναι σίγουρα σημαντικό. Είναι όμως αναγκαίο η γαλλική κουζίνα να μπει στην καθημερινότητά του. Όλες αυτές οι προσπάθειες στον χώρο της αρτοποιίας και της ζαχαροπλαστικής που βλέπουμε τον τελευταίο καιρό είναι βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. 
– Eιριάννα Αναγνώστου


ΝΕΝΑ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ
Μουσικός

Ιστορίες φιλίας-6
© Βασίλης Κολτούκης

Όσοι τον Φεβρουάριο του 2014 είχαμε διαβάσει για την εμφάνιση της Νένας Βενετσάνου στον «Παρνασσό» της πλατείας Καρύτση, σε μια συναυλία-αφιέρωμα στη γαλλική ποίηση και μουσική και απορήσαμε, ήταν επειδή δεν είχαμε παρακολουθήσει τη διαδρομή αυτής της σπουδαίας φωνής (και όχι μόνο) από την αρχή της σταδιοδρομίας της στο ελληνικό τραγούδι. Ήταν μόλις 24 ετών όταν στην πρώτη της δισκογραφική δουλειά με την ιδιότητα της τραγουδοποιού συστήθηκε στο κοινό μελοποιώντας, ανάμεσα σε άλλα, έξι ποιήματα του Πωλ Ελυάρ.

Όμως η Γαλλία, σαν πνεύμα και σαν κουλτούρα, διατρέχει το σύνολο της μουσικής ταυτότητας της Νένας Βενετσάνου. 

Και ήταν μόλις δύο μήνες πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όταν η Βενετσάνου έφτανε στην Μπεζανσόν για να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης και Αρχαιολογία. «Μέχρι τότε είχα μεγαλώσει με την αγάπη της μητέρας μου για τη Γαλλία, το πιάνο και τα γαλλικά μου, και με τα τραύματα που μου είχε προκαλέσει η πολιτιστική παρακμή της Ελλάδας. Τα γαλλικά εξελίχθηκαν ως ο σύνδεσμός μου με τον έξω κόσμο, τον ελεύθερο. Την πρώτη εβδομάδα, με το «χαίρετε», έπεσα πάνω στη μεγαλύτερη διαδήλωση –εκατό χιλιάδες κόσμος–από όλη την Ευρώπη, που είχαν έρθει να συμπαρασταθούν στο αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο ωρολογοποιίας LIP. Είχα πάθει σοκ, από την κλεισούρα της χούντας βρέθηκα εκεί, τρέμοντας μήπως εμφανιστεί από το πουθενά η ΕΣΑ. Σήμερα, πέρα από τα ταξίδια μου, τα βιώματα, τις σπουδές, τις τιμές και τα χειροκροτήματα, κρατάω την ποίηση ως το στοιχείο που με έδεσε με αυτή την κουλτούρα».

Μια Ελληνίδα στην πατρίδα του Ουγκώ

Αλήθεια, τι θυμάται από την πόλη των φοιτητικών της χρόνων; «Πρόκειται για την πιο πράσινη περιοχή της Γαλλίας, έχει όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, επίσης είναι περιοχή ιδιαίτερα υψηλής αρχαιολογικής αξίας. Μια πόλη μεσαιωνική, χτισμένη πάνω σε ρωμαϊκή οδό, με παραποτάμιους προϊστορικούς οικισμούς, σπήλαια, Κέλτες, Ρωμαίους, Γερμανούς, οχυρώσεις, Ναπολεόντειους πολέμους, αμπελουργία, αγροτική αρχιτεκτονική, ωρολογοποιία, που την πήραν μετά οι Ελβετοί, και με πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε τον 15ο αιώνα. Η πόλη αυτή κατά την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης έγινε πατρίδα της ουτοπίας και του σοσιαλισμού. Εκεί διαδραματίζεται το έργο του Σταντάλ “Το κόκκινο και το μαύρο”, είναι πατρίδα του Ουγκώ, του Προυντόν, του Φουριέ, με αναρχικούς, εργατικά κινήματα, αλλά και της επιστήμης του Τριστάν Μπερνάρ, του Παστέρ, των αδελφών Λιμιέρ. Το κορυφαίο, όμως, ήταν η παλαιοντολογική αρχαιολογία της περιοχής, που έδωσε το όνομά της στην Ιουράσια Περίοδο, προς τιμήν του Αλέξανδρο Μπρονιάρ, παλαιοντολόγου, που μελέτησε τα ευρήματα των δεινοσαύρων στα όρη των Ιούρων, τα οποία ανήκουν στην οροσειρά των Άλπεων. Η ορεινή αυτή περιοχή ενώνει τη Γαλλία με τη Γερμανία και την Ελβετία και είναι του ονείρου». 

Όταν μιλάς με τη Νένα Βενετσάνου, δεν μπορείς να μην τη ρωτήσεις πώς θα ήταν ως μουσικός αν δεν είχε μεσολαβήσει η «γαλλική περίοδος». Χαμογελάει.

«Κοιτάξτε, η Ελλάδα είναι το δεδομένο μου, η χώρα μου, αυτή που μου δίδαξε να βλέπω το μέλλον μέσα από την παρακμή και τη φθορά των έργων του ανθρώπινου μόχθου. Αν σπούδασα Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης, ήταν για να μπορώ να βάλω τάξη και να πλησιάσω με διαύγεια τον κόσμο, δηλαδή τους ανθρώπους και το έργο τους. Το ταξίδι μου στη γαλλική κουλτούρα είναι η συνειδητή επιλογή που με βοήθησε να ενηλικιωθώ, να πλησιάσω με νέο τρόπο και τη χώρα μου, και την τέχνη μου, και τον έξω κόσμο, το “άλλο”, το άγνωστο. Δεν γοητεύτηκα σαν απλή τουρίστρια από την παρισινή ζωή ή τη γαλλική καθημερινότητα, αλλά από την ανατροπή που απαιτεί από τον καλλιτέχνη η ελεύθερη βούληση, που τον κάνει γόνιμο για να προσεγγίζει το νέο και το πολύπλοκο χωρίς φοβίες.

Το 2010 περίμενε τη Νένα Βενετσάνου μια μεγάλη έκπληξη: το γαλλικό κράτος την ανακήρυξε Ιππότη Γραμμάτων και Τεχνών, ύψιστη διάκριση για κάθε καλλιτέχνη. «Ναι, ήρθε σε μια στιγμή της ζωής μου που όλα είχαν χαθεί. Έτσι συμβαίνει πάντα στη ζωή μου, ένας απρόβλεπτος παράγων μού δίνει ώθηση κάθε φορά προς τα πάνω, και δεν υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα από το να σε κατανοούν και να σε αναγνωρίζουν».
– Δημήτρης Ρηγόπουλος


ΑΝΙΣ ΜΠΑΡΝΑ

Συνιδρυτής του El Sistema Greece
«Οι Έλληνες τα καταφέρνουν, προχωρούν, ζουν»

Ιστορίες φιλίας-7
© Δημήτρης Βλαϊκος 

Ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2016, με προορισμό τον καταυλισμό της Μόριας στη Λέσβο. Προηγουμένως ο Ανίς Μπαρνά είχε περάσει ως εθελοντής από το Καλέ της Γαλλίας, και εκεί συνειδητοποίησε ότι πολλοί πρόσφυγες κατέφθαναν από την Ελλάδα και συγκεκριμένα από το νησί της Λέσβου: «Ένιωσα την ηθική υποχρέωση, ως προνομιούχος Ευρωπαίος με σπουδές, να συνεισφέρω στο πρόβλημα. Τον Ιούλιο του 2016, που ήδη είχα περάσει ένα διάστημα στη Λέσβο, αποφάσισα να βοηθήσω, πλέον όχι προσφέροντας φιλανθρωπικό έργο –άλλωστε υπήρχαν πολλές οργανώσεις που το έκαναν αυτό–, αλλά από μια εκπαιδευτική σκοπιά. Έτσι εγκαταστάθηκα στην Αθήνα και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς συστήσαμε το El Sistema Greece, ένα πρόγραμμα δωρεάν μουσικής επιμόρφωσης για όλα τα παιδιά – και τα προσφυγόπουλα. Μέχρι σήμερα έχουν συμμετάσχει σε προγράμματα του El Sistema περισσότερα από 2.500 παιδιά, πάνω από 30 διαφορετικών εθνικοτήτων». Με όπλο τη μουσική (τραγούδι, μουσική θεωρία, μουσικά όργανα, χορωδία) επιχειρούν να συμβάλουν στην κοινωνική ένταξή τους. Μάλιστα τους τελευταίους μήνες εφηύραν νέους τρόπους προκειμένου να συντηρήσουν την ομαδικότητα και τη συμπερίληψη και στα διαδικτυακά μαθήματα. Ο ίδιος ζει στην Κυψέλη, την οποία περιγράφει σαν μια ολοζώντανη γειτονιά, της οποίας η ιστορία ταιριάζει απόλυτα στη δική του αποστολή εδώ και που προπάντων την αισθάνεται σαν το σπίτι του. Γιατί στην Ελλάδα; «Η πρώτη μου σκέψη όταν έφτασα στην Αθήνα ήταν ότι διέπεται από ένα ποιητικό χάος. Ότι βάλλεται από τόσων ειδών κρίσεις ταυτόχρονα και όμως οι Έλληνες τα καταφέρνουν, προχωρούν, ζουν. Είναι μια χώρα όπου όλες οι απόψεις ακούγονται, δημιουργώντας μια χαρούμενη κακοφωνία. Είναι ένα σημείο στο οποίο συναντιούνται διαφορετικοί πολιτισμοί, αποτελώντας το τέλειο παράδειγμα της νέας Ευρώπης. Και τέλος είναι τόπος ευκαιριών, γιατί εδώ είναι τόσα τα πράγματα που μπορούν να συμβούν». Όσο για τις πρώτες του αναμνήσεις από τη χώρα, ήταν τόσο οσφρητικές όσο και ακουστικές: «Αγαπάω αφάνταστα τη μυρωδιά του ελληνικού φαγητού και το γεγονός ότι κάθε μέρος της Ελλάδας έχει το δικό του άρωμα. Όπως επίσης από την πρώτη στιγμή με γοήτευσαν οι ήχοι της. Πρώτον η γλώσσα, που έχει μελωδία, ρυθμό και συχνά ανατροπές όταν φωνάζετε ο ένας στον άλλο! Η Αθήνα είναι γενικότερα μια πόλη με μουσικότητα. Περπατάς και ακούς κόρνες, ηχεία να παίζουν δυνατά, φωνές πωλητών στη λαϊκή αγορά, μπουζούκι από τις ταβέρνες. Αλλά και λίγο πιο έξω, όταν πλησιάζεις στα νότια, ακούς την ηρεμία της θάλασσας». Βρίσκει κοινούς τόπους ανάμεσα στις δύο χώρες; «Απολύτως. Εκτός από το καλό φαγητό, την ιστορία, τους υπέροχους ανθρώπους, η Ελλάδα και η Γαλλία είναι δύο χώρες που δείχνουν αληθινό σεβασμό στη δημοκρατία».
– Κέλλυ Σταυροπούλου


ΕΥΗ ΣΙΟΥΓΓΑΡΗ
– Μαρκ Παρμαντιέ
Ελαιοπαραγωγοί

Ιστορίες φιλίας-8

Έχουν ένα συνωμοτικό χαμόγελο, το οποίο δεν σβήνει καθόλου στη μία ώρα που συζητάμε, και που μπορώ να χαρακτηρίσω ως μια ειδική intimité, που συναντάς σε ζευγάρια που έχουν μάθει να συζητούν και, συνεπώς, να ζουν ευτυχισμένα. Καθώς βαδίζουν στην τέταρτη δεκαετία της σχέσης τους, σήμερα εγκατεστημένοι μεταξύ Αγίας Παρασκευής και Μεθώνης, εξηγούν πώς γνωρίστηκαν στο Παρίσι το 1990, όταν η Εύη έκανε το μεταπτυχιακό της στην αρχιτεκτονική, με την προοπτική να γυρίσει πίσω στην πατρίδα στο τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς. Η γνωριμία με τον Μαρκ, επίσης αρχιτέκτονα, την κράτησε για δεκαοκτώ χρόνια στη Γαλλία. Αρχικά, εκείνη ασχολείτο με την αρχιτεκτονική, ενώ ο Μαρκ εξειδικεύτηκε στη γραφιστική και στο post production βίντεο, στα σπάργανα του ίντερνετ. Όταν απέκτησαν τις δύο κόρες τους, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η ζωή τους στο Παρίσι άρχισε να βγάζει λιγότερο νόημα, το περίφημο τρίπτυχο metro, boulot, dodo (μετρό, δουλειά, και ύπνος) τους εξουθένωσε.

Όταν αποφάσισαν να φύγουν, το 2007, τους φάνηκε μια φυσική συνέχεια το να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, για να δημιουργήσουν κάτι δικό τους: το αρχικό πλάνο να αγοράσουν ένα κτήμα, να το εκμεταλλευτούν, να χτίσουν μια αγροτουριστική μονάδα, να βγάζουν το δικό τους λάδι και τα παράγωγά του, και να υποδέχονται τουρίστες· κυρίως Γάλλους. Αλλά λογάριασαν χωρίς την κρίση. Λόγω αυτής, άφησαν στην άκρη τον αγροτουρισμό και επικεντρώθηκαν στο λάδι. Σε όλα του τα στάδια, από την παραγωγή μέχρι την πώληση, σε ένα κτήμα στη Μεθώνη. Και όχι μόνο: η Εύη άρχισε να δίνει μαθήματα μαγειρικής σε απόδημους Γάλλους, και μάλιστα εξέδωσε ένα βιβλίο μαγειρικής εν μέσω της πανδημίας, μετά την παρακίνηση της πλατφόρμας Vivre Athènes, ιστότοπο δύο αποδήμων για Γάλλους που ψάχνουν να ενσωματωθούν στη χώρα. 

Περί ενσωμάτωσης, ο Μαρκ αναφωνεί: «Δεν μου λείπει τίποτα από το Παρίσι!». Η Εύη, πιο επιεικής με τη χώρα του Μολιέρου, τον καλμάρει, είναι όμορφο το Παρίσι, ε! Περιέργως, η Εύη είναι που έχει πλέον τη γαλλική υπηκοότητα και όχι ο Μαρκ την ελληνική, υποστηρίζοντας ότι έχει ακόμη δρόμο μπροστά του στην εξοικείωσή του με τη γλώσσα κυρίως. «Όταν η συζήτηση ξεφεύγει από το αγροτικό λεξιλόγιο, χάνω τη ροή», λέει ο Μαρκ. Πιο πολύ Ελληνίδα ή Γαλλίδα; ρωτάω την Εύη. «Ξέρετε, αυτή την ιδέα της αντιπαράθεσης κουλτούρας δεν την έχουν οι δύο κόρες μας: δεν τις τραβάει η μία χώρα από τη μία και η άλλη από την άλλη, όπως ενδεχομένως εμένα. Είναι και Ελληνίδες, και Γαλλίδες», λέει. Ο Μαρκ προσθέτει: «Οι κουλτούρες μας είναι πολύ κοντινές. Έχουμε τη Μεσόγειο μέσα μας, απλώς εμείς οι Γάλλοι επιλέξαμε να βλέπουμε προς τον βορρά και γίναμε πιο αυστηροί, λιγότερο χαλαροί. Ο Γάλλος είναι ένας ενοχικός της Μεσογείου, είναι ένας λιγότερο ελεύθερος Έλληνας». 
– Βάλια Δημητρακοπούλου

Περισσότερες πληροφορίες και παραγγελίες στο https://www.trois-tortues.com/


ΚΑΤΡΙΝ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗ, πρώην διευθύντρια ΕΚΕΒΙ
«Στην Ελλάδα ένιωσα αμέσως μια μεγάλη ελευθερία»

Ιστορίες φιλίας-9
© ΑΠΕ-ΜΠΕ

Απάντησε στο τηλέφωνό της αμέσως και διευκρίνισε εξαρχής ότι βρίσκεται στο Παρίσι. Οι πρώτες λέξεις ήταν στα γαλλικά και συνέχισε να μιλάει σε ωραία ελληνικά, με τον χαρακτηριστικά ευχάριστο, «στρογγυλό» τονισμό που αποκτά η ελληνική γλώσσα χάρη στη γαλλική προφορά. Προς το τέλος της συνέντευξης είπε: «Το όνειρό μου θα ήταν να περνάω έξι μήνες στη Γαλλία και έξι στην Ελλάδα. Αλλά στην πραγματικότητα είμαι κυρίως στην Ελλάδα και χαίρομαι που μπορώ, έστω και αν χρειάζομαι τη Γαλλία, να ζω εκεί κάποιο διάστημα μέσα στη χρονιά, ώστε να ακούω τη γλώσσα».

Στην πραγματικότητα δεν έχει καμιά δυσκολία με τα ελληνικά. Η Κατρίν Βελισσάρη διηύθυνε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου από τον Μάιο του 2004 έως τον Δεκέμβριο του 2012. Προηγουμένως διετέλεσε επίσης διευθύντρια του Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδας και πρώτη διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου. Το 2015, ο πρέσβης της Γαλλίας στην Ελλάδα τής επέδωσε τα διάσημα του Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών. Σε όλη την καριέρα της έθεσε με πάθος το ταλέντο της στην υπηρεσία του βιβλίου, αναπτύσσοντας μια φιλόδοξη πολιτική λογοτεχνικών ανταλλαγών μεταξύ της Γαλλίας και της Ελλάδας. «Ήμουν η πρώτη ξένη που διορίστηκε σε μια ανώτερη διοικητική θέση στην Ελλάδα και βρισκόταν στον προμαχώνα των ελληνικών γραμμάτων! Αλλά δεν ήμουν η τελευταία», σχολιάζει και, αναφέροντας πολλούς ακόμη συμπατριώτες της που ζουν και εργάζονται εδώ, υπογραμμίζει τη γαλλοελληνική σχέση, που παραμένει ζωντανή. «Η Ελλάδα είναι μια χώρα τόσο κοντά πολιτιστικά στη Γαλλία», τονίζει.

Προφανώς η συζήτηση στρέφεται στη δική της γνωριμία με τη χώρα μας, από την οποία ξεκίνησαν όλα: «Ως εγγονή εκδότη, είχα ξεκινήσει στη Γαλλία μια πορεία προς τις εκδόσεις, όταν έκανα τη συνάντηση της ζωής μου. Από τότε, κατά κάποιον τρόπο, η επιλογή της Ελλάδας ήταν επιβεβλημένη. Υπήρχε επίσης το κάλεσμα της Μεσογείου και του φωτός, το οποίο βρίσκεται παντού και για μένα ήταν πολύ έντονο, μια και είχα ζήσει την παιδική μου ηλικία στο Μαρόκο και στην Αλγερία. Ακόμη θυμάμαι το συναίσθημα περνώντας την Πύλη της Ορλεάνης στο Παρίσι έναν κρύο και βροχερό Νοέμβριο. Ερχόμουν από την κατάλευκη Αλγερία, για να μπω σε ένα κατάμαυρο Παρίσι – ήταν πριν από τον νόμο του Μαλρό, που έδωσε πίσω το υπέροχο φως στην πέτρα του Παρισιού. Για μένα, εκείνη την εποχή αυτό ήταν ένα πραγματικό σοκ».

Και συνεχίζει: «Έχοντας μεγαλώσει πια, με το πτυχίο Νομικής στην τσέπη και τη διδακτορική μου διατριβή στην πνευματική ιδιοκτησία σε εξέλιξη, αλλά και μια πρώτη εμπειρία ως νομική σύμβουλος, κάναμε με τον Έλληνα σύζυγό μου την επιλογή να έρθουμε στην Ελλάδα. Ή, πιο συγκεκριμένα, εγώ έκανα αυτή την επιλογή, καθώς ο άνδρας μου προτιμούσε μάλλον το Παρίσι. Στην Ελλάδα ένιωσα αμέσως μια μεγάλη ελευθερία, η οποία πηγάζει από το ότι βρήκα μια χώρα της οποίας συμμερίζομαι τις πιο βαθιές αξίες. Ποτέ δεν ένιωσα ξένη. Κάτι εξαιρετικά σημαντικό συμβαίνει: Δεν έχουμε χάσει το αίσθημα της ανθρωπιάς· παραμένει στο επίκεντρο της ύπαρξής μας. Η Ελλάδα είναι μια κοινωνία κατά βάση ανθρωποκεντρική, η οποία επιπροσθέτως έχει κρατήσει το αίσθημα του μέτρου. Η χαρά της ζωής των ανθρώπων, ακόμη και αν μέσα στην κρίση και τώρα στην πανδημία έχει μπει σε δοκιμασία, είναι πανταχού παρούσα. Ο Καμί το είχε πει: “Βρήκα αυτό που ήρθα για να βρω, και ακόμη παραπάνω”. Αυτό το συναίσθημα το μοιράζομαι απολύτως». 
– Μάρω Βασιλειάδου


ΙΡΕΝ ΜΑΜΦΡΕΔΟΣ
Iδρύτρια του brand ρούχων «Kimalé»

Ιστορίες φιλίας-10

«Οι πρώτες εικόνες που θυμάμαι από την Ελλάδα είναι όταν ερχόμουν τα καλοκαίρια με τον πατέρα μου και φτάναμε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Με τύλιγε τότε αυτή η έντονη ζέστη και η μυρωδιά του καλοκαιριού. Με έλουζε αυτό το μοναδικό φως. Μπαίναμε στα παλιά ταξί, ο οδηγός και ο μπαμπάς κάπνιζαν, και στον δρόμο χάζευα τα μαγαζιά της Βουλιαγμένης, γεμάτα με φωτιστικά από το πάτωμα ως το ταβάνι. Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν μια στάση στο Μοναστηράκι για σουβλάκι στον Θανάση», θυμάται η Ιρέν Μαμφρέδος, που φέτος κλείνει 21 χρόνια στην Ελλάδα.

Ο λόγος που μετοίκησε στην Αθήνα ήταν ο έρωτας: «Γνώρισα τον Κίμωνα στο Παρίσι και μετά από έξι μήνες αποφάσισα να έρθω να ζήσω στην Ελλάδα. Ήταν η πιο τρελή απόφαση που πήρα ποτέ, αλλά δεν έχω μετανιώσει ούτε δευτερόλεπτο. Παρόλο που είμαι μισή Ελληνίδα, τότε δεν ήξερα λέξη στα ελληνικά. Αμέσως όμως βρήκα μικρές δουλειές, γράφτηκα στο πανεπιστήμιο και μέσα σε έξι μήνες μπορούσα να επικοινωνήσω. Ήταν σημαντικό για μένα να μάθω τη γλώσσα, ώστε να μη με ρωτάνε από πού είμαι. Ήθελα να γίνω Ελληνίδα γιατί ένιωθα Ελληνίδα, περισσότερο από Γαλλίδα». Πλέον, στα 38 της, έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Ελλάδα. «Αυτό που απολαμβάνω περισσότερο εδώ είναι η θάλασσα. Γενικά η ζωή στην Αθήνα έχει πολλά περισσότερα χαρίσματα απ’ ό,τι προβλήματα, σε σύγκριση με τη Γαλλία».

Το Kimalé, το brand ρούχων που έχει, γεννήθηκε παράλληλα με τα παιδιά της. Για την ακρίβεια, όταν γέννησε, άρχισε να φτιάχνει ρουχαλάκια με αφρικανικά μοτίβα. Τα είδαν κάποιες φίλες-μαμάδες και πήρε τις πρώτες της παραγγελίες. Μέσα σε έναν χρόνο είχε ιδρύσει τη δική της εταιρεία. Από τότε το concept έχει εξελιχθεί πολύ, αλλά η βασική φιλοσοφία παραμένει η ίδια: άνετα ρούχα με έθνικ αισθητική – για ενήλικες πλέον.  

Κατά τα άλλα, τώρα διανύει την αγαπημένη της εποχή του χρόνου: «Κάθε άνοιξη είναι σαν καινούργιο ξεκίνημα. Περπατάω στην Αθήνα και παρατηρώ τα δέντρα που ανθίζουν. Τρελαίνομαι με τη μυρωδιά από τις νεραντζιές!». Tης λείπει το Παρίσι; «Το ίδιο το Παρίσι δεν μου λείπει καθόλου, αλλά μου λείπουν οι δικοί μου άνθρωποι. Μου αρκεί πλέον να είμαι μια τουρίστρια στην πόλη όπου γεννήθηκα. Απολαμβάνω πολύ περισσότερο έτσι το Παρίσι, που είναι πια πολύ σκληρή πόλη για να ζεις».
– Κέλλυ Σταυροπούλου


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
Θεατρικός συγγραφέας

«Χωρίς τη Γαλλία θα ήμουν άλλος»

Ιστορίες φιλίας-11
© Στέγη Ιδρύματος Ωνάση 2013-14 / Κώστας Μητρόπουλος

Στη μητέρα μου οφείλω την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας. Έκτοτε, η γαλλική γλώσσα έγινε η δεύτερη μητρική μου· και η αιτία να μου δοθεί μια υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό. Χωρίς αυτή δεν θα είχα αυτή την τύχη, που αποτελεί τον καθοριστικότερο σταθμό στη ζωή μου.

Με τη γαλλική γλώσσα μόνο σημαντικά γεγονότα συνδέονται, και σε αυτήν τα χρωστώ.

Η συνάντησή μου με όλους εκείνους που, πολύ νωρίς, από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στις Βρυξέλλες και μετά στο Παρίσι, με διαμόρφωσαν αποκαλύπτοντάς μου, με το έργο τους, τις βαθύτερες συντεταγμένες του εαυτού μου, στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στην ποίηση, στο δοκίμιο, στη φιλοσοφία, σε όλες τις τέχνες. Κάποιοι από αυτούς έχουν ενσωματωθεί, κατά κάποιον τρόπο, στο δικό μου έργο με τις μεταφράσεις μου έργων τους.

Η γαλλική γλώσσα διατρέχει ολόκληρη τη ζωή μου και τη συγγραφική δουλειά μου, είτε βρίσκομαι κατά διαστήματα εκεί, στη Γαλλία, είτε στο Βέλγιο, είτε εδώ όπου ζω τώρα. 

Έχω ταξιδέψει πολλές φορές προς αυτές τις χώρες, στο Παρίσι τις πιο πολλές, κυρίως κατά την περίοδο 2009-2010, όπου, στο Odeon-Theatre de l’ Europe, έγινε αφιέρωμα στη δραματουργία μου. Φυσικά, είχε προηγηθεί, το 1968, το ανέβασμα του έργου μου «Η Τιμή της Ανταρσίας στη Μαύρη Αγορά», από τον Patrice Chereau, που ήταν και η πρώτη φορά που έβλεπα σκηνοθετημένο δικό μου έργο, και μάλιστα γραμμένο κατευθείαν στα γαλλικά. Επρόκειτο για γεγονός σχεδόν εξ ολοκλήρου γαλλικού χαρακτήρα, εκείνο που ξέφευγε από αυτόν ήταν το αμιγώς ελληνικό θέμα του έργου – μια σύζευξη που, έκτοτε, συνεχίστηκε με ανεβάσματα και άλλων έργων μου, γραμμένων όμως πρώτα στα ελληνικά και μεταφρασμένων κατόπιν στη γαλλική γλώσσα.

Υπάρχει μια πολύ βαθιά διαπλοκή ανάμεσα στις δύο πλευρές, την  ελληνική και τη γαλλική, η οποία ενισχύεται και από το ότι έχω γράψει κατευθείαν στα γαλλικά κείμενα, κυρίως δοκιμιακού είδους, αισθάνομαι όμως ότι, στην περίπτωση που θα διέμενα μόνιμα στη Γαλλία, θα μεταχειριζόμουν τη δική της γλώσσα ως κυρίαρχο εκφραστικό μου μέσο, όχι μόνο για λόγους συγκυριακής ανάγκης αλλά και γιατί με τη γλώσσα αυτή εκφράζομαι σχεδόν με την ίδια επάρκεια –όση είναι η δική μου– με την οποία εκφράζομαι και με την ελληνική – την οποία, εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα την εγκατέλειπα για έναν και μόνο λόγο: είναι η γλώσσα με το πιο πλούσιο νοηματικό περιεχόμενο, εκτός του ότι έχει ένα περίπου ασύνορο εύρος μετασχηματισμών της εκ των έσω.

Η συγκατοίκηση της ελληνικής και της γαλλικής γλώσσας μέσα μου είναι επωφελής και για τις δύο: όσα έχω δεχτεί από τη γαλλική λογοτεχνία μέσω της ανάγνωσης και της μετάφρασης δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστη τη χρήση, λεκτική και νοηματική, της ελληνικής γλώσσας, δεν είναι όμως μόνο αυτό, πρόκειται και για κάτι πολύ περισσότερο: οφείλω, σε τεράστιο βαθμό, τη διαμόρφωσή μου, πνευματική αλλά και αισθηματική, άρα ολική, στην ενασχόλησή μου με το γαλλικό πνεύμα, με τις τροπές του, τα κινήματά του, τις σχολές του, την ποικιλομορφία του, τη ρηξικέλευθη πορεία του, τα άλματά του και τις ρήξεις του, τις τολμηρές προτάσεις του σε όλα τα επίπεδα της διανόησης και της αισθητικής, προπαντός στον τομέα της γραφής.  

Έτσι, δεν μπορώ να διαχωρίσω τα όσα έχω καταθέσει μέχρι σήμερα στους χώρους όπου ανέπτυξα τα συγγραφικά μου ενδιαφέροντα, από τη συνεχή, καθημερινή συναναστροφή μου με τη γαλλική γραμματολογία. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο θα έγραφα διαφορετικά αν δεν είχε εμφανιστεί στη ζωή μου η γαλλική πλευρά με τη γλώσσα της και τον πολιτισμό της, αλλά θα ήμουν και διαφορετικός άνθρωπος: η υποτροφία για την οποία μίλησα στην αρχή και που μου δόθηκε, χάρη στη γνώση των γαλλικών, από το βελγικό κράτος, στα 19 μου, υπήρξε ο καθοριστικός παράγων της αναγέννησής μου, μιας δεύτερης γέννησής μου από την οποία προήλθε αυτός που είμαι τώρα – δεν μπορώ να διανοηθώ τι θα γινόμουν χωρίς αυτόν.

Περιέγραψα μια κατάσταση η οποία δεν διαφέρει από ένα etat de grace: η συνάντηση με μια ξένη πλευρά που αποβαίνει μοιραία για τη δική μας πλευρά, εν προκειμένω για τη δική μου. Στην περίπτωση όμως αυτή, δεν πρόκειται πλέον για συμμαχία αλλά για συζυγία.


ΌΛΓΑ ΚΟΥΚΛΑΚΗ
Μουσικός

«Ο πολιτισμός στη Γαλλία είναι ό,τι είναι για μας ο τουρισμός»

Ιστορίες φιλίας-12
© George Geranios

Ποια τραγούδια θα διάλεγε η Όλγα Κουκλάκη ως soundtrack για τις δύο πιο αγαπημένες της πόλεις; «Για την Αθήνα το “Νέα Ζωή 705” των αγαπημένων Stereo Nova και για το Παρίσι το “L’amour et la violence” του Σεμπαστιέν Τελιέ». Η Όλγα Κουκλάκη ξεκίνησε από μικρή με πιάνο και συνέχισε με σπουδές κλασικής μουσικής μέχρι που μια μέρα ο γαλλικός τύπος την έχρισε «Πυθία της ηλεκτρονικής μουσικής».

Τη ρωτάω πώς έφτασε εκεί, εννοώντας τόσο το Παρίσι όσο και αυτή τη διεθνή αναγνώριση. «Δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση του τύπου “α, τώρα θα μετακομίσω στο Παρίσι” ή “τώρα θα πάω να βγάλω δίσκο εκεί”. Έτυχε το 2001 να ακούσει τη δουλειά μου ο Χάραλντ Λούντελ, ο τότε μάνατζερ της γαλλικής δισκογραφικής F Communication, και μου πρότεινε να πάω για οντισιόν στο live project των Reminiscent Drive στο Παρίσι. Mε την οικονομική βοήθεια του προγράμματος Erasmus από το ΤΕΙ Διακοσμητικής στην Αθήνα, πήγα, πέρασα την οντισιόν και ξεκίνησα να δουλεύω στη δισκογραφική παράλληλα με τις σπουδές μου». 

Έκτοτε, μετράει πολλές και σημαντικές συνεργασίες με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα τόσο της γαλλικής όσο και της ελληνικής σκηνής, όπως o Kid Loco –το τρομερό παιδί της γαλλικής electro– και η Δήμητρα Γαλάνη. Τα τελευταία χρόνια μένει στην Ελλάδα και επισκέπτεται το Παρίσι όποτε μπορεί, ενώ πρόσφατα ολοκλήρωσε και τον τρίτο προσωπικό της δίσκο, που θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2021. Πώς διαφέρουν οι Γάλλοι και οι  Έλληνες στον τρόπο που σχετίζονται με τη μουσική; «Στη Γαλλία ο πολιτισμός, είτε αφορά μουσική, θέατρο, κινηματογράφο ή εικαστικά, είναι υψηλής σημασίας και την ενδιαφέρει να τον εξάγει. Για την Ελλάδα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει αντίστοιχη επένδυση και ανάπτυξη στον τουρισμό».

Με αφορμή τον κινηματογράφο, αξίζει να αναφερθούν μερικές ακόμα συναρπαστικές στιγμές στη διττή συνεισφορά της Όλγας Κουκλάκη σε αυτές τις κουλτούρες. Στις γαλλικές ταινίες «Mobius», «Paris by Night» και στη σειρά «Mafiosa» χρησιμοποιήθηκαν τραγούδια από τους προσωπικούς δίσκους της, ενώ το 2008 συμμετείχε στο γαλλόφωνο φεστιβάλ κινηματογράφου στην Αθήνα. «Η γαλλική πρεσβεία μού ανέθεσε να δημιουργήσω ένα CINEMIX με ζωντανή παρουσίαση βουβών ταινιών και πρωτότυπης σύνθεσής μου στο ΑΤΤΙΚΟΝ Cinema. Με τη βοήθεια του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθήνας και της Ταινιοθήκης της Ελλάδος ανακάλυψα δύο υπέροχες ταινίες, τη βωβή ελληνική ταινία “Οι περιπέτειες του Βιλλάρ” και το “Entr’acte” του Ρενέ Κλερ, και ήταν μεγάλη μου χαρά όταν μου ζητήθηκε να ξαναπαρουσιάσω μέρος της δουλειάς αυτής στο ΚΠΙΣΝ του Ιδρύματος Νιάρχου το 2018» 
– Ελίνα Δημητριάδη


ΚΑΝΕΛΛΟΣ COB
Δημιουργός κόμικ

Ιστορίες φιλίας-13

«Από μικρός, όταν έλεγα ότι θέλω να γίνω ζωγράφος, με ρωτούσαν “πώς θα ζήσεις;” και έτσι βρέθηκα μετά το λύκειο να σπουδάζω Συντήρηση Έργων Τέχνης. Όταν κατάλαβα ότι δεν θα αντέξω να φτάσω 30 χρονών και να κάνω αυτό επαγγελματικά, αποφάσισα να κυνηγήσω το σχέδιο, φεύγοντας για σπουδές στη Λυών στα 25 μου. Δέκα χρόνια μετά, έχω καταλάβει πόσο ουσιαστικό κομμάτι της ζωής είναι η κουλτούρα στη Γαλλία – οι Γάλλοι θα αγοράσουν κόμικ όπως αγοράζουν και λογοτεχνία, οι καλλιτέχνες έχουν κοινωνικό στάτους και όλοι σέβονται επαγγέλματα όπως το δικό μου, τα οποία ονομάζουν “επαγγέλματα πάθους”», λέει ο Κανέλλος Cob και αυτή η φράση θα μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου. 

Η αδυναμία του στη γαλλοβελγική σχολή των κόμικ, στα γαλλικά ιερά τέρατα Moebius και Ενκί Μπιλάλ και στον σκοτεινό σουρεαλισμό τους είναι εμφανής. «Στη Γαλλία υπάρχουν όλων των ειδών τα κόμικ – δεν θα σου πει κανείς “σχεδίασε όπως αυτός”, θέλουν μόνο να μάθεις να σχεδιάζεις με τρόπο που να λειτουργεί, και αυτό είναι πολύ απελευθερωτικό. Το κοινό στοιχείο που εντοπίζω στη γαλλοβελγική σχολή με την ελληνική, η οποία έχει αποκτήσει πια δική της ταυτότητα και στιλ, είναι ότι υπάρχει πολιτική συνείδηση στις ιστορίες», μου λέει ο Κανέλλος, για τον οποίο η πολιτική είναι κινητήριος δύναμη δημιουργικά.

Το 2019 εικονογράφησε τον «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα στο πλαίσιο της σειράς Νεοελληνική Λογοτεχνία σε Graphic Novel των εκδόσεων Polaris, ενώ τώρα συνεργάζεται με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο για την εικονογράφηση του νέου του έργου «ΓΥΜΝΑ ΟΣΤΑ» και παράλληλα δουλεύει και σε γαλλικό graphic novel για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Πρόκειται για την αληθινή ιστορία στην πόλη Λε Σαμπόν-Σουρ-Λινιόν, όπου οι προτεστάντες κάτοικοι έπαιρναν τα παιδιά των Εβραίων, τους άλλαζαν χαρτιά και τα παρουσίαζαν ως παιδιά Γάλλων σε ορφανοτροφεία για να τα σώσουν. Όσο για τα “ΓΥΜΝΑ ΟΣΤΑ”, πρόκειται για ένα post apocalyptic σκηνικό και ο Δημοσθένης μού είχε πει να έχω στο μυαλό μου την Αρχαία Ελλάδα», μου λέει ο Κανέλλος Cob.

Την Αθήνα την έχει απεικονίσει με ποπ σουρεαλισμό στο προσωπικό έργο του «Random Urbanism», ζωγραφίζοντας ένα μακρόστενο καμβά σαν βόλτα σε αθηναϊκό στενό όπου η πληροφορία σε βομβαρδίζει από κάθε σημείο, ενώ τη Λυών θα τη ζωγράφιζε, παραδόξως, γαλανόλευκη. Προς το παρόν, περνάει τον χρόνο του δουλεύοντας στην Αθήνα και απολαμβάνοντας όσα του είχαν λείψει εδώ. «Πολλές φορές παραμιλάω στα γαλλικά στον ύπνο μου, αλλά ποτέ δεν θα είναι το ίδιο με τα ελληνικά, είναι αλλιώς να κάνεις πολιτικές συζητήσεις και να φλερτάρεις στη μητρική σου γλώσσα», μου λέει γελώντας στο τέλος.
– Ελίνα Δημητριάδη

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή