Ο Ισλανδός που κατάφερε να κάνει την κλασική μουσική «σέξι» για τους απανταχού millennials, που έγραψε το soundtrack των τηλεοπτικών σειρών Broadchurch και Defending Jacob, θα έδινε πολλά για να περνάει περισσότερο χρόνο στην Αθήνα. Ο 34χρονος –πρώην πανκ– καλλιτέχνης αποκαλύπτει στο «Κ» πως νιώθει δέος για τη βραδιά της 15ης Ιουλίου που θα εμφανιστεί στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου.
Η ομορφιά συνηθίζεται. Διαφορετικά, θα ανεβάζαμε συνεχώς παλμούς σε κάθε περίπατο στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και θα κρατούσαμε την αναπνοή μας όποτε αντικρίζαμε την Ακρόπολη. Η πανδημία –ίσως– μας έκανε λιγότερο ευαίσθητους στην καθημερινή επαφή με την Τέχνη. Όχι όλους. Ένα από τα πιο «καυτά» ονόματα της ηλεκτρονικής σκηνής, μια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα από την παγωμένη, εξωπραγματικά απόκοσμη Ισλανδία, που έχει «παίξει» ζωντανά στο Royal Albert Hall, στο Guggenheim Museum του Μπιλμπάο, στο Μουσείο του Λούβρου και στην Όπερα του Σίδνεϊ, παθαίνει σχεδόν σύνδρομο Σταντάλ επειδή θα εμφανιστεί στο Ηρώδειο. Ο πολυοργανίστας μουσικός, συνθέτης και παραγωγός που σύστησε τον Σοπέν στη γενιά του TikTok και του Netflix «τσιμπιέται» ακόμη στην τοποθεσία «Ηρώδειο».
Feeling Blessed @Ηρώδειο
«Πραγματικά λατρεύω την Αθήνα. Πρέπει να έρθω και να περάσω ένα εύλογο διάστημα ως κάτοικός της την επόμενη φορά που δεν θα περιοδεύω τον κόσμο. Πριν από δύο χρόνια πέρασα φανταστικά στις δύο συναυλίες που έδωσα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Μεταξύ των live, μας δόθηκε η ευκαιρία να ανεβούμε στην Ακρόπολη. Μπορεί να σου φανεί περίεργο, αλλά για μένα αυτό ήταν ένα όνειρο. Κι όταν περάσαμε έξω από το Ηρώδειο, γύρισα το βλέμμα μου να αντικρίσω αυτόν τον πανέμορφο χώρο, αλλά δεν τολμούσα καν να διανοηθώ ότι μερικά χρόνια αργότερα και έπειτα από μια πανδημία θα είχα την ευκαιρία να παίξω τη μουσική μου εδώ».
Μπορεί να είναι το μεγαλύτερο κλισέ για την Αθήνα, την Ελλάδα και την κληρονομιά μας. Αλλά αυτός ο θαυμασμός που νιώθουν οι πιο φτασμένοι καλλιτέχνες αντικρίζοντας τα μνημεία μας θα έπρεπε να μας κάνει –πέρα από περήφανους– να αναλογιστούμε τη σημασία τους για το μέλλον του πολιτισμού και του τουρισμού μας.
Η πειραματική μουσική του Όλαφουρ Άρναλντς πηγάζει από τη δική του πολιτιστική κληρονομιά, αυτή της Ισλανδίας, που έχει χαρίσει στην παγκόσμια μουσική σκηνή τα πιο ρηξικέλευθα μυαλά της. Την Björk, τους Sigur Ros, τον Jonathan Johansson. Τον ρωτάω αν πιστεύει ότι βαδίζει στα χνάρια αυτής της μοντερνιστικής, πειραματικής ποπ. «Υπάρχουν πάρα πολλά στερεότυπα για τη μουσική της Ισλανδίας. Η δική μας πραγματικότητα είναι η ποικιλομορφία. Παράγουμε όλα τα μουσικά είδη. Και θα σου δώσω ένα απλό παράδειγμα, σχετικά πρόσφατο. Οι μπάντες Of Monsters and Men και οι Kaleo δεν ακολουθούν τον ήχο καμιάς τυπικής ισλανδικής σχολής. Και όμως, πέτυχαν παγκοσμίως».
Το νησί της Ισλανδίας
Πόσο επηρέασε η πανδημία τη ζωή ενός νέου, ταλαντούχου μουσικού που ζούσε με μια βαλίτσα στο χέρι κάνοντας check in σε ξενοδοχεία, περιοδεύοντας τον κόσμο; «Θα απαντήσω με μια μικρή προσημείωση: δεν τελείωσε η πανδημία, ακόμη ζούμε σε πανδημικούς καιρούς και δεν πρέπει να το ξεχνάμε για το καλό όλων μας. Η δική μου χώρα βγήκε σχεδόν αλώβητη από αυτόν τον άνισο αγώνα με τον ιό. Φυσικά και ήρθαμε αντιμέτωποι με άπειρες προκλήσεις. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα για έναν μουσικό να ηχογραφήσει τη νέα του δουλειά και να κυκλοφορήσει το άλμπουμ του σε τέτοιους καιρούς. Ό,τι ήξερα άλλαξε. Μαζί κι εγώ. Αποφάσισα να αλλάξω τη δική μου προσέγγιση και συμπεριφορά και να συμπορευτώ με τις νέες συνθήκες. Ποτέ δεν θα συνηθίσω να ακυρώνω τις ζωντανές μου εμφανίσεις. Έτσι ζει ο καλλιτέχνης. Αλλά, παραδόξως, όταν κόλλησα στο σπίτι μου απόλαυσα επιτέλους την παύση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεν έτρεχα να προλάβω κάτι. Αλλά, αν με ρωτάς πόσο ανυπομονώ να βγω και να επιστρέψω σε γεμάτους συναυλιακούς χώρους, δεν κρατιέμαι. Μου έλειψε».
Όταν ακούς την ονειρική, σχεδόν συμφωνική, μουσική του, απορείς πώς αυτός ο καλλιτέχνης ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ντράμερ σε πανκ μπάντα. Και τυχαία, σαν ένα ευτύχημα της μοίρας, τα ακούσματα της γιαγιάς του κυριάρχησαν και άρχισε να πειράζει τους κλασικούς συνθέτες. Αλλά όλοι ξέρουν ότι το πανκ ποτέ δεν πεθαίνει. Μήπως ο Όλι μέσα στην πανδημία έπιασε πάλι τις μπαγκέτες; «Εννοείται! Έστησα το παλιό μου στούντιο και φυσικά άρχισα πάλι να παίζω. Σκέφτηκα ένα νέο πρότζεκτ, αλλά η προσέγγισή μου προφανώς θα είναι διαφορετική από εκείνη της εφηβείας μου. Θα σου ομολογήσω ότι δεν ακούω πλέον πανκ μουσική με τον ίδιο τρόπο που έψαχνα όλες τις μπάντες στο παρελθόν. Αλλά σκέφτομαι να ηχογραφήσω ένα πανκ άλμπουμ με μια μπάντα της Ισλανδίας την επόμενη χρονιά».
Άλλαξαν κι άλλα πράγματα αυτόν τον καιρό. «Μετακόμισα στο νέο μου στούντιο ηχογράφησης στο Ρέικιαβικ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα έναν τεράστιο χώρο για τα έγχορδα όργανα. Γεγονός που επηρέασε τον τρόπο που δουλεύω. Πλέον δεν πρέπει να νοικιάσω ένα μέγαρο μουσικής και να ανησυχώ πότε τελειώνει η δική μου ώρα καθώς δουλεύω στη μουσική μου. Οι μουσικοί μου, χωρίς άγχος, μπορούν να κάνουν όσες πρόβες θέλουν πριν παίξουν. Και για πρώτη φορά καθίσαμε και μιλήσαμε για τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας για τη μουσική που φτιάχναμε. Ως αποτέλεσμα, δημιούργησα την πιο μαγική και γεμάτη νόημα δουλειά μου. Δεν το πίστευα, αλλά συνέβη».
Αυτό ήταν το καλό της καραντίνας; «Η πανδημία είναι μια επώδυνη συνθήκη, αλλά μπορείς να πάρεις πολλά μαθήματα από αυτήν. Προσωπικά, αποφάσισα να σταματήσω να αγχώνομαι για τον έλεγχο των πραγμάτων. Αποδέχτηκα ότι υπάρχουν πολλά που δεν μπορώ να προβλέψω ή να προγραμματίσω. Το αποδέχτηκα, λοιπόν, και μέσα σε αυτά τα όρια βρήκα τρόπο να δουλέψω. Αυτά τα όρια και οι περιορισμοί αποδείχτηκαν χρήσιμοι. Με ανάγκασαν να βγω από τη δική μου ζώνη άνεσης».
Η μουσική ως ψυχοθεραπεία
Γράφει μουσική για να ξορκίσει τις φοβίες του ή για να εκφράσει τη χαρά του; «Η μουσική πάντα είναι ένα προσωπικό ταξίδι. Αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που άντλησα έμπνευση από την προσωπική μου ζωή. Όταν γράφεις συμφωνική μουσική, το πιο εύκολο πράγμα είναι να κρυφτείς πίσω από μεγάλες ιδέες. Μάλλον ήρθε η ώρα να γίνω πιο ειλικρινής με τα συναισθήματά μου. Έγραψα για προσωπικά μου βιώματα που δεν μπορούσα στο παρελθόν να εκφράσω. Ήταν απελευθερωτικό».
ΙΝFO
Ólafur Arnalds, some kind of peace, Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021, Θέατρο Ηρώδου Αττικού, Αθήνα.
Εκδοτήρια Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, Πανεπιστημίου 39, Στοά Πεσμαζόγλου, [email protected]