Ο Γιώργος Νανούρης δεν είναι αυτός που νομίζετε. Αντιμετωπίζει μεν τη δουλειά του με μεγάλη σοβαρότητα είτε βρίσκεται στη σκηνή είτε στην καρέκλα του σκηνοθέτη, είναι ένας καλός, δοτικός, ώριμος συνομιλητής, σέβεται τους συναδέλφους, τους συνεργάτες, το κοινό και τον εαυτό του. Έχει όμως και μια φυσική τάση στο γέλιο, που ίσως δεν τη φαντάζεστε, δεν διστάζει να αυτοσαρκαστεί, επιζητεί να είναι χαρούμενος.
Ο Γιώργος Νανούρης, λοιπόν, που τα τελευταία χρόνια έχει υπογράψει σκηνοθετικά μεταξύ άλλων τις παραστάσεις Κατερίνα, Αίας, Ο γυάλινος κόσμος, Τα παραμύθια του Χ.Κ. Άντερσεν, Ένα χειρόγραφο (στα δύο τελευταία εμφανίστηκε επί σκηνής), έκανε φέτος το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στην Επίδαυρο, με την Ιφιγένεια η εν Ταύροις, καθηλώνοντας σχεδόν 15.000 θεατές σε ένα τριήμερο. Συναντηθήκαμε λίγες ώρες πριν από τη sold out αθηναϊκή πρεμιέρα της παράστασης, στο πυρωμένο από τον καύσωνα Θέατρο Βράχων, στον απόηχο των θερμών χειροκροτημάτων που του χάρισε το επιδαύρειο κοινό, και λίγες ημέρες πριν από την αναχώρηση του θιάσου για την πανελλαδική περιοδεία της παράστασης. «Η Επίδαυρος πήγε όπως ιδανικά θα θέλαμε. Αν κάποιος μας ρωτούσε πώς ονειρευόμασταν να πάει, θα λέγαμε ότι θα θέλαμε να έχει πολύ κόσμο, να του αρέσει η παράσταση και να συγκινηθεί», λέει. Είχε τη δυνατότητα και τις τρεις ημέρες να αφουγκραστεί το κοινό στη διάρκεια της παράστασης – είναι το προνόμιο του να μη βρίσκεται πάνω στη σκηνή, λέει, μαζί με το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να παίζει με τόση ζέστη, προσθέτει γελώντας. «Τώρα που σκηνοθετώ είμαι μέσα στο κοινό, οπότε, όταν ακούς δίπλα σου ανθρώπους να κλαίνε ή όταν διαπιστώνεις ότι σχεδόν 5.000 άνθρωποι κάνουν νεκρική σιγή για τις δύο παρά κάτι ώρες που διαρκεί η παράσταση και συντονίζονται σε αυτήν, ότι δεν ανάβει ούτε ένα κινητό, ούτε ακούς να μετακινούνται από τη θέση τους, αλλά υπάρχει αυτή η ησυχία, καταλαβαίνεις ότι τους έχει παρασύρει η παράσταση».
Η Κατερίνα και το τσουνάμι
Δεν ήταν ποτέ στα σχέδια ή στα όνειρά του να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία, θυμάται. Συνέβη όταν κάποιοι μαθητές τού ζήτησαν να σκηνοθετήσει μια παράσταση σε μια εποχή που εκείνος συνέλεγε ιστορίες μεταναστών. Προέκυψε το Εδώ, το 2008, που παίχτηκε δύο χρόνια και συμπεριελήφθη στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών. Ακολούθησε κάποια χρόνια αργότερα η Κατερίνα με τη Λένα Παπαληγούρα, που δημιούργησε, όπως περιγράφει, «ένα τεράστιο κύμα, ένα τσουνάμι που μας παρέσυρε, τόσο δυνατό, που απλώς το ακολουθήσαμε». Ως ένας εξαιρετικά οργανωτικός άνθρωπος, ήταν η πρώτη φορά που επέτρεψε να τον παρασύρει η ζωή. «Σκέφτηκα, άσε να δεις τι θα συμβεί», θυμάται, «και πραγματικά αφέθηκα σε αυτό, αλλά με πολύ αυστηρά κριτήρια. Για ένα διάστημα μου γίνονταν συνέχεια προτάσεις να σκηνοθετώ και δεν ήθελα να γίνω ένας σκηνοθέτης παραγγελιών, να μου παραγγέλνει κάποιος ένα έργο και να πηγαίνω να το κάνω. Επειδή μέσα μου ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι είναι η δουλειά μου η σκηνοθεσία, ήθελα να κάνω μόνο ό,τι πραγματικά γούσταρα. Αυτό είναι το κριτήριο και το τηρώ και ελπίζω να συνεχίσω». Δεν έχει την αγωνία να βρεθεί πάνω στη σκηνή, θα το κάνει όταν το θελήσει ξανά. «Οι περισσότεροι μου είπαν γιατί δεν παίζεις εσύ στην Επίδαυρο αφού ανεβάζεις παράσταση. Δεν είναι το θέμα μου να με βάλω να παίξω σε μια παράσταση μόνο και μόνο επειδή απλώς μπορώ, γιατί εγώ σκηνοθετώ. Το θέμα είναι αν με χρειάζεται η παράσταση και δεν θεώρησα ότι με χρειάζεται».
Κάθε έργο το επιλέγει γιατί αισθάνεται ότι τον αφορά προσωπικά και θέλει να το επικοινωνήσει σε άλλους ανθρώπους. «Όπως τότε με τους μετανάστες, που διάβασα όλες αυτές τις ιστορίες και τους είδα αλλιώς: τον μετανάστη στα φανάρια, που χαμογελάει και σκέφτεσαι γιατί χαμογελάει ενώ έχει περάσει τόσα και γιατί δεν είσαι εσύ χαμογελαστός που τα έχεις όλα; Σε αλλάζει αυτό, βλέπεις και τους άλλους αλλιώς και συμπεριφέρεσαι διαφορετικά. Θυμάμαι ότι είχα φτάσει στο σημείο να νιώθω ενοχές που είχα ένα σπίτι να μείνω ενώ αυτοί δεν είχαν. Και εγώ δεν είμαι κάτι καλύτερο, ούτε αυτοί είναι χειρότεροι, απλώς η μοίρα, η ζωή με έχει φέρει εμένα σε αυτή τη χώρα, να έχω γεννηθεί σε μια κανονικότητα, και τον άλλο κάπου αλλού και να μην έχει τα βασικά. Όταν συνειδητοποιείς ότι θα μπορούσα εγώ να είχα γεννηθεί σε εκείνη τη χώρα και να ήμουν στη θέση του, φυσικά αλλάζει και ο τρόπος που βλέπεις αυτόν τον άνθρωπο, τον εαυτό σου αλλά και τη ζωή. Ξέρεις ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή κάτι μπορεί να συμβεί και να χάσεις αυτά που έχεις».
Μιλά με θέρμη, αλλά όχι ένταση, φαίνεται ότι του αρέσει να επικοινωνεί. Είναι εμφανές ότι σκέφτεται, είναι σαν να βλέπεις τα γρανάζια του μυαλού του να κινούνται καθώς σχηματίζει τις λέξεις. «Στις παραστάσεις μου προσπαθώ τα θέματα που θίγονται να είναι βαθιά ανθρώπινα και με έναν τρόπο κοινωνικά». Στην τραγωδία του Ευριπίδη πρωταγωνιστούν η φιλία, η αδερφική αγάπη, η μοίρα των ξένων, ο νόστος. Έχει αισθανθεί ποτέ ξένος; «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο. Μέχρι να ασχοληθώ με το θέατρο ένιωθα ότι δεν ήμουν συμβατός με τους ανθρώπους γύρω μου. Έλεγα γιατί να θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο όταν κανείς δεν θέλει; Όταν πήγα στη δραματική σχολή, όπου είδα κι άλλους ανθρώπους που είχαν την ίδια τρέλα με εμένα, ξαφνικά ένιωσα συμβατός, ένιωσα ότι ανήκω, ότι ήμουν εκεί που έπρεπε να είμαι».
Η συζήτηση συνεχίζει να περιστρέφεται γύρω από την Ιφιγένεια και στρέφεται στο τέχνασμα που επιστρατεύει για να δραπετεύσει από την Ταυρίδα: την ύπαρξη ενός μιάσματος, που αναγκάζει τους κατοίκους της χώρας να μείνουν στα σπίτια τους. Επισημαίνουμε και οι δύο την τραγική επικαιρότητά του, ο Γιώργος Νανούρης όμως ομολογεί ότι η πανδημία τον βοήθησε να «δραπετεύσει» από τους εξαντλητικούς ρυθμούς που ακολουθούσε η ζωή του. «Έκανα ένα αναγκαστικό διάλειμμα, που δεν είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου και δεν σκόπευα να κάνω, και μου έκανε καλό.
Όπως μου έκανε καλό ότι συνειδητοποίησα πως όλα μπορούν να ανατραπούν σε μια στιγμή. Ξαφνικά δεν υπήρχε το θέατρο, δεν υπήρχε η δουλειά μου. Άρχισα να βλέπω τα πάντα διαφορετικά. Πώς λένε κάποιοι άνθρωποι ότι έπαθαν ένα ατύχημα και βλέπουν αλλιώς τη ζωή; Εγώ ευτυχώς δεν χρειάστηκε να πάθω ατύχημα, αλλά είδα ότι εντάξει, όλα θα γίνουν και αν δεν γίνουν και πάλι δεν πειράζει. Μου άφησε μια συνειδητοποίηση ότι και να μην πάει κάτι καλά δεν θα είναι το τέλος του κόσμου».
Είναι μια μάλλον δύσκολη συνειδητοποίηση για έναν άνθρωπο που αγαπά το πρόγραμμα, την οργάνωση, τον έλεγχο. Πώς άραγε αυτός ο άνθρωπος μπορεί να συμβιβαστεί με την ανασφάλεια που συνεπάγεται το επάγγελμά του; «Ήταν το πρώτο που έπρεπε να διαχειριστώ όταν ξεκίνησα να κάνω αυτή τη δουλειά. Έτσι φρόντισα τα πάντα γύρω μου να είναι πολύ σταθερά. Δηλαδή κρατάω τους ανθρώπους πολλά χρόνια, δεν βγάζω εύκολα ανθρώπους από τη ζωή μου ούτε βάζω, είχα τη μεγάλη τύχη να έχω ένα δικό μου σπίτι, οπότε είχα μια σταθερή βάση. Θυμάμαι όμως την πρώτη χρονιά που δούλεψα ρώτησα μια συνάδελφό μου που είχε πολλά χρόνια στο θέατρο πότε φεύγει αυτή η τεράστια ανασφάλεια του τι θα κάνω του χρόνου και μου είπε ότι δεν φεύγει ποτέ, απλώς αυτό που αλλάζει είναι ότι μαθαίνεις να ζεις με αυτήν. Και όντως έτσι συμβαίνει».
«Το υλικό μου είναι οι άνθρωποι»
Στα κοντέινερ που χρησιμοποιούνται ως παρασκήνια συγκεντρώνονται σιγά σιγά οι συντελεστές της παράστασης, η Λένα Παπαληγούρα, ο Μιχάλης Σαράντης, ο Νίκος Ψαρράς, ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, η Κίττυ Παϊταζόγλου, η Χάρις Αλεξίου. Οι συνεργάτες του είναι το υλικό με το οποίο δουλεύει. «Για τον μουσικό το υλικό του είναι το μουσικό όργανο, για τον γλύπτη είναι ο πηλός, για τον ζωγράφο τα πινέλα και τα χρώματα, και πρέπει να τα κατέχουν πολύ καλά. Στο θέατρο το υλικό σου είναι ο άνθρωπος. Όσο καλύτερα ξέρεις το υλικό σου, τόσο καλύτερα ξέρεις και πού μπορείς να φτάσεις, ποια είναι τα όριά του, πού μπορείς να τον πας τον άλλο». Δείχνει το ίδιο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους και εκτός σκηνής, στην καθημερινότητά του; «Μα δεν έχουμε και κάτι άλλο, τα υλικά αγαθά είναι για να διευκολύνουν τη ζωή των ανθρώπων. Μόνο τους ανθρώπους έχουμε στην πραγματικότητα. Τώρα εδώ είμαστε σε ένα τσίγκινο κουτί, δεν μας νοιάζει καθόλου, το σημαντικό είναι η δική μας συνάντηση.
Θα μπορούσαμε να την είχαμε κάνει οπουδήποτε, δεν είναι εκεί το θέμα, οι άνθρωποι είναι, μόνο οι άνθρωποι», λέει κατηγορηματικά. Τον ενδιαφέρει η συνάντησή μας, θέλει να είναι ουσιαστική, ζει το εδώ και το τώρα, επενδύει φιλότιμα τον χρόνο του, αισθάνεται ευθύνη να είναι παραγωγική.
Ευθύνη νιώθει ότι έχει και απέναντι στους συνεργάτες του, από τους οποίους ζητά όλη τους την εμπιστοσύνη. Είναι ένα βάρος αυτό, ομολογεί, όπως και οι προσδοκίες των άλλων. «Φέτος το ότι η παράσταση είχε τόση μεγάλη προπώληση και γενικά είχε πάρει πολύ θετική δημοσιότητα, όση χαρά και να μου δίνει, μου δημιουργεί τεράστια αγωνία να φανώ αντάξιος όλων των ανθρώπων που με έχουν εμπιστευτεί, των παραγωγών, των καλλιτεχνών και φυσικά του κοινού. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα κάνω έκπτωση σε αυτό που έχω στο κεφάλι μου, αλλά θέλω να αρέσει».
Κέφι, μπρίο, βαριετέ
Τελικά ο Γιώργος Νανούρης ίσως να είναι πολύ σοβαρός άνθρωπος, σκέφτομαι, και του το λέω. Γελάει. «Απλώς αντιμετωπίζω πολύ σοβαρά αυτό που κάνω», μου απαντά. «Αν ήμουν ένας άνθρωπος μόνος μου με μια κιθάρα, νομίζω θα ήμουν πολύ πιο χαλαρός, γιατί θα είχα τον εαυτό μου και την κιθάρα μου. Εδώ που έχω τόσο πολύ κόσμο και τεράστιες καριέρες πώς να κοιμηθώ ήσυχος; Πάντως στην καθημερινότητά μου, αν και έχω λίγο βαρύνει μέσα στα χρόνια, έχω πολύ χιούμορ». Μάλιστα, η επόμενη παράστασή του, που θα υπηρετήσει και ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτης, θα είναι βαριετέ. «Χαρά, κέφι, μπρίο, διασκέδαση, μου έλειψαν πολύ, γιατί τα τελευταία χρόνια για κάποιο λόγο κάνω και πολύ βαριά πράγματα. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι είμαι του σοβαρού. Είμαι και αυτό βέβαια, γιατί καθετί που κάνω το αντιμετωπίζω με σοβαρότητα, αλλά δεν είμαι μόνο αυτό. Παλιά ήμουν πιο πολύ… βαριετέ, τώρα δεν είμαι, αλλά θέλω να είμαι, θέλω να το επαναφέρω. Επίσης, η αλήθεια είναι ότι είμαι λίγο μοναχικός στη ζωή μου και θέλω και αυτό να το αλλάξω, θέλω να είμαι πιο χαρούμενος». Αυτό που τον κάνει χαρούμενο είναι να είναι κοντά στη φύση, γι’ αυτό και προσπαθεί να μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Αθήνας και εξοχής. «Νομίζω ότι χαρούμενο με κάνουν όσα με ηρεμούν. Επειδή είμαι άνθρωπος πολύ αγχώδης, αυτή την ησυχία και την ηρεμία τη μεταφράζω ως χαρά. Βέβαια, και όταν είμαι στη δίνη της δημιουργίας και της έντασης, και αυτό μου αρέσει, η αδρεναλίνη αυτή και η αγωνία δεν με κάνουν ακριβώς χαρούμενο, αλλά είναι μια συνθήκη που μου είναι πολύ οικεία, μου αρέσει και τη θέλω στη ζωή μου».