Αυτοπροσωπογραφία, λάδι σε ταψί της Αλεξάνδρας Κ*

Αυτοπροσωπογραφία, λάδι σε ταψί της Αλεξάνδρας Κ*

8' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βγάζω τη γαλοπούλα από τον φούρνο και την πηγαίνω στο τραπέζι, όπου όλοι λένε πφφ, γαλοπούλα, το πιο άνοστο κρέας κι εγώ λέω μα όχι, ξέρετε, η γέμιση, κι εκείνοι λένε ας τρώγαμε μόνο τη γέμιση, αλλά τελικά την τρώνε μαζί με τη γαλοπούλα και λένε πρώτη φορά τρώω νόστιμη γαλοπούλα, πράγμα που είπαν και πέρυσι για τη γαλοπούλα μου, αλλά όχι αυτή η οικογένεια, όχι αυτή, μια άλλη οικογένεια το είπε, απ’ αυτές που διαλέγεις, οικογένεια επιλογής, απ’ αυτές που δεν σου επιβάλλονται άνωθεν, που μπορείτε να μεγαλώσετε και τον επόμενο χρόνο να μην είστε πια οικογένεια, να πάρετε καθένας ξέρω γω τον δρόμο του. Σε κάθε περίπτωση, ξέρω να κάνω σπουδαία γαλοπούλα, πράγμα που δεν ήξερα ότι ξέρω μέχρι πέρυσι, που την έκανα πρώτη φορά. Φέτος θέλησα να ξανανιώσω τον θρίαμβο, αλλά η γαλοπούλα δεν τρώγεται χωρίς οικογένεια, είναι μεγάλο πουλί, έπρεπε να γεμίσω το τραπέζι μου, που είναι μεγάλο τραπέζι, με μια οικογένεια. 

«Άντε και του χρόνου μιένα πιαιδάκι…» είπε η μάνα μου και πίκρισε το Ξινόμαυρο στα χείλη πάνω που είχαμε τσουγκρίσει. Αμήχανη σιωπή. «Αυτό διε λιέτε ισείς ιδώ;» γυρίζει και ψιθυρίζει στον πατέρα μου, που εκείνη τη στιγμή μαζεύει με σαλιωμένο δάχτυλο τα ψιχουλάκια που ’χουν περιπέσει στο τροφαντό ντεκολτέ του. Ο γιος μου δεν μιλά. Της ρίχνει ένα βλέμμα-λεπίδι και κατεβάζει το Τζόνι μονορούφι. «Τα παιδιά είναι ευλογία», λέει ο θείος Τζέρι, «είναι τζάμπα εργάτες. Δεν ξέρω τι θα ’ταν το μαγαζί μου χωρίς τα εφτά μου παιδιά». «Τα εγγόνια είναι καλύτερα», φτύνει η γιαγιά μου μέσα απ’ τη μάσκα οξυγόνου της. Οι σύντροφοί μου παριστάνουν τους αφηρημένους, δεν παίρνουν θέση, κάνουν καραβάκια με τη χαρτοπετσέτα. 

Με το που κάθισαν στο τραπέζι, μπήκαν όλοι ακαριαία στο πετσί του ρόλου τους – δίχως προϋπηρεσία και με τόσο λίγο χρόνο προετοιμασίας. Η αγγελία είχε ανέβει αρχές Νοεμβρίου, στη στήλη Εποχιακοί. Δύο βδομάδες διάβαζα βιογραφικά και τέλος του μήνα φώναξα για ακρόαση τους φτηνότερους. Για πέντε ρόλους ξεκίνησα, μα, όπως πάντα, η τέχνη αποδείχθηκε υψηλότερη της παραγωγής: κατέληξα με επτά. Τόσοι ήταν ούτως ή άλλως οι φτηνοί, οπότε μοίρασα τους ρόλους μεταξύ τους. Αυτόν τον θίασο είχαμε, μ’ αυτόν θα παίζαμε. 

Τη μάνα μου θα έκανε η κυρία Γιεκατερίνα Ρουστάμοβα, γιατί είχε περάσει στέπα και κομμουνισμό κι είχε αυτό το βλέμμα-παγωμένο μονομπλόκ που χρειαζόμουν για τον ρόλο, το βλέμμα το τεθωρακισμένο του ανθρώπου που νιώθει, αλλά δεν δείχνει, το ανέκφραστο, που εκφράζει πνευματική ανωτερότητα και ταυτόχρονα μια άγρια λαχτάρα για κοκα-κόλα και Δύση. Ο ρόλος του πατέρα ανήκε δικαιωματικά στην Ντενίσα, όχι μόνο για λόγους συμπερίληψης, αλλά και επειδή χρειαζόμουν για μπαμπά κάποιον που να ’χει περάσει των παθών του τον τάραχο, ένα σπασμένο απ’ την κοινωνία σκυλί, ώστε να μου δώσει την τρυφερότητα που θα μου στερούσε η ψυχρή μητέρα. Η Ντενίσα είναι μια υπέρβαρη μαύρη γριά τρανς από τις Σέρρες. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Της ζήτησα να ντυθεί ανδρικά κι αυτή προσήλθε στο ντινέ με μια φόρμα ελαιοχρωματιστή που ήταν του πατέρα της, που τον είχε σκοτώσει το ’92 σε άμυνα. 

Για τον ρόλο του συντρόφου μου μαζεύτηκαν αρκετοί υποψήφιοι όλων των ηλικιών και των ποινικών μητρώων, μια και η μόνη προϋπόθεση που έθεσα ήταν να ’χει πεθάνει η μάνα τους. Είμαι εύκολη σ’ αυτόν τον τομέα – γι’ αυτό και δυσκολεύτηκα στην επιλογή. Τελικά, κράτησα δύο: έναν συνομήλικό μου για τωρινό σύντροφο και έναν 65άρη ως προβολή του ιδίου συντρόφου στο μέλλον. Για γιο πήρα έναν  Έλληνα μεσήλικα μισοτιμής. Είχε αποφασίσει φέτος να κάνει την επανάστασή του, να μην κάνει Χριστούγεννα πάλι στης μάνας του, δεν ήξερε όμως πού αλλού να πάει κι έτσι κατέληξε εθελοντικά στον θίασό μας ως γιος. Ό,τι πληρώνεις παίρνεις φυσικά. Ο γιος ανέπτυξε ερωτικά αισθήματα προς το πρόσωπό μου.

Αδυνατώντας όμως να διαχειριστεί το ότι ήμουν εργοδότριά του και μάνα του και αντικείμενο του πόθου του ταυτόχρονα, κατά την προετοιμασία της γαλοπούλας μού έλεγε διαρκώς «δεν το κάνεις καλά, έλα να σου δείξω», καθώς και «είσαι σίγουρη ότι θες να βάλεις αυτό το φόρεμα;». Όταν διεπίστωσε πως αυτός δεν ήταν ο σωστός δρόμος για να πέσω στον έρωτά του, ξέσπασε σε ένα αντικυβερνητικό τάντρουμ, κι όταν κι αυτό απέτυχε, τράβηξε τα φωτάκια του δέντρου κι επιχείρησε να βάλει το δάχτυλό του στην πρίζα, γιατί ήθελε έναν Δεκέμβρη με φώτα σβηστά κι ανθρώπους αναμμένους. Παρενέβη η Ντενίσα ως πατέρας του και του ’ριξε δυο ανάστροφες όπως θα ’κανε ο πατέρας της.

Αυτοπροσωπογραφία, λάδι σε ταψί της Αλεξάνδρας Κ*-1Τον ρόλο του θείου πήρε ένας Ελληνοαμερικάνος με παγωτατζίδικα στο Σικάγο. Τα παιδιά του δεν του μιλούσαν, μα αυτός ήθελε να ζήσει οικογενειακά Χριστούγεννα στην πατρίδα και θα πλήρωνε όσο όσο γι’ αυτό. Όχι μόνο κάλυψε τους μισθούς των υπολοίπων, αλλά έφερε και δώρο για όλους αναλογικές μυγοσκοτώστρες. Η Πολίτισσα γιαγιά μάς ήρθε δωρεάν, προσφορά ενός οίκου ευγηρίας, πακέτο με το οξυγόνο της και τρία πακέτα Μάλμπορο κόκκινα κατοστάρια. Τρεις συζύγους είχε θάψει, ενώ χούφτωνε συστηματικά τους υπόλοιπους ενοίκους του οίκου, ανεξαρτήτως φύλου. Ξαφνιάστηκα όταν η νοσοκόμα μού είπε ότι τη στέλνουν συχνά να παριστάνει τη γιαγιά σε ανθρώπους χωρίς οικογένεια. Ξαφνιάστηκα και δαγκώθηκα. Ευτυχώς, οι δύο μου σύντροφοι διάβασαν τη θλίψη μου και έτρεξαν αμέσως να με θωπεύσουν τρυφερά. Βέβαια δεν έχουν σταματήσει έκτοτε, κι αυτή τη στιγμή, στο τραπέζι, με τον γυμνό σκελετό του πουλιού στη μέση και τα μπουκωμένα στόματα τριγύρω και μια επικριτική συζήτηση της κομσομόλας μάνας μου και του εκδιδόμενου πατέρα μου περί των οικονομικών μου, αισθάνομαι περισσότερο παρενοχλημένη παρά καθησυχασμένη. Θέλω να πω, πάνε τρία τέταρτα που με χαϊδεύουν και δη ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Ο δε γιος μου είναι στο έκτο ουίσκι και χαϊδεύει το μαχαίρι του ψωμιού στον ίδιο ρυθμό. Ζω την απόλυτη γυναικεία φαντασίωση, σύμφωνα με έναν άνδρα, ή και τέσσερις – νομίζω μέχρι κι ο πατέρας μου συμφωνεί σ’ αυτό, αν κρίνω από το βλέμμα του. Η μάνα μου κι η γιαγιά μου κοιτάνε τα νύχια τους. Δεν περνάω καλά. Όλα πάνε ρολόι.
«Μαμά, πεινάω…» ακούγεται ξάφνου το σπλάχνο μου, που χαμογελά εκδικητικά πίσω απ’ το κρυστάλλινο ποτήρι. Όλα τα κεφάλια στρέφονται ορμητικά σ’ εμένα. Όλα τα χέρια των συντρόφων τραβιούνται πίσω με αποστροφή. Όλες οι γλώσσες χτυπούν αποδοκιμαστικά στον ουρανίσκο, τς τς τς. Το φαΐ δεν έφτασε. Το παιδί πεινάει. Κακή μάνα. Κακή οικοδέσποινα. Κακή γυναίκα. Σε πιάσαμε. Φτάσαμε επιτέλους στο λαϊκό πρόγραμμα του χριστουγεννιάτικου δείπνου. Ωσαννά στα μεγάφωνα, προβολέας στην κυρία. 

«Δεν μπόρεσες να υπολογίσεις πόση γαλοπούλα χρειάζεσαι για οκτώ στόματα», διαπιστώνει πικρά ο θείος. «Δεν είσαι για πολλά παιδιά εσύ. Μην ανοίξεις παγωτατζίδικο». Οι σύντροφοί μου φτιάχνουν παπάκια οριγκάμι. Η γιαγιά ανάβει δύο τσιγάρα σε κάθε χέρι. Η καρδιά μου ανεβαίνει στα τύμπανά μου, το δίκιο μου στον λαιμό. Θέλω να ουρλιάξω «Το φαΐ δεν έφτασε γιατί, όταν σέρβιρα, η Γιεκατερίνα Ρουστάμοβα έπαιρνε πίσω απ’ την πλάτη μου τα πιάτα και τα άδειαζε στα σκουπίδια για να τη δείτε να τα πλένει και να γίνει αυτή η οσιομάρτυς του φετινού τραπεζιού». Η μάνα ακούει με το πανίσχυρο μητρικό της ένστικτο τι θέλω να πω και με κοιτά σοβιετικά. Παραλύω. Όχι, δεν θα δώσω τη μάνα μου. Έχει περάσει στέπα και κομμουνισμό και ολονυχτίες στο Αττικόν δίπλα σε σαλεμένους γέρους. Αν αυτή υπέφερε τόση αδικία, μπορώ κι εγώ λίγη, κι εγώ, γιατί όχι; Ζω την απόλυτη φαντασίωση της κόρης, σύμφωνα με μερικές μάνες. Βγάζω τον σκασμό. 

Ο γιος μου αρχίζει να κλαίει, οι σύντροφοί μου απολογούνται στην υπόλοιπη οικογένεια γιατί έκοψα τον θηλασμό πρόωρα κι ορίστε τώρα, ο θείος λέει «τσάμπα φαΐ θα ’χες», «και πού να ’ξερες τι φαΐ», σιγοντάρουν εκείνοι και του κλείνουν το μάτι, ο πατέρας μου απολογείται που δεν μπορεί να κατεβάσει γάλα και σβήνει πάνω του δύο τσιγάρα όπως θα του ’κανε ο πατέρας του, η μάνα μου τρέχει στην κουζίνα να βάλει ένα πρόχειρο κοτόπουλο στον φούρνο, ο γιος μου σηκώνεται και ρίχνει μια μεθυσμένη ζεμπεκιά γκαρίζοντας μες στα μούτρα μου Υπάρχω κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω, το καλοριφέρ καίει, τα μάγουλά μου καίνε, ο αέρας έχει πυκνώσει απ’ τα ζεστά χνότα, αρπάζω το οξυγόνο της γιαγιάς και την ακούω να με καταριέται που της ρουφάω τον αέρα, ρουφάω τον αέρα της τον διάολό μου για παιδί, πεθαίνει, λέει, πεθαίνει, κι ανάβει ένα Μάλμπορο. Κι εγώ τραβάω σέλφι με τη μάσκα, σέλφι με τον αλκοολικό μου γιο, σέλφι με τους δύο συντρόφους μου, με τον αυτοδαρμένο μου πατέρα, με τα κοκαλάκια του πουλιού και ανεβάζω, ανεβάζω, ανεβάζω και σε λίγο όλοι ξέρουν πως ανήκω. Μαζεύω καρδούλες κι ανάβω ένα Μάλμπορο. Αισθάνομαι πλήρης. Οι άνδρες του τραπεζιού το αντιλαμβάνονται αυτό με το πανίσχυρο ανδρικό τους ένστικτο και αισθάνονται απειλημένοι. Σε ουνίσονο, ζητούν γλυκό που ξέρουν πως δεν έχω. 

Ανοίγω τις αγγελίες και ζητώ κάποια να με αντικαταστήσει στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Σε είκοσι λεπτά, μια πρασινομάλλα έφηβη στέκεται στην είσοδο. Της κάνω μια περίληψη του σεναρίου και κατανοεί αμέσως. Προτείνει να πάει στο δωμάτιό μου να κλάψει και να σκεφτεί την Ειρήνη απ’ τα Αγγλικά και, αν θέλω, μπορεί να χαράξει λίγο και τα μπούτια της. Της λέω αχ, ναι, αυτό θα ήταν χάρμα, καλή μου και αν μπορεί, να σκεφτεί και λίγο τον Γιώργο από το Γ2 του 2003 του 6ου Πατρών στο Πυροσβεστείο. Δίνουμε τα χέρια και βγαίνω έξω στο κρύο. Μια νοτερή ησυχία. 

Καθώς απομακρύνομαι, κάτι καθαρίζει κι αρχίζω να ακούω τα γέλια τους από τον 4ο, τα μπουζούκια στην τηλεόραση, τα τσουγκρίσματα. Στέκομαι. Είμαι στον δρόμο μου και κοιτάζω πάνω το μπαλκόνι μου. Τα φωτάκια μου αναβοσβήνουν, σκιές χορεύουν πάνω στις κουρτίνες μου, μυρίζει κοτόπουλο στον φούρνο και κέικ πορτοκάλι και ιδρώτας μαμάς και κρασί σε στόμα ανδρικό και πλαστικό που έχει μόλις βγει απ’ το κουτί του. Στέκομαι, στέκομαι, στέκομαι, όλο λέω να κάνω ένα βήμα, να στρίψω εδώ πιο κάτω, μα δεν το κάνω, ξεπαγιάζω. Πέρυσι τέτοια ώρα στεκόμουν στο ίδιο σημείο κι έβλεπα πάνω, είχα κατέβει για ένα τσιγάρο στα κρυφά, για λίγο οξυγόνο, για έναν εμετό χωρίς να μ’ ακούσει κανείς, εμετό χαρούμενο. Πέρυσι τέτοια μέρα εγκυμονούσα μιαν άδεια χρονιά.
 
Κάτι καθαρίζει κι ακούω τη βουή της γεμάτης κοιλιάς της Αθήνας καθώς χωνεύει το φαΐ και το κρασί και το γλυκό και τα παιδιά της, μεσήλικα πια, δαγκωμένα, γραπωμένα σφιχτά πάνω σ’ αυτοκινητάκια και κούκλες. Διασχίζω τον δρόμο και χτυπάω μανιασμένα το κουδούνι με τ’ όνομά μου. Δεν ανοίγει κανείς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή