Κένεθ Μπράνα: Ο σκηνοθέτης του Belfast εξομολογείται

Κένεθ Μπράνα: Ο σκηνοθέτης του Belfast εξομολογείται

Μια βαθιά εξομολογητική συνέντευξη του σπουδαίου δημιουργού, με αφορμή το Belfast, την πιο προσωπική ταινία της ζωής του.

14' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Kείμενο: David Marchese / The New York Times Company – Aπόδοση: Μαρία Κωβαίου

Όταν το 1989 ο Κένεθ Μπράνα έκανε το θαρραλέο σκηνοθετικό του ντεμπούτο στον κινηματογράφο με τη μεταφορά του σαιξπηρικού έργου Ερρίκος Ε΄–μια αναπάντεχη επιτυχία που του χάρισε δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ σκηνοθεσίας και Α΄ ανδρικού ρόλου– προμηνύονταν σπουδαία πράγματα για τον τότε 28χρονο ηθοποιό – σκηνοθέτη. Πράγματα που από τότε μέχρι σήμερα έχει επιτύχει, με τρόπους ωστόσο που ενδεχομένως να μην μπορούσε να προβλέψει και χωρίς να λείπουν και κάποια στραβοπατήματα.

Ο Μπράνα, 61 ετών σήμερα, που έγινε διάσημος στη μεγάλη οθόνη με μια σειρά από μπριόζικες σαιξπηρικές ερμηνείες, έχει την τελευταία δεκαετία επανασυστηθεί στο κοινό ως σκηνοθέτης χολιγουντιανών υπερθεαμάτων με μεγάλα μπάτζετ και ανάλογες εισπράξεις, όπως τα Θορ (2011), Σταχτοπούτα, (2015) και Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές (2017). Στην τελευταία ταινία, μάλιστα, πρωταγωνίστησε ως ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό, ρόλο που θα υποδυθεί εκ νέου στο  Έγκλημα στον Νείλο – αναμένεται να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα στις 10 Φεβρουαρίου. 

Ένας εκτοπισμός για… Όσκαρ

Ένα μικρότερο και πιο προσωπικό έργο, ωστόσο, ενδέχεται να αποτελέσει τη μεγαλύτερη επιτυχία μέχρι στιγμής στην καριέρα του. Ο λόγος για το ημι-αυτοβιογραφικό Μπέλφαστ (προβάλλεται αυτές τις μέρες στην Ελλάδα από την Tulip), έμπνευση για το οποίο υπήρξε ο εκτοπισμός –μεταφορικός και κυριολεκτικός– του Μπράνα και της οικογένειάς του από το Μπέλφαστ κατά τη διάρκεια των Ταραχών στη Βόρεια Ιρλανδία, το 1969. Η ταινία, την οποία έγραψε και σκηνοθετεί ο ίδιος, συζητιέται ως ένα από τα φαβορί για Όσκαρ (οι υποψηφιότητες θα ανακοινωθούν στις 8 Φεβρουαρίου) και είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό μετά το Ερρίκος Ε΄. «Για όνομα του Θεού, ποιος είπε ότι η ζωή πρέπει να είναι όλο ευκολίες;» λέει ο προσηνής Μπράνα σχετικά με την όλο σκαμπανεβάσματα καριέρα του.

Συζητούσατε ποτέ με την οικογένειά σας για τα όσα είχατε περάσει το 1969; Το να αισθάνεσαι ότι πρέπει να φύγεις από το Μπέλφαστ για την Αγγλία θα ήταν από μόνο του δύσκολο, πόσω μάλλον το να αναγκάζεσαι να φύγεις εξαιτίας δογματικής βίας. Αναρωτιέμαι αν είχατε συζητήσει ποτέ τον συναισθηματικό αντίκτυπο εκείνου του βίαιου εκτοπισμού.

Ποτέ δεν μου έχουν ξανακάνει αυτή την ερώτηση και για να είμαι ειλικρινής ποτέ δεν το έχω σκεφτεί. Όχι, ποτέ δεν το είχαμε συζητήσει και νομίζω πως θα μας είχε κάνει καλό. Αυτό που συνέβη είναι ότι ως οικογένεια και ως άτομα κλειστήκαμε στον εαυτό μας. Ίσως και να φοβόμασταν να το συζητήσουμε. Νομίζω πως η οικογένειά μου χρειαζόταν να πιστέψει πως η θυσία μας άξιζε τον κόπο. Το κατά πόσο η απόφαση εκείνη υπήρξε λανθασμένη ή σωστή ποτέ δεν αποτέλεσε θέμα συζήτησης. Βαθιά μέσα μας, ωστόσο, φαντάζομαι θα πρέπει να μας απασχολούσε, και μάλιστα σημαντικά.

Το οποίο με κάνει να αναρωτιέμαι τι ελπίζατε να πετύχετε κάνοντας αυτή την ταινία. Εννοώ σε προσωπικό επίπεδο, όχι καλλιτεχνικά. Τι προσπαθούσατε να ξεκαθαρίσετε;

Ίσως ήθελα να καταλάβω τα όσα είχαν συμβεί. Η ρήξη εκείνη ήταν ό,τι πιο σημαντικό έχει συμβεί στην προσωπική μου ζωή. Προτού εκείνος ο όχλος εμφανιστεί στον δρόμο μας, είχα την αίσθηση ότι ήξερα ποιος είμαι και ήμουν συμφιλιωμένος με αυτό. Από τη μέρα εκείνη και έπειτα, όμως, ήταν λες και δημιουργήθηκαν ένα σωρό διαφορετικές ταυτότητες και προσωπεία. Αυτό που ήθελα να καταφέρω με την ταινία ήταν να ξεφορτωθώ επιτέλους κάποια από εκείνα τα προσωπεία. Να με θυμηθώ όπως ήμουν τότε και να φέρω στο φως όσα είχαν κουκουλωθεί. Γιατί ένα μεγάλο μέρος αυτού που είμαι σήμερα διαμορφώθηκε τα πρώτα εκείνα οκτώ χρόνια της ζωής μου, πριν από τις Ταραχές. Από εκείνη τη στιγμή, όμως, έγινα επιφυλακτικός και έχασα την ικανότητά μου να αντιμετωπίζω τις καταστάσεις με την ίδια άνεση που τις αντιμετώπιζα μέχρι τότε.

Κένεθ Μπράνα: Ο σκηνοθέτης του Belfast εξομολογείται-1
Οικογενειακή επίσκεψη στο σινεμά, μέσα από το οποίο ο 9χρονος Μπάντι, πρωταγωνιστής της ταινίας («ένας φανταστικός εαυτός μου», κατά τον Μπράνα), μαθαίνει να ονειρεύεται.

Τραύμα, ένα θανάσιμο αμάρτημα

Αυτό που περιγράφετε είναι οι συνέπειες ενός τραύματος.
Διστάζω να χρησιμοποιήσω τη λέξη «τραύμα», γιατί αυτή η ιστορία αφορά και ανθρώπους που έζησαν πολύ πιο τραυματικές καταστάσεις. Στην οικογένειά μου δεν μιλούσαμε ποτέ για τραύματα, εν μέρει γιατί ήταν θανάσιμο αμάρτημα για τους γονείς μου να υπονοείς πως οτιδήποτε είχες περάσει στη ζωή σου άξιζε να κατηγοριοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Αναμφίβολα το να βιώνεις εκείνα τα γεγονότα ως οκτάχρονο αγόρι ήταν, ναι, αυτό που θα λέγαμε τραυματικό. Το να παραδίδεσαι στον πόνο σου, όμως, αποτελούσε επίσης θανάσιμο αμάρτημα. Παρ’ όλα αυτά, με τα χρόνια κατάλαβα πως η παράδοση στη λύπη δεν είναι ο μόνος τρόπος να κοιτάς προς τα πίσω και να προσπαθείς να κατανοήσεις μια κατάσταση που ήταν δύσκολη, όχι μόνο για σένα, αλλά και για πολλούς άλλους. Και πως επίσης δεν είναι κάτι που το κάνεις για να προκαλέσεις τον οίκτο των άλλων, αλλά ως αναγνώριση του τι έχει συμβεί, μια αναγνώριση που μπορεί να βοηθήσει με κάποιον τρόπο.

Υπάρχει κάτι που θα ήθελα να με βοηθήσετε να κατανοήσω, αν και μόνο εν μέρει σχετίζεται με το Μπέλφαστ και τον φυλετισμό που παρουσιάζεται στην ταινία. Οι άνθρωποι σήμερα προσπαθούμε όλο και πιο εμμονικά να καταλάβουμε σε ποια κατηγορία να τοποθετήσουμε τους άλλους γύρω μας: εμείς ή αυτοί, καλός άνθρωπος ή κακός. Και, ομολογουμένως, δεν κατάφερα να αποφύγω να το κάνω αυτό με τον Βαν Μόρισον (σ.σ.: που επίσης κατάγεται από το Μπέλφαστ και υπογράφει τη μουσική της ταινίας, καθώς και εννέα από τα τραγούδια που ακούγονται σε αυτήν), ο οποίος έχει υπάρξει επιθετικά σκεπτικιστής κατά τη διάρκεια της πανδημίας όσον αφορά τα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από την Covid-19. Έχει επίσης κυκλοφορήσει τραγούδια με τίτλους όπως They Own the Media (Ελέγχουν τα ΜΜΕ). Αυτά τα πράγματα φανερώνουν έναν άνθρωπο στην καλύτερη περίπτωση αδαή. Η γνώμη μου για τον Βαν με έβγαζε από την ταινία κάθε φορά που τον άκουγα να τραγουδά. Είναι σαφές πως δεν έχω βρει κάποια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα αν ένας κακός άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει καλή τέχνη. Ποια είναι όμως η δική σας άποψη;

Πιστεύω πως αυτός ο τρόπος κατανόησης του κόσμου –αν δεν είσαι με το μέρος μας, είσαι εχθρός μας–, τον οποίο συνάντησα στον φυλετισμό του Μπέλφαστ, δεν αφήνει χώρο για την ανθρωπιά που συναντά κανείς στο κενό μεταξύ των τόσο αυστηρά οριοθετημένων παρατάξεων. Στο κενό αυτό μπορείς να παρατηρήσεις ένα σωρό συμπεριφορές. Άλλοτε ανεύθυνες και άλλοτε ηρωικές. Δεν έχω καταλάβει ή παρακολουθήσει ακριβώς τι έχει πει ο Βαν σε σχέση με τα μέτρα προστασίας από τον κορωνοϊό. Είναι αποκλειστικά και ολοκληρωτικά ένας καλλιτέχνης. Ένα ιδιαίτερο, κέλτικο είδος καλλιτέχνη, με μια έμφυτη ανυπακοή για τους κανόνες και ανεξαρτησία πνεύματος.

Τέτοιο πάθος συνοδεύεται, αναπόφευκτα, και από ισχυρές γνώμες, καθώς και μια πολύ ιδιαίτερη, και στη δική του περίπτωση διαρκώς μεταβαλλόμενη, προσωπικότητα. Προσωπικά, τον βρήκα, ως καλλιτεχνικό σύμμαχο, αξιοπρεπή και τίμιο. Η δική μου εμπειρία μαζί του ήταν εξαιρετική.

Κένεθ Μπράνα: Ο σκηνοθέτης του Belfast εξομολογείται-2
Ο Μπάντι και ο πατέρας του, ο οποίος εργάζεται «απέναντι», στην Αγγλία,και θέλει για την οικογένειά του ένα μέλλον μακριά από τις Ταραχές του Μπέλφαστ του 1969.

Προφανώς στην ηλικία των οκτώ ετών δεν μπορούσατε να αντιληφθείτε ακριβώς τι σήμαινε από πολιτική άποψη η νοοτροπία του «εμείς εναντίον αυτών». Τι σήμαινε, για παράδειγμα, ο όχλος να σπάει τα τζάμια των γειτονικών σπιτιών επειδή οι γείτονές σας ήταν καθολικοί και όχι προτεστάντες. Πώς, παρ’ όλα αυτά, το παρελθόν σας έχει επηρεάσει τον τρόπο που αντιλαμβάνεστε έκτοτε την πολιτική κατάσταση στη Βόρεια Ιρλανδία; 

Αν και οι πρακτικές της Καθολικής Εκκλησίας ασκούσαν πάνω μου μια σαγήνη –τις εξομολογήσεις ειδικά τις έβρισκα πολύ χρήσιμες–, ο πατέρας μου ήταν πάντα ξεκάθαρος μαζί μου: αν οι άνθρωποι είναι ειλικρινείς, τίμιοι και αληθινοί, τότε δεν έχει σημασία από πού προέρχονται, τι ήταν και τι έκαναν. Όσο ιδεαλιστικό και αν ακούγεται αυτό, το ίδιο πρεσβεύω και εγώ. Αν κάτι έχει αλλάξει μέσα μου, είναι ότι πλέον αντιλαμβάνομαι την αναγκαιότητα του να προσπαθείς πραγματικά να κατανοήσεις τις διαφορές μεταξύ των δύο θρησκειών και να διακρίνεις τι αξίζει να κρατήσεις από την καθεμιά και για ποιο πράγμα αξίζει να διαφωνείς, με σεβασμό πάντα. Η διαδικασία, ωστόσο, του να προσπαθείς να κατανοήσεις αυτό που μοιάζει να είναι, χοντρικά, «η άλλη πλευρά» είναι δύσκολη και εύκολα μπορεί να παραιτηθείς της προσπάθειας και να «τεμπελιάσεις». Πιστεύω, ωστόσο, ότι μπορούν, και πρέπει, να ακούγονται διαφορετικές φωνές. Και περισσότερο από το να ακούγονται σημασία έχει να γίνονται κατανοητές, και αυτό είναι το δύσκολο. Χρειάζεται να κοπιάσεις για να μπορέσεις να κατανοήσεις. 

Είμαι σίγουρος πως η απάντησή σας ήταν ειλικρινής. Την ίδια στιγμή δεν ξέρω αν ήταν και ένας κομψός ελιγμός. Έχοντας μεγαλώσει ως προτεστάντης, υποθέτω ότι ήσασταν υπέρμαχος της πολιτικής ένωσης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, σωστά;

Θεωρητικά ήμασταν πάντα προτεστάντες. Σε προτεσταντική εκκλησία μάς έστελναν οι γονείς μας. Ο πατέρας μου, ωστόσο, ήταν επί της ουσίας ανεξάρτητος και ενθάρρυνε την ανεξάρτητη σκέψη. Οι πολιτικές απόψεις οποιουδήποτε στη Βόρεια Ιρλανδία δεν μπορεί παρά να έχουν αλλάξει με τα χρόνια, ειδικά μετά τη Συμφωνία της «Μεγάλης Παρασκευής» [σ.σ.: που θεωρητικά έβαλε τέλος στις Ταραχές]. Εγώ πάντως το εννοούσα αυτό που είπα, με την έννοια ότι πρέπει να είσαι έτοιμος για σεισμικές μετατοπίσεις εκεί όπου υπάρχουν απεριόριστες δυνατότητες. O δημιουργικός πραγματισμός στην πολιτική είναι πιο διαθέσιμος από ό,τι στο παρελθόν. Η αλλαγή στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων υπήρξε αρκετά σημαντική ώστε να με κάνει να αισθάνομαι πως η ευελιξία για την οποία μιλάω, που μπορεί να μοιάζει με κομψό ελιγμό, συνίσταται στο να κρατάς τα μάτια σου ανοιχτά, για να μπορείς να αντιληφθείς τις απίστευτες αλλαγές που έχουν συμβεί. 

Κένεθ Μπράνα: Ο σκηνοθέτης του Belfast εξομολογείται-3
Γυρίσματα: Ο πρωτοεμφανιζόμενος Τζαντ Χιλ έδωσε ζωντάνια στον ρόλο του Μπάντι, με την παιδική ανεμελιά να συγκρούεται με τη ζοφερή πολιτική κατάσταση. 

Το πρώην παιδί-θαύμα Κέβιν Μπράνιγκαν

Η συναισθηματική σας επένδυση στην ταινία Μπέλφαστ είναι διαφορετική, φαντάζομαι, από τη συναισθηματική σας επένδυση στις χολιγουντιανές ταινίες μεγάλων μπάτζετ που έχετε σκηνοθετήσει τελευταία. Η διαφορά αυτή πώς εκφράζεται στο τελικό αποτέλεσμα;

Κατέληξα να σκηνοθετώ το Θορ επειδή είχα ήδη σκηνοθετήσει τρεις ταινίες στις οποίες μου είχαν επιτρέψει περισσότερη ελευθερία: Παιχνίδια μυαλού (2007), Όπως σας αρέσει (2006) και Μαγικός αυλός (2006).

Οι ταινίες αυτές, όμως, δεν βρήκαν το κοινό τους ή κάποιου είδους αποδοχή από τους κριτικούς. Και όταν βέβαια έχεις αποτύχει τρεις φορές συνεχόμενα, κανείς δεν… τσακίζεται να προσλάβει εκείνο το 47χρονο πρώην παιδί-θαύμα Κέβιν Μπράνιγκαν ή όπως το λένε τέλος πάντων. Να όμως που μου δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετήσω το Θορ, περνώντας επί της ουσίας από οντισιόν, και αυτό μου τόνωσε την αυτοπεποίθηση. Ένας από τους λόγους που πήρα τη δουλειά ήταν γιατί είχα γράψει τις πρώτες έξι σελίδες από ένα πιθανό σενάριο για την ταινία, τις οποίες διάβασα στον Κέβιν Φάιγκι [σ.σ.: πρόεδρο των Marvel Studios] για να του πω «έτσι θα το προσέγγιζα εγώ». Αν και τελικά η προσέγγιση που ακολουθήσαμε ήταν διαφορετική, η προσωπική μου οπτική υπάρχει στην ταινία – τα Dutch angles [σ.σ.: λοξά καδραρίσματα], που σ’ εμένα έμοιαζαν φυσιολογικά, αλλά προκάλεσαν μια μίνι κατακραυγή. Η Marvel μάλιστα προσπάθησε να δει μήπως μπορούσε να τα ισιώσει. Χάρηκα πολύ, όμως, που δεν τα κατάφερε και η ταινία μπόρεσε να έχει την προσωπική μου σφραγίδα. Προσπαθώ σε όλες τις ταινίες μου να αφήνω το προσωπικό μου αποτύπωμα. Είναι εξαιρετικές ευκαιρίες και πληρώνεσαι αδρά. Προκαλούν όμως και πολύ στρες, οπότε προτιμώ να κάνω ταινίες που πιστεύω ότι θα με ανταμείψουν με χρυσό άλλου τύπου.

Πριν από λίγο αναφερθήκατε στον εαυτό σας ως «πρώην παιδί-θαύμα Κέβιν Μπράνιγκαν». Πράγματι, με τον Ερρίκο Ε΄ η καριέρα σας εκτοξεύτηκε και όλα πήγαιναν καλά μέχρι το Φρανκενστάιν, που σας πήγε πίσω. Μάθατε κάτι από τη γρήγορη εκείνη άνοδο και την ακόλουθη πτώση που να σας βοήθησε αργότερα;

Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Όταν έκανα το Ερρίκος Ε΄, ποτέ δεν φανταζόμουν πως με περίμενε μια καριέρα σκηνοθέτη. Το ότι μου δόθηκε η ευκαιρία στη συνέχεια να πάω στο Χόλιγουντ για το Νεκροί ξανά (1991) και να κάνω γυρίσματα στο πλατό όπου ο Όρσον Γουέλς είχε γυρίσει το Πολίτης Κέιν, ήταν πραγματικά συναρπαστικό. Τόσο συναρπαστικό που ελάχιστα με απασχολούσαν τα περί καριέρας και ανοδικής πορείας. Με το Φρανκενστάιν της Μέρι Σέλεϊ (1994), όμως, άρχισαν να με απασχολούν πολύ. Έπρεπε σιγά σιγά να τα βάλω κάτω και να προσπαθήσω να καταλάβω γιατί τα πράγματα είχαν πάει (σφυρίζει και δείχνει προς τα κάτω). Θυμάμαι τι μου είχε πει ο Σαμ Γκόλντουιν Τζ. [σ.σ.: κινηματογραφικός παραγωγός και γιος του πρωτοπόρου Χολιγουντιανού μεγιστάνα Σάμιουελ Γκόλντουιν] όταν γυρίζαμε το Ερρίκος Ε΄. Βρισκόμασταν στο υπέροχο σπίτι του και θυμάμαι να περνάω δίπλα από έναν πίνακα και να αναφωνώ: «Θεέ μου, αυτός μοιάζει με Ματίς… Είναι Ματίς! Αν είναι δυνατόν!». Και πιο δίπλα ένας Πικάσο. Όταν τον ρώτησα για τους πίνακες, μου είπε: «Φρόντισε την καριέρα σου και θα μπορείς και εσύ να έχεις τέτοιους πίνακες στους τοίχους σου. Αυτό όμως που πρέπει να κάνεις στην ηλικία των 30, αν είσαι πρωταγωνιστής, είναι να εμφανίζεσαι στη μεγάλη οθόνη δύο φορές τον χρόνο σε κόντρα μεταξύ τους ρόλους. Σε καμία περίπτωση δεν είσαι ένας συμβατικός πρωταγωνιστής, οπότε σκέψου το καλά πριν πας και κάνεις τίποτα θεατρικά».

Συμβουλή που δεν ακολουθήσατε ιδιαίτερα.
Όχι και τόσο.

Είπατε μόλις πως προσπαθήσατε να καταλάβετε γιατί τα πράγματα είχαν «στραβώσει» τότε. Καταλήξατε κάπου;

Ένας φίλος μού είχε πει κάποτε το εξής: Οι μεγάλοι μποξέρ έχουν μόνο επτά μεγάλους αγώνες μέσα τους. Υπονοούσε ότι και οι ηθοποιοί ίσως να έχουν μέσα τους μόνο επτά μεγάλους ρόλους. Στα διαστήματα ανάμεσα σε αυτούς τους ρόλους, θα πρέπει να κάνεις πολλούς ελιγμούς και υπολογισμούς, να προσπαθήσεις να εκμεταλλευτείς το σύστημα – λες και έχεις τον έλεγχο. Κάποτε, από εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον, διάβαζα τα περιοδικά του χώρου και ήξερα τα πάντα. Μπορούσα να σου πω για το τάδε νεαρό στέλεχος που είχε κλείσει συμφωνία για την ανάπτυξη ενός «spec script» [υποθετικού σεναρίου], αλλά τελικά πήγε στη Lorimar [σ.σ.: εταιρεία παραγωγής] για να κάνει κάτι άλλο. Κάποια στιγμή αναγκάστηκα να σταματήσω. Προσπαθούσα να λύσω τον γρίφο τού να κάνεις καριέρα στον κινηματογράφο, αν και δεν ήμουν ο κατάλληλος άνθρωπος για να το κάνω αυτό.

Πλέον έχετε βρει λύση σε κάτι;

Όχι, αλλά ίσως να έχω ανακαλύψει ότι για μένα τουλάχιστον δεν υπάρχει τίποτα για να λύσω. Καλό είναι να θυμόμαστε τη φράση εκείνη του Σάμιουελ Μπέκετ [σ.σ.: από το έργο του Worstward Ho]: «Να δοκιμάσεις ξανά. Να αποτύχεις ξανά. Να αποτύχεις καλύτερα». Ποιος όμως μπορεί να προσποιηθεί ότι στη ζωή του ακολουθεί μια ανοδική εξελικτική πορεία; Τις περισσότερες φορές κάπου προσκρούεις: στον θάνατο κάποιου αγαπημένου προσώπου, στη διαλυμένη σχέση, στην κακή στιγμή στην καριέρα σου. Και έπειτα σκέφτεσαι: «Τι έχει σημασία για μένα; Τι με ευχαριστεί;». Ή απλώς λες: «Είμαι ακόμα εδώ».


Οι δρόμοι που οδηγούν στον Κένεθ Μπράνα

Κείμενο: Άθως Δημουλάς

Κένεθ Μπράνα: Ο σκηνοθέτης του Belfast εξομολογείται-4
Από τις πέντε σαιξπηρικές του ταινίες ξεχωρίζει ο Hamlet (1996), για την οποία ο Μπράνα ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Α´ ανδρικού ρόλου και σκηνοθεσίας. 

Μπορείς να φτάσεις στο σωστό σημείο από λάθος δρόμο, είναι κάτι που μπορεί να συμβεί. Η πρώτη φορά που με απασχόλησε ουσιαστικά ο Κένεθ Μπράνα ήταν κάπου γύρω στο 2000, όταν εντελώς τυχαία τον είδα σε δύο ταινίες δύο διαδοχικές μέρες. Ήταν μια σύμπτωση που έγινε μεγαλύτερη, αφού και στις δύο ταινίες υποδυόταν έναν αποτυχημένο συγγραφέα: η μία ταινία ήταν το γουντιαλενικό και κάπως υποτιμημένο Διασημότητες και η άλλη το οριακά καλτ Πώς να σκοτώσεις τον σκύλο του γείτονα. Η νευρωτική του προσέγγιση, ο τρόπος με τον οποίο απορροφούσε την ήττα και το απρόοπτο, ακόμα και η προφορά του, έδιναν μια διάσταση χαριτωμένης ελαφρότητας στην πραγματικότητα.  

Κάποιον καιρό αργότερα, ένα βραχύβιο ενδιαφέρον μου για τις κινηματογραφικές μεταφορές του Σαίξπηρ με οδήγησε και πάλι στον Μπράνα: το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το έκανε –τι γενναία απόφαση!– με το φιλμ Ερρίκος Ε´ (1989), αργότερα γύρισε το Πολύ κακό για το τίποτα (1993) και ακολούθησε ο σπουδαίος Άμλετ (1996), πιθανόν η σωστότερη μεταφορά του έργου στο σινεμά, με τον ίδιο στον ρόλο του Δανού πρίγκιπα να είναι συγκλονιστικός. Συνέχισε με «ψαγμένες» επιλογές, όπως το Αγάπης αγώνας άγονος (2000) ή το Όπως σας αρέσει (2006), και τελικά υποδύθηκε και τον ίδιο τον Σαίξπηρ στο Όλη η αλήθεια για τον Σαίξπηρ (2018). Η αγάπη του για τον «βάρδο του Έιβον», που οφείλεται πιθανόν στη μακρά θητεία του στις σκηνές του βρετανικού θεάτρου, συνδυάστηκε με τον ποπ χαρακτήρα ενός σύγχρονου ανθρώπου του σινεμά. Η άνεσή του σ’ αυτές τις σαιξπηρικές διασκευές, ο τρόπος που κινείται ανάμεσα στο κλασικό και το μοντέρνο, στη θεατρική παράδοση και την κινηματογραφική ταχύτητα, φανερώνουν έναν ολοκληρωμένο δημιουργό, συνειδητοποιημένο και ανήσυχο, φιλόδοξο, ακομπλεξάριστο. Με άποψη, με πρόταση, με νεύρο. 
Παρακολουθώντας τον από ένα σημείο και μετά με σχετική συνέπεια, κατάλαβα ότι αυτό που τον γοητεύει (και αυτό που γοητεύει εμένα στη δουλειά του) είναι οι δυνατότητες του «μύθου». Το πώς αναπλάθεται, το πώς μεταδίδεται. Εκτός απ’ τον Σαίξπηρ, καταπιάστηκε με μεράκι και με κλασικά «παραμύθια», από τη Σταχτοπούτα μέχρι τον Μαγικό Αυλό, αλλά και τον γκόθικ Φρανκενστάιν (ο ίδιος στον ρόλο του ρομαντικού δόκτορα), τις εμβληματικές ιστορίες της Άγκαθα Κρίστι όντας ο Πουαρό (Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές, Έγκλημα στον Νείλο), ακόμα και υπερηρωικά έπη (Thor). Ο τελευταίος μύθος που τον απασχόλησε ήταν ο δικός του. Τον οποίο σκαλίζει στο Belfast, αυτοβιογραφούμενος, παρατηρώντας με ψυχραιμία την ιστορία των Ταραχών τη δεκαετία του ’70. 

Για κάποιους η μορφή του ίσως παραπέμπει στον επιθεωρητή Wallander, αφού ο Μπράνα πρωταγωνίστησε στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά-προπομπό της μόδας του σκανδιναβικού νουάρ. Για άλλους μπορεί να είναι ο κομάντερ Μπόλτον από τη Δουνκέρκη του Νόλαν ή ο Γκιλντερόι Λόκχαρτ από την Κάμαρα με τα μυστικά του Χάρι Πότερ. Έχει πολλά πρόσωπα. Και πολλά ταλέντα. Και ξέρει πολλούς δρόμους που οδηγούν στο σωστό μέρος. Ο καθένας τον συναντάει τυχαία και πορεύεται. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή