ΓΚΡΙΖΟΙ ΚΑΠΝΟΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Σάββατο 19 Μαρτίου
Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι περπατούσε σήμερα μες στα συντρίμμια στην οδό των Τυφεκιοφόρων Σιτς. Περνούσαν παραπαίοντας πάνω σε σπασμένα γυαλιά και μπάζα. Ο άνδρας έλεγε στη γυναίκα του με επικριτικό ύφος που απευθυνόταν σε αόρατους αντιπάλους: «Κοίτα, πόσα παράθυρα, πόσα τζάμια έσπασαν! Ω, Θεέ μου. Δεν σκέφτονται ότι θα αναγκαστούν να τα φτιάξουν; Και όλο αυτό το χάος εδώ, μόνο και μόνο για να πουν: Τι μας έκαναν οι Ρώσοι!». Η γυναίκα κουνούσε το κεφάλι της και αναστέναζε στον ρυθμό της κριτικής που εκφραζόταν με απόγνωση και ειλικρινή θλίψη.
Πέρασαν από μπροστά μου οι δυο τους. Δεν ήθελα να τους μιλήσω, ολόκληρος ο κόσμος τους καταστρέφεται τώρα. Αυτοί οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, που έχουν περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε μια ατμόσφαιρα συνεχών ισχυρισμών για την αγάπη ανάμεσα σε δύο λαούς, τον ρωσικό και τον ουκρανικό, που ’ναι σαν αδέλφια, δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι ο εμφύλιος πόλεμος έχει ξεσπάσει για τα καλά. Νομίζουν προφανώς ότι οι Ουκρανοί απλώς σκηνοθετούν τα μπάζα και τα ερείπια. Η διένεξη από τη δική τους τη σκοπιά δεν έχει κανένα νόημα, η αληθινή αγάπη ανάμεσα στους δύο λαούς παραμένει απείραχτη από τον πόλεμο, σαν παρθένα φύση. […]
Παρασκευή 18 Μαρτίου
Η Πέμπτη πέρασε γρήγορα, αλλά θέλω να πω κάτι γι’ αυτήν, αν και εκείνη την ημέρα δεν έγραψα τίποτα. […] Χθες ήταν η δεύτερη μέρα μιας εβραϊκής γιορτής που τη λένε Πούριμ. Πήγα στο Ποντίλ για να παραλάβω κάτι από το ανοιχτό υποκατάστημα μιας εταιρείας ταχυμεταφορών και αποφάσισα επιστρέφοντας να πάω από τη συναγωγή, όπου γιόρταζαν οι φίλοι μου. […] Όταν έφτασα εκεί, βρήκα στην πίσω αίθουσα, που τώρα χρησιμοποιείται και ως αίθουσα προσευχής, μια μικρή ομάδα ανθρώπων που γιόρταζαν και έπιναν, ακολουθώντας την εντολή ότι αυτή την ημέρα πρέπει να είσαι τόσο πολύ πιωμένος, που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις έναν εγκληματία από έναν άγιο. Ένα μέλος της κοινότητας δεν βλέπει καλά και κάθε μέρα τον συνοδεύει ένας φίλος του στη συναγωγή, για να μπορεί να παίρνει μέρος στην προσευχή. Ο καλός μου φίλος, ένας καλλιτέχνης, γιόρταζε κι εκείνος μαζί τους, όλοι αγκαλιάζονταν πολλές φορές και κάποιος προσπάθησε μάλιστα να κάνει και φασαρία. Αλλά ήταν απλώς ένα παιχνίδι.
[…]
Στον δρόμο είχα την ιδέα να φωτογραφίσω μέρη που πάντα θεωρούνταν ανεκδιήγητα κοινότοπα και να επαναλάβω εκείνες τις φωτογραφίες που πάντα βγάζουν οι τουρίστες που επισκέπτονται το Κίεβο για πρώτη φορά. Ακολουθώντας αυτή την ιδέα, ήρθα στο Πάρκο των Γλυπτών, όπου έκαναν περίπατο κάποιοι λιγοστοί γονείς με τα παιδιά τους και κάποιοι ιδιοκτήτες σκύλων. Ήθελα να βγάλω τη φωτογραφία ενός τοπίου, όταν ξαφνικά πρόσεξα βιολετί γκρίζο καπνό να ανεβαίνει στον ουρανό.
Δεν άκουσα όμως κανένα χτύπημα! Ήταν απλώς ένα σύννεφο; Έπειτα όμως άρχισαν να με πλησιάζουν με ανήσυχα πρόσωπα κάποιοι που έκαναν περίπατο και με ρωτούσαν: «Είδατε; Πύραυλος ήταν! Πού έπεσε; Τραυματίστηκε κανείς, πέτυχε κάποιο σπίτι; Να δούμε τις ειδήσεις!». Οι ειδήσεις δεν έλεγαν τίποτα όμως. Εδώ και μερικές ημέρες τα μέσα ενημέρωσης δεν μιλάνε αμέσως μετά τα χτυπήματα για τις ζημιές, για να μη διορθώνει ο εισβολέας τους στόχους του και ανοίγει πυρ εκ νέου. […] Όσοι έκαναν περίπατο άρχισαν να φωνάζουν τα παιδιά τους και γρήγορα έφυγαν. Ήρθα σπίτι, ήθελα να γράψω το κείμενο για το ημερολόγιο, ένιωθα όμως τόσο μεγάλη κούραση, που δεν μπόρεσα να της αντισταθώ και με πήρε ο ύπνος χωρίς να γράψω λέξη.
Τετάρτη 16 Μαρτίου
[…]
Χθες, μπροστά στα ερείπια, ανάμεσα στα σπασμένα τζάμια, τα παραμορφωμένα μεταλλικά κομμάτια και μέρη της στέγης, συνάντησα μια γυναίκα. Μου μίλησε και θέλησε να με γνωρίσει. Ήταν μια ηλικιωμένη κυρία, έψαχνε τσιγάρα. Το μαγαζάκι απ’ όπου αγόραζε κάθε μέρα, είχε υποστεί μεγάλες ζημιές, δεν υπήρχε πια πόρτα και βιτρίνα. Και οι πωλητές δεν ήταν εκεί κοντά, τα τσιγάρα ήταν αφύλαχτα στη βιτρίνα και η γυναίκα ρωτούσε τους πάντες πού μπορεί να βρει κανείς εκεί κοντά ένα πακέτο τσιγάρα. Της πρότεινα να αφήσει απλώς τα χρήματα στη βιτρίνα και να πάρει το πακέτο, σαν σελφ σέρβις. Έπειτα τη ρώτησα γιατί έχει μείνει στο Κίεβο αυτόν τον καιρό που δεν υπάρχει καμία ασφάλεια.
Μου είπε ότι η μητέρα της, που έφτασε 100 χρονών και τριών μηνών, πέθανε πριν από μία εβδομάδα. Γι’ αυτό ήταν αδιανόητο για κείνη και τον άνδρα της να φύγουν από την πόλη τις πρώτες μέρες του πολέμου. Τώρα είναι απλώς εδώ. Ίσως να μείνει. Τα μάτια της έλαμπαν, φαινόταν μάλιστα και λίγο ευτυχισμένη.
Ήταν μαθηματικός, μια επιστήμονας που, όταν ήταν παιδί ακόμα, ήρθε στο Κίεβο από το Μούρμανσκ. Αστειευόμενη, μου διηγήθηκε την μπερδεμένη ιστορία της οικογένειάς της, που συνέχεια σωζόταν από πολέμους, από τους διωγμούς του Στάλιν και την πείνα. Μιλούσε μελωδικά και εύκολα, λες κι οι λέξεις της διήγησής της είχαν πιαστεί εκ των προτέρων η μία απ’ την άλλη και έως τώρα της έλειπε μόνο ένας ακροατής. Παρά την ηλικία της, είχε κάτι νεανικό το πρόσωπό της, κινούνταν γρήγορα και με χάρη ανάμεσα στις πέτρες και στα θραύσματα. Η κουβέντα μας δεν κράτησε πολύ, αλλά συνέχεια τη σκέφτομαι. Καμιά φορά στον πόλεμο έχεις την αίσθηση ότι δεν θέλεις να χάσεις τους άλλους ανθρώπους, έστω και μετά από φευγαλέες γνωριμίες. Και τώρα, που περιγράφω αυτή τη συνάντηση, σκέφτομαι ότι έκανα κάτι γι’ αυτό. […]
ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΕΞΙΣΦΑΙΡΟ ΓΙΛΕΚΟ
Τρίτη 15 Μαρτίου
[…]
Πριν αρχίσει η απαγόρευση κυκλοφορίας, ήθελα να δω τον σταθμό του μετρό που χτυπήθηκε χθες τη νύχτα. Έπρεπε να περάσεις από σημεία ελέγχου και να κάνεις κύκλους για να μπορέσεις να δεις τις καταστροφές. Σε μια σοκαριστικά μεγάλη ακτίνα γύρω από τον σταθμό υπήρχαν σπασμένα γυαλιά, μια στέγη είχε πέσει, πλαστικές πόρτες είχαν παραμορφωθεί από το ωστικό κύμα, εκατοντάδες σπασμένα παράθυρα έβλεπαν μαύρα στον δρόμο. Ένας κύκλος σιγής σχηματιζόταν γύρω απ’ αυτό το μέρος, όπου με ένα χτύπημα υπέστησαν ζημιές πολλές πολυκατοικίες και δεκάδες μικρά μαγαζιά.
Τα χαλάσματα σχημάτιζαν ένα απόκοσμο σκηνικό. Είδα μερικές γυναίκες να στέκονται για κάποια λεπτά μπροστά στα χτυπημένα κτίρια και να παρατηρούν το κατεστραμμένο κομμάτι του δρόμου, λες και ήθελαν να κρατήσουν στο μυαλό τους για πάντα κάθε ρωγμή, κάθε σπασμένο τζάμι.
Δευτέρα 14 Μαρτίου
[…]
Σκέφτομαι ότι η επίθεση στο Κίεβο ήταν ένα σήμα που σήμαινε ότι κανένας στην Ουκρανία δεν μπορεί να κοιμηθεί με τη σκέψη ότι θα είναι ασφαλής στο σπίτι ή στο διαμέρισμά του. Οι πύραυλοι σκίζουν τους τοίχους των σπιτιών σαν ανθρώπινο δέρμα. Όλη η ιδέα του σπιτιού, της στέγης και της προστασίας φαίνεται να τίθεται πάλι υπό αμφισβήτηση για την πόλη μας.
Όταν γράφω για τις επιθέσεις και τη βία, χρησιμοποιώ βέβαια τη λέξη πόλεμος, αλλά νομίζω ότι την τρομοκρατία, τη σκόπιμη δολοφονία των απροστάτευτων δεν την περιγράφει σωστά. Τις ανηλεείς επιθέσεις σε πολυκατοικίες και πούλμαν με πρόσφυγες δεν τις καλύπτει αυτός ο όρος. Οι επίσημοι διεθνώς αναγνωρισμένοι αριθμοί λένε ότι στη Μαριούπολη έχασαν τη ζωή τους 2.357 άνθρωποι, ότι στο Χάρκοβο καταστράφηκαν 600 πολυκατοικίες.
Αυτό το κείμενο το έγραψα πριν με πάρει ο ύπνος. Σήμερα στις πέντε το πρωί, το σπίτι μου άρχισε να τρέμει από μια ισχυρή έκρηξη. Ξύπνησα με την αίσθηση ότι στην κοιλιά μου απλώνεται ένα ψύχος. Απ’ το παράθυρο είδα ότι στις γειτονικές πολυκατοικίες και στην πολυκατοικία των γονιών μου όλα ήταν εντάξει. Αρχίζω να σκέφτομαι να φύγω, ότι θα πρέπει όντως να προγραμματίσω να εγκαταλείψω το Κίεβο. […]
Κυριακή 13 Μαρτίου
[…]
Είναι ένα παιχνίδι που παίζω με τον εαυτό μου. Αναρωτιέμαι καθημερινά αν θα βρω στον δρόμο μου κάποιο ανοιχτό κιόσκι με καφέ. Όταν παίρνω ένα φλιτζάνι, χαίρομαι πάρα πολύ, σαν να πήρα ένα απρόσμενο δώρο. Το καφέ ήταν ανοιχτό, επειδή ένας εργαζόμενος που είχε παραιτηθεί πριν από τον πόλεμο, πρότεινε στον ιδιοκτήτη να δουλεύει μόνος του. Αυτόν τον πρώην εργαζόμενο τον λένε Αλεξέι, είχε γενέθλια εκείνη τη μέρα, που δεν θα τα γιόρταζε. Μου είπε: «Ήθελα τουλάχιστον να κάνω κάτι, το σκέφτηκα και αποφάσισα ότι το καλύτερο είναι να ανοίξω το καφέ».
Για τα γενέθλιά του ο Αλεξέι είπε: «Τα πάντα έχουν χάσει τη σημασία που είχαν. Μόλις χθες θυμήθηκα ότι έχω γενέθλια σήμερα. Άλλωστε είναι Κυριακή». Του είπα ότι αύριο Δευτέρα ίσως έρχονταν περισσότεροι πελάτες στο καφέ. Τότε μας έπιασαν και τους δυο τα γέλια, γιατί δεν έχει καμία διαφορά αν είναι Κυριακή, Δευτέρα ή Παρασκευή. Τα σημαντικά γεγονότα στον ρυθμό της ζωής καθορίζονται διαφορετικά στον πόλεμο και έρχονται χωρίς προειδοποίηση. […]
Σάββατο 12 Μαρτίου
Στο πρόγραμμά μου σήμερα είχα να πάω να παραλάβω το αλεξίσφαιρο γιλέκο, που επιτέλους μου έστειλαν. Μετά ήθελα να επισκεφτώ μια κυρία που προσέχει μια πολυκατοικία εδώ στη γειτονιά, κάτι σαν θυρωρός, και βλέπει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Υπάρχουν πολλές τέτοιες γυναίκες που προσέχουν πολυκατοικίες στην πόλη. Από την αρχή του πολέμου η κυρία αυτή είχε αναλάβει και μία επιπλέον εργασία: έπρεπε να προσέχει να μην κλαπεί τίποτε από τα εγκαταλελειμμένα διαμερίσματα. Το όνομά της μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια και ήταν όμορφο: Ντούσια. […] Την επισκέφτηκα στο δωματιάκι θυρωρού στο ισόγειο της πολυκατοικίας. Είχε χώρο μόνο για ένα τραπέζι κι έναν καναπέ, η τηλεόραση έπαιζε. Είπε: «Πολλοί φεύγουν τώρα από το Κίεβο, αλλά εγώ δεν έχω κανένα μέρος όπου μπορώ να πάω να σωθώ. Οι συγγενείς μου μένουν έξω από το Τσερνίχιβ και ξέρετε τι γίνεται τώρα εκεί. Πού να πάω; Πού μπορώ να πάω;».
Παρασκευή 11 Μαρτίου
Όταν πήγα περίπατο, σκεφτόμουν ακόμα τις πρωινές ειδήσεις και δεν πρόσεχα καθόλου τον δρόμο. Με βαθιά θλίψη αναγκάστηκα να παραδεχτώ την πιθανότητα ότι τελικά μπορεί να εξαναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε το Κίεβο. Μέρες τώρα ήταν σαφές, αλλά σήμερα μου ήρθε πάλι στο μυαλό. Οι στρατιώτες της πολιτοφυλακής ζέσταιναν τα χέρια τους. Είδα δύο ωραία πρόσωπα νεαρών γυναικών που χαμογελαστές μού είπαν ότι ήταν στον Εθελοντικό Στρατό της Ουκρανίας. Μου έδωσαν τα τηλέφωνά τους. Μπορεί να συναντηθούμε κιόλας, είπαν.
Λίγο αργότερα άκουσα, αρκετά απρόσμενα, μουσική. Εκείνη τη στιγμή διέσχιζα τη λεωφόρο στο Πάρκο των Γλυπτών. Από μακριά άκουσα τύμπανα, έναν μελωδικό ήχο πνευστών και καμπάνες. Η μουσική ερχόταν από τους λόφους. Άκουγα πολύ προσεκτικά και η μουσική με κάθε βήμα γινόταν όλο και πιο δυνατή. Τότε είδα μια μικρή ομάδα ανδρών και γυναικών με μουσικά όργανα που έπαιζαν μουσική. Αποτελούνταν από τον συνδυασμό διαφορετικών αποσπασμάτων, ήχων και παύσεων. Άκουγα μαγεμένη. Με πλησίασαν και με προσπέρασαν με φιλικά βλέμματα. Ήμουν τόσο εντυπωσιασμένη που είδα κι άκουσα αυτή τη μουσική, σε βαθμό που δεν μπορούσα να θυμηθώ τι έγινε μετά.
ΑΠΛΗΡΩΤΑ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΑ
Πέμπτη 10 Μαρτίου
[…]
Υποθέτω ότι πριν αρχίσει ο πόλεμος, ακόμα και οι πολιτικοί που τον είχαν προφητέψει, δεν το πίστευαν κι οι ίδιοι και ήλπιζαν διαρκώς ότι θ’ αποφευχθεί ο πόλεμος. Διαφορετικά, ο κόσμος θα είχε κάνει το παν –ή ίσως περισσότερα από το «παν»– για να μην επιτρέψει αυτή την άβυσσο. Ο πόλεμος ήταν εξωπραγματικός, παράλογος, δεν μπορούσαμε να τον διανοηθούμε. Όταν ξυπνάς μέσα στον πόλεμο, παραμένει ακριβώς το ίδιο: ξανά αδιανόητος. […] Ενώ γράφω, με παίρνει τηλέφωνο μια φίλη και μου λέει ότι η μητέρα της, που ζει ακόμα στο Χάρκοβο, ανακάλυψε από το μπαλκόνι της έναν άνδρα που έδινε στα ρωσικά συντεταγμένες για βομβαρδισμό έξω από την πολυκατοικία τους. Ήταν προφανώς «ναβότσικ», μια παρωχημένη λέξη από μια άλλη εποχή, που σημαίνει κάτι σαν «πυροβολητής» – κάποιος που αποφασίζει πού θα γίνει το επόμενο χτύπημα και έτσι βοηθά να χτυπηθούν ειρηνικές περιοχές. Δίπλα σ’ εκείνη την πολυκατοικία πρόκειται να οργανωθεί διανομή τροφίμων. Ίσως γι’ αυτό να επέλεξε εκείνο το σημείο. […]
Τρίτη 8 Μαρτίου
[…]
Όταν έφυγα σήμερα από το σπίτι μου, αντίκρισα έναν άδειο δρόμο. Ούτε αυτοκίνητα ούτε πεζοί. Κάτι τέτοιες στιγμές το Κίεβο μοιάζει με πόλη που πρέπει να αρχίσει να κατοικείται, σαν πόλη χωρίς παρόν, μόνο με παρελθόν και μέλλον. Μερικά βήματα παρακάτω, είδα δύο πεζούς. Και οι δύο κρατούσαν ένα λουλούδι στο χέρι. Μια παράδοση που έσπασε με τον ψυχρό τοίχο του πολέμου λέει: Στις 8 Μαρτίου, την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, πρέπει να χαρίζεις στις γυναίκες λουλούδια. Δίπλα στο φαρμακείο ανακάλυψα πολλές γυναίκες με λουλούδια, που είχαν προετοιμαστεί να περιμένουν πολλή ώρα έξω στο κρύο. Ένα αυτοκίνητο είχε σταματήσει στο φαρμακείο, κάποιος είχε κατέβει και είχε μοιράσει λουλούδια σε όσες περίμεναν. Αυτή η μεγαλούπολη συνεχίζει να ζει. Κάπου υπάρχουν ακόμα λουλούδια. Στα κλειστά εστιατόρια μαγειρεύουν το φαγητό για την άμυνα του Κιέβου. Οι ηλικιωμένες κυρίες και οι ηλικιωμένοι κύριοι που δραστηριοποιούνται σε ένα θέατρο τρίτης ηλικίας ως ηθοποιοί μένουν ενωμένοι. Πριν από κάποια χρόνια, η μητέρα μου είχε αναλάβει τη σκηνοθεσία σε αυτό το αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο, έχει το όνομα «Η νύχτα είναι νέα ακόμα».
Τώρα, αυτοί οι ηλικιωμένοι ηθοποιοί βοηθούν την πολιτοφυλακή του Κιέβου. Δεν θέλουν να εγκαταλείψουν την πόλη. Πρέπει να προσθέσω ότι αυτοί οι προικισμένοι άνθρωποι ξέρουν απέξω εκατοντάδες ποιήματα και τραγουδούν υπέροχα. Καμιά φορά, γράφουν και τη δραματουργία των σκηνοθεσιών τους οι ίδιοι – και παρ’ όλα αυτά, κάποιοι απ’ αυτούς δυσκολεύονται να βγουν στη σκηνή. Τώρα δεν θέλουν μόνο να βοηθήσουν, θέλουν να μπουν στην πολιτοφυλακή. Προσπαθώ να το φανταστώ και ξαφνικά σκέφτομαι: Με τέτοιους υπερασπιστές δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα σ’ αυτή την πόλη.
Δευτέρα 7 Μαρτίου
[…]
Μου στέλνουν τον λογαριασμό κοινοχρήστων για το διαμέρισμά μου στο Κίεβο. Συνοδεύεται από ένα μήνυμα στο Telegram, που ακούγεται σαν συγγνώμη: «Σας απευθυνόμαστε με την παράκληση, εφόσον σας το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητές σας υπό αυτές τις συνθήκες, να πληρώσετε τα κοινόχρηστα. Πολλοί εργαζόμενοι των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας του Κιέβου κατατάχθηκαν στον ουκρανικό στρατό και πολεμούν τώρα για την ελευθερία μας. Εξακολουθεί όμως να είναι σημαντική η εξόφληση των λογαριασμών». […]
Κυριακή 6 Μαρτίου
[…]
Συνέβησαν πολλά σήμερα. Το βράδυ έμαθα ότι μια φίλη μεταφέρθηκε από τη μικρή πόλη Ιρπίν, βορειοδυτικά του Κιέβου. Στον δρόμο έχασε τον σκύλο της, που τρόμαξε από τις εκρήξεις και μέσα στον πανικό εξαφανίστηκε. Είδε με τα ίδια της τα μάτια να στοχεύουν και να πυροβολούν γυναίκες και παιδιά που προσπαθούσαν ν’ ανέβουν σε ένα πούλμαν εκκένωσης. Έπειτα, έσκασε κάτι βαρύ στο έδαφος κοντά στο πούλμαν, μια βόμβα ίσως, και όλοι όσοι ήταν μέσα έπεσαν κάτω. Η φίλη μου μου είπε: «Θέλω να ζήσω, για να μιλήσω στη Χάγη γι’ αυτή την εκκένωση». Ένας φίλος φωτογράφος μεταφέρθηκε επίσης σήμερα από το Ιρπίν. Από κάποια ακατανόητη διάθεση, αυτόν και άλλους που ήθελαν να ανέβουν στο πούλμαν τούς πυροβόλησαν. Μια σφαίρα τον πέτυχε στο μπράτσο.
Σάββατο 5 Μαρτίου
[…]
Η καταστροφή θέλει να τη μοιράζεσαι, μόνο όταν την αφηγείσαι αναγνωρίζεται ως τέτοια. Όταν τη μοιράζεσαι, μπορεί να είναι και κάτι σαν διέξοδος, που ’ναι η ελπίδα ότι, αν τα πεις όλα και τα μοιραστείς κάποια στιγμή, κάποιος από τους αποδέκτες θα μπορέσει να βάλει ένα τέλος στην καταστροφή.
[…]
Παρασκευή 4 Μαρτίου
[…]
Σε έναν κάθετο δρόμο ανακάλυψα έναν φούρνο, που παλιά, πριν από τον πόλεμο, ήταν αρκετά ακριβός. Ήταν ανοιχτός. Είχε ωραίο άσπρο ψωμί στα ράφια, έφτιαχναν και καφέ. Ήταν ένα θαύμα. Το πρώτο μου πραγματικό φλιτζάνι καφέ από μαγαζί που έκανε καφέδες. Υπήρχαν άνδρες και γυναίκες, έπιναν καπουτσίνο και συζητούσαν αν έπρεπε να μείνουν στην πόλη ή όχι. Ένας ηλικιωμένος άνδρας που έμοιαζε με καθηγητή γεωγραφίας έλεγε ότι θα φύγει από την πόλη όταν πια θα αναγκαστεί να περνάει κάθε μέρα και κάθε νύχτα στο καταφύγιο. Εκείνοι που ήταν γύρω του προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι δεν θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο τα πράγματα. Το Κίεβο είναι, έλεγαν, ιερή πόλη. Η πόλη δεν θα το επέτρεπε ποτέ αυτό! Μετά τη συζήτηση πήγα σ’ έναν άδειο δρόμο, για να βγάλω μια φωτογραφία. Όταν έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή από την τσάντα μου, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα μου. Τέσσερις οπλισμένοι άνδρες πετάχτηκαν έξω. Ζήτησαν να τους δώσω το κινητό μου, έψαξαν την τσάντα μου, μετά με ρώτησαν για ποιον δουλεύω. Κράτησε κάποια λεπτά. Μετά ζήτησαν συγγνώμη, και οι τέσσερις ήταν νευρικοί και κουρασμένοι. […]
ΜΙΑ ΣΒΗΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ
Πέμπτη 3 Μαρτίου
[…]
Το πρωί ήμουν ακόμα στο κρεβάτι, είδα ένα βίντεο, στο οποίο ένας Ρώσος στρατιώτης χειριζόταν ένα σύστημα Γκραντ. Είναι ένα πυραυλικό σύστημα πολλαπλής εκτόξευσης, με το οποίο ο ρωσικός στρατός επιτίθεται στις ειρηνικές περιοχές ουκρανικών πόλεων. Ο στρατιώτης στο βίντεο έκλαιγε. Έλεγε ότι θέλει να ζητήσει συγγνώμη από τη μικρή κόρη του, γιατί μάλλον έχει φταίξει και έχει σκοτώσει παιδιά στην Ουκρανία. […]
Τετάρτη 2 Μαρτίου
[…]
Η μέρα μου ήταν μεγάλη και μου δίνει την αίσθηση ότι περιείχε πολλές ημέρες. Τις εικόνες των άδειων δρόμων που ήταν γεμάτοι με διαπεραστική σιγή τις βλέπω ακόμα μπροστά στα μάτια μου. Σήμερα έζησα και είδα πολλά, πήγα μάλιστα και σε μια έκθεση. […] Η έκθεση μου άρεσε πολύ. Σκέφτομαι ακόμα τους πίνακες και αυτή την απίστευτη δυνατότητα να τους βλέπω μέσα στον πόλεμο και να τους κρατώ στη μνήμη μου.
Τι μπορεί να κάνει η τέχνη; Τι μπορεί να κάνει μια μεμονωμένη φωνή; Τι μπορεί να κάνει το θάρρος της αντίστασης και τι νόημα έχει γενικά η αντίσταση; Παίρνω συνεχώς emails και μηνύματα που μου προτείνουν να είμαι ειρηνίστρια. Οι Ουκρανοί ποτέ δεν προκάλεσαν κάποιον πόλεμο, ποτέ δεν θέλησαν ή δεν στήριξαν έναν πόλεμο. Οι αξίες του ειρηνισμού συγκαταλέγονται στις σπουδαιότερες αξίες της χώρας μου. Μεγάλωσα με τα λόγια «μόνο πόλεμος να μη γίνει». Οι ανατριχιαστικές αναμνήσεις από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος έγινε κυρίως σε ουκρανικά εδάφη, είναι ακόμα πολύ ζωντανές.
Τρίτη 1 Μαρτίου
Η Ρωσία ανακοίνωσε ότι θα βομβαρδίσει την περιοχή του καθεδρικού της Αγίας Σοφίας, που έχει χαρακτηρισθεί από την UNESCO Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Βέβαια, όχι τον ναό, αλλά ένα κτίριο της μυστικής υπηρεσίας που είναι πολύ κοντά του. Αν το κάνουν αυτό, σίγουρα θα χτυπηθεί και ο καθεδρικός.
Οι γονείς μου κι εγώ μένουμε δίπλα στον καθεδρικό. Είχα αποφασίσει να περάσω στο σπίτι μαζί τους τις νυχτερινές ώρες απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Οι ανήσυχοι γείτονές μας πήγαν εν τω μεταξύ στα καταφύγια. Όλοι έχουν διαλέξει προ πολλού ένα καταφύγιο, προσπαθούν να κάνουν τα πάντα για να αισθάνονται καλά εκεί.
[…]
Οι σειρήνες ουρλιάζουν πάλι. Ο πατέρας μου κάθεται στο διπλανό δωμάτιο και μαθαίνει αγγλικές λέξεις. Ένας καλός μου φίλος τηλεφωνεί και λέει ότι αύριο θα φύγει ίσως το τελευταίο πούλμαν εκκένωσης από μια συναγωγή στο Κίεβο. Ίσως μπορώ όντως να προσπαθήσω να πείσω τους γονείς μου να φύγουν από την πόλη. Μάταια προσπαθώ να τους μιλήσω γι’ αυτό. Εδώ είμαστε πιο χρήσιμοι, λένε, δεν είναι καιρός να φεύγεις από το Κίεβο. Συμφωνώ και προσπαθώ να κοιμηθώ καμιά δυο ώρες ακόμα. Μένουμε και βλέπουμε τι θα γίνει.
Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου
[…]
Αυτός ο πόλεμος δείχνει στον κόσμο έναν νέο βαθμό τρωτότητας. Σχεδόν όλα τα φαρμακεία είναι κλειστά, το ρεύμα, το νερό, η θέρμανση κινδυνεύουν διαρκώς να κοπούν. Οι πληγές μεγαλώνουν. Αλλά καμιά φορά είναι μόνο μια ήρεμη φωνή που μου ψιθυρίζει στ’ αυτί και διαρκώς επαναλαμβάνει: Συνεχίζουν να πολεμάνε, συνεχίζουμε να πολεμάμε – μετά αρχίζουν οι πληγές να γιατρεύονται πιο γρήγορα.
[…]
Περίπου την ίδια ώρα, φιλήσυχοι κάτοικοι της νότιας πόλης Μπεργιάνσκ συγκεντρώθηκαν μπροστά από το κτίριο της διοίκησης της πόλης τους, το οποίο είχε καταλάβει ο στρατός του Πούτιν και το φρουρούσαν ένοπλοι στρατιώτες. Οι γυναίκες ούρλιαζαν στα ρωσικά προς τους στρατιώτες: «Πώς θα μπορείτε να κοιτάξετε κατάματα τις μητέρες σας; Φέρατε πόλεμο και μακελειό στη γη μας! Ντροπή σας!» Μέσα στο πλήθος ήταν και ηλικιωμένοι, δεν φοβήθηκαν. Οι στρατιώτες έμοιαζαν αποκαρδιωμένοι. «Ήρθαμε να σας προστατεύσουμε», απάντησαν.
[…]
Αυτή η ικανότητα των κατοίκων του Μπερντιάνσκ να συνεχίζουν να πολεμούν, να πλησιάζουν άοπλοι τους στρατιώτες και να φωνάζουν την αλήθεια στα μούτρα, ακόμα κι όταν η πόλη έχει σχεδόν πέσει στα χέρια του Πούτιν, μου υπόσχεται πολλά. Είναι η ελπίδα αυτοπροσώπως.
Κυριακή 27 Φεβρουαρίου
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τα πολλά φωταγωγημένα παράθυρα στο Κίεβο ζεσταίνουν τις κρύες ημέρες του Φεβρουαρίου στην πόλη. Τα φώτα έχουν κάτι μυστικό, ιδιωτικό, αλλά συγχρόνως και μια θαλπωρή. Τώρα όμως η πόλη είναι σβησμένη. Οι άνθρωποι φοβούνται τους ρωσικούς πυραύλους και τις βολές του πυροβολικού. Τα παράθυρά μου τα κόλλησα με κολλητική ταινία, για να μη διαλυθούν με τις βολές. Βγαίνω στο μπαλκόνι και κοιτάζω να δω αν το διαμέρισμά μου είναι αρκετά σκοτεινό. […]
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ
Σάββατο 26 Φεβρουαρίου
Η πρώτη μου νύχτα στο καταφύγιο. Τα κανάλια του Telegram της κυβέρνησης του Κιέβου προειδοποιούν ότι θα είναι δύσκολη νύχτα και ότι ο ρωσικός στρατός θα επιτεθεί στην πόλη. Εδώ όμως το καταφύγιο είναι σχετικά άδειο. Πολλοί προσπαθούν να μείνουν στο σπίτι τους και ελπίζουν ότι δεν θα συμβεί τίποτα. […] Το μικρό μας καταφύγιο, 4,3 μέτρα κάτω από τη γη, βρίσκεται στο κέντρο του Κιέβου, κοντά στον σταθμό «Χρυσή Πύλη». Στην πραγματικότητα είναι ένα δίκτυο διαδρόμων και εισόδων. Είναι καθαροί, ευχάριστοι και ζεστοί. Μου αρέσει αυτό το μέρος, γιατί παρέχει καταφύγιο σε πάνω από εκατό άτομα. Υπάρχει πόσιμο νερό, ο καθένας φέρνει κάτι μαζί του, υπάρχουν αρκετά τρόφιμα. Μπορεί να έρθει εδώ όποιος δεν μπορεί να αντέξει τις σειρήνες και τις βροντές των πυροβολισμών και των χτυπημάτων από τους πυραύλους. Υπάρχουν ακόμη μερικές οικογένειες, οι οποίες βρίσκονται τον περισσότερο καιρό εκεί. Στη σκοτεινή είσοδο του υπογείου μας βλέπω τις μορφές των ντόπιων να περνούν ο ένας δίπλα από τον άλλο. Πάντοτε πέφτει κανείς ξανά σε μικρές συγκρούσεις.
Δύο γηραιότερες σκιές περπατούν πλάι σε δύο νεότερες.
– Καλό απόγευμα!
– Το απόγευμα είναι χάλια, διαμαρτύρονται οι νέοι.
– Παρ’ όλα αυτά, σας ευχόμαστε ένα καλό απόγευμα, λένε οι μεγαλύτεροι με θριαμβευτικό τόνο, επειδή το εννοούμε. Και θα συνεχίσουμε να το ευχόμαστε σε εσάς και στους άλλους. Οι σκιές εξαφανίζονται στο βάθος του υπογείου.
[…]
Ενώ γράφω, μου έρχεται στον νου ότι μες στην ημέρα είδα πολλούς ανθρώπους να γελάνε. Για παράδειγμα, τη γυναίκα που καθόταν σε ένα παγκάκι στο πάρκο, δίπλα σε δύο μεγάλες σακούλες με ψώνια. Μου μίλησε με παράλογα ευτυχισμένη φωνή και είπε ότι περιμένει τον ανιψιό της που θα τη βοηθούσε να κουβαλήσει τις σακούλες στο σπίτι της. «Χαίρομαι πολύ που είστε δίπλα μου τώρα και μου μιλάτε. Όταν είμαστε δύο άτομα, φοβάμαι λιγότερο το πυροβολικό». Πιο παλιά είχε δουλέψει ως ξεναγός στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας, τώρα είναι συνταξιούχος. Ήταν πεπεισμένη ότι η Ουκρανία θα νικήσει τους Ρώσους εισβολείς.
«Όταν σκέφτομαι τις τοιχογραφίες της Αγίας Σοφίας, τότε πιστεύω πως η Ουκρανία θα προστατευτεί απ’ όλο τον κόσμο». Χαμογέλασε, δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της. «Θα νικήσουμε», είπε. Δεν ήξερα αν έπρεπε να κλάψω κι άλλο ή να χαμογελάσω, αλλά ένιωσα το θάρρος της και τη θαύμασα. […]
Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου
[…]
Χτυπάνε το Κίεβο, για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Παλεύω με τον εαυτό μου. Ξέρω, σιγά σιγά θα ξυπνήσει ο κόσμος και θα αρχίσει να βλέπει ότι δεν πρόκειται μόνο για το Κίεβο και την Ουκρανία. Πρόκειται για κάθε σπίτι, κάθε πόρτα, πρόκειται για κάθε ζωή στην Ευρώπη που από σήμερα απειλείται.
Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου
Σήμερα ξύπνησα νωρίς το πρωί και είδα οκτώ αναπάντητες κλήσεις στο κινητό μου. Ήταν οι γονείς μου και κάποιοι φίλοι. Στην αρχή σκέφτηκα ότι κάτι συνέβη με την οικογένειά μου και ότι οι φίλοι μου προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί μου, επειδή οι γονείς μου για κάποιον λόγο τούς είχαν ειδοποιήσει. Έπειτα η φαντασία μου πήρε άλλη κατεύθυνση και φαντάστηκα κάποιο ατύχημα, κάποια κατάσταση κινδύνου στο κέντρο του Κιέβου, κάτι για το οποίο προειδοποιείς τους φίλους σου. Ένιωσα μια ανησυχία να με παγώνει. Πήρα τηλέφωνο την ξαδέλφη μου, γιατί η ωραία φωνή της πάντα με ηρεμεί, μου δίνει θάρρος και με λογικεύει. Είπε μόνο: «Χτύπησαν το Κίεβο. Κηρύχτηκε πόλεμος».
[…]
Αφού τελείωσα το τηλεφώνημα με την ξαδέλφη μου, άρχισα να πηγαίνω πέρα δώθε μες στο σπίτι μου για κάποια ώρα. Στο κεφάλι μου επικρατούσε το απόλυτο κενό, δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να γίνει τώρα. Έπειτα χτύπησε πάλι το τηλέφωνό μου. Η μία κλήση ακολουθούσε την άλλη, φίλοι με ειδοποιούσαν με σχέδια διαφυγής, κάποιοι τηλεφωνούσαν για να πειστούν ότι ήμασταν ακόμα ζωντανοί. Γρήγορα κουράστηκα. Μιλούσα πολύ και επαναλάμβανα διαρκώς τη λέξη «πόλεμος». Εν τω μεταξύ, κοιτούσα από το παράθυρο και προσπαθούσα να ακούσω αν πλησίαζαν οι εκρήξεις. Η θέα από το παράθυρο ήταν συνηθισμένη, οι θόρυβοι της πόλης όμως παράξενα υπόκωφοι, καμία παιδική φωνή, καμία φωνή στον αέρα.
Αργότερα βγήκα έξω και ανακάλυψα ένα απολύτως νέο περιβάλλον, τόσο άδειο που δεν το ’χες ξαναδεί, ούτε καν στις πιο επικίνδυνες μέρες των διαδηλώσεων του ’13. Κάποια στιγμή αργότερα, έμαθα ότι πέθαναν δύο παιδιά από τα πυρά στη Χερσώνα, στα νότια της χώρας, και ότι συνολικά 57 άνθρωποι έχασαν σήμερα τη ζωή τους στον πόλεμο. Οι αριθμοί μεταμορφώνονταν σε κάτι πολύ συγκεκριμένο, λες κι είχα ήδη χάσει κάποιον η ίδια. Ένιωσα μια οργή για όλο τον κόσμο. Σκεφτόμουν ότι το άφησαν να γίνει, ότι είναι έγκλημα κατά παντός ανθρώπινου, κατά ενός μεγάλου κοινού χώρου στον οποίο ζούμε και ελπίζουμε για ένα μέλλον.
Σήμερα πέρασα τη νύχτα στο σπίτι των γονιών μου. Έψαξα δίπλα στο σπίτι και βρήκα ένα καταφύγιο και ξέρω πού θα πάμε όλοι αν αρχίσουν τη νύχτα τα πυρά. Ο πόλεμος άρχισε. Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Μάλλον δεν θα μπορέσει να με πάρει καθόλου ο ύπνος και δεν έχει κανένα νόημα να αρχίσω να μετράω τι άλλαξε για πάντα.
→ Το Ημερολόγιο από το Κίεβο της Yevgenia Belorusets δημοσιεύεται καθημερινά στην ηλεκτρονική έκδοση του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel και σε άλλα διεθνή μέσα. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης το μεταφέρει στα ελληνικά στην προσωπική του σελίδα, valitsa.org.