Κείμενο: Svitlana Starostenko @Vogue UA – Απόδοση: Παντελής Τσομπάνης
Μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου, ο εικαστικός Παβλό Μάκοφ ήταν έτοιμος να εκπροσωπήσει την Ουκρανία στην Μπιενάλε της Βενετίας, παρουσιάζοντας την καλλιτεχνική του εγκατάσταση Σιντριβάνι της εξάντλησης. Ψηλό νερό (Fountain of Exhaustion. Aqua Αlta). Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια συνέντευξή του που πραγματοποιήθηκε πριν από την εισβολή στην πατρίδα του. Αυτή τη στιγμή, δύσκολα θα φανταζόμασταν ότι ο Μάκοφ θα μας μιλούσε αργότερα από ένα καταφύγιο – το υπόγειο ενός κέντρου τέχνης στην πόλη του Χάρκοβο στη βορειοανατολική Ουκρανία, σαράντα χιλιόμετρα μακριά από τα ρωσικά σύνορα, που βομβαρδίζεται καθημερινά από τις ρωσικές δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, το έργο του έχει διασωθεί. Οι επιμελητές έχουν καταφέρει να φυγαδεύσουν στην Πολωνία 78 χάλκινες χοάνες, τον πυρήνα του πρότζεκτ του Μάκοφ. Δυστυχώς, το installation της καλλιτεχνικής του δουλειάς θα πραγματοποιηθεί στη Βενετία χωρίς τη συμμετοχή του καλλιτέχνη.
Ο Παβλό Μάκοφ, ένας διάσημος εικαστικός στην Ουκρανία, κι εγώ γίναμε φίλοι το προηγούμενο καλοκαίρι, ενώ δουλεύαμε στην έκθεση FUTURESPECTIVE της ουκρανικής Vogue, μια συνάντηση γεμάτη εκπληκτικά ταλέντα απ’ όλες τις επιστήμες και δημιουργικές ιδέες. Βλέποντας τη δουλειά του, μου προκάλεσε κάτι πολύ ιδιαίτερο. Μοιράστηκα τα συναισθήματά μου με έναν άλλο συμμετέχοντα στο πρότζεκτ, τον γλύπτη Ίλια Νοβγκορόντοφ. «Θα μπορούσα να ερωτευτώ αυτόν τον καλλιτέχνη». Γέλασε και απάντησε: «Ναι, θα τον ερωτευόμουν κι εγώ». Είναι δύσκολο για μένα να αποφασίσω ποιο έργο του Μάκοφ από τη σειρά Poppies (Παπαρούνες) με εντυπωσίασε περισσότερο εκείνη τη μέρα: μοιάζουν με λουλούδια, το καθένα μοναδικό με τον δικό του πανέμορφο τρόπο. Χάρη στην τεχνική της πολλαπλής βαθυτυπίας (intaglio) με την οποία δουλεύει ο καλλιτέχνης, πολλές διαφορετικές γλαφυρές εικόνες συνδυάζονται σε μία σύνθεση, που μετατρέπεται σε έναν βοτανικό άτλαντα, έναν γεωγραφικό χάρτη ή ένα ημερολόγιο γεγονότων και συναντήσεων.
Μεταξύ Ιταλίας και ΕΣΣΔ
Ο Μάκοφ γεννήθηκε το 1958 στο Λένινγκραντ. Η οικογένειά του μετακόμισε πολλές φορές όσο ήταν παιδί και στην εφηβεία του βρέθηκε στην Κριμαία, στη Συμφερόπολη. Εκεί σπούδασε στο τμήμα ζωγραφικής της Σχολής Καλών Τεχνών της Κριμαίας. Αργότερα αποφοίτησε από την Κρατική Ακαδημία Σχεδίου και Τεχνών του Χάρκοβο, όπου σπούδασε στο τμήμα γραφιστικής – μια επιλογή που θα καθόριζε την καλλιτεχνική του πορεία. Λέει γι’ αυτή την επιλογή: «Το θέμα είναι πως εκείνο το έργο τέχνης είναι μια οριστική δήλωση. Και η εικόνα είναι ήδη μια μελέτη. Επέλεξα να κάνω σχέδιο και να εκτυπώνω την κύρια γλώσσα μου».
Ο Μάκοφ έκλινε προς την εκτύπωση βαθυτυπίας και στα ταξίδια του στη Γλασκώβη, το 1991, τον συνεπήρε μια έκθεση με χαρακτικά του Τζόρτζιο Μοράντι, του εν ζωή Ιταλού μεγάλου τεχνίτη του 20ού αιώνα. Έκανε την τεχνική του το καλλιτεχνικό του όργανο. «Ο Μοράντι δημιούργησε ένα ολόκληρο σύμπαν από τη νεκρή φύση. Όταν επέστρεψα στο Χάρκοβο, οι δουλειές μου έγιναν διαφορετικές», θυμάται ο εικαστικός. Εκείνη τη χρονιά, ο Μάκοφ ζωγράφισε τον τελευταίο του πίνακα.
Η χαρακτική είναι μια μέθοδος εκτύπωσης στην οποία η εικόνα αποτυπώνεται πρώτα με οξύ σε μια πλάκα από χαλκό ή ψευδάργυρο: τα στοιχεία της εικόνας που πρόκειται να τυπωθούν είναι σε εσοχή σε σχέση με το υπόλοιπο επίπεδο. Είναι μια μακρά, επίπονη διαδικασία. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια μιας μηχανής χαρακτικής –πρέσα– η εικόνα μεταφέρεται από την πλάκα στο χαρτί. Αυτή η μέθοδος εκτύπωσης περιγράφεται με τη μελωδική ιταλική λέξη intaglio.
«Δουλεύω με εκτυπώσεις όλη μου τη ζωή. Για μένα, αυτό είναι μια φιλοσοφική ιδέα. Η εκτύπωση είναι αυτό που αφήνεις πίσω», λέει ο καλλιτέχνης. Παρά την περιπλοκότητα της διαδικασίας, ο Μάκοφ δεν δημιουργεί μια σειρά από πανομοιότυπες εκτυπώσεις. Αντίθετα, μέσα σε αρκετούς μήνες χρησιμοποιεί εκτυπώσεις από διαφορετικά μεγέθη για να δημιουργήσει μια δουλειά – ένα πολλαπλό intaglio, που δεν αποτυπώνεται μόνο σε ειδικό χαρακτικό χαρτί, αλλά επίσης σε σελίδες από παλιά βιβλία, αποδείξεις, χάρτες και άλλα αναμνηστικά. Ο εικαστικός λέει πως κάθε εκτύπωση είναι ένα «γράμμα». Μαζί, συνθέτουν ένα «κείμενο» που ακολούθως γίνεται η «ιστορία».
Πιστός στα πιστεύω του
Ο Μάκοφ ήταν μέρος του Νέου Ουκρανικού Κύματος και αρχικά έγινε γνωστός για τους λαμπερούς, μεγαλόσχημους πίνακες. Αλλά κράτησε κάποια απόσταση από εκείνη την καλλιτεχνική συγκυρία. Στις αρχές του ’80, σε υπαίθριες εκδηλώσεις που οργανώνονταν στην πόλη του Σέντνιφ κοντά στο Κίεβο, θα γνώριζε τους Παβλό Κερέστεϊ, Ολεκσάντρ Ρόιτμπουρντ, Ολεκσάντρ Χνιλίτσκι, Όλεχ Χολόσιι και άλλους. Έγιναν φίλοι, παρόλο που ο Μάκοφ δεν συμμετείχε στο καλλιτεχνικό πάρτι. Οι συλλογές είχαν περισσότερη σημασία από συναδέλφους στην καριέρα του. (Ένα από τα έργα του εκείνο τον καιρό αποκτήθηκε από το Μουσείο Καλών Τεχνών Βικτόρια και Άλμπερτ στο Λονδίνο, προσφέροντας μια υπερπολύτιμη πρώιμη επιδοκιμασία.)
Συνάντησα για πρώτη φορά τον Μάκοφ πέρυσι σε μια επίσκεψη στο Κίεβο, για να συζητήσουμε τα νέα της συμμετοχής του στην ερχόμενη Μπιενάλε της Βενετίας με το έργο Σιντριβάνι της εξάντλησης. Ψηλό νερό. Το ουκρανικό περίπτερο επιμελήθηκε η γκαλερί The Naked Room στο Κίεβο. «Δεν μπορώ να κρύψω τη χαρά μου», λέει ο Μάκοφ. «Είμαι πολύ ευχαριστημένος. Ποτέ δεν σκέφτηκα τον εαυτό μου να συμμετέχει σε ένα τέτοιο γεγονός όπως αυτό. Μπορείς να φανταστείς το 1995 πόσο μακριά απείχα από το να σκέφτομαι για την Μπιενάλε;»
Ωστόσο, για την ακρίβεια, οι ρίζες ανιχνεύονται πίσω στο 1995, όταν ο Μάκοφ πρωτοδημιούργησε ένα έργο που περιείχε ένα ποτιστήρι. Εκεί ακολούθησε το πρώτο του έργο παρουσιάζοντας ένα ολόκληρο σιντριβάνι –μια πολυστρωματική συμβολική σύνθεση που αποτελούνταν από χοάνες– και μετά, με την πάροδο του χρόνου, τα σιντριβάνια συνέχισαν να εξελίσσονται. Ο Μάκοφ, όμως, είπε πως η τοποθέτησή του μπορεί ακόμα να εκπλήξει όσους την αντικρίσουν. Όλοι ήθελαν κάτι θετικό. «Ρωτούν: “Γιατί το σιντριβάνι της εξάντλησης και όχι της διαβροχής;”», λέει.
Αλλά είναι ένας άνδρας που παραμένει πιστός στις απόψεις του. Στα ’90s, η Αμερικανίδα ποιήτρια Μπεθ Tζόσιλοου τον κάλεσε να εικονογραφήσει ένα βιβλίο με ποιήματά της. Ωστόσο, ο Μάκοφ, πιστός στις αρχές του, δεν εικονογραφεί κείμενα άλλων ανθρώπων. Αντ’ αυτού, πρότεινε μια συνεργασία με πρωταγωνιστές την ποίησή της και τις ζωγραφιές του –Οι πόλεμοι του Απρίλη. Το σιντριβάνι της εξάντλησης (April Wars. The Fountain of Exhaustion)– και εκτυπώθηκαν μόνο δώδεκα αντίγραφα. Το 2020 εξέδωσε τη Μόνιμη κατοικία (Permanent Residence), όπου οι ζωγραφιές του συνόδευαν ποιήματα από τον Σερχίι Ζαντάν. Έγινε η ποιητική, γλαφυρή ιστορία δύο καλλιτεχνών και των ζωών τους στην πόλη του Χάρκοβο για πάνω από τριάντα χρόνια. «Αυτό που κάνει ο Μάκοφ, η αίσθηση του χρόνου, η αίσθηση του χώρου και του αστικού τοπίου, ταιριάζει πολύ με το όραμά μου. Για την ακρίβεια, κάνω κάτι παρόμοιο με τη λογοτεχνία, αλλά με άλλους τρόπους».
Οι χάρτες δείχνουν τον δρόμο για το σπίτι
O Μάκοφ αισθάνεται τη Βενετία κατάλληλη. Το Σιντριβάνι της εξάντλησης συμβαδίζει με μια πόλη που εξαφανίζεται κάτω από το νερό. Στη φαντασία του, το ίδιο το σιντριβάνι μπορεί να κρεμαστεί σε έναν πλίνθινο τοίχο, το νερό να πέφτει από εκεί κατευθείαν μέσα στο κανάλι – μια τέλεια παρουσίαση της δουλειάς του. Ωστόσο, ο εκθεσιακός χώρος του Αρσενάλε δεν επιτρέπει αυτή την πιθανότητα. Έτσι, για την Μπιενάλε προστέθηκε το όνομα Acqua Alta (Ψηλό νερό), αναφερόμενο στις εποχικές πλημμύρες που ταλαιπωρούν την πόλη. Για τον Μάκοφ, δεν είναι μόνο η πόλη που εξαφανίζεται, αλλά το νερό, ένα σύμβολο του χρόνου. «Στην κυριολεξία, δεν πρόκειται για ένα σιντριβάνι, πρόκειται για ένα σύμβολο. Άσ’ το να τρέξει, άσ’ το να στάξει όπως είναι. Άσε τα πάντα να συμβούν φυσικά».
Εδώ και καιρό η Βενετία είναι σημαδιακή για τον Μάκοφ. Ήταν η πρώτη ιταλική πόλη που επισκέφθηκε στα τέλη του ’90. «Στη δεύτερη επίσκεψή μου, ερωτεύτηκα την Ιταλία μια για πάντα. Οι δύο αγαπημένοι μου καλλιτέχνες, ο Τιτσιάνο και ο Φραντσέσκο Γκουάρντι, έζησαν και δούλεψαν εδώ», λέει. Έχει τελειοποιήσει τα ιταλικά του, προσθέτοντας πως όταν σπουδάζεις γλώσσα και πολιτισμό και εμφανίζονται φίλοι, η πόλη στον χάρτη ανεβάζει ένταση, σαν ένα βιβλίο με εικόνες που ξεπηδούν.
Η χαρτογράφηση είναι μία ακόμη σημαντική παράμετρος του έργου του Μάκοφ. Δημιουργεί προσωπικούς χάρτες, απεικονίζοντας πραγματικά και σημαντικά μέρη για τον ίδιο. Όλοι αφορούν το Χάρκοβο. Αυτή η πρακτική εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως ένας τρόπος επεξεργασίας της ζωής σε μια νεότευκτη χώρα, ένας τρόπος να χτιστεί ένας καινούργιος κόσμος. «Δεν ήθελα να συνεχίσει η Σοβιετική Ένωση. Η διάσπασή της μου έφερε χαρά», λέει. «Τότε συνειδητοποίησα πως μπορούσα να καταλάβω τον εαυτό μου σε αυτό το μέρος με το να δημιουργήσω έναν χάρτη». Κάθε ένας από αυτούς είναι μια βιογραφία. «Κοιτάς τον χάρτη – είναι όπως όταν βλέπεις μια ταινία πάνω στο τι συνέβη σ’ εσένα και βλέπεις το προσωπικό σου μονοπάτι».
Η ζωή πριν από τις 24 Φεβρουαρίου
Τώρα, ο Μάκοφ συνεχίζει να μένει στο Χάρκοβο. Πριν από τον πόλεμο, στον προσωπικό του χάρτη υπάρχουν τέσσερα κεντρικά σημάδια που δείχνουν πού περνά τον χρόνο του: στο σπίτι, στο εργαστήριο, στο σχεδιαστικό στούντιο 3Ζ, που ίδρυσε με μερικούς φίλους, και σε ένα κτήμα 20 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Υπάρχει μια σπαρτιατική τάξη στο στούντιο του Παβλό. Λέει: «Πολλοί θεωρούν πως οι καλλιτέχνες πρέπει να περιβάλλονται από μια ακαταστασία, την ώρα που εγώ έχω όλα τα χρωματιστά μου μολύβια οργανωμένα σε θήκες».
Τις ξέγνοιαστες μέρες, η οικογένεια Μάκοφ πέρασε πολύ χρόνο στη φύση. Μηλιές και πανέμορφα έλατα υπάρχουν στον κήπο του. Εκεί, στην ύπαιθρο, έχει μια ιδιωτική συλλογή από έργα σύγχρονων καλλιτεχνών: έναν δίμετρο καμβά από τον Παβλό Κερέστεϊ, έργα από την καλλιτέχνιδα Έλενα Κουντίνοβα, που ήταν καλή του φίλη για πολλά χρόνια, πίνακες από τον Ολεκσάντρ Ρόιτμπουρν, τη Βλάντα Ράλκο και τον Άμλετ Ζινκόβσκι, κεραμικά από την Έλενα Μπλανκ. Ο Μάκοφ δεν συμμετέχει πολύ στην τοπική κοινωνική ζωή, όντας απασχολημένος με το έργο του. Πέρυσι είχε μια ατομική έκθεση στο ιδιωτικό μουσείο σύγχρονης τέχνης στο Λουτσκ και αυτόν τον Ιανουάριο νέα έργα του παρουσιάστηκαν στο Μουσείο Τέχνης της Οδησσού, αν και για μικρό χρονικό διάστημα.
Συνήθως, δύο φορές τον χρόνο ο Μάκοφ και η γυναίκα του Μαρίνα (Μάσα, όπως την αποκαλεί ο Παβλό) ταξιδεύουν στην Ιταλία για μερικές εβδομάδες. Όσο βελτιώνονταν τα ιταλικά τους, τα δρομολόγια γίνονταν όλο και πιο ενδιαφέροντα και διασκεδαστικά. «Αυτό που κάποτε ακουγόταν σαν τη συνομιλία των πουλιών μετατράπηκε σε κατανοητές φράσεις», λέει ο εικαστικός. Στο τέλος του χειμώνα, η οικογένεια ευχαριστιέται με το να περνάει χρόνο στις θερμές πηγές κοντά στην αγαπημένη τους Πάντοβα. Όταν ο Μάκοφ και η Μάσα ταξιδεύουν στην Ιταλία κάθε Σεπτέμβριο, πηγαίνουν στη θάλασσα, στα νότια της Τοσκάνης. Εκεί, στο Πόρτο Σάντο Στέφανο, ο καλλιτέχνης απολαμβάνει να κάθεται σε ένα καφέ στην κεντρική πλατεία, να πίνει spritz και να παρακολουθεί τους ντόπιους. Ωστόσο φέτος δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί κάποιο ταξίδι στην Ιταλία. Το έργο του όμως θα ταξιδέψει στη Βενετία.