Ακόμα και τα βιβλία έχουν ιστορία, η Ιρένε Βαγιέχο μάς την αφηγείται σαν παραμύθι

Ακόμα και τα βιβλία έχουν ιστορία, η Ιρένε Βαγιέχο μάς την αφηγείται σαν παραμύθι

Ο «Πάπυρος» (εκδ. Μεταίχμιο) της Ισπανίδας συγγραφέως διαβάζεται ήδη σε τριάντα χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Στην σύντομη επίσκεψή της στην Αθήνα, συναντήθηκε με το «Κ» και παρατήρησε πως στο 2022 διαβάζουμε πιο πολύ από οποτεδήποτε άλλοτε

7' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Διαβάζω τον Πάπυρο της Ιρένε Βαγιέχο. Κρατάω το βιβλίο στα χέρια μου. Ήταν εύκολο να το αποκτήσω, κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία. Μπορώ να το διαβάσω, αφού γνωρίζω ανάγνωση. Είναι επίσης μεταφρασμένο στη γλώσσα που μιλάω. Ίσως το κάνω δώρο σε κάποιον, ίσως το συζητήσω με κάποιον άλλο. Όλα αυτά είναι αυτονόητα, αλλά δεν ήταν πάντα. Και αυτή, λίγο πολύ, είναι η ιστορία που διαβάζω: μια περιπέτεια που ξεκινά από την αρχαιότητα, από την επινόηση της γραφής και της ανάγνωσης, μια ιστορία γεμάτη βιβλιοφάγους αυτοκράτορες, τυχοδιώκτες εμπόρους, εμπνευσμένους συγγραφείς και αφοσιωμένους αντιγραφείς, βιβλιοθηκάριους με γερό μνημονικό, γοητευτικούς βιβλιοπώλες και φανατικούς αναγνώστες. Είναι η μεγάλη περιπέτεια του βιβλίου. Η 43χρονη Ισπανίδα ήρθε στην Αθήνα πριν από λίγες μέρες για να παρουσιάσει τον Πάπυρο στους Έλληνες αναγνώστες της, καλεσμένη του εξαιρετικού φεστιβάλ ΛΕΑ. Στο περιθώριο της επίσκεψής της, ήπιαμε έναν καφέ στο κέντρο της πόλης.

Ακόμα και τα βιβλία έχουν ιστορία, η Ιρένε Βαγιέχο μάς την αφηγείται σαν παραμύθι-1
Ο Πάπυρος της Ιρένε Βαγιέχο διαβάζεται ήδη σε 30 χώρες. Στα ελληνικά 
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη.

Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο της, μπορεί να καταλάβει ότι η Βαγιέχο παίζει στα δάχτυλα την αρχαία ελληνική ιστορία και ξέρει απέξω την αρχαία ελληνική γραμματεία. Ωστόσο με αιφνιδιάζει λέγοντας ότι είναι χαρούμενη που βρίσκεται στην Αθήνα, καθώς θαυμάζει τόσο πολύ τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Τη σύγχρονη; Γνέφει καταφατικά και αρχίζει να απαριθμεί Νεοέλληνες λογοτέχνες, από τον Σεφέρη και τον Ρίτσο μέχρι τον Καλλιφατίδη και τον Μάρκαρη, αναφέρει με συγκίνηση τη Μητέρα του σκύλου του Παύλου Μάτεσι και μου αναλύει τους συμβολισμούς της Μαργαρίτας Καραπάνου στην Κασσάνδρα και τον λύκο. «Η αγγλοσαξονική λογοτεχνία κυριαρχεί, αλλά εγώ προτιμώ να έχω επαφή με τη λογοτεχνία της νότιας Ευρώπης, νιώθω ότι είμαστε αδέρφια, έχουμε αυτή τη μεσογειακή ταυτότητα, έναν κοινό τρόπο ζωής που μας ενώνει».

Πάντως, της λέω, εδώ στην Ελλάδα λέμε συχνά με παράπονο ότι οι «Έλληνες δεν διαβάζουν». Το λένε όλοι αυτό ή είναι δική μας γκρίνια; «Είναι ένα πολύπλοκο θέμα», μου απαντά. «Αναρωτιέμαι, όμως, δεν διαβάζουμε σε σύγκριση με πότε; Ο Σοφοκλής ή ο Βιργίλιος έχουν τον 21ο αιώνα περισσότερους αναγνώστες από όσους είχαν στην εποχή τους. Μετά, για μια μεγάλη περίοδο τα βιβλία ανήκαν μόνο στην αριστοκρατία, οι απλοί άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση. Διαβάζουμε περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε, αυτό είναι μια γιορτή, ένα κατόρθωμα». Ίσως το θεωρούμε δεδομένο, λέω. «Έχουμε την τάση να φανταζόμαστε πάντα ότι είμαστε στα πρόθυρα μιας καταστροφής. Ότι τα βιβλία εξαφανίζονται, για παράδειγμα», συνεχίζει.

Ακόμα και τα βιβλία έχουν ιστορία, η Ιρένε Βαγιέχο μάς την αφηγείται σαν παραμύθι-2
Μια άποψη της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, την οποία η Βαγιέχο «επισκέπτεται» συχνά στο βιβλίο. Πηγή: Getty Images

Ακόμα και τα βιβλία έχουν ιστορία, η Ιρένε Βαγιέχο μάς την αφηγείται σαν παραμύθι-3
Η ποιήτρια Σαπφώ. Πηγή: Getty Images

Ακόμα και τα βιβλία έχουν ιστορία, η Ιρένε Βαγιέχο μάς την αφηγείται σαν παραμύθι-4
Τμήμα παπύρου του 7ου αιώνα. Πηγή: Getty Images

«Ο Σωκράτης έλεγε ότι τα βιβλία θα σήμαιναν το τέλος της μνήμης, αφού οι άνθρωποι θα έβρισκαν εκεί ό,τι ήθελαν και δεν θα χρειάζονταν να θυμούνται. Και έπειτα, με την εφεύρεση της τυπογραφίας, υπήρχε η ανησυχία ότι θα χανόταν ο αυστηρός κανόνας. Και τώρα, με τον ερχομό του ίντερνετ, λέμε ότι τα παραδοσιακά βιβλία θα χαθούν και θα αντικατασταθούν από ψηφιακά. Ξέρεις, ο Ουμπέρτο Έκο έλεγε ότι το βιβλίο, όπως και ο τροχός, είναι δύσκολο να βελτιωθεί, το ντιζάιν του όπως το ξέρουμε σήμερα είναι βασισμένο στην τελειότητα». Αλήθεια είναι αυτό, σκέφτομαι. «Μελετώντας την ιστορία των βιβλίων, είδα ότι έχουν υπάρξει πολύ ανθεκτικά. Πρέπει να τα σεβόμαστε. Έχουν περάσει δύσκολες στιγμές, πολέμους, πανδημίες κ.λπ., αλλά είναι ακόμα μαζί μας».

Φανατικοί αναγνώστες

Πίσω από το πλατύ και ανεπιτήδευτο χαμόγελό της κρύβεται μια σκληρή ιστορία που τη μοιράζεται κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Το βιβλίο αυτό συνδέεται με μια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής μου. Όταν γεννήθηκε ο γιος μου, διαγνώστηκε με μια σοβαρή ασθένεια, χρειάστηκε να χειρουργηθεί, μείναμε στο νοσοκομείο για σχεδόν έναν χρόνο. Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο πιστεύοντας ότι δεν θα έγραφα κάτι άλλο μετά, καταλάβαινα ότι ο γιος μου θα χρειαζόταν την πλήρη αφοσίωσή μου, συνεχή φροντίδα, θα έπρεπε να ξεχάσω τα βιβλία, δεν θα γινόταν να ζήσω ως συγγραφέας, κάτι που θα ήταν δύσκολο έτσι κι αλλιώς. Άλλες μητέρες στο νοσοκομείο μού είπαν 
ότι χρειάστηκε να παραιτηθούν απ’ τις δουλειές τους για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των παιδιών τους. Έτσι, αυτό το βιβλίο το σκεφτόμουν σαν έναν αποχαιρετισμό στο όνειρό μου να γίνω συγγραφέας, σαν έναν φόρο τιμής στα βιβλία και σε όλη την ευχαρίστηση που μου είχαν προσφέρει».

Χάρη στο ακαδημαϊκό της υπόβαθρο (κλασικές σπουδές στη Σαραγόσα και στη Φλωρεντία), είχε πίσω της μια «έτοιμη» έρευνα ετών. Τον Πάπυρο τον δούλεψε μεθοδικά για τέσσερα χρόνια. Όταν τον ολοκλήρωσε, συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε κανέναν στον εκδοτικό κόσμο, δεν ήξερε πού να απευθυνθεί ούτε ήξερε αν αυτό που είχε γράψει θα ενδιέφερε οποιονδήποτε. Φαστ φόργουορντ λίγα χρόνια μετά: ο Πάπυρος έχει εξελιχθεί σε ένα παγκόσμιο μπεστ σέλερ, διαβάζεται σε 30 χώρες, άνθρωποι όπως ο μεγάλος Βάργκας Γιόσα το χαρακτήρισαν αριστούργημα και η Βαγιέχο ετοιμάζεται να εκφωνήσει την εναρκτήρια ομιλία της ερχόμενης Έκθεσης της Φρανκφούρτης. Τη ρωτάω για τον γιο της. «Είναι οκτώ χρονών σήμερα, κάθε βράδυ διαβάζουμε, όπως έκαναν οι γονείς μου μ’ εμένα. Του κάνω δώρο βιβλία, να μάθει να τα αγαπάει, να γίνουν μέρος της ζωής του, τον πηγαίνω σε βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία. Είμαστε φανατικοί αναγνώστες και οι δύο. Του αρέσουν οι ιστορίες και γράφει μικρές δικές του». Θέλει να γίνει συγγραφέας; «Όχι», μου λέει, «θέλει να γίνει εκδότης».

Επιστροφή στην προφορικότητα

Αν κάποιος ανοίξει τον Πάπυρο σε δέκα τυχαίες σελίδες και διαβάσει την πρώτη παράγραφο που θα πέσει το βλέμμα του, ίσως πιστέψει ότι είναι ένα βιβλίο για την ιστορία της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Αν το ξανακάνει με δέκα άλλες σελίδες, ίσως πιστέψει ότι είναι ένα βιβλίο για τις φωτεινές γυναίκες της αρχαιότητας, τη Σαπφώ, την Υπατία και την Ενχεντουάννα (τον πρώτο άνθρωπο που υπέγραψε ένα λογοτεχνικό κείμενο κάπου την 3η χιλιετία π.Χ. στη Μεσοποταμία). Σε δέκα άλλες σελίδες ο αναγνώστης θα είναι σίγουρος ότι πρόκειται για ένα βιβλίο για τον Όμηρο. Υπάρχουν θέματα στα οποία η Βαγιέχο επιστρέφει ξανά και ξανά στην αφήγησή της, πιάνοντας ένα αφηγηματικό νήμα απ’ το σημείο που το είχε αφήσει μερικές σελίδες νωρίτερα, αφού στο μεταξύ είχε παρασυρθεί σε δαιδαλώδεις παρενθέσεις. «Προσπάθησα να μιμηθώ τις τεχνικές των προφορικών αφηγήσεων», μου εξηγεί. «Μελέτησα σε βάθος έργα που προέρχονται από την προφορική παράδοση, παρακολούθησα ομάδες με storytellers, ήθελα να καταλάβω πώς μεταφράζεται η προφορική αφήγηση στον γραπτό λόγο». Δεδομένου του ασύλληπτου όγκου των πληροφοριών που είχε να διαχειριστεί, το γεγονός ότι επέλεξε να προσπεράσει τη συμβατική λύση της γραμμικής αφήγησης αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, όχι 
απλώς την ικανότητά της, αλλά και το μεράκι της να δημιουργήσει κάτι εξαιρετικό. Για τέσσερις μήνες, όπως μου περιγράφει, προσπαθούσε να ταξινομήσει το υλικό που είχε στα χέρια της, γεμίζοντας τους τοίχους με χρωματιστά post-it. «Ήθελα το βιβλίο να μοιάζει με την ιστορία που λες σε ένα παιδί πριν πέσει για ύπνο, αλλά αυτή να είναι η ιστορία των βιβλίων».

Μια και το ανέφερε: αν κάποιος ανοίξει σε δέκα τυχαίες σελίδες τον Πάπυρο, ίσως πιστέψει ότι πρόκειται για ένα βιβλίο όπου η συγγραφέας μεταφέρει τη γοητεία της διαδικασίας της ανάγνωσης ενός κειμένου από έναν άνθρωπο σε κάποιον άλλο. Αντιγράφω ένα σημείο: «Αν κάποιος σου διαβάζει, επιθυμεί να σε ευχαριστήσει· είναι μια πράξη αγάπης και μια ανακωχή ανάμεσα στις μάχες της ζωής. Καθώς ακούς με ονειροπόλα προσοχή, ο αφηγητής και το βιβλίο ενώνονται σε μια μοναδική παρουσία, σε μία μόνο φωνή. Και με τον ίδιο τρόπο που ο αποκλειστικά δικός σου αναγνώστης ρυθμίζει ειδικά για σένα τις διακυμάνσεις της φωνής, τα αδιόρατα χαμόγελα, τις σιωπές και τα βλέμματα, έτσι και η ιστορία γίνεται δική σου ως αναφαίρετο δικαίωμα. Δεν θα ξεχάσεις ποτέ ποιος σου διάβασε μια ωραία ιστορία μέσα στο σκοτάδι». Τη ρωτάω αν πράγματι της αρέσει να της διαβάζουν μεγαλόφωνα. «Ναι, μου αρέσει, είναι όμως δύσκολο να πείσεις κάποιον να σου διαβάσει, έχει εξελιχθεί να θεωρείται προνόμιο των παιδιών, ενώ δεν θα έπρεπε να είναι έτσι».

Ερημικό νησί

Από σκέψη σε σκέψη, έτσι όπως προχωράει η αφήγησή της στο βιβλίο, κάποια στιγμή σχολιάζει την κλισέ ερώτηση που κάνει ένας δημοσιογράφος σε έναν συγγραφέα, για το ποιο βιβλίο θα ήθελε να έχει μαζί του αν ναυαγούσε σε ένα ερημικό νησί. Και πόσο είχε γελάσει όταν είχε διαβάσει ότι ο Τσέστερτον κάποτε απάντησε ότι ήθελε να είχε μαζί του ένα εγχειρίδιο κατασκευής σχεδίας. Δεν μπορώ να αντισταθώ, της λέω, και της ζητάω να διαλέξει ένα βιβλίο γι’ αυτό το υποθετικό σενάριο. «Θα έπαιρνα ένα βιβλίο ποίησης», απαντά. «Μια συλλογή του Θέσαρ Βαγιέχο, ίσως, με τον οποίο δεν έχω καμία συγγένεια, παρεμπιπτόντως, απλή συνωνυμία. Η ποίηση έχει τόσα συμπυκνωμένα νοήματα, θα ήταν χρήσιμη σε ένα ερημικό νησί». Και μετά μου λέει την ιστορία που ο πατέρας της, όταν γνώρισε τη μητέρα της, της έκανε δώρο ένα βιβλίο του Βαγιέχο κι έτσι εκείνη τον ερωτεύτηκε. «Του χρωστάω τη ζωή μου, κατά κάποιον τρόπο», καταλήγει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή