Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας

Μπορεί για τους περισσότερους οι διακοπές να τελείωσαν, όπως και για εμάς. Γι' αυτό, ζητήσαμε από δεκατρείς συνεργάτες να γράψουν για το δικό τους καλοκαίρι και συγκεντρώσαμε ένα μίγμα ιστοριών στις οποίες, πιθανότατα, θα αναγνωρίσετε κάτι και από το δικό σας.

25' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-1

→ Αποκάλυψη στον Γαλατά

Να φεύγεις από την πόλη όταν φεύγουν όλοι, στο αποκορύφωμα της υψηλής σεζόν που «ψήλωσε» ακόμα περισσότερο με την αθρόα εισροή τουριστών, χωρίς να προτίθεσαι, ούτε να είσαι σε θέση να ξοδέψεις ένα σκασμό λεφτά. Και να βρίσκεις ένα καταφύγιο καλύτερο απ’ αυτό που έχεις φανταστεί, και μαζί του έναν τόπο σπουδαίο, αυτάρκη, πληθωρικό, που σου φτάνει όχι μόνο για ένα καλοκαίρι, αλλά για πολλά περισσότερα. 

Ένα «λαχείο» ήταν αυτός ο Αύγουστος. Ο πλούτος του βρίσκεται εδώ μαζί μου, στο σπίτι στην Αθήνα. Τον μνημονεύω, τον βλέπω και τον γεύομαι στα καλούδια που μας χάρισε αποχαιρετώντας μας η Κατερίνα Σακελλίου, η προκομμένη και άξια Ποριώτισσα, που λίγο πριν από την πανδημία αποφάσισε να δώσει νέα πνοή στο οικογενειακό κτήμα με τα ελαιόδεντρα και τις λεμονιές, στον Γαλατά Τροιζηνίας. Μαζί με τον Ολλανδό σύζυγό της, Ρικ, δημιούργησαν μια αειφόρα τουριστική επιχείρηση, που προσφέρει ποιοτική διαμονή σε σκηνές τύπου glamping, πιστοποιεί τις βιολογικές της καλλιέργειες, ανακυκλώνει τα απορρίμματά της, εμπλέκοντας και τους πελάτες της στη διαδικασία, ανοίγει με τον τρόπο της ένα παράθυρο στον τουρισμό έτσι όπως τον θέλουμε και τον έχουμε ανάγκη. Πανταχού παρούσα, η κυρία Κατερίνα είναι μια μοντέρνα μαμά της ελληνικής φιλοξενίας, από αυτές που θα θέλαμε να μας φροντίζουν διακριτικά στις διακοπές μας, και συγχρόνως μια αεικίνητη επιχειρηματίας. Της εμπιστευτήκαμε τις πολύτιμες ημέρες της παύσης, κι εκείνη εξασφάλισε πως θα ξεκουραστούμε, θα ευχαριστηθούμε, θα χορτάσουμε. 

Το ένα έφερε το άλλο. Το καταφύγιο της κυρίας Κατερίνας έδειξε τον δρόμο για τις εξερευνήσεις μας στην Τροιζηνία, μια φέτα της ελληνικής γης που δεν είχε τύχει να γνωρίσουμε έως τώρα. Το σκιερό φαράγγι και οι βάθρες του Διαβολογέφυρου, σταθερό βάλσαμο στην κάψα του μεσημεριού. Το ταβερνάκι στο Βαθύ, που όταν πέφτει ο ήλιος βγάζει τραπέζια στην εξέδρα πάνω από τη θάλασσα, κι αν έρθεις νωρίς γεφυρώνοντας το μεσημεριανό με το δείπνο, θα εξυπηρετηθείς γρήγορα και με χαμόγελο. Τα ταπεινά Μέθανα με τα γαλακτερά από το θειάφι νερά τους στο έμπα του οικισμού, τη χαρακτηριστική μυρωδιά που γρήγορα συνηθίζεις και τις κοφτερές ηφαιστειακές ακτές της χερσονήσου τους, γοητευτικές μέσα στην άγρια ομορφιά τους. Και, βέβαια, τα αναπάντεχα δώρα που επιφυλάσσουν πάντα τα ταξίδια. Το δικό μας μάς περίμενε στο Λουτρό του Παυσανία, στον Άγιο Νικόλαο: ένα σελφ σέρβις ιαματικό μπάνιο, με θέα στην Αίγινα και το Αγκίστρι, στον υπαίθριο λουτήρα που κατασκεύασαν ιδιώτες πριν από δύο χρόνια δίπλα στη θάλασσα, προς ελεύθερη χρήση από το κοινό. Πατάς το κουμπί, η αντλία γεμίζει την μπανιέρα με ζεστό νερό, απευθείας από την ιαματική πηγή. Χρειάζονται μόλις δεκαπέντε λεπτά (όσο διαρκεί η χρήση του λουτρού) για να πιάσεις τη ζωή από εκεί που την άφησες, ίδιος αλλά ξαναγεννημένος. —Αλεξάνδρα Μανδράκου

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-2

→ «Εκεί καθότανε όλη μέρα. Στο πεζούλι»

«Κάναμε εδώ κάτι χορούς… Αξέχαστα πράματα, σου λέω, δεν ξεχνιούνται. Τρεις μέρες ήτανε οι γάμοι εδώ τότε. Εδώ, στην πλατεία. Κόσμος; Χαμός! (Είχε πολύ κόσμο το χωριό τότε, μην κοιτάς τώρα που ’χουμε αδειάσει.) Παρασκευή πηγαίνανε στο σπίτι της νύφης. Και λέγανε οι γονείς “δίνω στην κόρη μου αυτό, γράψε το” (ο παπάς, ο δήμαρχος, γράφανε), “δίνω στο γιο μου αυτό”, όλα γραμμένα ένα-ένα· τελευταία, υπογραφές, σφραγίδες, κι ήτανε άσπαστο, ε; Δε σπούσε ό,τι ήτανε γραμμένο. Μόνο που εγώ (Θεός σχωρέσ’ τη γυναίκα μου, πέθανε πρόσφατα, ούτε δυο μήνες δεν είναι, να, εκεί καθότανε, στο πεζούλι, σ’ αυτό το πεζούλι όλη μέρα), εγώ τη γυναίκα μου την πήρα και πήγαμε στο Μανδράκι, δίχως να το ξέρει κανείς δικός της. Η μάνα της μ’ αγαπούσε πολύ. Πάρα πολύ. Αλλά είχε πεθάνει όταν την πήρα. Την πήρα και πήγαμε στην Παναγία τη Σπηλιανή. (Πήγατε στην Παναγία τη Σπηλιανή; Όμορφη η Παναγία, ε; Πολύ όμορφη.) Εκεί πήγαμε εμείς και κάναμε το γάμο μας. Ούτε δικός της ήρθε μαζί, ούτε δικός μου. Οι δυο μας. Ναι! Ναι! Ούτε δικός μου, ούτε ο πατέρας της! Ούτε να με δει αυτός. Έβγαινα, παιδί μου, και πήγαινα στο χωράφι που ’ταν η δουλειά μου τότες, στα ζώα, στα χτήματα, σ’ αυτά, και παρακολουθούσα, φοβόμουνα μην είναι κρυμμένος με το όπλο και με σκοτώσει. Τέτοιο άχτι με είχε. Γιατί ήθελε να τη δώσει σ’ έναν Αμερικανό. Ο πεθερός μου κοιμόταν μπροστά στο δωμάτιό της (δεν κάνει να τα λέμε τώρα αλλά), για να μην τυχόν και βγει εκείνη έξω και ’ρθεί και με βρει, κι εγώ ήμουνα μες στο δωμάτιο μαζί της! Το πιστεύετε τώρα αυτό το πράμα; Σας το ορκίζομαι! Σας το ορκίζομαι! Ήτανε γεγονότα αυτά. Γεγονότα. Ούτε δικός μου ήρθε, ούτε ο πατέρας της. Οι δυο μας. Και ήρθαμε (είχα νοικιάσει ένα σπίτι εδώ πιο κάτω) μέναμε ήσυχοι… αλλά εγώ έβγαινα και πήγαινα στο χωράφι και φοβόμουνα. Και μετά από κάνα χρόνο, ενάμιση, έρχεται ο πεθερός μου (την κόρη του δεν την είχε δει τόσο καιρό). Τονε βάσταγε και τον έφερε εδώ στο καφενείο ένας ξάδερφός του από την Αθήνα. Και πήγα και τον φίλησα. 
Εγώ ευχαριστώ το Θεό πάντοτε που μου ’δωσε το κουράγιο αυτό. Να τηνε πάρω. Πολύ ερωτευμένοι. Ούτε δικός μου ήρθε μαζί μας, ούτε ο πατέρας της. Οι δυο μας. Θεός σχωρέστη. Εκεί καθότανε όλη μέρα. Στο πεζούλι.» 
Απομαγνητοφώνηση μιας ιστορίας του κυρίου Γ. / 11 Ιουλίου 2022, καφενείο Πόρτα, Νικιά, Νίσυρος — Αλεξάνδρα Κ*

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-3

→ Εστιατόριο για δύο στο Λασίθι

«Θα φτιάξω κάτι πρόχειρο να φάμε εδώ, μια ομελέτα και μια σαλάτα, ίσως», είπα την πρώτη μέρα, κουρασμένοι καθώς ήμασταν από το πολύωρο ταξίδι. Ωραία ιδέα, συμφώνησε. Το «εδώ», άλλωστε, διέθετε αυτά που περισσότερο είχαμε ανάγκη: ησυχία και απέριττη ομορφιά. Ήταν η βεράντα ενός σπιτιού δίπλα στη θάλασσα, που σου έδινε την εντύπωση ότι ίπτασαι πάνω από το νερό. 

Στο μπακάλικο του χωριού, το πρόχειρο της αρχικής μου πρόθεσης άρχισε να γίνεται πιο περίπλοκο. Βρήκα φρούτα και λαχανικά, αλλαντικά, τυριά και όσπρια από ντόπιους παραγωγούς. Εκλεκτά παξιμάδια. Κρασιά από τοπικές ποικιλίες – Βιδιανό, Κοτσιφάλι, Μοσχάτο Σπίνας. Μια βόλτα στη γειτονική κωμόπολη πρόσθεσε λυχναράκια με ανθότυρο, γλυκά του κουταλιού, ελιδάκια και σπιτική ρακή στη συγκομιδή μας. Το ψυγείο γέμισε καλούδια, και η βεράντα που αγνάντευε το πέλαγος και τη Σπιναλόγκα έγινε το δικό μας πριβέ εστιατόριο. 

Το πρωινό, εκτός από τον καφέ (κρητικό, εννοείται), συνήθως περιελάμβανε κρίθινα παξιμάδια, γραβιέρα και σταφύλια ή σύκα. Νωρίς το απόγευμα, μετά τις βουτιές, αφού αποφασίζαμε το μενού, έμπαινα στη μικρή κουζίνα και αυτοσχεδίαζα: φρουτάλια με πατάτες, κολοκυθάκια και φρέσκο δυόσμο, καγιανάς, μύδια αχνιστά, ντάκοι με ξινομυζήθρα, μακαρονάδα με τόνο και λαχανικά ή με κόκκινη σάλτσα, μπιφτέκια, σαλάτες, φάβα. «Πού να τρέχουμε τώρα; Πιο ωραία δεν είναι εδώ;», λέγαμε τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας.

Στην Αθήνα, με τα τρεχάματα και τις τόσες υποχρεώσεις, το μαγείρεμα συχνά γίνεται βραχνάς, συμβαίνει βιαστικά και… παρεμπιπτόντως. Το φαγητό χάνει έτσι την ουσία, τη νοστιμιά του. Όμως εκείνες τις σκάρτες δέκα μέρες των διακοπών μας μπήκε στον πυρήνα της κοινής μας ζωής. Έγινε, τουλάχιστον για μένα, αυτό που ήταν για τις μαμάδες και τις γιαγιάδες μας όταν ήμασταν παιδιά: μοίρασμα, πράξη αγάπης. Να βάζεις στο τηγάνι ή στην κατσαρόλα όλη τη φροντίδα και το μεράκι σου και να βλέπεις τα πρόσωπα των ανθρώπων σου να φωτίζονται με την πρώτη μπουκιά. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο;  — Τασούλα Επτακοίλη

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-4

→ Η Ιωάννα των Αγράφων 

Το καλοκαίρι άνθρωποι και ζώα ανεβαίνουν από τον κάμπο της Καρδίτσας στις πλαγιές των Αγράφων, και τα ορεινά χωριά γεμίζουν ζωή. Κεντρικό θέμα των ημερών είναι ποιος πέρασε στις πανελλήνιες εξετάσεις και πού θα βρεθούν φέτος το φθινόπωρο τα νέα παιδιά των κτηνοτροφικών κοινοτήτων. Ακόμα και γιορτές οργανώνονται για να επιβραβεύσουν το ελληνικά διαχρονικό και κάπως αόριστο όνειρο των σπουδών −μάθε παιδί μου γράμματα−, που θα δώσει στους νέους ένα πιο σίγουρο και ξεκούραστο μεροκάματο μακριά από το χωριό. 

Η Ιωάννα ανήκει στη νέα αυτή γενιά παιδιών. Η μεγαλύτερη σε μια οικογένεια τεσσάρων κοριτσιών, έδωσε φέτος πανελλήνιες για να περάσει σε μια στρατιωτική σχολή (δεν ξέρει ακριβώς γιατί), τελικά επέλεξε μια σχολή αισθητικής και φέτος τον Σεπτέμβρη θα βρεθεί στον Βόλο. Ζει και δουλεύει μέσα στο κοπάδι της οικογένειάς της από μικρό παιδί. «Εάν τα καταφέρω, θα γυρίσω στα πρόβατα», μου λέει κάπως άτολμα. Το άγχος της επιβίωσης, η απαίτηση να υπηρετείς τα ζώα 365 μέρες τον χρόνο χωρίς μέρα διακοπές, αλλά και η σωματική καταπόνηση της δουλειάς, κάνουν την οικογένειά της διστακτική απέναντι σε μια τέτοια επιλογή.

Τη συναντάω κάτω από έναν μεγάλο σκιερό πλάτανο ενός ορεινού χωριού της Αργιθέας. Μ’ ένα σάλτο ανεβαίνει στο κόκκινο αγροτικό που περιμένει κάθε πρωί να μεταφέρει την οικογένεια στη στάνη τους για το πρωινό άρμεγμα. Από πίσω της ακολουθούν οι δυο μικρότερες αδελφές της. «Πάλι στα πρόβατα θα τρέχεις σήμερα;» τη ρωτάει ένας περαστικός συγγενής της. «Τι θα κάνεις, καημένη μου εσύ, για πες μου, τσέλιγκα ή καραγκούνα (δηλ. πεδινό) θα παντρευτείς;» τη ρωτάει. «Τσέλιγκα!» χαμογελάει ολόκληρη η Ιωάννα. «Τι να τον κάνεις βρε τον τσέλιγκα; Όλη τη ζωή σου θα κουβαλάς βάρη στις πλάτες σου. Καραγκούνα να παντρευτείς!» 

Από κοντά στο άρμεγμα παρακολουθώ την Ιωάννα να φέρνει βόλτα ένα ολόκληρο κοπάδι, και μετά, κάτω από τον αιωνόβιο έλατο, που τα πρόβατα βρίσκουν σκιά μέσα στο καταμεσήμερο, κάθεται με τις αδελφές της και τον πατέρα τους, κι εκείνος τούς δείχνει μέρη και ιστορίες από τις γύρω κορυφές. Η καρδιά μου σφίγγεται. Πού θα πάει όλη αυτή η προφορική γνώση; Θα θυμάται πια κανείς την πραγματική αξία της σχέσης μας με τη φύση σε λίγα χρόνια από σήμερα; Και η Ιωάννα; Θα μπορέσει μια Ιωάννα να συνεχίσει την κτηνοτροφική παράδοση αιώνων του χωριού της; Μια τέτοια Ιωάννα θα έπρεπε να στηρίζουμε σαν κοινωνία −από το σχολείο μέχρι τον επαγγελματικό προσανατολισμό− με κάθε μέσο και κάθε τρόπο, να συνεχίσει να παράγει εκεί στα ψηλά βουνά. Όχι από ρομαντική ονειροπόληση ενός τρόπου ζωής που σβήνει, αλλά από ανάγκη να κρατηθεί μια πρωτογενής παραγωγή που φυλλορροεί. — Νατάσα Μπλάτσιου

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-5

→ Η πατρίδα του αμέριμνου εαυτού

Η πτήση προς το αεροδρόμιο Αρίσταρχος ήταν ως συνήθως ημιταραχώδης. «Ίσως κουνήσει πάνω από την Ικαρία και μετά ξανά στην προσγείωση», είπα στο αυτί του μικρού που κρατούσα στην αγκαλιά μου, μια πρόβλεψη-σιγουράκι, που αναπαρήγαγα επειδή την είχα ακούσει πολλές φορές για την ίδια αεροδιαδρομή και δημιουργούσε κυρίως σ’ εμένα ασφάλεια. Ο 15 μηνών επιβάτης, αρκετά ενθουσιασμένος με τα κουμπάκια, το αναδιπλούμενο τραπεζάκι, το έντυπο πληροφοριών καμπίνας, έδειξε να μην του καίγεται καρφί. 

Η απόφαση να κάνουμε διακοπές στη Σάμο το τρίτο καλοκαίρι της πανδημίας, με ένα παιδί που μόλις ξεκίνησε να περπατάει και δείχνει πανέτοιμο να αρχίσει την εξερεύνηση στο γνωστό σύμπαν, δεν ήταν ακριβώς μονόδρομος, αλλά πιθανότατα η καλύτερη επιλογή μας. Εκεί, στον τόπο καταγωγής της μαμάς μου, πέρασα όλα μου τα παιδικά καλοκαίρια. Αν και είναι ένα νησί που δοκιμάζεται εδώ και χρόνια, λόγω θέσης, προσφυγικού και σεισμών, για μένα παραμένει η πατρίδα του αμέριμνου εαυτού, με μέρες γεμάτες θάλασσα, αδιατάρακτο ύπνο, καταμέτρηση μπάνιων και παγωτών. Κάπως έτσι φανταζόμουν και τις πρώτες μου διακοπές με τη δική μου οικογένεια. 

Στο νησί που ένιωθα ότι ξέρω σαν την παλάμη μου, δεν θα χρειαζόταν να ρισκάρουμε σε κάθε εξόρμηση για βουτιές ή φαγητό, ενώ ταυτόχρονα θα έδειχνα στον νεαρό εξερευνητή όσα ήδη γνωρίζω, με κρυφή αγωνία και με την ελπίδα να τα ευχαριστηθεί και ο ίδιος: τα ρηχά νερά και τις αμμουδιές στη Μυκάλη, την Ψιλή Άμμο και τον Κάμπο, τα κατάλευκα βότσαλα στις παραλίες του βορρά, την αγαπημένη μου Τσαμαδού με το παχύ κρυστάλλινο νερό που είναι στεφανωμένη από πεύκα, τα πάντα δροσερά ορεινά χωριά με τα πλατάνια, τα πλακόστρωτα δρομάκια στο Πυθαγόρειο και τις Μανολάτες, το χωριό που έχει θέα λες και πετάς με αεροπλάνο. 

Μπορεί τα πράγματα να μην πήγαν όπως ακριβώς έλεγε το πλάνο −και πότε πάνε όταν έχεις στην παρέα μωρά παιδιά;− καταφέραμε, όμως, να περνάμε σχεδόν όλη μέρα στη θάλασσα, στα Καλαδάκια, στα Λεμονάκια, στην Τσαμπού, στο Ποτάμι, στο Τρυπίδι. Χαρήκαμε την άμμο, τόσο που μοιάζαμε παναρισμένοι σαν σνίτσελ πριν το τηγάνισμα. Είχαμε πολλές πρώτες φορές, και για τους τρεις μας, που σημαίνει μπόλικο ενθουσιασμό και πολλά χειροκροτήματα από τα μικρά χεράκια: στο Φεστιβάλ Γυαλού στον Όρμο Μαραθοκάμπου ακούσαμε τα Καντινέλια −ένα ντουέτο που διασκευάζει παραδοσιακή μουσική−, από το ορεινό χωριό Πλάτανος είδαμε να σβήνει το άλικο ηλιοβασίλεμα μέσα στη θάλασσα, φάγαμε μοσχάτο σταφύλι λίγες μέρες πριν τον τρύγο, ήπιαμε τοπική μπίρα Valsamo (εμείς, όχι το μωρό), είπαμε περισσότερα ναι και ελάχιστα όχι, αντιμετωπίσαμε τους φόβους του με θάρρος και ευψυχία και αφήσαμε κάθε περισπασμό να μας χαλάσει το πρόγραμμα, σε μια προσπάθεια να ζήσουμε ένα καλοκαίρι το ίδιο ανέμελο, όπως 30 χρόνια πριν.  — Νένα Δημητρίου 

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-6

→ Φισκάρδο μάτζικ μιξ

Την έκτη μέρα των διακοπών μου στο Φισκάρδο άνοιξαν οι ουρανοί. Οι γάτες έτρεχαν βρεγμένες να κρυφτούν, οι ασημένιοι κεραυνοί έσκιζαν τη μαυρίλα πάνω από την Ιθάκη, τα πούρα μούλιασαν και τα κοκτέιλ ανακατεύτηκαν με βροχή: μια σκηνή βγαλμένη από τη Βίβλο.

Ήταν η πιο αξιομνημόνευτη μέρα στο φετινό καθιερωμένο δεκαπενθήμερό μου στο «χωριό». Κατά τα άλλα, τα γνωστά. Το φαγητό όπου πήγα το βρήκα χάλια, οι ντόπιοι σταθερά επιβεβαιώνουν τα κλισέ για τους «παλαβούς» Κεφαλονίτες και οι Άγγλοι τουρίστες μεθούν μόλις πιάσει στεριά η φλοτίλα τους. Οι λιγοστοί κάδοι ξεχειλίζουν σκουπίδια, τα μονοπάτια σβήστηκαν και καταπατήθηκαν από τους νέους γαιοκτήμονες, και μια φίλη μου την τσίμπησε μια τσούχτρα, παρόλο που έχουν πλέον εξαφανιστεί απ’ όλη τη θαλάσσια περιοχή του Ιονίου και μάλλον και του Αιγαίου. Ήρθαν πολλά σελέμπριτις πάλι, ο Σιράκ (όπως μ’ ενημέρωσε η τοπική κουτσομπόλα, εννοούσε τον Σαρκοζί), ο Μάτζικ Τζόνσον κι οι φίλοι του, αλλά εγώ είδα μόνο κάτι σε εγχώριο «επώνυμο» και ανοιγόκλεισα γρήγορα τα μάτια μήπως υπήρχε η δυνατότητα να το «ξεδώ».

Τότε γιατί ξαναγυρνάω κάθε καλοκαίρι εδώ; Γιατί διακοπές είναι αυτή η έλλειψη εξιδανίκευσης, η οικειότητα που ξεκουράζει πραγματικά και διαστέλλει τον χρόνο. Οι γνωστές φυσιογνωμίες τις οποίες παρατηρώ να μεγαλώνουν μέσα στις δεκαετίες, τα μωρά που τριανταρίζουν γεμάτα τατουάζ, οι μαγαζάτορες που δεν αλλάζουν το μενού, παρά μόνο τις τιμές, οι παππούδες που υπηρέτησαν στην Κορέα και πέθαναν αφήνοντας θρύλους πίσω τους. 

Ο φάρος, ο ενετικός, είναι η θέα από τον βράχο μου, σημαδούρα της πρωινής βουτιάς. Τα Καμινάκια είναι η απογευματινή μου πισίνα. Η κακοτράχαλη διαδρομή για την παλαιοχριστιανική εκκλησία το τέρμα της βραδινής βόλτας. Όταν μπαίνει στο λιμάνι ο Καπετάν Αριστείδης, καλό είναι να πάω να κλειστώ σπίτι, γιατί ξεχύνονται στα στενά οι εκδρομείς των 45 λεπτών που τραβούν μανιασμένα σέλφις με φόντο τις βουκαμβίλιες. Όταν ξυπνάω, οι πρόγονοι του ποιητή με κοιτούν στοργικά, σαν εικονίσματα στον τοίχο. Έχω την ευχή του μεγάλου τροφοδότη του τσαρικού στρατού, την ευλογία του Κόλλια με τα μεγάλα αυτιά, και η αχνή Τζένια με τη μικρή γαλανομάτα Έλγκα αγκαλιά είναι οι «Αγίες» μου. 

Οι ίδιες συζητήσεις, η καθησυχαστική γκρίνια των ντόπιων, οι γνωστές φωνές και ήχοι συγκροτούν το ετήσιο σάουντρακ του καλοκαιριού. Τα τζιτζίκια του μεσημεριού με ξεκουφαίνουνε, το σαράκι από τα ξύλινα μαδέρια στο ταβάνι με νανουρίζει, οι γατίσιοι καυγάδες με ξυπνούν, όπως και η παράφωνη τραγουδίστρια από το απέναντι μπαρ. Και η πλέιλιστ-ημερολόγιο μου θυμίζει τις μέρες της εβδομάδας: Ruby Tuesday την Τρίτη, Friday I’m in love την Παρασκευή και Sunday, Bloody Sunday την Κυριακή. Άρα πρέπει να φύγω και να γυρίσω σπίτι μου. — Ξένια Κουναλάκη

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-7

→ Followers καντάδας

Δέκα η ώρα το βράδυ αντιλαλούν οι μαντινάδες στο χωριό Ποταμιές Πεδιάδος, στη Χερσόνησο Ηρακλείου. Δεν είναι σταθερό γλέντι, αλλά μια περιπλανώμενη παρέα που κάνει καντάδα. Ο ήχος μεταφέρεται στις γειτονιές, κι ο αέρας αυξομειώνει την ένταση σαν χαλασμένο τρανζίστορ. Ευτυχώς δεν είναι κανένας Χανιώτης εδώ γύρω να δυσανασχετήσει με την παράφραση της μαντινάδας που κανονικά θέλει νερό, βρύση και κοπελιά χανιώτικα όλα. 

Ένα λαούτο, μια λύρα, ένα μαντολίνο κι ένα νταουλάκι, εικοσάρηδες όλοι οι μουσικοί, κι από πίσω τους, ουρά, οι ακόλουθοι. Ένα μπουλούκι φίλοι που έχουν έρθει και από τα γειτονικά χωριά, το Αβδού και τις Γωνιές. «Ερωτικός είναι ο σκοπός της καντάδας;» ρωτάω. «Όχι», μου λέει η Λίτσα. «Oι καντάδες εδώ είναι και για το γλέντι, και μάλιστα συχνά τις διοργανώνει ο Πολιτιστικός μας Σύλλογος». Παρ’ όλα αυτά, σήμερα μαθαίνουμε ότι γίνεται και πρόταση γάμου με αφορμή την καντάδα – ή το αντίστροφο άραγε; Ο Παύλος ζητάει την καλή του, εκείνη λέει το «ναι», πέφτουν μερικές μπαλωθιές και πάμε παρακάτω. 

Το γλέντι μεταφέρεται από σπίτι σε σπίτι. Στήνεται στη μέση του δρόμου. Οι οικοδεσπότες κερνούν τσικουδιά, κρασί, φρούτα, ξηρούς καρπούς. Όχι και ο Γιώργης. Αυτός, όπως έκαναν παλιά, έχει στήσει μια ψησταριά ένα χιλιόμετρο, που λέει ο λόγος, και ψήνει ακατάπαυστα κρεατικά – περισσότερο με ταβερνιάρη μοιάζει που περιμένει τουριστικό πούλμαν. «Ξεκλήρισες ολόκληρο κοπάδι πάλι;» τον ρωτάω. «Έτσι πρέπει. Για τα παιδιά», μου λέει κοφτά, και στοιβάζει στον μπουφέ ντοματίνια και αγγούρια από το μποστάνι του και δύο νταμιτζάνες, μία με κρασί, μία με τσικουδιά, για να κεραστούν οργανοπαίκτες και ακόλουθοι. Οι κυκλωτικοί χοροί στήνονται εν ριπή οφθαλμού, περιφρουρώντας τους μουσικούς που τραγουδούν παθιασμένα στον πυρήνα. Το φλερτ μοιάζει να περνάει σε άλλο επίπεδο, συμβαίνει φυσικά και αβίαστα, γίνεται συμβολικό και αυτονόητο. Τουλάχιστον μέχρι να βγουν τα κινητά από τις τσέπες, για να τραβήξουν βίντεο, και κάθε βλέμμα φωτιάς να πάει στον βρόντο. Ο διάλογος συμβαίνει μπροστά μου: «Αγόρι: Άσε το κινητό και μπες στον χορό. Κορίτσι: Μα να μη δουν κι οι followers την καντάδα; Αγόρι: Εμείς είμαστε followers εδά.»  
Δεν την ξανάδα με κινητό όλο το βράδυ.  —Όλγα Χαραμή

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-8

→ Φύση, δρόμος, εμείς – στα Κύθηρα

Στο αυτοκίνητο, λίγο πριν το σούρουπο. Ανηφορίζουμε έναν λόφο με προορισμό τα Μητάτα, το ορεινό χωριό που δεσπόζει πάνω από το καταπράσινο φαράγγι του Τσάκωνα. Το έχουμε ήδη πουλήσει σαν άχαστη εμπειρία στους φίλους που έρχονται πρώτη φορά: «Αρκεί να φτάσουμε όσο έχει ακόμη φως, να προλάβετε τη θέα». «Δημιουργείς μεγάλες προσδοκίες», με προειδοποιεί ο φίλος μου, «εντάξει, επειδή μας αρέσει εμάς, δεν σημαίνει ότι θα τρελαθούν κι αυτοί». Είναι ένα μικρό, ανομολόγητο άγχος που έχουμε όλοι όταν φέρνουμε δικούς μας ανθρώπους σ’ έναν τόπο που αγαπάμε πολύ. Δεν αρκεί που τον αγαπάμε εμείς, πρέπει να τον αγαπήσουν κι αυτοί, όχι να τον αγαπήσουν, να ξετρελαθούν. 

Δεν τον ακούω, έχω ακουμπήσει μάλλον το απόγειο της ηρεμίας των διακοπών, και συγκεκριμένα το ακούμπησα λίγο πριν, στην παραλία της Παλαιόπολης, που αφήσαμε πίσω, στην ακριανή ξαπλώστρα τέρμα αριστερά, με τη θέα στο ατελείωτο θαλασσινό τοπίο μπροστά μου και το ατελείωτο κάπως σεληνιακό τοπίο πίσω μου. Καμία μουσική από μπιτς μπαρ, κανένα ντούκου ντούκου από ρακέτα, ούτε ξέρω πώς πέρασαν οι ώρες σαν νερό και τώρα αναρωτιόμουν αν θα προλάβουμε το φως. 

Συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε, αγνοώντας τις ταμπέλες που γράφουν «ΠΑΡΑΚΑΜΨΗ», ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του google maps, είμαστε εκπαιδευμένοι να εμπιστευόμαστε περισσότερο τα ψηφιακά και όχι τα φυσικά σημάδια. Μέχρι που ένα τεράστιο εργοτάξιο μας κόβει το δρόμο και αναγκαζόμαστε να γυρίσουμε πίσω. Ο ψηφιακός μας οδηγός αποσυντονίζεται για λίγο, δεν καταλαβαίνει γιατί δεν υπακούμε, σε κάθε περίπτωση απρόθυμα μας υποδεικνύει μια εναλλακτική διαδρομή, μας προειδοποιεί όμως ότι είναι 7 λεπτά πιο αργή. Και άλλα τόσα που έχουμε ήδη χάσει, κοίτα να δεις που θα χάσουμε τη θέα για ένα τέταρτο της ώρας. 

Δεν πτοούμαστε όμως. Στα Κύθηρα, αν δεν είσαι φίλος με την οδήγηση, θα περάσεις και δεν θα ακουμπήσεις. Ξεκινάμε τον στενό δρόμο, ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε λόφους, στο πλάι μας ανοίγονται φωτισμένα ξέφωτα και πράσινες κορυφές, περνάμε δίπλα απ’ όλα τα είδη δέντρων μάλλον, ελιές, κυπαρίσσια, κέδροι, αμυγδαλιές, πεύκα και άλλα που δεν ξέρω να ονοματίσω, και ξαφνικά βρισκόμαστε σ’ ένα σημείο όπου μπροστά μας βρίσκεται η κορυφή ενός υψώματος που η συστάδα δέντρων της θυμίζει Αφρική, και πιο πέρα μακριά ένα άσπρο εκκλησάκι και γύρω γύρω το πράσινο όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα σου, ούτε κολόνα της ΔΕΗ, ούτε σπίτι, ούτε ανθρώπινη ασχήμια. Μόνο η φύση όπως φανταζόμαστε ότι θα ήταν πριν χίλια χρόνια, ίδια και απαράλλαχτη, ο δρόμος και εμείς. Ό,τι ανεξαιρέτως βλέπουμε γύρω μας ανθοφορεί, αδιαφορώντας για την περαστική παρουσία μας, μας φιλοξενεί πρόσκαιρα και συνεχίζει να υπάρχει, όπως υπήρχε πριν από μας και θα συνεχίσει να υπάρχει μετά από μας.

Στο αυτοκίνητο πια δεν ακούγεται μιλιά πάρα μόνο μικρά επιφωνήματα θαυμασμού. Και ξάφνου δεν με νοιάζει να προλάβω το φως της μέρας στην κορυφή, και ξάφνου βρίσκω τις λέξεις να περιγράψω αυτό που με τραβάει τόσα χρόνια και επανέρχομαι σε αυτόν τον μαγικό τόπο: δεν χρειάζεται να κλείσεις τα μάτια για να μεταφερθείς σε μιαν άλλη εποχή. 

Προλάβαμε να φτάσουμε στην κορυφή πριν βραδιάσει, και στους φίλους άρεσε πολύ. —Ελίζα Συναδινού

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-9

→ Ο πρώτος του Αύγουστος στη Σίφνο

Θα έπρεπε να είμαι υποψιασμένη και να μην ακούω τις φήμες, αλλά έπεσα στην παγίδα. Νόμιζα κι εγώ ότι οι πρώτες διακοπές με παιδί θα ήταν ένα ατέρμονο πακετάρισμα-ξεπακετάρισμα, οργανωτικότητα επιπέδου Μαρί Κόντο και μηδενική απόλαυση. Όπως όμως και με τόσα άλλα, ο Νικόλας μάς εξέπληξε με την ευκολία του τις δύο εβδομάδες που περάσαμε στη Σίφνο. Νομίζω, βέβαια, ότι εξεπλήξαμε κι εμείς τους εαυτούς μας, οργανώνοντας αλλιώς τον χρόνο μας. Και έτσι, παρά το γεγονός ότι φέτος είδα το αγαπημένο μου νησί Δεκαπενταύγουστο, αποφύγαμε τις ορδές (κυρίως Γάλλων) τουριστών, πηγαίνοντας στην παραλία πριν από τις 10, βρίσκοντας σκιά κάτω από τα αλμυρίκια, ή το μεσημέρι με μια παγωμένη μπίρα στην ταβέρνα, για δροσιά. Σεργιανίσαμε στην Απολλωνία και στο Κάστρο αργά το απόγευμα με τον μάρσιπο, παρατηρώντας πόσο πράσινο ήταν φέτος το νησί, και ο Νικόλας, με τα έξι μηνών πονηρά μάτια του, σαν να τους ήξερε όλους από πάντα, μοίραζε χαμόγελα στους περαστικούς. Το βράδυ τρώγαμε κατά τις 8 και κάναμε δυο-τρεις βόλτες με το καρότσι για να κοιμηθεί, κάτι που αποδείχτηκε πιο απλό απ’ ό,τι περίμενα. Τώρα που γυρίσαμε, τον κοιτάζω, του μιλάω, και σκέφτομαι το επόμενο καλοκαίρι, που πιθανότατα θα τον κρατάω από το χέρι, και το επόμενο που θα τον κυνηγάω από πίσω, και πόσο δύσκολο μπορεί να είναι ή να μην είναι αυτό. Όλα αλλάζουν, είναι γεγονός. Όλα, εκτός από τον προορισμό μας. — Βάλια Δημητρακοπούλου

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-10

→ Μοιρασιά στην Ηρακλειά

Το φαγητό ήταν κορυφαίο: σκάροι στα κάρβουνα, μοσχάρι στον φούρνο με πατάτες, χωριάτικη με παξιμάδι και κάππαρη. Το σπίτι ήταν αμιγώς καλοκαιρινό: μονόχωρο με εξωτερικό μπάνιο, αυλή με κληματαριά και ξύλινη αυλόπορτα. Χωρίς ίντερνετ. Το πρόγραμμα ήταν απρόβλεπτο: μία μέρα αλλάζαμε αγκίστρια στα παραγάδια, την επόμενη φορούσαμε στολή μελισσοκόμου και πηγαίναμε στις κυψέλες να δούμε τις μέλισσες, τη μεθεπόμενη τρυγούσαμε μέλι. 

Οι φετινές διακοπές στην Ηρακλειά δεν ήταν συνηθισμένες για μένα, γιατί οι φίλοι μου δεν ήταν ξένοι, αλλά ντόπιοι. Δεν έκαναν διακοπές, δούλευαν. Ήρθα αρκετά κοντά στην καθημερινότητά τους, και μάλιστα στο ζενίθ της τουριστικής σεζόν, όταν δεν μπορείς να καθίσεις ούτε λεπτό ήρεμος, γιατί πάντα προκύπτει κάτι που πρέπει να τακτοποιήσεις. Τον είδα αυτόν τον κόσμο. Ταυτόχρονα, είδα και τον άλλον, τον κόσμο των διακοπών. Πήρα την πετσέτα μου και πήγα σε όποια παραλία με έβγαλε ο δρόμος, στο Τουρκοπήγαδο, στον Αϊ-Γιώργη ή στο Λιβάδι, τη μεγάλη αμμουδιά που λατρεύουν οι παραθεριστές. Ξάπλωσα κάτω από τα αλμυρίκια και άκουσα τους γύρω μου να σχολιάζουν το νησί. Να συζητούν για τα πάντα. Πού έχει καλό καφέ και πού όχι, πώς λέγονται οι απρόσιτες νότιες παραλίες στις οποίες πάει μόνο βάρκα, αν έχουν ενδιαφέρον οι οργανωμένες εκδρομές στο σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη, τι ώρα είναι τα δρομολόγια του Σκοπελίτη προς Νάξο ή Σχοινούσα, πότε ξέφτισε η κουλτούρα του ελεύθερου κάμπινγκ που κάποτε είχε τεράστια δυναμική στην Ηρακλειά, και κυρίως τι ώρα ξεκινάει το βραδινό γλέντι, αν θα γίνει στο Πάνω Χωριό ή στο λιμάνι, αν θα έχει μπίρες ή λουκουμάδες. 

Αυτό το τελευταίο ήταν το πιο σημαντικό απ’ όλα όσα συζητούσαν, κι ας μην το ήξεραν. Γιατί το βραδινό γλέντι πρωταγωνιστούσε και στις συζητήσεις των Αρακλειανών, οι οποίοι επίσης το περίμεναν με ενδιαφέρον. Αν κάτι κατάλαβα φέτος, είναι ότι σε έναν τουριστικό κυκλαδίτικο προορισμό μπορεί να συνυπάρχουν δύο κόσμοι που κινούνται με τελείως διαφορετική ταχύτητα, αλλά ότι και οι δύο έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στο ίδιο πράγμα. Στο γλέντι της νύχτας, όπου συντονίζονται οι ρυθμοί και δημιουργείται για λίγες ώρες ο κοινός παλμός του νησιού. Εκεί γνωρίζουν οι άνθρωποι ο ένας τον άλλον, εκεί μοιράζονται το καλοκαίρι.  — Ελευθερία Αλαβάνου

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-11

→ Σαν τη Χαλκιδική δεν θα έχει

Εδώ και 20 χρόνια περνάω το μεγαλύτερο μέρος των διακοπών μου στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής, κοντά στο Πευκοχώρι. Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εκεί, μου κόπηκε η ανάσα από την ομορφιά. Οι ειδυλλιακές ακτές και τα καταγάλανα νερά, που μοιάζουν ότι ανήκουν σε λίμνη, σε κάνουν να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σ’ έναν παράδεισο. Είναι γεγονός ότι από μακριά, πόσο μάλλον μέσα από τη θάλασσα, όλα φαίνονται υπέροχα. Η μεγαλύτερη απόλαυσή μου είναι να βγαίνω για βόλτα το απόγευμα με το SUP, παρέα με τον γιο μου, και να κωπηλατούμε σιωπηλοί, θαυμάζοντας τις αλλαγές του χρώματος του νερού, όπως αυτό αντανακλά τον ουρανό και τους πευκόφυτους λόφους. Στο τέλος ρίχνουμε μια λυτρωτική βουτιά και, βγαίνοντας προς τα έξω, επανερχόμαστε στην πραγματικότητα. Όταν πατήσεις το πόδι σου στη στεριά και βγεις σ’ αυτό που λέμε «δημοσιά», τα προβλήματα αφθονούν. 

Είκοσι χρόνια και δεν έχω δει την παραμικρή πρόοδο στους δημόσιους χώρους της περιοχής, με την εξαίρεση της εμφάνισης των μπλε κάδων ανακύκλωσης. Το βασικότερο είναι ότι στο χωριό το νερό δεν πίνεται. Τα σκουπίδια ξεχειλίζουν διαρκώς από τους κάδους, και η δυσωδία σε ορισμένα παραλιακά σημεία είναι αφόρητη. Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με την αποχέτευση, η οποία συχνά δεν αντέχει την τουριστική πίεση και καταλήγει στη θάλασσα. Για να διασχίσεις το βράδυ το Πευκοχώρι, για μια απόσταση μόλις ενός χιλιομέτρου, θέλεις τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο. Το πάρκινγκ, δυσεύρετο. Στους εξαιρετικά επικίνδυνους δρόμους της περιοχής κυριαρχεί η ένταση. Στα είκοσι χρόνια έχω δει μόνο ένα μπλόκο για αλκοτέστ, και δεν κινούμαι σπάνια. Κάθε λίγα μέτρα, στην άκρη της επαρχιακής οδού υπάρχει και μια υπενθύμιση θανατηφόρου τροχαίου. Η πυρασφάλεια στο χωριό: ανύπαρκτη. Σε περίπτωση έκτακτου περιστατικού, ούτε πυροσβεστικό, ούτε ασθενοφόρο μπορεί να προσεγγίσει. 

Εντωμεταξύ, η αισθητική του παραθαλάσσιου θέρετρου είναι εξίσου απογοητευτική. Παντού ταμπέλες, παραφωνίες και αυθαίρετες κατασκευές. Μια αναρχία, δίχως τίποτα το ρομαντικό. Η εστίαση των εμπόρων στο βραχυπρόθεσμο κέρδος, οι ανεπαρκείς και παρωχημένες υποδομές, η οκνηρία και το βόλεμα όλων, αλλά και η έλλειψη ηγεσίας, καθιστούν τον τόπο απωθητικό σε όποιον έχει τις αυτονόητες απαιτήσεις. Η αντίστιξη με τις εντυπωσιακές βίλες, τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα συγκροτήματα της περιοχής είναι εκκωφαντική. Για να βρεθείς στους περίκλειστους ιδιωτικούς παραδείσους, πρέπει να διασχίσεις τη δημόσια κόλαση. Όλα μαρτυρούν ότι αυτό το χαμηλής ποιότητας μοντέλο τουρισμού έχει ξεπεράσει τα όριά του. Αν εξακολουθούν οι άνθρωποι της Χαλκιδικής να αγαπούν τον τόπο τους, θα πρέπει να κινητοποιηθούν. Η εικόνα που παρουσιάζουν τα μέρη τους δεν τους τιμά ούτε κατ’ ελάχιστον. Έχουν στα χέρια τους ένα διαμάντι που κινδυνεύει να γίνει κάρβουνο. —Μανώλης Ανδριωτάκης

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-12

→ Ωρωπός time travel

Το πρώτο μέρος που με πήγαν μετά το μαιευτήριο ήταν το εξοχικό στον Ωρωπό. 40 χρόνια μετά, αρκετά άλλαξαν, αλλά τα περισσότερα έχουν μείνει ίδια, κόντρα στον χρόνο, όπως τα ετοιμόρροπα κιόσκια μικροκαλλιεργητών στον Άι-Γιώργη που, όταν περνάω, κοιτάω αν έχουν ατζούρια. Το μπακάλικο του κυρ-Ηλία, που πηγαίναμε κάθε Σάββατο με τον παππού μου για ψώνια και για να πιει ένα ούζο «στα όρθια» με τους φίλους του, είναι τώρα κομμωτήριο, το θερινό σινεμά Άρης έχει γίνει κρεοπωλείο και το ορόσημο ζαχαροπλαστείο Αύρα έγινε φέτος pet shop. Αλλά η ’80s πιτσαρία που σύχναζε ο Κυράστας, ο πατέρας του θρυλικού προπονητή ποδοσφαίρου, στέκει ακόμα, όπως και η κρεπερί που τρώγαμε μετά το κλαμπ Αίθριο, το οποίο στα ’90s είχε την πιο αυστηρή «πόρτα» στον νομό Αττικής. Με ανθισμένες δάφνες, άγκυρες και χωράφια για «πάρκινγκ επισκεπτών» στέκουν λαξευμένες από αλμύρα και οι παραλιακές πολυκατοικίες, όπως η Αργώ και η Τρίαινα – ο Ωρωπός είχε ναυτική παράδοση στην αρχαιότητα, όταν ονομαζόταν Γραία, ως η πρώτη αποικία των Ελλήνων. Αγαπώ τα παλιά εξοχικά με σαγρέ τοίχους και μαρμάρινες αφιερώσεις με γυναικεία ονόματα στην είσοδό τους, ενώ σιγοτραγουδάω το Περασμένες μου αγάπες, όποτε περνάω από το σπίτι που έμενε η Μαίρη Λίντα. 

Ο Ωρωπός μοιάζει «νυχτωμένος» κάπου ανάμεσα στις δεκαετίες ’60 και ’80, οι ταβέρνες έχουν νέον επιγραφές που τρεμοπαίζουν, υπάρχει ένα Κοσμικόν Κέντρον, ενώ τα καφέ μπαρ σερβίρουν κοκτέιλ με ομπρελίτσες και εφέ καπνού. «Αυτά τα μέρη τα χρειάζομαι», είπε ένας φίλος, όταν του περιέγραφα γιατί ο Ωρωπός, με την ανεπιτήδευτη καλτίλα του, είναι το καταφύγιό μου. Ο Ωρωπός είναι σαν το παιχνίδι «φαντασματάκια ακούνητα, μέρα ή νύχτα;» που παίζαμε μικρά – τη μέρα, τα φαντάσματα του παρελθόντος συνομιλούν με τους παραθεριστές του παρόντος όσο ακούγονται τζιτζίκια, βουτιές, μηχανές γκαζόν και το κουτάλι που «χαϊδεύει» την πλαστική λεκάνη σε κάθε γέμισμα ενός αμπελόφυλλου με ρύζι για ντολμαδάκια, ενώ τη νύχτα ακούγεται μόνο ένας γκιώνης. Ο Ωρωπός είναι ο πιο απαλά σαγρέ και τρυφερός θερινός προορισμός μου. — Ελίνα Δημητριάδη

Καλοκαίρι ’22: Τα ποστ των διακοπών μας-13

→ Η Τήνος χρειάζεται ένα νέο θαύμα

Μέχρι πρότινος, η Τήνος ήταν το «νησί της Παναγίας». Και μετά τα νέα κυκλοφόρησαν. Η φήμη διαδόθηκε. «Η Τήνος δεν είναι μόνο η Παναγία», ψιθύριζε η φήμη. Στον χάρτη, εκτός από την Ευαγγελίστρια και τους περιστεριώνες, προστέθηκαν και παραλίες που κάποτε χτύπαγε μοναχικά το μπουγάζι, χωριά που περιδιάβαιναν μονάχα γέροντες, βουνά που τα έδερνε αλύπητα ο βοριάς. Και ξαφνικά εμφανίστηκε μέσα στο Αιγαίο ένας ακόμα τελευταίος παράδεισος. Όλοι λαχτάρησαν την επιβράβευση της «νέας ανακάλυψης». Μέσα στο παρθένο τοπίο του αναπάντεχου είδαν μια ιδιοτελή ευκαιρία. Αναπόφευκτα, το τέλος της αθωότητας ήταν κοντά.

Ήρθε όμως και ένα νέο αίμα. Ένα νέο κύμα. Νέοι επιχειρηματίες που επένδυσαν σε ακίνητα για χρόνια κλειστά και έφεραν ζωή σε γωνιές του νησιού που είχαν για χρόνια σιωπήσει. Βγήκαν μπροστά και κάποιοι Τήνιοι με όραμα και είπαν αποφασισμένα: «Θα απογειώσουμε τη γαστρονομία του τόπου». Κάποιοι άλλοι ντόπιοι, χέρι-χέρι με κάποιους ξένους, πήραν παλιούς αμπελώνες και έδωσαν νέα πνοή σε τοπικές ποικιλίες, όπως το Ροζακί και το Ποταμίσι. Πλατείες στη Χώρα και τα χωριά γέμισαν με νέα καφέ, εστιατόρια και μπαρ. Πράγματι, η Τήνος ανακάλυψε μέσα της μια νέα Τήνο. Και μαζί με τη νέα επιχειρηματικότητα και τους νέους επισκέπτες, ήρθαν και τα νέα μπλεξίματα. Πού να χωρέσει μια στρατιά από θηριώδη οχήματα ένα χωριό φτιαγμένο αιώνες πριν για πεζούς και γαϊδουράκια; Πώς να αντέξει το ηλεκτρικό δίκτυο τόση κατανάλωση; Πώς να ρυθμίσουν μέσα τους οι άνθρωποι τη λαχτάρα και τη ζάλη του νέου πλουτισμού; 

Η νέα Τήνος εμφανίστηκε αυτό το καλοκαίρι θεριεμένη, ανυπόμονη και συχνά μπερδεμένη, όπως ένας έφηβος. Αντιφατική μέσα στις τόσες εκφάνσεις της, αλαζονική και φιλόδοξη όπως κάθε εφηβεία, επικίνδυνα επιρρεπής σε μια ανεπίστρεπτη αλλοίωση της αυθεντικότητάς της, όπως κάθε τόπος που γίνεται τουριστικός, πρέπει τώρα να μηχανευτεί τις παραμέτρους μιας νέας τοπικής οικολογίας. Ανέβηκε ψηλά, και τώρα το στοίχημα είναι να μείνει εκεί − ίσως και να κατέβει λίγο. Ο βοριάς στον θρόνο του Αιόλου, στον Τσικνιά, σε παρασέρνει. Στους πρόποδές του όμως, στα στενά της Μυρσίνης, επικρατεί μια γαλήνη που είναι κοντύτερα στο ανθρώπινο μέτρο.

Το θαύμα της Αγίας Πελαγίας, διακόσια καλοκαίρια πριν, το 1823, κράτησε την Τήνο μακριά από το βλέμμα του τουρισμού. Φύλαξε για δύο αιώνες τα τόσα θέλγητρά της καλά κρυμμένα μέσα στα λαγκάδια, τα μονοπάτια και τα καλντερίμια, ένα καλοδιατηρημένο μυστικό για τους λίγους. Σήμερα, τέλη Αυγούστου του 2022, που το μυστικό έχει πια βγει στη φόρα (αυτή είναι άλλωστε η μοίρα κάθε μυστικού), η Τήνος χρειάζεται ένα νέο θαύμα.  —Δημήτρης Καραΐσκος

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή