5 θησαυροί κρυμμένοι στο κέντρο της Αθήνας

5 θησαυροί κρυμμένοι στο κέντρο της Αθήνας

Brands ρούχων μέσα σε πολυκατοικίες. Μπαράκια σε στοές. Κρυμμένα ζαχαροπλαστεία. Επισκεφθήκαμε κρυφούς» χώρους μιας πόλης όπου βασιλεύει η «μόστρα» και εξαπλώνεται ο «εξευγενισμός».

12' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το κέντρο της πόλης είναι άναρχο και θορυβώδες. Πολλές φορές επιβεβαιώνει τη φράση «πολύς θόρυβος για το τίποτα». Άλλες πάλι, σε εκπλήσσει θετικά, αρκεί να γνωρίζεις τα κατατόπια. Η ιδέα εδώ ήταν ένα θέμα με κρυφούς χώρους. Περιορίστηκα στο κέντρο της πόλης και έδωσα μεγαλύτερη έμφαση σε spots που άνοιξαν πρόσφατα. Αναμενόμενα, δίπλα σε αυτούς που δέχτηκαν να μιλήσουν, υπήρξαν και κάποιοι που αρνήθηκαν ευγενικά. «Άσ’ το καλύτερα, γιατί μετά πλακώνουν άσχετοι και χάνω τους καλούς πελάτες», είπε ένας. «Το μέρος εδώ είναι παράλληλα το σπίτι μου», εξήγησε ένας άλλος. «Θα σου άρεσε να δεις φωτογραφία του καθιστικού σου δίπλα στη φωτογραφία ενός μπαρ;» Όχι, δεν θα μου άρεσε, ψέματα να πω; Μάλιστα, καθώς ετοίμαζα το θέμα, στον νου μου τριγύριζε ένα τραγούδι της Αρλέτας με τίτλο Άσε τα κρυφά κρυμμένα… Στο τέλος, βέβαια, υπερίσχυσε η περιέργεια να γνωρίσω καινούργια μέρη, καθώς και η περιέργεια γύρω από το τι κάνει έναν επιχειρηματία νόμιμο και νοήμονα να κρύβεται. 

5 θησαυροί κρυμμένοι στο κέντρο της Αθήνας-1
Η Μαριλένα Κόντου στο L’on, ένα brand ρούχων που στεγάζεται στον 4ο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας του κέντρου. 

ALL-TIME CLASSIC 

Στο 33 της Πραξιτέλους, μια εμβληματική πολυκατοικία του κέντρου, χτισμένη στα ’30s από τον Κωνσταντινοπολίτη αρχιτέκτονα Οδυσσέα Πουσκουλού, κρύβει τα δικά της μυστικά. Ζεστό μεσημέρι Σαββάτου, ανεβαίνω ως τον 4ο για να γνωρίσω τη Μαριλένα Κόντου, που από τις αρχές του 2020 στεγάζει εδώ το κομψό και κλασάτο brand L’on. Με οδηγεί στη βεράντα, ανοίγει μια λευκή ομπρέλα και με βάζει στο κλίμα: «To L’on είναι ένα brand με ρούχα, εσώρουχα και αξεσουάρ τα οποία βρίσκω κυρίως σε ξεχασμένες μπουτίκ της Ελλάδας και του εξωτερικού. Προσπαθώ να φέρνω μη χρησιμοποιημένα ρούχα, χωρίς να είμαι αρνητική σε κάποια ελαφρώς μεταχειρισμένα τα οποία πληρούν τις προδιαγραφές που έχω στο μυαλό μου. Επίσης, δίνω μεγάλη έμφαση στην ποιότητα των υφασμάτων. Προτιμώ, ας πούμε, τα μεταξωτά, τα λινά, τη βισκόζη». Όπως μου αποκαλύπτει, ακριβώς δίπλα θα λειτουργήσει πολύ σύντομα το Casa L’on, με vintage είδη σπιτιού. «Λέω vintage, αλλά τα κομμάτια που διαλέγω είναι τάση τώρα. Δεν έχουν την αίσθηση του παλιού».

5 θησαυροί κρυμμένοι στο κέντρο της Αθήνας-2
© Μαριλένα Κόντου

Παρότι ζει και στεγάζει την επιχείρησή της στο κέντρο, η Μαριλένα μοιάζει οικειοθελώς απομονωμένη από αυτό. Άραγε, γιατί επέλεξε έναν χώρο που δεν είναι ορατός στους περαστικούς; «Με το να είμαστε “κρυμμένοι”, ο κόσμος που έρχεται ξέρει γιατί έρχεται και είναι πολύ επιλεκτικός. Μου αρέσει αυτό. Νιώθω σαν να διαλέγω εγώ τους πελάτες, κατά κάποιον τρόπο. Άλλωστε, προτεραιότητά μου δεν είναι να βγάλω χρήματα γρήγορα, αλλά να έχω κάτι βιώσιμο που αντικατοπτρίζει την αισθητική μου». Οι περισσότεροι μαθαίνουν για το L’on από στόμα σε στόμα. Ή από τον ιδιαίτερα προσεγμένο λογαριασμό του στο Instagram. «Μου αρέσει που δεν προσπαθώ πολύ. Ας πούμε δεν κάνω διαφημίσεις, influencers… Τις περισσότερες φορές ποζάρω εγώ, άλλες φορές συνεργάζομαι με μοντέλα και άλλες πάλι με κοπέλες που βλέπω τυχαία και απλώς μου αρέσουν». Τη ρωτάω αν ο σέξι τρόπος παρουσίασης των ρούχων στο Instagram, τον οποίο προσωπικά βρίσκω εξαιρετικά καλαίσθητο, φέρνει στο παιχνίδι και αρνητικά σχόλια: «Υπάρχει μια προκατάληψη, ναι. Αλλά ο κόσμος είναι πιο ανοιχτός απ’ ό,τι παλιότερα. Για μένα, είναι πιο προκλητικό όλο αυτό το ψεύτικο με τα φίλτρα, το photoshop και τις παρεμβάσεις. Το L’on, αντίθετα, έχει μια φυσικότητα. Αναδεικνύει το γυναικείο σώμα με φυσικό τρόπο. Με ρωτάνε συχνά τι φίλτρα χρησιμοποιώ. Κανένα απολύτως!» 

H Mαριλένα περπατάει καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας και παρατηρεί. Σε θέματα στιλ βλέπει ξεκάθαρη πρόοδο: «Όλο και πιο συχνά πέφτω σε ωραίο, καλοντυμένο κόσμο. Υπάρχει μια αλλαγή, μια άρνηση προς τις μεγάλες αλυσίδες, ο κόσμος κοιτάει την ποιότητα του υφάσματος και συχνά ρωτάει γι’ αυτήν». Αυτόν τον κόσμο καλείται να ικανοποιήσει στο L’on, μέσα από ποιοτικά, all-time classic ρούχα διαχρονικής αξίας. «Πολλοί ψαρώνουν με τα brands του εξωτερικού. Δεν είναι απαραίτητα ανώτερο το ξένο. Έχω και πολλά ελληνικά ρούχα με φανταστικές ετικέτες από τα ’90s, logo, λεπτομέρειες, όλα πολύ προσεγμένα. Αλλά θα βρεις και κάποια κομμάτια από διάσημα brands, όπως Dior κ.λπ.». Προτού φύγω, παρότι ξέρω την απάντηση, ρωτάω τη Μαριλένα αν θα ήθελε να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό. «Προς το παρόν, μου αρέσει όπως είναι. Αλλά τίποτα δεν κρατάει για πάντα…» Ακολουθεί παύση. Νιώθω το βλέμμα της μέσα από τα γυαλιά ηλίου να φεύγει πίσω από μένα. «Εντάξει, δεν κάνει τόση ζέστη τελικά», λέει. «Με την ομπρέλα καλά είναι».

5 θησαυροί κρυμμένοι στο κέντρο της Αθήνας-3
«Το κρυφό, το μυστικό, λειτούργησε πάρα πολύ καλά από άποψη μάρκετινγκ», λέει ο Ευγένιος Βαρδακαστάνης του Madame Fraise.  

ΓΛΥΚΑ ΣΤΑ ΚΡΥΦΑ

Κατευθύνομαι προς το Παγκράτι και ακολουθώ τον δρόμο για το Madame Fraise, το πρώτο ghost ζαχαροπλαστείο της Αθήνας. Ένα μέρος χωρίς βιτρίνα, ταμπέλα ή πωλητές, που έγινε talk of the town χωρίς να φαίνεται! Σπρώχνοντας την πόρτα, ουσιαστικά βρίσκεσαι σε ένα εργαστήρι ζαχαροπλαστικής, με πάγκους, ψυγεία, ροζ κούτες που φέρουν το logo του brand, ανθρώπους με λευκές ποδιές. «Το μοντέλο ghost σού επιτρέπει να δημιουργήσεις κάτι ανώτερο ποιοτικά, απαλλαγμένος από τους περιορισμούς της βιτρίνας, δηλαδή τους περιορισμούς του ντεκόρ και της υφής», μου εξηγεί ο σεφ Ευγένιος Βαρδακαστάνης. «Ένα γλυκό στη βιτρίνα πρέπει να έχει πιο σταθερή δομή και να είναι πιο θωρακισμένο, για να αντέξει τις συνθήκες της έκθεσής του. Εδώ δεν μας ενδιαφέρουν τόσο αυτά».

Ο Ευγένιος Βαρδακαστάνης και ο Γιάννης Κίκιρας, ο έτερος σεφ του Madame Fraise, δεν είναι τυχαίοι στον χώρο. Γνωρίστηκαν φτιάχνοντας γλυκά για το Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία. Παρέα με τον συνιδιοκτήτη Γιάννη Γερόπουλο δημιούργησαν ένα ζαχαροπλαστείο που εξάπτει την περιέργεια. «Το κρυφό, το μυστικό, λειτούργησε πάρα πολύ καλά από άποψη μάρκετινγκ – σίγουρα το εκμεταλλευτήκαμε», παραδέχεται. «Συν το ότι ο πελάτης μπαίνει στον πρωτογενή χώρο του εργαστηρίου και λαμβάνει κάτι από την εμπειρία της παρασκευής του γλυκού. Συνήθως φροντίζουμε, όταν έρθει κάποιος για παραλαβή, το γλυκό του να είναι στα τελειώματα, ώστε να δει και λίγο από τη διαδικασία. O κόσμος το λατρεύει!» Καθώς εξερευνώ το εργαστήριο, παίρνω βαθιές ανάσες. Απολαμβάνω τις μυρωδιές. Παράλληλα, αναρωτιέμαι πώς λειτουργεί ένα κατάστημα χωρίς ταμείο και πωλητές. «Η εξυπηρέτηση γίνεται από τους ζαχαροπλάστες», μου εξηγεί ο Ευγένιος. «Ταμείο υπάρχει και είναι αυτό εκεί, δίπλα στην είσοδο. Λειτουργούμε με όλους τους τρόπους: ως φυσικό κατάστημα, με τηλεφωνική προπαραγγελία και με πλατφόρμες delivery. Επίσης, κάποια προϊόντα, όπως τα πανετόνε, που βγαίνουν όλο τον χρόνο, στέλνονται σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό». Αυτόν τον καιρό, λόγω εποχής, τα γλυκά με τη μεγαλύτερη ζήτηση είναι μια τετράδα παγωμένων επιδορπίων που σερβίρονται σε γυάλινα βαζάκια. «Διάλεξε ένα», μου κάνει. Επιλέγω μια παγωμένη μους από φρέσκα βατόμουρα, τραγανές μαρέγκες με ινδοκάρυδο και σος βατόμουρο. Σταματάμε να μιλάμε. Τρώω διερευνητικά, σκεπτόμενα δήθεν, λες και είμαι κανένας γευσιγνώστης. Το γλυκό είναι τόσο νόστιμο που δεν χρειάζεται να πω κάτι, ούτε καν να γράψω. 

5 θησαυροί κρυμμένοι στο κέντρο της Αθήνας-4

ΜΙΑ ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΠΟΥ ΔΙΑΦΕΡΕΙ

Στην πολυκατοικία της οδού Φειδίου 11, ανάμεσα σε δεκάδες συμβατικές επιγραφές δικηγόρων και συμβολαιογράφων υπάρχει μία που διαφέρει: «Σταυρούλα Καβαλιέρου. Χειροποίητα κοσμήματα και τέχνη». Παίρνω το ασανσέρ για το εργαστήριο. Ο χώρος είναι μικρός, αλλά φωτεινός και γλυκός, με τις λευκές επιφάνειες να αναδεικνύουν την πολυχρωμία των κοσμημάτων. «Γενικά μου αρέσουν τα χρώματα, μπορείς να γράψεις ότι είναι σήμα κατατεθέν μου», λέει η ίδια. Ύστερα μοιράζεται εν συντομία την πορεία της: «Μετά από σπουδές διακοσμητικής, τρία χρόνια κεραμικής με τη Χριστίνα Μόραλη και κάποια σεμινάρια κοσμήματος, ξεκίνησα το δικό μου brand κοσμημάτων με βασικά υλικά το χαρτί και τη ρητίνη». Kάνω την ερώτηση του αφελούς: Δεν τσαλακώνονται τα κοσμήματα από χαρτί; «Όχι. Ουσιαστικά έχω ως βάση μαύρο χαρτόνι, στο οποίο κολλάω το χαρτί. Η επίστρωση ρητίνης το κάνει ανθεκτικό. Γενικά το χαρτί έχει πάρα πολλές τεχνικές δυνατότητες, από πολύ ευαίσθητο μπορεί να γίνει πολύ γερό». 

Η Σταυρούλα δέχεται παραγγελίες από μαγαζιά που βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Παράλληλα, δημιουργεί κοσμήματα τα οποία διαθέτει προς πώληση στον χώρο της. «Κυρίως σκουλαρίκια, κολιέ, καρφίτσες και κάποια μικρά έργα τέχνης». Μου παρουσιάζει τις τέσσερις βασικές συλλογές της, οι οποίες εκτίθενται δίπλα μας: «Αυτή εδώ είναι εμπνευσμένη από τον μινωικό πολιτισμό, αυτή από τα γεωμετρικά σχήματα και τη σύνθεσή τους, αυτή από τα παραδοσιακά μοτίβα των μετσοβίτικων υφαντών. Επίσης, μια τέταρτη συλλογή συγκροτούν τα κοσμήματα που βασίζονται στην ιαπωνική τέχνη και σε αυθεντικά ιαπωνικά χαρτιά μεταξοτυπίας». Μέσα από το παράθυρο το βλέμμα μου φεύγει στις πολυκατοικίες απέναντι, σαν να αποζητώ τον έξω κόσμο. Άραγε, γιατί επέλεξε έναν κρυμμένο χώρο σαν κι αυτόν, αντί για κάποιο ισόγειο με βιτρίνα και προοπτικές;

5 θησαυροί κρυμμένοι στο κέντρο της Αθήνας-5
Tα κοσμήματα της Σταυρούλας Καβαλιέρου δημιουργούνται με βασικά υλικά το χαρτί και τη ρητίνη.

«Πολλοί νέοι σχεδιαστές κάνουν μικρά και σταθερά βήματα με απώτερο σκοπό να ανοίξουν ένα κατάστημα», μου λέει. «Εγώ μεγάλωσα μέσα σε κατάστημα (οι γονείς μου έχουν βιβλιοπωλείο στη Ρόδο) και ξέρω πώς είναι. Ξέρω ότι θα μου ήταν αδύνατο να βγάζω όλη την παραγωγή και παράλληλα να εξυπηρετώ πελάτες. Εδώ τα πράγματα είναι ελεγχόμενα. Ο κόσμος έρχεται κυρίως με ραντεβού. Επίσης, καθορίζω εγώ τις ημέρες και τις ώρες που θα δουλέψω και στις γιορτές μπορώ να ξεκουραστώ». Όση ώρα μού μιλάει, σκαλίζω ένα καλάθι με μικρά σκουλαρίκια. «Αυτά να ξέρεις έχουν κάνει θραύση!» μου λέει. «Μάλιστα πολλές φορές βλέπω στον δρόμο κοπέλες να τα φοράνε. Είναι κάτι που μου δίνει τεράστια χαρά».

ΚΡΥΦΑ ΣΤΕΚΙΑ

Για ποτό και φαγητό ποιες κρυφές επιλογές έχουμε; Όσο ο καιρός είναι καλός, ιδιαίτερη πέραση έχουν οι ταράτσες. Με πέντε τραπέζια όλα κι όλα και βασική ατραξιόν τα μπιφτέκια, η Καντίνα της Καραγεώργη Σερβίας έχει γράψει τη δική της μυστική ιστορία. Χωμένο σε στοά, τo Βread and Roses της Πανεπιστημίου προσφέρει μια ταράτσα χωρίς θέα, αλλά με χαρακτήρα. Στο μεταξύ, κρυφές θα μπορούσαν να θεωρηθούν και οι ταράτσες πολλών ξενοδοχείων. Δεν μιλάω για τις κλασικές. Π.χ. αυτή του Ηerodion Hotel, αν και σε απόσταση αναπνοής από τον Παρθενώνα, παραμένει άγνωστη για τους περισσότερους Αθηναίους, συγκεντρώνοντας κυρίως τουρίστες. Μια ξεχωριστή περίπτωση είναι τα speakeasy: Στην καρδιά του κέντρου, το Rumble in the jungle σερβίρει πρωτότυπα κοκτέιλ και το Burger Joint μεγάλα, ζουμερά μπέργκερ. Ακόμη, μία κατηγορία από μόνο του είναι το μεσημεριανό μαγειρείο Εν κρυπτώ της Χαριλάου Τρικούπη, το οποίο, αν και διαθέτει ταμπέλα, στεγάζεται μέσα σε πολυκατοικία!

Επιλέγω να επισκεφτώ κάτι πιο καλοκαιρινό: τo ανοιχτό μπαρ Paper Tiger της οδού Σοφοκλέους. Ακριβώς απέναντι από το παλιό Χρηματιστήριο, μέσα στη στοά. Ο Μιχάλης Ιωαννίδης, γνωστός από τη θητεία του πίσω από την μπάρα του Chelsea, άνοιξε τον χώρο αυτόν τα περασμένα Χριστούγεννα μαζί με τέσσερις φίλους. «Δουλεύουμε Τετάρτη με Σάββατο, από τις οκτώ μέχρι αργά το βράδυ», μου λέει. «Μαζεύει εναλλακτικό κόσμο, κυρίως άνω των 30. Είμαστε χρόνια στα μαγαζιά, μας ξέρουν. Αλλά έρχονται και καινούργιοι». Το γεγονός ότι το μπαρ είναι κρυμμένο και μόνο του λειτουργεί υπέρ: «Περνάει κόσμος τυχαία, ακούει τη μουσική και ανακαλύπτει μια πλατεία που δεν ήξερε καν ότι υπάρχει. Παίζει ένα πλατάνι, παίζουν παρτέρια… Το είχαμε δει να δουλεύει (ήταν και πριν μπαρ), το βρήκαμε ξενοίκιαστο και το πήραμε. Εσύ πού βγαίνεις;».

Το Paper Tiger είναι ο ορισμός του urban. Η επιγραφή τράπεζας, το γκρίζο τσιμέντο των γύρω κτιρίων και τα παράθυρα γίνονται ένα με τον πλάτανο, τις κιτρινόμαυρες καρέκλες, τα τσουγκρίσματα ποτηριών. Φορώντας χαλαρό T-shirt και βερμούδα, ο Μιχάλης δεν μοιάζει με ιδιοκτήτη, αλλά με θαμώνα. «Εγώ παράλληλα ασχολούμαι με κεραμικά», μου λέει. «Πολλά από αυτά που βλέπεις εδώ είναι δικά μου. Έχω φτιάξει τα πλακάκια της μπάρας, πιάτα, κούπες, το λογότυπο εδώ στην πόρτα, τραπέζια, εξωτερικά μπαρ… Τα βάλαμε στο αρχικό μπάτζετ. Αντί να αγοράσουμε έπιπλα, αγοράσαμε εργαλεία!» Κάποια αντικείμενα προέκυψαν επειδή δεν ήθελαν να κάθονται άπραγοι: «Εκεί που πηγαίναμε να ανοίξουμε, μας έπιασε το λοκντάουν. Από τη μία εμπόδιο, από την άλλη είχαμε άπειρο χρόνο για σκέψη και δημιουργία». Σε αντίθεση με άλλους δρόμους του κέντρου, στη Σοφοκλέους βρίσκεις εύκολα πάρκινγκ – ιδίως τις καθημερινές. Όταν νυχτώνει, τα σταθμευμένα μηχανάκια φεύγουν, ελευθερώνοντας τον χώρο για τους βραδινούς επισκέπτες. Το σημείο, βέβαια, δεν είναι ζωηρό από άποψη νυχτερινής ζωής. «Γενικά το κέντρο έχει γεμίσει ξενοδοχεία», παρατηρεί ο Μιχάλης. «Στην Ομόνοια άνοιξαν άλλα τέσσερα. Θέλουμε ένα κέντρο όπου θα περπατάς και θα βλέπεις μόνο τουρίστες; Επίσης, ένας τουρίστας που κλείνει δωμάτιο στην Ακρόπολη ή στην Αιόλου, δεν θέλει να δει και την πόλη; Εγώ, αν πήγαινα κάπου, θα με έψηνε να δω λίγο τη γειτονιά, να πάω σε ένα μπαρ που συχνάζουν οι ντόπιοι».

Η βόλτα μου κλείνει στον Άγγελο. Ένα λαϊκό μεζεδοπωλείο των Εξαρχείων που λειτουργεί μόνο βράδυ, κάπως σαν αφτεράδικο. Παρότι βρίσκεται χαμηλά στη Ζωοδόχου Πηγής, ο Άγγελος περνάει απαρατήρητος – ίσως επειδή στεγάζεται σε νεοκλασικό σπίτι. Πηγαίνω με μια φίλη και για λίγη ώρα αναρωτιόμαστε αν θα μπούμε ή όχι. Από το παράθυρο μας βλέπει ένας νεαρός. «Ελάτε, παιδιά, μην το σκέφτεστε». Στον μέσα χώρο δύο μουσικοί με μπαγλαμά και κιθάρα ψυχαγωγούν έξι άτομα. Κανείς εδώ δεν ήρθε για να τον δουν. Κανείς δεν ήρθε για να βγάλει story. Έξω η Αθήνα ζητάει αυτό που δεν έχει, αλλά ο Άγγελος, με τα χαμηλά του φώτα και το χαμηλό προφίλ, σου δίνει κάτι που δεν ήξερες καν ότι χρειάζεσαι.  

Ακολούθησε τα κρυφά της Αθήνας στο Instagram:
@lon.space, 
@madamefraise_, 
@petaeipetaei_education, 
@stavroula_kavalierou, 
@paper_tiger_athens.

5 θησαυροί κρυμμένοι στο κέντρο της Αθήνας-6
«Όταν ένα παιδί βαριέται, το εμπνέεις, το τσιγκλάς με θέματα που το απασχολούν», μας λέει η Χριστίνα-Λυδία Σπυράτου του παιδικού σταθμού Πετάει-Πετάει.  

→ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ & ΣΕΖΑΡΙΑ ΕΒΟΡΑ

Στην οδό Αθανασίας, ένα ανηφορικό στενάκι του Παγκρατίου που δύσκολα διασχίζεις αν δεν είσαι της γειτονιάς, η Χριστίνα-Λυδία Σπυράτου στέγασε πριν από δύο χρόνια τον παιδικό σταθμό που πάντα ονειρευόταν. «Αρχικά με προβλημάτιζε το σημείο», παραδέχεται. «Έτσι όπως υψώνονται οι πολυκατοικίες γύρω, ήταν σαν πηγάδι. Με τον καιρό άρχισα να σκέφτομαι ότι μέσα σε αυτό το πηγάδι κάτι θα ανθίσει». Πράγματι, η ανταπόκριση για το Πετάει-Πετάει υπήρξε κάτι παραπάνω από θετική – και μάλιστα χωρίς προβολή στα σόσιαλ μίντια. Το μέρος διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, αλλά και από τους ήχους των παιδικών φωνών και των τραγουδιών της Σεζάρια Εβόρα που ακούγονται τα πρωινά. 

Όπως καθόμαστε, ένας μπαμπάς με τον γιο του μας στέλνουν φιλιά μέσα από το παράθυρο. «Αυτό που έχει σημασία να γράψεις», μου λέει η Λυδία, «είναι ότι επιχειρούμε να ενδυναμώσουμε τα παιδιά ως προς τον εσωτερικό τους κόσμο. Το γνωστικό είναι εύκολο: τα βάζεις κάτω και τους μαθαίνεις τα μέρη ενός δέντρου. Το δύσκολο είναι να χτίσεις αυτοπεποίθηση, ωριμότητα, ενσυναίσθηση, αισθητική, πώς προστατεύω έναν φίλο μου, πώς προστατεύω τον εαυτό μου». Τι συμβαίνει όμως όταν ένα παιδί βαριέται και δεν συμμετέχει; «Ιντριγκάρεις, εμπνέεις, τσιγκλάς τα παιδιά με θέματα που τα απασχολούν. Π.χ., δεν μπορεί να έχει τραυματιστεί μια γάτα έξω από το σχολείο, να το έχουμε δει όλοι και η δασκάλα να μπαίνει λέγοντας: “Παιδιά, σήμερα θα μιλήσουμε για το γράμμα Β”. Επίσης, το μεγάλο στοίχημα είναι να αφήσεις το παιδί να κινείται ελεύθερο, να εκφράζει ό,τι σκέφτεται και ταυτόχρονα να κινείται στο πλαίσιο. Με κανόνες και όρια». Στο τραπέζι μας προσγειώνονται δύο φλιτζάνια τσάι. Η Λυδία μού μιλάει για τις εκδρομές στον Εθνικό Κήπο και στο Άλσος Παγκρατίου. Ύστερα βγαίνουμε και χτυπάμε την πόρτα της μέσα αίθουσας. Παιδιά δυόμισι έως τριών ετών τρώνε το πρωινό τους, χωρισμένα σε δύο τραπέζια. Με κοιτάνε στα μάτια. Μου κάνει εντύπωση η ηρεμία τους. Ακριβώς δίπλα βρίσκεται η αίθουσα του ύπνου, όπου σε λίγο θα ξεκουραστούν. Έξω στον κήπο, ένα γκρουπ παίζει κάτι σαν κυνηγητό. Κάθε χώρος του Πετάει-Πετάει έχει τη δική του χρήση, τη δική του ζωή. Παίρνουμε τη σκάλα για τον πρώτο όροφο. Η ομάδα των Κακατούα έχει ανοίξει έντονη συζήτηση με τη δασκάλα, τη Μυρτώ. Αντιπαραθέσεις, διαξιφισμοί… Δεν θέλω να διακόψω. Συνεχίζουμε στον δεύτερο όροφο, όπου με υποδέχονται τα παιδιά του νηπιαγωγείου. Στα μπράτσα τους έχουν αυτοκόλλητα τατουάζ και από τα ηχεία ακούν Ξαρχάκο. Τον τοίχο κοσμούν οι αυτοπροσωπογραφίες τους – μεγάλες καρικατούρες σε πολύχρωμα χαρτόνια. «Παιδιά, από δω ο Βύρωνας. Είναι δημοσιογράφος. Ποιος θα μας πει τι κάνει ένας δημοσιογράφος;» Τα πιτσιρίκια μένουν για λίγο βουβά. Ένα κορίτσι σηκώνει απότομα το χέρι. «Ναι, Δανάη, πες μας». «Είναι αυτός που γράφει στις εφημερίδες», λέει η Δανάη, σκορπίζοντας αισιοδοξία για το μέλλον της έντυπης δημοσιογραφίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή