Η οικογένεια Κτιστάκη στην Ομόνοια τηγανίζει τους πιο νόστιμους λουκουμάδες

Η οικογένεια Κτιστάκη στην Ομόνοια τηγανίζει τους πιο νόστιμους λουκουμάδες

Από την Αλεξάνδρεια στα Χανιά και από εκεί, στην Ομόνοια, οι Λουκουμάδες Κτιστάκη φέρνουν μαζί τους την ιστορία τριών γενεών και μιας μυστικής συνταγής που έχει μείνει αναλλοίωτη εδώ και 110 χρόνια.

14' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο μεγαλύτερος εκ των επιγόνων της οικογένειας Κτιστάκη είναι ο εγγονός του ιδρυτή της δυναστείας, Θοδωρής Κτιστάκης του Σοφοκλή, στέλεχος σε πολυεθνική εταιρεία στη Στουτγκάρδη, όπου σπούδασε και έχει εγκατασταθεί εδώ και δεκαετίες. Δεν έχει λειτουργική σχέση με το σημερινό κατάστημα Κτιστάκη στην οδό Σωκράτους, αλλά μιλάμε μέσω Skype, γιατί αυτός είναι ο αρχειοφύλαξ της οικογένειας, αυτός γνωρίζει τη δαιδαλώδη υπερεκατονταετή διαδρομή τους, που ξεκίνησε το 1908, όταν ο παππούς Θοδωρής Κτιστάκης έφυγε στα 22 του από τα Χανιά και πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, να εργασθεί και να μαθητεύσει στο ξακουστό ζαχαροπλαστείο του Τορναζάκη, καταγομένου επίσης εκ Χανίων. Έμεινε εκεί τέσσερα χρόνια και, χάρη σε μια ευεργεσία του προς την οικογένεια των αφεντικών του, ανταμείφθηκε με τη μυστική συνταγή των λουκουμάδων Τορναζάκη, που μετεβλήθη στον δικό του θησαυρό. Με αυτόν επέστρεψε στα Χανιά το 1912 και άνοιξε το πρώτο κατάστημα Λουκουμάδες Κτιστάκη, το οποίο και διηύθυνε, χτίζοντας λαμπρή παράδοση, να τέρπει δηλαδή με το γλυκύ προϊόν του τόσο τις λαϊκές τάξεις όσο και τις ανώτερες, τους απλούς οικογενειάρχες του μόχθου, αλλά και τον δήμαρχο Μουντάκη ή την Κυβέλη όταν κατέβηκε εκεί για παραστάσεις…

Η οικογένεια Κτιστάκη στην Ομόνοια τηγανίζει τους πιο νόστιμους λουκουμάδες-1
Το πρώτο κατάστημα της Αθήνας, στην Αγίου Κωνσταντίνου 7.

Με τον θάνατό του, το 1951, η χήρα του και τα παιδιά του βρέθηκαν στην Αθήνα και άνοιξαν κατάστημα με είδη ζαχαροπλαστικής στην Αγίου Κωνσταντίνου 7, ένα κατάστημα που συνέχισε την παράδοση που είχε θεμελιωθεί στα Χανιά και η οποία, όπως μου αφηγείται με θέρμη ο ξενιτεμένος συνομιλητής μου, κρατήθηκε ζωντανή χάρη στις επιλογές και τις πρωτοβουλίες της δεύτερης γενιάς Κτιστάκη. Αυτοί έκαναν διάσημους και στην Αθήνα τους λουκουμάδες Κτιστάκη, τους οποίους απολάμβαναν, συνήθως στο πόδι, απλοί περαστικοί πολίτες, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, η εκδότρια της Καθημερινής Ελένη Βλάχου, ο Μάνος Κατράκης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και πλείστοι ακόμη διάσημοι εκείνων των εποχών. 

Τώρα, οι λουκουμάδες Κτιστάκη έχουν περάσει στα χέρια της τρίτης γενιάς και, μια και ο διαδικτυακός συνομιλητής μου βρίσκεται στη Γερμανία, τις τύχες του γλυκύτατου αυτού εδέσματος διαχειρίζεται ο νεότερός του ξάδερφος, ομοίως Θοδωρής Κτιστάκης (του Βαγγέλη αυτός). Αφού, λοιπόν, άκουσα την ιστορία της οικογένειας, κλείνω το Skype και… προσγειώνομαι στο κατάστημα της οδού Σωκράτους, μια πόρτα πιο δίπλα από τα ιστορικά παλαιά γραφεία της Καθημερινής, για να εξιχνιάσω πού βρίσκεται η διαδρομή των λουκουμάδων 110 χρόνια μετά το ξεκίνημά της.

Η οικογένεια Κτιστάκη στην Ομόνοια τηγανίζει τους πιο νόστιμους λουκουμάδες-2
Ο Θοδωρής Κτιστάκης (του Βαγγέλη), ο άξιος εκπρόσωπος της τρίτης γενιάς που ανέλαβε το παραδοσιακό λουκουματζίδικο της Ομόνοιας.

Ποια είναι η πρώτη εικόνα που έχεις ως παιδί από τους λουκουμάδες; 
Πρώτη εικόνα εν γένει είναι η Ομόνοια! Μεγάλωσα στον Άγιο Παύλο, δίπλα στα στούντιο της Φίνος Φιλμς… Ήταν φίλοι με τον Φίνο ο παππούς μου. 

Τι θυμάσαι λοιπόν περί την Ομόνοια;
Λέω πάντα ότι είμαι γεννηθείς στην Ομόνοια… Όσο πιο παλιά θυμάσαι την Ομόνοια, τόσο καλύτερη είναι η Ομόνοια!… Που είναι και πολύπαθη, βιασμένη κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν! Έχει καεί και η κοινωνική της συμμετρία, από τότε που ερχόμασταν στις στοές και στα μεζεδοπωλεία τους, μετά τη δουλειά. Ή στο Μινιόν… Προσβάλλομαι όταν μου λένε «πότε θα φύγετε». Γιατί να φύγουμε; Ένα ελάττωμα μόνο έχει η Ομόνοια: είναι ειλικρινής! Κατά τα άλλα, έφυγαν οι γηγενείς και τα έχουν νοικιάσει τα αρχοντικά τους, επί της Μιχαήλ Βόδα, στην Κυψέλη και αλλού, και μένουν σ’ αυτά που πήραν με τα στεγαστικά. Τα άφησαν τα ωραία τα ψηλοτάβανα… Η μητέρα του ξαδέρφου μου, πέθανε ο άνδρας της και ολομόναχη, 90 χρονών, μένει Αχαρνών, στάση Καμέλια… Την «ψήνει» η κόρη της να φύγει, να πάει μαζί τους, αλλά αυτή εκεί! Στον 8ο όροφο, αμετακίνητη. Βράχος! Πολύ «την πάω» και τη χαίρομαι. Είμαι εδώ γύρω από το 1962, θυμάμαι τους θυρωρούς, τα ασανσέρ με τα πλέγματα που έβλεπες τα πόδια των ανθρώπων, θυμάμαι τον Μπακάκο, τα οπτικά δίπλα, θυμάμαι τους παραβατικούς, πόρνες, παπατζήδες πιο εκεί, στην Αθηνάς οι αργυραμοιβοί, οι λεγόμενοι σαράφηδες… όλοι σε επίγνωση των ορίων τους! Αλλά αυτό, την ερήμωση κι όλα τα άλλα, δεν το κατάφεραν όλοι αυτοί, το «κατάφεραν» οι γηγενείς Αθηναίοι! Εδώ είχε κίνηση και το βράδυ, γιατί αυτές οι πολυκατοικίες που βλέπεις θεοσκότεινες, τότε κατοικούνταν, είχαν φως και φυσιολογικά από κάτω είχε κίνηση… έμεναν εδώ και είχε κίνηση. Ε, ναι, γι’ αυτό το βράδυ η κίνηση αραίωνε μόνο στις στάσεις των λεωφορείων… Βελτίωση μεταγενέστερη υπήρξε, π.χ. στους Ολυμπιακούς, αλλά ήταν επίπλαστη! Με το που έκανε το κοριτσάκι φου και έσβησε η φλόγα, ξαναγύρισε η κακοποίηση της περιοχής και η ερήμωση!

Εσύ πότε πήρες τα ηνία της επιχείρησης;
Το 1989. Με το που πέθανε ο πατέρας μου. Τετάρτη πέθανε, Δευτέρα ανέλαβα το μαγαζί. Ήμουν 18 στα 19.

Α, δηλαδή δεν είχες δισταγμό; 
Όχι! Είχα και σπρώξιμο, δεν μπορώ να πω, έπρεπε! Είχα δώσει Πανελλαδικές μία φορά, Α΄ δέσμη για Πολυτεχνείο, δεν είχα μπει, ετοιμαζόμουν να ξαναδώσω. «Το είχα» και δεν «το είχα» με το ΕΜΠ, χρειαζόμουν και χρήματα, μπέρδεμα. Αλλά μπήκα στο μαγαζί για τα καλά.

Μικρός όταν ήσουν και είχες τον πατέρα σου, τι σκεφτόσουν για το μέλλον; 
Το ένιωθες ότι εσύ μια μέρα ίσως πάρεις στα χέρια σου το μαγαζί;
Όχι, όχι. Σαν πελάτης ερχόμουν και το ευχαριστιόμουν κιόλας, κι ούτε οι γονείς μου μου είχαν ανοίξει ποτέ το «παράθυρο» ότι με προορίζουν μια μέρα να αναλάβω το μαγαζί.

Ήσουν καλό παιδί ή τσογλάνι; Γιατί εδώ που μεγάλωνες, πρέπει να ήσουν και λίγο σκληρός για να επιβιώσεις. (γέλια) 
Μεσαία κατάσταση. Ήμουν και του λιμανιού και του σαλονιού, γιατί είχα παραστάσεις από παντού: και από την αντεργκράουντ υπόγα και από φλώρικες καταστάσεις. Και βέβαια, επειδή πεθαίνει νωρίς ο πατέρας μου, αυτό, με το μαγαζί που ανέλαβα, με έσωσε κατά μία έννοια, γιατί δεν μπορούσα πια να ξεσκίζομαι με ξενύχτια και κραιπάλες, έπρεπε πρωί πρωί να είμαι έτοιμος να ανοίξω το μαγαζί.

Απ’ την άλλη, είχες και λεφτά στο χέρι! 
Πάλι δεν άλλαζε κάτι! Πρώτον, γιατί λεφτά είχαν κι άλλοι που κραιπαλιάζαμε μαζί και, δεύτερον, γιατί κι εκείνοι είχαν κάτι να ανοίξουν το πρωί, κάπου να πάνε να σηκώσουν τα ρολά, να αρχίσει ο πρωινός κύκλος. Ο άλλος, δίπλα μου, ξενύχταγε και κραιπάλιαζε, κοτζάμ διευθυντής υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας, και κάθε πρωί κύριος άνοιγε την τράπεζα, όλα ρολόι, εγώ με τους λουκουμάδες θα σκάλωνα; 

Κάποιοι βέβαια «κάηκαν» μέσα στην πολλή κραιπάλη, δεν ήταν όλα πρίμα…
Μέχρι την κυβέρνηση Καραμανλή πήγε όλο αυτό, μέχρι τους Ολυμπιακούς, αλλά ούτε ένα πρωί δεν έλειψα από το κατάστημα! Και έχεις δίκιο γι’ αυτούς που λες ότι κάηκαν – φυσικό ήταν, με τόσα που «έπαιξαν» τριγύρω, κάποιοι να μην αντέξουν.

Η οικογένεια Κτιστάκη στην Ομόνοια τηγανίζει τους πιο νόστιμους λουκουμάδες-3
«Οι αδερφοί Βαγγέλης και Σοφοκλής Κτιστάκης και εντυπωσιακή άγνωστη πελάτισσα» γράφει στο άλμπουμ δίπλα από τη φωτογραφία. 

Αυτοί που κάηκαν ήταν πρωτίστως αυτοί που είχαν να τρώνε απ’ τα έτοιμα…
Ε, βέβαια… Εννέα στους δέκα που κάηκαν είχαν λυμένο το βιοποριστικό και καμία ανάγκη απασχόλησης. Έχω παραδείγματα κι από το δικό μου περιβάλλον. Ευτυχώς, η Ομόνοια μου έδινε και ασφαλιστικές δικλίδες… Άμα έπρεπε να μαζέψεις τον άλλο σε κώμα έξω από το μαγαζί σου, για να μπορέσεις να ανοίξεις και να κάνεις τη δουλειά σου, είχες μια γερή εικόνα τού πώς ΔΕΝ θέλεις να είναι τα πράγματα με τα δικά σου χαμηλά σημεία.

Πότε έρχεστε στη Σωκράτους; 
31 Δεκεμβρίου του 1996 κλείνει το παλιό μαγαζί, γιατί το ήθελαν για ιδιοχρησία οι ιδιοκτήτες του. Και φεύγει ο θείος μου, πλήρης ενσήμων, οπότε το παίρνω εγώ πάνω μου, παίρνω την απόφαση και μένω μόνος μου στα ηνία της επιχείρησης. Και Ιανουάριο του ’97 ανοίγουμε εδώ. 

Και έως τότε, από τα χρόνια του παππού σου, ο οικογενειακός κύκλος πηγαίνει αδιατάρακτος. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν είχατε ζητήματα που έχουν οι οικογενειακές επιχειρήσεις εν Ελλάδι… Ήσασταν αγαπημένη οικογένεια, υπήρχε αλληλοσεβασμός.
Πάντοτε στα χέρια της οικογένειας η επιχείρηση. (γελάει)  Ό,τι και να γίνεται από κάτω, το λάβαρο μένει όρθιο!

Εκείνη την ώρα, το 1997, με τον ξάδερφο Θοδωρή είστε ισορροπημένοι, έτσι; Σου λέει, εγώ είμαι Γερμανία, εσύ προχώρα!
Ναι, εννοείται… Κανένα πρόβλημα! 

Με το εδώ οικοσύστημα, της Ομόνοιας; 
Με τα άλλα λουκουματζίδικα υπήρξαν τρικλοποδιές, ανταγωνισμοί, πόλεμος, κ.λπ.; 
Όχι, ευτυχώς! Ίσως η Ομόνοια με προστάτευσε! Σε άλλο λουκουματζίδικο έχω δει να πηγαίνει ο άλλος δίπλα και να ανοίγει λουκουματζίδικο. Απαράδεκτο αυτό! Εγώ δεν είχα θέματα με τον ανταγωνισμό, πρώτον γιατί είμαι μόνος εδώ στην περιοχή και, δεύτερον, γιατί δεν παλεύεται ο δικός μας λουκουμάς, οι άλλοι κάνουν τον κλασικό, εγώ τον σιροπιαστό και τον «πηγαίνω τρένο»… Επίσης, όσο και αν με πίεσαν, δεν έβαλα τίποτε άλλο στο μενού, δεν έβαλα καφέ κ.λπ., τίποτε.

Όσο γίνονται οι ζυμώσεις αυτές, οι ενδοοικογενειακές αλλαγές σκυτάλης κ.λπ., μπαίνει και η κοινωνία στη φάση με το χρηματιστήριο και την ευζωία, οπότε το πελατολόγιο, ο καταναλωτής έχει αλλάξει απέναντι σε αυτό το κατάστημα; Η συμπεριφορά, οι απαιτήσεις έχουν αλλάξει;
Όχι, σ’ εμένα όχι. 

Δηλαδή, το τι ζητάνε από εδώ παραμένει ίδιο; 
Ναι, και ξέρουν και γιατί έρχονται… Και μερικοί έρχονται και με την ανάμνηση.

Καλή ώρα εγώ, π.χ. 
Ακριβώς… Ξέρουν πού έρχονται. Και όσοι δεν ξέρουν ή π.χ. ξέρουν τον άλλο λουκουμά, ρωτάνε, μαθαίνουν, επιλέγουν, συνηθίζουν. Όπως λέω κι εγώ, κι αν δεν ξέρεις, θα μάθεις! (γέλια) Δοκιμάζεις, κάνεις «μμμ» και τελειώνει εκεί το ζήτημα!

Δεν άλλαξαν δηλαδή με τα χρόνια οι απαιτήσεις του πελάτη, αυτό είναι αξιοθαύμαστο και δείχνει κάτι για το προϊόν.
Τι να σου πω; Αυτή τη στιγμή έχω πελάτη που μπορεί να τον «αποχαιρετώ» κι έχω και πελάτες που μπορεί να μου τους φέρνουν ως νεογνά! Σε στιλ «έλα το πουλάκι μου να φάει»… (γέλια)

Όταν έρχεται η εποχή που αναλαμβάνεις εσύ τα κουμάντα, υπάρχει στιγμή που λυγίζεις, που αναρωτιέσαι αν κάνεις το σωστό, ξέρω ’γω, κάποια μέρα που δεν πατάει πελάτης και λες «τι γίνεται, ρε γαμώτο, έκανα καλά κι έμπλεξα; 
Μπα, δεν νομίζω… Επειδή σ’ εμάς η καλοκαιρινή σεζόν είναι πάντοτε πιο υποτονική, είχα συνηθίσει να έρχεται μια μέρα που η κίνηση να είναι πιο κουλ! Ζορίστηκα λίγο στα χρόνια της κρίσης, αλλά… 

Όταν λέμε κρίση, τη μετράμε από το 2010 -12 και μετά; Σαν να λέμε την τελευταία δεκαετία; 
Ναι, ναι. Ομολογώ ότι λίγο νιώσαμε το χαστούκι και μετά τους Ολυμπιακούς και επίσης και ενδιάμεσα, μετά το φονικό του Γρηγορόπουλου, 
που το κέντρο της Αθήνας πάγωσε.

Με ποια έννοια; 
Το κέντρο είχε να ζήσει τέτοιας έκτασης επεισόδια από την εποχή των αμαξοστασίων με τους λεγόμενους Σταμουλοκολλάδες, αν θυμάσαι, αλλά και πάλι η διάρκεια και η ένταση αφενός και ο κοινωνικός απόηχος της δολοφονίας του παιδιού αφετέρου δεν είχαν ανάλογο προηγούμενο. Έ, κι όσο να πεις, αυτά επηρέασαν και την κίνηση στο κέντρο της πόλης. 

Οπότε; 
Οπότε το φιλοσόφησα λίγο, κεντράρισα στην ιστορία του μαγαζιού και λέω: ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΘΩ, τόσες δεκαετίες μού δίνουν ένα βάρος, ο παππούς έφυγε από Αλεξάνδρεια, πήγαμε στα Χανιά, ήρθε ο μεγάλος πόλεμος, ζημιά… Έπειτα, ο επόμενος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εμφύλιος, πήγαιναν οι άνθρωποι στο peak και έπεφταν μετά, το ’53 ήρθαν οι δικοί μου στην Αθήνα σαν αλεξιπτωτιστές, μετά χούντες, το ’να, τ’ άλλο… και λέω στον εαυτό μου: Για κάτσε, έχεις στα χέρια σου κάτι που ζει πάνω από έναν αιώνα και θα «μασήσεις» τώρα σε αυτό; Τα 110 χρόνια που έχει η επιχείρηση πίσω της μπορούν να σε αγχώσουν, αλλά μπορούν να σου δώσουν και κουράγιο! Οπότε δεν νομίζω ότι δεν έκανα το σωστό. Πιο πολύ αναρωτιέμαι, υπαρξιακά, για το ’97 που ανέλαβα, παρά για τα χρόνια της κρίσης, που πλέον είχα και παιδάκι και οι αποφάσεις παίρνονταν πιο γρήγορα, τσακ-μπουμ και τελειώσαμε…

Η οικογένεια Κτιστάκη στην Ομόνοια τηγανίζει τους πιο νόστιμους λουκουμάδες-4
Ο Σοφοκλής Κτιστάκης στο κατάστημα στα Χανιά με έναν φίλο του.

Πιο νέος, υπήρξαν κάποιοι, ξέρω ’γω μια φιλενάδα ή ένας πελάτης, που να σε περιφρόνησαν, σε στιλ «μα λουκουματζής, βρε παιδάκι μου»; 
(Γελάει) Όχι. Όχι. Να νομίζει, επειδή πάντα σερβίρω κιόλας, ότι είμαι το γκαρσόνι κι όχι ο ιδιοκτήτης, ναι! Άλλωστε, αυτή είναι η πρώτη εικόνα.

Έ, καλά, αυτό είναι προς τιμήν σου… 
Thanks! Αλλά κάτι άλλο, όχι. Άλλωστε οι νέοι, που εμένα με ενδιαφέρουν πιο πολύ ως πελάτες, δεν έχουν σήμερα τέτοιους διαχωρισμούς στη σκέψη.

Μια και αναφέρθηκες στους νέους, πώς θα μπορούσαμε σήμερα να διαστρωματώσουμε την πελατεία σας; Κάτω των 30, άνω των 30, εργένηδες, οικογενειάρχες;
Έρχονται νέοι, κυρίως επειδή μαθαίνουν από τα σόσιαλ μίντια. Η πλάκα είναι όταν τους «κόβω» και λέω μέσα μου «τώρα θα μου ζητήσουν ρόφημα σοκολάτα», και όντως αυτό γίνεται.

Και τότε, τι; Όταν λες το όχι, ψαρώνουν, π.χ.;
Όχι, όχι. Τους εξηγώ ότι δουλεύουμε μόνο με ένα είδος, ότι η μόνη επιλογή είναι αν θες σουσάμι ή κανέλα από πάνω, τους αρέσει κιόλας αυτό, οπότε προχωράμε κανονικά. 

Σκέφτηκες ποτέ να προσθέσεις άλλο προϊόν;
Στο παλιό μαγαζί, Αγίου Κωνσταντίνου 7, είχαμε μεγάλη επιλογή γλυκών, ό,τι βάζει ο νους σου, νουγκατίνες, σοκολατίνες, τα πάντα. Εκεί έμαθα τα γλυκά, λειτουργούσαμε και σαν πρατήριο, μιλάμε για πολύ γλυκό, αλλά εδώ τώρα μιλάμε για άλλη κατάσταση, δεν υπάρχει λόγος να πάρει ο άλλος κάτι από το κέντρο για να το κουβαλάει, π.χ., στην Ηλιούπολη, όπου γύρω του το διαθέτουν άλλοι τρεις-τέσσερις ζαχαροπλάστες. Θα πάρεις κάτι που δεν υπάρχει γύρω σου, οπότε τι μου έμεινε;

Οι λουκουμάδες! 
Ακριβώς! Συ είπας! 

Ταξίδι αντέχουν οι λουκουμάδες; 
Χα! Αν αντέχουν λέει; Το πιο μεγάλο που μου έτυχε είναι η Νέα Ζηλανδία!

Δηλαδή; 
Δηλαδή, ο πελάτης τούς πήγε στη Νέα Ζηλανδία! Και το άλλο, που έστειλε, με κανονικό ταχυδρομείο, κιβώτιο με τρόφιμα στο παιδί της στην Ιρλανδία και έβαλε μέσα και πακέτο με λουκουμάδες! 

Τι λες τώρα; Μερακλήδες γονείς! Μέσα σ’ όλα αυτά, πρόταση σου έχει γίνει, από εξωτερικό ή επαρχία, να συνεταιριστείτε με κάποιον και να κάνετε μαγαζί εκεί;
Ου… συνέχεια. Μπορεί και τώρα. 

Η οικογένεια Κτιστάκη στην Ομόνοια τηγανίζει τους πιο νόστιμους λουκουμάδες-5

Και πώς το διαχειρίζεσαι αυτό; 
Ε, πώς να το διαχειρίζομαι; Σπάω και λίγη πλάκα σε στιλ «ναι, το κλείνω τώρα το μαγαζί κι έρχομαι ν’ ανοίξουμε εκεί». (γελάει) Βέβαια, είναι μια απόφαση… 

Δεν σε βλέπω να «ψήνεσαι».
Ε, παλιότερα μπορεί. Δεκαετίες πίσω… Τώρα. με δέκα χρονών παιδί και με το μαγαζί να το «τρέχω» ολομόναχος, τι νόημα θα είχε; Άσε που δεν γίνεται, έχουμε το θέμα με το μυστικό…

Δηλαδή; 
Με τη συνταγή! 

Σωστά! Εσύ το ’χεις τώρα το μυστικό του λουκουμά Χανίων Κτιστάκη… Ουάου! Και δεν το δίνεις ούτε με πιστόλια, ε; 
(Γελάει) Ειδικά με πιστόλια είναι που δεν το δίνω! Πρέπει να βουτήξεις και στη σκάφη και στο καζάνι για να μάθεις… Κι από δίπλα, να νιώσεις μαζί τις εικόνες, τους ήχους, αυτό, εκείνο, δεν είναι μια απλή συνταγή και τελειώσαμε!

Άρα εσύ πήρες τη συνταγή μαζί με τη σκυτάλη από τον θείο, έτσι; Κι όχι από τον πατέρα σου, που απεβίωσε νωρίτερα! 
Ακριβώς! 

Όταν πια ενσωματώθηκες εδώ, με τις ιδιαιτερότητες της περιοχής πώς τα πήγες;
Από χαρακτήρα, βρήκα γρήγορα τα πατήματά μου. Θα δώσω, π.χ., στον άστεγο, προσεκτικά όμως, γιατί είναι και περήφανοι άνθρωποι.

Κάθε φορά που περνάω, βλέπω και ξένους πελάτες, αλλοδαπούς. Αυτοί πώς προέκυψαν; 
Έρχονται και από τους οδηγούς, και από τους ξεναγούς, και από τις ρεσεψιόν και σιγά σιγά κι από τους λεγόμενους ινφλουένσερ των σόσιαλ μίντια. Και έχει βοηθήσει πολύ αυτό με τους αλλοδαπούς, γιατί το καλοκαίρι λιγοστεύει η ζήτηση των λουκουμάδων από τον  Έλληνα! Να φανταστείς, στο παλιό το μαγαζί σταμάταγε η παραγωγή λουκουμάδων το καλοκαίρι, μόνο χυμούς σπιτικούς φτιάχναμε τότε. Αλλά εδώ και χρόνια, μετά το 1980 ας πούμε, καλοκαίρι, ξεκαλοκαίρι, λουκουμάδες φτιάχνουμε και μόνο λουκουμάδες πουλάμε! Και σ’ αυτό βοήθησε πολύ η κατανάλωση που κάνουν οι τουρίστες.

Αυτό ισχύει για όλη την αγορά του λουκουμά;
Οι άλλοι, επειδή έβαζαν και παγωτά από πάνω, δεν ξέρω τι κάνανε, μπορεί και να το σώνανε στην καλοκαιρινή περίοδο… 

Αλήθεια, ποια είναι η ώρα αιχμής του λουκουμά; 
Παλιότερα κρατάγαμε και πιο αργά, αλλά και τότε, το μεσημέρι ήταν η δυνατή ώρα, να τον φας ζεστό ή να τον πάρεις για το σπίτι, π.χ. σε πακέτο. Δεν χαλάει, δεν έχει μέσα αυγά, βούτυρα να χαλάνε. Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου τους έβαζε στο ψυγείο και τους έτρωγε την επόμενη μέρα.

Τελικά, από πού κατάγεται ο δικός σας λουκουμάς;
Συρία, Λίβανος, Εμιράτα, Τουρκία, σ’ όλα αυτά τα μέρη υπάρχει, αλλά και στην Αλεξάνδρεια, όπου λέγεται «λουκμά αλ κάτι», δηλαδή ο λουκουμάς του κατή, του δικαστή… «Λουκμά» θα πει «μια μπουκιά», δηλαδή ο δικός μας (Κτιστάκη) λουκουμάς, οι άλλοι με τη ζάχαρη είναι ντόνατ πιο πολύ κι ο άλλος με το μέλι είναι άγριος, πιο πολύ προς τηγανίτα.

Άρα τώρα μπορούμε να πούμε: Αλεξάνδρεια γιοκ, Χανιά γιοκ, εδώ στη Σωκράτους είναι το κέντρο του λουκμά αλ κάτι παγκοσμίως! 
Το ένιωσα τις προάλλες, που είχε σταθεί μια οικογένεια μουσουλμάνων απέναντι, κοίταζαν και έδειχναν προς τα εδώ, οι γυναίκες φορούσαν τις μπούρκες τους και μία απ’ αυτές βγάζει μια μηχανή κι αρχίζει να τραβάει φωτογραφίες και λέω: Πω πω, 110 χρόνια μετά, σιγά σιγά κλείνει ο κύκλος, τη βρήκαμε τη Μέκκα…

Τώρα εσύ, νέος άνθρωπος και δυναμικός, όταν έρχεται η ώρα, πώς αντικρίζεις το μέλλον της επιχείρησης; Έχεις παιδί, σκέφτεσαι να του περάσεις το περιβόητο μυστικό; Κι άμα θες, μου λες, γιατί αυτά είναι και προσωπικά κατά μία έννοια.
Δεν είμαι ούτε αρνητικός ούτε θετικός, το αφήνω πάνω του και μάλιστα τώρα τελευταία έχουμε αρχίσει τα «μπαμπά να ’ρθω να ζυμώσω» και ξανά «μπαμπά να ’ρθω να ζυμώσω», οπότε, για πρώτη φορά, λέω κι εγώ «έλα»! Την περασμένη Τρίτη συγκεκριμένα έγινε αυτό! Δέκα χρονών παιδάκι… Άσε που εκείνη την ώρα ένιωσα από δίπλα να κοιτάζουν οι μπαμπάδες, οι παππούδες… [σ.σ.: εμφανώς συγκινημένος] Τι να λέμε τώρα.

Συγκινητικό θα ήταν… 
Ναι, με ρώτησες πάνω στην ώρα… Ελπίζω, πάντως, να του έμεινε του μικρού έστω η εικόνα. Για αρχή είναι αρκετό, όπως κι εγώ ανακαλύπτω μέσα μου πολλές φορές ότι έχω κρατήσει παιδιόθεν ήχους και εικόνες, που μάλλον αυτά με έδεσαν πιο πολύ με την επιχείρηση!

Συναισθηματικά έτσι θα λειτουργεί προφανώς. 
Υποθέτω. Πάντως, όπως προείπα, δεν θέλω να δείχνω ούτε αρνητικός ούτε θετικός, αλλά δεν κρύβω ότι προσωπικά θα ήθελα να έχει μια συνέχεια αυτή η ιστορία. Έχουμε τώρα 110 χρόνια ιστορία, ε, θα ήθελα, Θεού θέλοντος και ατμόσφαιρας και υγείας επιτρεπουσών, να πάμε στα 130, να σβήσω τα κεράκια της επιχείρησης και μετά το ’κλεισα! 

Αν έρθει κάποιος και σου πει «πούλα το»;
Να πουλήσω όχι, με τίποτε! Καλύτερα να το πάρει κάποιος να το μάθει και να φύγει από την Ελλάδα… Δεν είναι εύκολος ο λουκουμάς, δεν θα βρεις, π.χ., αυτό το κουρκούτι στο σούπερ μάρκετ. 

Τα τελευταία χρόνια, όλοι αυτοί οι σεφ της TV σού «την πέφτουν» να σε κινηματογραφήσουν κουτοπόνηρα, να φέρουν το συνεργείο, μπας και πάρουν τη συνταγή;
Κατ’ αρχάς, δεν ζυμώνω ποτέ με άλλον από δίπλα! Νόμος! Δεύτερον, όταν έρθουν τα 130 χρόνια, που έλεγα πριν, προτιμώ να βάλω από δίπλα τον τζούνιορ με μια κάμερα, σε στιλ «έλα εδώ, φίλμαρε και ανέβασέ το στο YouTube και τελειώσαμε»…

ΙΝFO → Λουκουμάδες Κτιστάκη, Σωκράτους 59, Ομόνοια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή