«Μεσιμπάτ ρεχόβ». Το μήνυμά του δεν έγραφε «πάρτι στον δρόμο» ούτε «street party». Μόνο αυτές τις δύο λέξεις στα εβραϊκά με ελληνικούς χαρακτήρες. Χωρίς τόνους. Έτσι το αποκαλούσε όταν έμενε στο Τελ Αβίβ. Γιατί να άλλαζε τις λέξεις στην Αθήνα; Το μεσιμπάτ ρεχόβ χωρούσε μια αστική κουλτούρα της χώρας του που τη συνόδευε ο ξέφρενος χορός σε έναν δρόμο, σε μια πλατεία που μόλις είχε ανακαινιστεί. Τα ποτά από το διπλανό μίνι μάρκετ, το οποίο δεν υπάκουε στους θρησκευτικούς νόμους του Σαββάτου και παρέμενε ανοιχτό. Τα φλερτ στις διασταυρώσεις εμπορικών δρόμων. Οι αποκριάτικες στολές στη γιορτή του Πούριμ τον Μάρτιο.
Οι πολιτιστικές διαφορές δεν έχουν σημασία, η ουσία των μεσιμπάτ ρεχόβ και του street party στον Νέο Κόσμο, πίσω από τη Στέγη, ήταν η ίδια. Ένα ξεσκαρτάρισμα σκέψεων και υποχρεώσεων ένα βράδυ καθημερινής. «Dude, γιατί οι Έλληνες δεν χορεύουν καθόλου;» ρώτησε βλέποντας τις γύρω παρέες μέσα στην κατήφεια και σκυμμένες στην οθόνη των κινητών τους. «Ξέρω γω, ψάχνουν κάτι άλλο εδώ πέρα», και βγάλαμε μια φωτογραφία, την οποία θα ξεθάψουμε χρόνια αργότερα σε κάποια κάρτα SD. Και πού ξέρεις, μπορεί να συμπεριλάβουμε την ανάμνησή της σε ένα βιβλίο μαζί με άλλες που θα ανακαλύψουμε και τελικά να γράψουμε το magnum opus μας. Βέβαια, δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται.
Διαβάζω τα Χρόνια της Ανί Ερνό, που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ομολογώ πως δεν θα το έκανα, αν δεν απορούσα με τις απόψεις που πέτυχα στο ελληνικό Facebook εναντίον της λογοτεχνίας που η Ερνό πρεσβεύει, οι οποίες, αντί να ενισχύουν την ανάγνωση, καταφέρνουν να την απωθήσουν ακόμα περισσότερο. «Στη Γαλλία την προτείνουν ως ανάγνωσμα στους μαθητές Λυκείου», ακούω μια κουβέντα στο Λεξικοπωλείο του Παγκρατίου. Δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να ταυτιστώ με τη γραφή της. Ωστόσο, ακούω την πραγματικότητά της όπως την άπλωσε σε λέξεις, ρουφώ τις τηλεοπτικές διαφημίσεις που θυμάται και τη μελαγχολία που κρύβεται πίσω από κάθε απόσπασμα. Φτάνω στη σελίδα 100 ακούραστα.
«Θα πάρεις το μετρό για Πειραιά;» άκουγα τους Πειραιώτες του γραφείου να καμαρώνουν για τους νέους σταθμούς του μετρό και να γελούν με κάτι που μέχρι πριν από χρόνια τούς φαινόταν απίστευτο. Οι λαμαρίνες έχουν βγει από την πλατεία Κοραή, η παλιά κόπια Πειραιωτών στέκεται στην είσοδο του σταθμού, ψηλαφίζει τον χάρτη του δικτύου, βγάζει φωτογραφίες. «Μ****α, τσίμπα με, δεν το πιστεύω πως πάμε Αθήνα με μετρό», λένε δύο κοπέλες, άρτι αφιχθείσες από νησί, θερμοκέφαλα ενθουσιασμένες που θα γλιτώσουν τις κυλιόμενες του Μοναστηρακίου. Ακούω τα σχόλιά τους, σε αντίθεση με το σχόλιο ενός συναδέλφου που υποστηρίζει πως πήγα βραδιάτικα μέχρι τον Πειραιά, για να τονώσω τα πολυμορφικά μου κόμπλεξ λόγω της έλλειψης μετρό στη Θεσσαλονίκη. Δεν θα γυρίσει ο τροχός; Εκεί θα είμαστε.
Η ατζέντα της εβδομάδας όμως δεν αφορά τον Πειραιά, αλλά την υπόθεση του Κολωνού και τη λίστα με τα 213 ονόματα που αποκαλύπτουν την σήψη της κοινωνίας μας. Τι να πούμε πια…