Η Ελένη η γατού

Αναμνήσεις και ένας καθυστερημένος φόρος τιμής.

2' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν ξέρω πώς γίνεται να πέρασαν χίλια και τεύχη από πάνω μου χωρίς να μου περάσει ποτέ απ’ το μυαλό να γράψω για την κυρία Ελένη. Η Ελένη ήταν η μοδίστρα, φιλενάδα του πρωινού καφέ, νοικάρισσα, γκουβερνάντα, μπεϊμπισίτερ της οικογένειάς μου. Εκείνες τις εποχές, στα τέλη των ’60s, για μια μικροαστική οικογένεια σαν τη δική μου ήταν φυσιολογικό να μένεις σε μονοκατοικία που έπιανε ολόκληρο τετράγωνο, με ισόγειο κατάστημα, ιδιόκτητη ταράτσα και καμαράκι στον ακάλυπτο. Το σπίτι μας. Το σπίτι της. 

Η κυρία Ελένη θα μπορούσε να έχει βγει από ελληνική ταινία του Φίνου: ένα ορφανό παιδί από την επαρχία που δεν είχε άλλη επιλογή από το να γίνει ψυχοκόρη στην πρωτεύουσα για να επιβιώσει. Ένας αρραβώνας που στράβωσε, μια τέχνη που της εξασφάλιζε το μεροκάματο, ένα σπίτι «καμαρούλα μια σταλιά», με αντάλλαγμα διάφορες υπηρεσίες. Και, ως τυπική περίπτωση γεροντοκόρης, η κυρία Ελένη είχε γάτες. Πολλές γάτες. 

Το παρατσούκλι τής το είχα βγάλει εγώ. Όχι μόνο για μας, αλλά για ολόκληρη τη γειτονιά, η κυρία Ελένη ήταν απλώς «η Ελένη η γατού». Αμφιβάλλω αν ήξερε κανείς το επώνυμό της. Κάθε πρωί, κατά τις οκτώ, έβγαινε από το καμαράκι, ανέβαινε τη σιδερένια κοχλιωτή σκάλα του ακάλυπτου μέχρι την κουζίνα μας, έφτιαχνε ελληνικό και τα λέγανε με τη μαμά. Σχεδόν πάντοτε την ακολουθούσαν οι γάτες της. Που περίμεναν υπομονετικά έξω από την πόρτα μέχρι να τους βγάλει λίγο γάλα στο πιατάκι του καφέ. Η μάνα μου ανεχόταν αυτή την «ιδιοτροπία» (σε μια εποχή που οι γάτες ζούσαν μόνο έξω και τρέφονταν με αποφάγια), γιατί η κυρία Ελένη ήταν μια γυναίκα με πολλά ταλέντα: έμπιστη με τα παιδιά, καλοκάγαθη, ταλαντούχα μαγείρισσα, χρυσοχέρα και με δική της ραπτομηχανή (αγορασμένη με δόσεις και αίμα από τον Singer). Θυμάμαι –και μάλλον θα θυμάμαι για πάντα– τα απογεύματα στο σαλόνι μας, με τα περιοδικά μόδας απλωμένα στο χαλί, τα ψαλιδισμένα ρετάλια από τα υφάσματα και τα πατρόν, τα πολύχρωμα κουμπιά στα μεταλλικά κουτιά από μπισκότα και το ανελέητο κουτσομπολιό που τραβούσε εύκολα μέχρι το βράδυ. 

Κάποια στιγμή δώσαμε το σπίτι αντιπαροχή. Η «Ελένη η γατού» αναγκάστηκε να μετακομίσει σε ένα διαμέρισμα κάπου κοντά, ύστερα από περίπου δέκα χρόνια συγκατοίκησης με την οικογένεια Φραντζεσκάκη και τις γάτες της. Δεν μπόρεσε να πάρει καμία μαζί της. Στα διαμερίσματα ο κανονισμός ήταν σαφής: απαγορεύονται αυστηρά τα ζώα. 

Η μαγεία εξανεμίστηκε. Η γυναίκα που με μεγάλωσε, ο άνθρωπος που ήταν κάθε μέρα σπίτι μας υποβιβάστηκε ακαριαία σε μια απλή γειτόνισσα που μας επισκεπτόταν αραιά και πού, για να ράψει ένα καινούργιο φόρεμα. Μέχρι που φύγαμε από τη γειτονιά και χάθηκε.

Την αναζήτησα δεκαετίες μετά, όταν ήμουν πια φοιτητής. Έμενε στο ίδιο διαμέρισμα. Γριά. Μόνη. Μου είπε απλά: «Εσείς και οι γάτες ήσασταν η ζωή μου, Τζιτζάκο». Χωρίς παράπονο. Με τη σοφία ενός ανθρώπου που είναι συμφιλιωμένος με την αναπόδραστη μοίρα του. Ντράπηκα. 

Τώρα που το σκέφτομαι, αυτός είναι ο λόγος που πέρασαν χίλια και τεύχη από πάνω μου χωρίς να μου περάσει από το μυαλό να γράψω για την κυρία Ελένη, την «Ελένη τη γατού».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή