Η Λίλα Μπακλέση δεν τσακώνεται, κάνει κικ μπόξινγκ

Η Λίλα Μπακλέση δεν τσακώνεται, κάνει κικ μπόξινγκ

Συναντήσαμε τη δραστήρια Λίλα Μπακλέση στα κενά του πολύ φορτωμένου προγράμματός της και μας είπε ότι το έμφυλο ζήτημα δεν είναι μόδα, ότι αποφεύγει κάθε τοξικό περιβάλλον και ότι κάποια στιγμή θα ταξιδέψει στη Βραζιλία.

7' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς ανεβαίνω τον πεζόδρομο της Ηρακλειδών, κάθεται με γυρισμένη την πλάτη της στο καφέ όπου έχουμε δώσει ραντεβού. Τα σγουρά μαλλιά που «χύνονται» μέχρι χαμηλά στη μέση της, σήμα κατατεθέν της Λίλας Μπακλέση, με γλιτώνουν από την αμήχανη αναζήτηση του συνεντευξιαζομένου στα τραπεζάκια που απλώνονται τριγύρω. Μαζί της κάθεται και ένας συμπαθητικός νεαρός. 

«Ο αδερφός μου», μας συστήνει και, αφού τον φιλά χαρούμενα, τον αποχαιρετά. Μένει κοντά, μου λέει, και ήταν ευκαιρία να τον δει για λίγο, καθώς το πρόγραμμά της είναι πολύ φορτωμένο αυτή την εποχή. 

Εδώ και λίγες εβδομάδες συμπρωταγωνιστεί στην παράσταση Η βίλα (ο δρόμος που δεν πήραν), που ανεβαίνει στο Σύγχρονο Θέατρο, κάνει σπικάζ και μεταγλωττίσεις, συζητά για δύο ταινίες που θα γυριστούν το καλοκαίρι και μία τηλεοπτική σειρά για την επόμενη σεζόν και δουλεύει τη μετάφραση και τη θεατρική απόδοση ενός βρετανικού έργου που θα ανεβάσουν με την Άρτεμη Γρύμπλα και τον Κωνσταντίνο Μπιμπή, την ομάδα πίσω από τη μεγάλη θεατρική επιτυχία Οι κάτω απ’ τ’ αστέρια – την οποία ακόμα ελπίζει ότι θα ανεβάσουν ξανά στο μέλλον. «Μου συμβαίνει αυτό με κάποιες δουλειές», λέει. «Τις αγαπώ πολύ και δεν τις ξεχνάω». Μία από αυτές είναι και η τηλεοπτική σειρά Σώσε με, που είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Δημήτρη Σίμου και προβάλλεται στον ΑΝΤ1. 

Έχει έναν δυναμισμό και μια ορμή η Λίλα Μπακλέση, που συχνά θυμίζουν τιθασευμένο τσαμπουκά, και μερικές στιγμές ξαφνιάζει το ότι προέρχονται από αυτή τη μικροκαμωμένη νέα γυναίκα με το παιδικό πρόσωπο. Έπειτα όμως τη θυμάμαι στη σκηνή, στη Βίλα. Λίγο μετά την αρχή της παράστασης έχει έναν φρενήρη μονόλογο για αρκετά λεπτά, έντονο, με συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, πυγμή, πόνο. Εκείνα τα λεπτά μοιάζει σαν να διευρύνεται το εκτόπισμά της, σαν να καταλαμβάνει περισσότερο χώρο, ψηλώνει, απλώνεται, κυριαρχεί, με έναν τρόπο όμως που δεν σκοτεινιάζει την πλατεία με τη σκιά της, αλλά περνάει σαν αεράκι ανάμεσα από τα καθίσματα, αναστατώνοντας σκέψεις και συναισθήματα. 

Η Λίλα Μπακλέση δεν τσακώνεται, κάνει κικ μπόξινγκ-1

Από το 0 στο 100

Την αγγίζει βαθιά το θέμα της παράστασης, η γυναικεία κακοποίηση. (Στο έργο του Γκιγιέρμο Καλντερόν, τρεις γυναίκες αναλαμβάνουν να αποφασίσουν το μέλλον της Βίλας Γκριμάλντι, ενός υπαρκτού χώρου βασανιστηρίων και δολοφονιών της Χιλής κατά τη δικτατορία του Πινοσέτ.) Σε μια παρέα φίλων, πρόσφατα, κάποιος μοιράστηκε τον προβληματισμό μήπως αυτή η θεματική έχει γίνει τρεντ, μόδα, της λέω. Έχει; «Η έμφυλη βία είναι κάτι που μας αφορά, δεν μπορείς να μη μιλήσεις γι’ αυτό. Αντίθετα, θέλεις να μιλήσεις, εγώ μέσα μου καίγομαι. Και ευτυχώς βρεθήκαμε άλλοι τρεις τέσσερις άνθρωποι που θέλαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό. Δεν ξέρω αν θα το έλεγα μόδα. Πάντως πρέπει να μιλήσουμε για όσα μας αφορούν και να ανοίξουμε έναν διάλογο, γιατί το βασικό είναι να ανοίξει ένας διάλογος με τον κόσμο». 

Παλιότερα η ίδια ήταν πιο επιθετική όταν άκουγε ένα σεξιστικό ή ομοφοβικό σχόλιο – ο τσαμπουκάς που λέγαμε. «Πήγαινα σε δευτερόλεπτα από το 0 στο 100, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Τώρα δεν έχω γίνει διαλλακτική, αλλά προτιμώ να συζητάω, γιατί θεωρώ ότι, αν κάνεις επίθεση στον άλλο, απλώς θα αμυνθεί και δεν θα σημειωθεί πρόοδος». Και στη δουλειά έχει αλλάξει, στον τρόπο που διεκδικεί, που κλείνει συμφωνίες, που αξιολογεί. «Θα πω όχι αν το περιβάλλον είναι τοξικό, αν οι συνεργάτες δεν μου αρέσουν, αν οι εργασιακές σχέσεις είναι προβληματικές», ξεκαθαρίζει. Με ξαφνιάζει όταν μου λέει ότι πιστεύει πως δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί που πρέπει να περνούν από ακρόαση, οι ίδιοι θα πρέπει να αξιολογούν και τον σκηνοθέτη ή τη δημιουργική ομάδα, να ξεφύγουν από τη θέση του «μαθητή» στην οποία έχουν τοποθετηθεί. (Πιο πολύ ακόμα με ξαφνιάζει όταν ομολογεί ότι πέρασα και εγώ από «οντισιόν» χωρίς να το γνωρίζω, όταν ανέτρεξε σε παλαιότερες συνεντεύξεις που είχα κάνει με συναδέλφους της, για να με αξιολογήσει.)

Η Λίλα Μπακλέση δεν τσακώνεται, κάνει κικ μπόξινγκ-2

Από τον Παράδεισο στο Εθνικό

Είναι δύσκολη η δουλειά της, τρέχει όλη την ημέρα –και είναι και από τους τυχερούς που έχουν καταφέρει να ζουν αποκλειστικά από αυτήν–, συχνά πρέπει να παλέψει για τη βασική αμοιβή, οι εργασιακές συνθήκες είναι προβληματικές σε πολλές περιπτώσεις. Δεν έχει μετανιώσει, ωστόσο, ούτε στιγμή που την επέλεξε. Ήταν σχεδόν 25 ετών, είχε έρθει στην Αθήνα από την Πάτρα για να γραφτεί σε δραματική σχολή και μόλις έναν μήνα πριν από τα 25α γενέθλιά της έγινε δεκτή, στο παρά πέντε, στο Εθνικό. «Ήθελα να σπουδάσω θέατρο, να μπω σε αυτόν τον κόσμο που με μάγευε», θυμάται. Είχε ήδη επαφή με τον κόσμο του σινεμά, την είχε δει τυχαία σε μια ερασιτεχνική ομάδα στη γενέτειρά της ο επίσης Πατρινός Παναγιώτης Φαφούτης και την επέλεξε για την ταινία του Ο Παράδεισος, όπου στη διάρκεια του μοντάζ την είδε ο Έκτορας Λυγίζος και της πρότεινε έναν ρόλο στην ταινία Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού. Τότε φοιτούσε στο Πολυτεχνείο στην Πάτρα. Το είχε επιλέξει γιατί ήταν πολύ καλή μαθήτρια και ήθελε να κάνει μια δουλειά που θα μπορούσε να την κάνει από οπουδήποτε στον κόσμο. Και επειδή δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να ζήσει από την υποκριτική. ➔ «Αλλά δεν μου ταίριαζε η σχολή», θυμάται, «και ήταν πολύ στενάχωρο να βλέπω όλους γύρω μου να βρίσκουν αυτό που τους αρέσει και εγώ να μην μπορώ». Τότε κατάλαβε όμως και ότι, «για να γίνεις ηθοποιός, πρέπει σχεδόν να μην μπορείς να κάνεις κάτι άλλο στη ζωή σου». Όταν δε βρέθηκε για πρώτη φορά στις αίθουσες της σχολής, βεβαιώθηκε: «Ένιωσα ότι εκεί έπρεπε να είμαι». 

Η Λίλα Μπακλέση δεν τσακώνεται, κάνει κικ μπόξινγκ-3
Με τις συμπρωταγωνίστριές της στη Βίλα και φίλες της από τα χρόνια της σχολής του Εθνικού, Αγγελική Πασπαλιάρη και Νατάσα Εξηνταβελώνη.

Ο Μαύρος Γάτος και τα ταξίδια

Από εκείνα τα χρόνια κρατάει και η αγάπη της για την Αθήνα. «Είμαι παιδί του κέντρου. Μου αρέσει πολύ η Αθήνα, μου αρέσει να περπατάω. Ειδικά την άνοιξη και το φθινόπωρο απολαμβάνω πολύ να κάνω βόλτες στην πόλη – και το βράδυ. Έχω στέκια που αγαπώ πολύ, όπως ο Μαύρος Γάτος στα Εξάρχεια και το καφέ Βαρνάβα στην πλατεία Βαρνάβα, και ταυτόχρονα ψάχνω και ανακαλύπτω νέα μέρη. Ανάμεσα στις αγαπημένες μου περιοχές είναι το Θησείο αλλά και η Κυψέλη. Εκεί μου αρέσει που συνυπάρχουν άνθρωποι από διαφορετικές χώρες, νιώθω όμορφα και βρίσκω ενδιαφέρον το να συνομιλεί κανείς με ανθρώπους που μπορούν να αφηγηθούν διαφορετικές ιστορίες». Δεν βγαίνει πια όπως στα είκοσι, λέει γελώντας, αλλά έχει πλέον βεβαιωθεί ότι δεν είναι από τους ανθρώπους που κουράζονται εύκολα. «Αυτό που μου αρέσει είναι ότι έχω τη δυνατότητα να κάνω ταξίδια. Θα μπορούσα να φύγω και για μήνες, χαίρομαι πολύ να ταξιδεύω». Δεν έχει βγει όμως ακόμα από την Ευρώπη. Το πιο πρόσφατο ταξίδι της ήταν στην Κωνσταντινούπολη, το επόμενο είναι ταξίδι μπάτσελορ-έκπληξη στην κολλητή της, οπότε αρνήθηκε να αποκαλύψει τον προορισμό, αλλά ονειρεύεται και ταξίδια μακρινά, στην Ασία, στη Λατινική Αμερική – η μαμά της έχει γεννηθεί στη Βραζιλία (από Έλληνες γονείς) και είναι αποφασισμένη να την επισκεφθεί. 

Βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να μπορεί να μην εργαστεί για κάποιους μήνες και να απολαύσει εξορμήσεις στον κόσμο. «Βέβαια, αυτό σημαίνει ότι τους υπόλοιπους μήνες δουλεύω 14 και 15 ώρες την ημέρα». Αυτός είναι και ο λόγος που μπροστά της εδώ και τόση ώρα βρίσκεται μια σαλάτα: φροντίζει τη διατροφή της, γυμνάζεται καθημερινά (κάνει κικ μπόξινγκ και πιλάτες), ώστε να κρατάει υγιές και δυνατό το σώμα της, για να αντέχει. Για να θυμάται, απλώς σημειώνει. «Κατά κανόνα έχω πολλά πράγματα στο μυαλό μου. Στη δουλειά μπορεί να έχω γύρισμα, σπικάζ, θέατρο, συναντήσεις, θέλω να δω και τους δικούς μου ανθρώπους. Αν δεν τα σημειώσω, θα τα ξεχάσω». Για να εκτονώνεται, κλοτσάει και γρονθοκοπεί τον σάκο του κικ μπόξινγκ. «Μου κάνει πολύ καλό ψυχολογικά, ξεσπάω τα νεύρα μου, βοηθάει πολύ το να χτυπάς. Παλιότερα εκνευριζόμουν και, επειδή είμαι ενοχική, κατάπινα τον θυμό μου. Επειδή θόλωνα, δεν μπορούσα να πω αυτό που ήθελα και που έπρεπε και μετά σκεφτόμουν για ώρες τι θα έπρεπε να είχα πει και τσακωνόμουν μέσα στο κεφάλι μου. Τώρα που χτυπάω τον σάκο, είναι καταπληκτικά! Ό,τι με έχει εκνευρίσει το εκτονώνω στον σάκο. Βέβαια, πλέον προσπαθώ να μην τσακώνομαι με κανέναν, ακόμα και αν μου μιλήσει, π.χ., υποτιμητικά. Δεν ξέρω γιατί το κάνουν αυτό οι άνθρωποι, αλλά το κάνουν. Εμένα όμως δεν με ακουμπά πια τόσο, κάνω και ψυχοθεραπεία, το δουλεύω». Κάνει παύση, δείχνει ικανοποιημένη. Και καταλήγει γελώντας: «Έχει αλλάξει και ο τρόπος που οδηγώ, είμαι πολύ πιο ήρεμη». Είναι από τις λίγες φορές που έχει γελάσει το τελευταίο μισάωρο. Είναι πάντα τόσο σοβαρή ή φταίει η συνθήκη της συνέντευξης; «Ήταν και λόγω των θεμάτων που ήθελα να συζητήσουμε. Ήθελα να γίνω κατανοητή, να μιλήσω σωστά και με σαφήνεια», εξηγεί. Αλλά μοιάζει προβληματισμένη. «Ώστε ήμουν τόσο σοβαρή, ε; Με εξέπληξες όταν μου το είπες, συνήθως είμαι ο καραγκιόζης της παρέας!»

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή