Εσύ δεν είσαι ο Τσίου;

Για μια γενιά σινεφίλ ο Αλέξανδρος Παρίσης είναι το πρόσωπο μιας από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, ο Τσίου επιστρέφει για μια δεύτερη ζωή στο θέατρο.

7' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ρε συ! Εσύ δεν είσαι ο Τσίου; Δεν το πιστεύω! Έλα να βγάλουμε μια φωτογραφία!». Κάπως έτσι, ένας περαστικός θα διακόψει για λίγο τη φωτογράφιση του Αλέξανδρου Παρίση για το «Κ», προκειμένου να εκφράσει τον θαυμασμό του στον ηθοποιό που έμελλε να ενσαρκώσει ένα από τα πλέον δημοφιλή underground σύμβολα του ανεξάρτητου ελληνικού σινεμά. «Τώρα που έχω χάσει κάποια κιλά και πλησίασα κάπως την τότε μου εμφάνιση, με αναγνωρίζουν περισσότεροι!» μου λέει γελώντας ο Αλέξανδρος. Ο Τσίου, το βραβευμένο cult κινηματογραφικό ντεμπούτο του Μάκη Παπαδημητράτου, διατηρεί ακόμα αναλλοίωτο τον μύθο του. Μέχρι και διάσημο πολιτικό πρόσωπο, όπως μου εκμυστηρεύεται ο Αλέξανδρος, τον σταμάτησε στον δρόμο τις προάλλες για να του πει πόσο έχει γελάσει με την ταινία. «Έχει κάτι το συγκινητικό και το νοσταλγικό μαζί να σε θυμούνται έπειτα από τόσα χρόνια για έναν ρόλο. Έχω να θυμηθώ άπειρες θερμές αντιδράσεις του κόσμου. Εκείνη που δεν θα ξεχάσω ποτέ, όμως, είναι μια κοπέλα που με βρήκε πριν από χρόνια να τρώω κάπου στου Ψυρρή. Μου δείχνει ένα καροτσάκι με ένα μωρό μέσα και μου λέει: “Είσαι ένας βασικός λόγος που ξέκοψα από τα ναρκωτικά κι έγινα μητέρα”. Μούδιασα. Ως γνωστόν η ταινία μιλάει για τον εθισμό στα ναρκωτικά, με χιούμορ όμως, όχι με μαυρίλα. Αυτή η κοπέλα ακολούθησε το χαρούμενο φινάλε της ταινίας, που ο ήρωάς μου καταφέρνει να ξεμπλέξει και να κάνει οικογένεια. Κακά τα ψέματα, τα εθισμένα άτομα δεν έχουν συνήθως καλό τέλος. Μάλιστα, τότε, είχαμε κατηγορηθεί ότι ωραιοποιούμε τον κόσμο των ναρκωτικών και ότι το φινάλε παραείναι φαντασιακό. Μπορώ να το καταλάβω. Από την άλλη, η τέχνη είναι εκεί για να δίνει μια ελπίδα και μια πρόταση για κάτι καλύτερο. Έτσι δεν είναι;»

Για την ιστορία, μιλάμε για την ταινία με το χαμηλότερο μπάτζετ στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. «Αρκεί να σου πω ότι εγώ χρήματα δεν πήρα και τα γυρίσματα τα ολοκληρώσαμε μέσα σε τρεισήμισι μόνο εβδομάδες», λέει ο Αλέξανδρος. «Φέρναμε φαγητό από το σπίτι, εγώ κρατούσα το μπουμ, ήταν λίγο οικογενειακή η συνθήκη. Θυμάμαι τότε μιλούσα με έναν σημαντικό άνθρωπο της δουλειάς και του παραπονιόμουν ότι, ενώ κάνουμε μια μεγάλη προσπάθεια, δεν έχουμε από πίσω ένα μεγάλο γραφείο παραγωγής ή τη διαφήμιση που θα μας σπρώξει. “Άκου να δεις”, μου είχε πει, “αν ο σπόρος είναι θετικός, όσο και να τον θάψεις κάτω από τη γη, θα βρει τον τρόπο να απλώσει”. Είχε δίκιο. Ενώ όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά το 2005 στον Μικρόκοσμο δεν έκοψε εισιτήρια, μπήκαμε από το παράθυρο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης της ίδιας χρονιάς, τελευταία μέρα των αιτήσεων, καταλήγοντας να κερδίζουμε τρία βραβεία. Μας αγκάλιασαν σαν ένα νέο ρεύμα, στον δρόμο που άνοιξε ο Γιάνναρης και ο Οικονομίδης, κι αυτό ήταν τεράστια αποζημίωση. Έπειτα, βέβαια, ήρθε η πειρατεία και το διαδίκτυο, κι εκεί έγινε το μεγάλο μπαμ. Εκεί τη λάτρεψε την ταινία όλος ο κόσμος, από τους πιο μικρούς μέχρι τους πιο μεγάλους. Ας είναι καλά οι βιντεοκλαμπάδες που την προωθούσαν στη ζούλα ως αριστούργημα! Ο χαμός βέβαια έγινε με την άνθιση του ίντερνετ. Ο αριθμός των κλικ δεν μπορεί να καταγραφεί επακριβώς, αλλά υπολογίζουμε ότι πρέπει να έχει φτάσει περίπου τις 7 με 8 εκατομμύρια προβολές».

Εσύ δεν είσαι ο Τσίου;-1

Η δύναμη του χιούμορ

Ο Τσίου έγινε viral προτού καλά καλά μάθουμε τι σημαίνει viral. Ο ήρωας που τον καυτό Δεκαπενταύγουστο του 2005 ψάχνει τη δόση του περπατώντας από την Ομόνοια μέχρι την Πλατεία Βάθης για να φωτίσει μέσα από κωμικοτραγικά σκηνικά μια κατάσταση περιθωρίου στους δρόμους της Αθήνας αγαπήθηκε σφόδρα, με ατάκες που μέχρι σήμερα αναπαράγονται σε παρέες φίλων. «Νομίζω ότι ο κόσμος αφουγκράστηκε ότι ήμασταν μια παρέα που, ενώ είχε στα χέρια της το τίποτα, ήθελε να φτιάξει κάτι για να περάσει καλά. Όταν κάνεις κάτι για να το χαρείς πρώτα εσύ, χωρίς καμία άλλη προσδοκία, τελικά θα βρει τον τρόπο να επικοινωνήσει με τον πολύ κόσμο», πιστεύει ο Αλέξανδρος. «Το χιούμορ έπαιξε σημαντικό ρόλο. Δεν είναι τυχαίο που έχουν μείνει στην ιστορία τόσες ατάκες. Το χιούμορ είναι κάτι που τρυπώνει παντού, ακόμη και στις πιο σκοτεινές συνθήκες. Είναι ένας τρόπος να σταθούμε στα πόδια μας και να προχωρήσουμε όταν όλα γύρω μας γκρεμίζονται».

Μπορεί για την ερμηνεία του Τσίου να μην πήρε μισθό τότε, την τεράστια επιτυχία του ρόλου όμως την εξαργύρωσε. «Από τότε εργάζομαι ανελλιπώς στον χώρο και βιοπορίζομαι από αυτό το επάγγελμα», λέει. «Δεν είναι και λίγο, αν σκεφτείς πόσες δυσκολίες έχει να αντιμετωπίσει ένας καλλιτέχνης. Δεν ξέρω αν ο Τσίου στιγμάτισε την καριέρα μου, αν και αρκετές φορές μού ζήτησαν να επαναλάβω το ίδιο μοτίβο ερμηνευτικά. Είπα όχι, φυσικά. Με ενδιαφέρει να εξελίσσομαι ως ηθοποιός και να κάνω διαφορετικά πράγματα.

Ήταν όμως ένα καλό εισιτήριο, που εξασφάλισε την παραμονή μου στο επάγγελμα που τόσο αγαπώ. Έκτοτε έχω κάνει πολλά πράγματα, άλλα μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα. Ταινίες, θεατρικά, τηλεοπτικά σίριαλ, ραδιόφωνο. Αν με ρωτήσεις γιατί είμαι πιο περήφανος, βέβαια, θα σου πω για την οικογένειά μου. Έχω μια υπέροχη γυναίκα και δύο υπέροχα παιδιά. Αυτή είναι η βασική προτεραιότητα στη ζωή μου. Πλέον ζω μόνιμα στην Κύπρο με την οικογένειά μου κι έχω καταφέρει να φτιάξω μια γερή βάση εκεί. Ο ρόλος του πατέρα είναι ο πιο σημαντικός, ό,τι πιο δυνατό έχω ζήσει ως άνθρωπος. Εξελίχθηκε η προσωπικότητά μου. Στην Κύπρο με κράτησε ένα αίσθημα ασφάλειας. Έφυγα από την Αθήνα το 2011, σε μια δύσκολη στιγμή για την Ελλάδα. Ενώ είχα προτάσεις για δουλειά, ένιωθα να χάνεται κάπως η αξιοπρέπεια του ηθοποιού μέσα στο επάγγελμα. Υπήρχε η λογική: θα κάνεις τρία και θα πληρωθείς το ένα. Ήθελα μια σταθερότητα».

Εσύ δεν είσαι ο Τσίου;-2
Εσύ δεν είσαι ο Τσίου;-3
Στιγμές από τα γυρίσματα του Τσίου, μιας ταινίας που γυρίστηκε με ελάχιστο μπάτζετ και σε παρεΐστικο κλίμα, αποτυπώνοντας μια Αθήνα του περιθωρίου και ένα αστικό αυγουστιάτικο τοπίο.   

Reunion επί σκηνής

Για την επιστροφή του στην Αθήνα αυτό το καλοκαίρι ευθύνεται και πάλι ο Τσίου, ο οποίος επιστρέφει, αυτή τη φορά με τη μορφή θεατρικής παράστασης, κάτι σαν ένα μεγάλο reunion πάρτι επί σκηνής. «Θα δείτε ακριβώς την ιστορία της ταινίας, με τον ίδιο σκηνοθέτη και μεγάλο μέρος από την ίδια ομάδα ηθοποιών, με κάποιες φανταστικές προσθήκες. Τώρα με τις πρόβες βλέπω ότι η ωραία ενέργεια, η διάθεση για χαβαλέ και ο ενθουσιασμός που είχαμε τότε, είκοσι σχεδόν χρόνια πριν, είναι ακόμα εδώ. Είναι σαν να ανοίγω την πόρτα του παιδικού μου δωματίου, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Φυσικά πέρασαν πολλές μέρες. Τότε δεν είχα κλείσει τα 30 και τώρα κοντεύω τα 50. Τότε ήμασταν μετά τους Ολυμπιακούς, στο ροζ σύννεφο ότι όλα πηγαίνουν καλά, και σήμερα υπάρχει μια άλλη Ελλάδα. Ποιος περίμενε τότε το τσουνάμι που θα ακολουθούσε; Νομίζω το θεατρικό αυτό είναι μια καλή ευκαιρία για τον κόσμο να θυμηθεί ή να γνωρίσει για πρώτη φορά τον Τσίου, αλλά και για μένα να δώσω μια άλλη ερμηνευτική διάσταση στον ρόλο, που η απειρία μου τότε ίσως να μην το επέτρεψε».

Στο πολυαναμενόμενο θεατρικό comeback θα δούμε και Έλληνες street artists (Sonke, Dazno, Σπύρος Αγγελόπουλος κ.ά.), οι οποίοι κατά τη διάρκεια της παράστασης θα ολοκληρώνουν επί σκηνής ένα έργο τους σε έναν «δρόμο» της Αθήνας του Τσίου. «Οι δρόμοι της Αθήνας ήταν βασική εικόνα της ταινίας τότε και της παράστασης τώρα. Εγώ μεγάλωσα στα Πατήσια σε μια σκληρή εποχή, τέλος του ’80, που δεν έβλεπες και τις πιο χαρούμενες εικόνες στους δρόμους. Ναρκωτικά, ξύλο, οπαδιλίκια, κλοπές. Έζησα από μικρός κοντά στο περιθώριο και ασυναίσθητα ανέπτυξα μια ασπίδα προστασίας. Ήξερα να πάω μέχρι εκεί που δεν θα μυρίζει κίνδυνος. Γι’ αυτό και δεν είχα ποτέ εθισμούς. Από την άλλη πλευρά, μεγάλωσα σε μια Πατησίων γεμάτη σινεμά και θέατρα, που ο κόσμος φορούσε τα καλά του κάθε βράδυ για να δει κάτι που θα τον μαγέψει. Αυτό με έκανε να θέλω να γίνω ηθοποιός. Να καταλάβω τι είναι αυτή η επικοινωνία που αναζητά κάποιος σε μια κλειστή αίθουσα. Το θέατρο το αγαπώ περισσότερο από το σινεμά. Μάλιστα, αυτή την περίοδο ολοκληρώνω και το δεύτερο θεατρικό που γράφω παρέα με τον Βαγγέλη Αλεξανδρή. Νιώθω ότι τώρα που έρχομαι ξανά κοντά στον Τσίου είναι σαν να κοιτάω πίσω και να βλέπω πού έχω φτάσει. Συνειδητοποιώ ότι όλη μου η πορεία ξεκίνησε από το πλην, ούτε καν από το μηδέν, και είναι πολύ γοητευτικό να βλέπω ότι έχω φτάσει κάπου με τον τρόπο που ήθελα».

Πριν πούμε αντίο, τον ρωτώ πώς πιστεύει ότι θα ήταν ο Τσίου σήμερα. «Είναι ένας χαρακτήρας που προέκυψε μέσα από δικούς μου αυτοσχεδιασμούς, οπότε πολλές φορές έχω σκεφτεί πώς θα ήταν σήμερα. Όταν ήρθε το πρώτο τηλεφώνημα από τον Μάκη για να μου πει ότι υπάρχει ενδιαφέρον να ανέβει ο Τσίου στο θέατρο, του είπα ότι θα συνδυάζεται υπέροχα με ένα κινηματογραφικό σίκουελ, γύρω από το οποίο μάλιστα είχα γράψει κάτι. Ο Μάκης το απέρριψε. Δεν του αρέσουν τα σίκουελ. Παρά ταύτα, σε συζητήσεις που είχαμε, πιστεύει ότι σήμερα ο Τσίου θα ήταν ένας γιάπης, πλήρως ενταγμένος στο σύστημα, που θα είχε σχεδόν ξεχάσει ότι τον Δεκαπενταύγουστο του 2005 δεν μπορούσε πουθενά να βρει τη δόση του. Στον δικό μου ρεαλισμό, πάλι, τα έχω αλλιώς τα πράγματα. Νομίζω ότι θα είχε κυλήσει ξανά.

Έτσι όπως εξελίχθηκε κοινωνικά η Ελλάδα, μέσα σε τόση εξαθλίωση, δεν είδα να προσφέρονται και πολλές ευκαιρίες γι’ αυτά τα άτομα να μπορέσουν να ενταχθούν ξανά και να αλλάξουν ζωή. Αφοριστικό λίγο, το ξέρω. Αλλά προσωπικά αδυνατώ να πιστέψω ότι ο χαρακτήρας πέτυχε. Τώρα, θα μου πεις, πας να πάρεις πίσω το ελπιδοφόρο φινάλε της ιστορίας είκοσι χρόνια μετά; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω καλά είναι ότι θέλω να κοιτάω το τώρα. Η ζωή είναι μία και πρέπει να την πάμε και να μας πάει».

ΙΝFO 
☛Το ΤΣΙΟΥ… η παράσταση θα παίζεται από 15/6 έως 16/7 στον Βοτανικό (Ιερά Οδός 72 & Σπ. Πάτση). 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT