Κι αν η Μαρία Παπαγεωργίου είναι η τελευταία αναλογική τραγουδίστρια;

Κι αν η Μαρία Παπαγεωργίου είναι η τελευταία αναλογική τραγουδίστρια;

Λίγο πριν από την επιστροφή της στον Κήπο του Μεγάρου, η «Ελληνίδα Τζόαν Μπαέζ» μιλάει για τη ζωή, την τέχνη, την ταβέρνα όπου έκανε το ντεμπούτο της και τη sui generis πορεία της στον χώρο του τραγουδιού.

5' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν ξέρω αν υπάρχει κόσμος που να άκουσε για πρώτη φορά τη Μαρία Παπαγεωργίου στο ραδιόφωνο, στο YouTube ή στο Spotify. Οι δικοί μου φίλοι, τουλάχιστον, τη γνώρισαν λόγω της φήμης που ακολουθεί τις ζωντανές της εμφανίσεις, όπως αυτή που θα κάνει την Παρασκευή στον Κήπο του Μεγάρου. Έπειτα έψαξαν να τη βρουν, να δουν ποια είναι, να ταξιδέψουν με το ιδιοσυγκρασιακό ερμηνευτικό της στιλ. «Ο Κήπος του Μεγάρου, για μένα, αποτελεί μια πάρα πολύ σημαντική στιγμή για τη συνάντησή μου με το αθηναϊκό ακροατήριο και, ταυτόχρονα, τη μεγάλη μου καλοκαιρινή συναυλία. Εδώ, το 2019, ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα κάτι σημαντικό να συμβαίνει. Είπα ότι “τα κατάφερα”». Σε αυτή τη συναυλία, που της έχει δώσει τον τίτλο Γέμισε ο κήπος με πουλιά, θα πει «τα καλύτερά της», όπως τα παρουσίαζε με την μπάντα της τον χειμώνα, τραγούδια που ταιριάζουν στην καλοκαιρινή διάθεση και μερικά από το επερχόμενο δισκογραφικό της πρότζεκτ.

Ένας δίσκος, δύο πλευρές

«Ουσιαστικά πρόκειται για τη δεύτερη πλευρά του ίδιου δίσκου», μου λέει. Δεν έχει περάσει πάνω από μισάωρο που έχουμε γνωριστεί και όμως μου βγάζει μια αίσθηση οικεία, σαν να τη γνωρίζω από χρόνια. Σαν σπουργίτια έχουμε φωλιάσει σε ένα τραπέζι του Noah Athens, που ακουμπάει έναν τοίχο βαμμένο σε μια απόχρωση η οποία ταιριάζει με το φουστάνι της. Από κοντά, μου μοιάζει σαν βαμμένο με κηρομπογιά. Μια καλοκαιρινή μπόρα διέκοψε, λεπτά πριν, τη φωτογράφιση στο Πάρκο Ελευθερίας. Ανηφορίσαμε, λοιπόν, έως εκεί αφού είχαμε καθίσει για λίγο στο γρασίδι κι είχαμε κάνει παρέα σε άπειρα μυρμήγκια, περπατώντας με τα πάνινα παπούτσια μας μέσα από τις πρασινάδες. Κι ενώ προσπαθώ να καταλάβω ποια είναι η γυναίκα που έχω απέναντί μου από τα δύο κοχύλια που κρέμονται στη ζώνη της, εκείνη συνεχίζει να μου αφηγείται το κόνσεπτ του άλμπουμ της: «Η πρώτη του πλευρά, που κυκλοφόρησε ψηφιακά τον Οκτώβρη, λέγεται Ο τελευταίος αναλογικός έρωτας. Τα τραγούδια του αφηγούνται ερωτικές ιστορίες κι έχει και κάποιες απαγγελίες ποιημάτων. Τώρα ετοιμάζω τον Τελευταίο αναλογικό άνθρωπο. Η πλευρά αυτή θα έχει στιχουργικά τα πιο κοινωνικά, ας πούμε, τραγούδια. Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο βινύλιο, που ευελπιστώ να κυκλοφορήσει στις αρχές του επόμενου χρόνου». Μιλάει για κοινωνικό στίχο και, ίσως επειδή πριν από πέντε χρόνια είχε ηχογραφήσει ζωντανά την Αλληλογραφία, έναν δίσκο με νέες αναγνώσεις σε τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, συνειρμικά το μυαλό μου πάει στο πολιτικό τραγούδι.

Κι αν η Μαρία Παπαγεωργίου είναι η τελευταία αναλογική τραγουδίστρια;-1
Φωτογραφία: Θάλεια Γαλανοπούλου

«Το πολιτικό και το κοινωνικό τραγούδι έχουν μια σύμπνοια, μια κοινή βάση, αλλά δεν είναι απαραίτητα το ίδιο πράγμα», μου λέει και προσθέτει αμέσως μετά: «Το τι “μετράει” ως κοινωνικός και πολιτικός λόγος σήμερα δεν είναι, ακόμη, εύκολα ορίσιμο. Δεν γίνονται τα πράγματα με τους όρους που γίνονταν με τον Θεοδωράκη, τη δεκαετία του 1960. Η φόρμα τού πώς μιλάμε για πολιτικά και κοινωνικά θέματα θεωρώ ότι είναι ακόμη υπό διάπλαση. Ίσως να αντιληφθούμε μόνο μετά από χρόνια ποιο είναι το δικό μας αφήγημα ως γενιάς». Ανήκουμε στην ίδια γενιά, για την ακρίβεια μας χωρίζει ενάμισης χρόνος. Την επόμενη ημέρα της συνέντευξης είναι τα γενέθλιά της, κλείνει τα τριάντα εννιά, μια ηλικία που θεωρείται ορόσημο. Είναι Δίδυμος, λοιπόν. Πιστεύει ότι η χαρά είναι απαραίτητη για την ανάταση και την εξέλιξη της ψυχής του ανθρώπου, ότι δεν μπορείς να ακούς όλη την ώρα «βαριά» πράγματα, αλλά και πως οι καλλιτέχνες οφείλουν να έχουν τις κεραίες τους κοινωνικά ανοιχτές. Να οδηγούν. «Το κάνουμε αυτό ως γενιά; Δεν ξέρω. Οφείλουμε, όμως, να το ψάχνουμε, ακόμα κι αν κάνουμε ατοπήματα και λάθη», ολοκληρώνει τον συλλογισμό της. 

Ταβέρνα, Τόρι Έιμος και Τζόαν Μπαέζ

«Είχα έναν εξαιρετικό δάσκαλο, με τον οποίο ξεκίνησα να μαθαίνω κιθάρα και μετά αυτός κατάλαβε ότι μπορούσα να τραγουδάω. Με έβαζε, λοιπόν, να τραγουδάω στο μάθημα. Αυτός με έστειλε στην πρώτη μου δουλειά, όταν πήγαινα Γ΄ Γυμνασίου, να τραγουδήσω επί πληρωμή σε μια ταβέρνα. Ύστερα είχα τις μπάντες μου στο σχολείο και τα λοιπά. Ήμουν βέβαιη ότι θα ερχόμουν στην Αθήνα για να το συνεχίσω όλο αυτό, αλλά υπήρχε η προϋπόθεση από τους γονείς μου να σπουδάσω χρηματοοικονομικά και να έχω ως πάρεργο τη μουσική». Ήρθε λοιπόν –από τα Γρεβενά– την εποχή που άνθιζαν τα κατ’ επίφαση, κατ’ ευφημισμό ή και κατ’ εμπαιγμό τάλεντ σόου. Την εποχή που, για να ασχοληθεί μια δισκογραφική εταιρεία με έναν καλλιτέχνη, αυτός θα έπρεπε να είχε περάσει μέσα από την τηλεοπτική έκθεση. Ακόμα κι αν αυτή η συνθήκη δεν ήταν απαράβατος κανόνας, αποτελούσε την «επικρατούσα σταθερά». «Δεν με επηρέασε ποτέ και δεν με άγγιξε αυτή η τάση, γιατί είχα ένα φίλτρο μέσα μου. Καταλάβαινα ότι δεν είχε καμία σχέση με την τέχνη όλο αυτό, καμία ουσία», μου λέει. Πώς μπήκε στο «κύκλωμα»; «Επί πολλά χρόνια έβγαινα συνέχεια, σε πάρτι, σε φοιτητικές μαζώξεις, μέχρι να γνωρίσω κάποιους ανθρώπους που να ασχολούνται με τη μουσική και να μπω σε έναν δρόμο». Τα πράγματα, σίγουρα, τώρα δεν είναι όπως τότε. «Εμείς, ως γενιά, στεκόμασταν μπροστά από ένα οικοδόμημα –που ήταν οι δισκογραφικές ή τα ραδιόφωνα–, το οποίο ενώ κατέρρεε περιμέναμε να μας σώσει. Ίσως γι’ αυτό καήκαμε. Προσωπικά, τους δίσκους και το όνειρό μου τα στήριξα κάνοντας μαθήματα φωνητικής. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν είμαι κατά των δισκογραφικών εταιρειών. Μακάρι να ήμουν σε κάποια. Απλώς εγώ τότε δεν είχα ψωμί να τους δώσω και αυτό που μου έδιναν ως ψωμί δεν υπήρχε».

Τα κατάφερε, βέβαια, μια χαρά. Η φωνή της, ο τρόπος που τραγουδάει, ίσως και ο τρόπος που υπάρχει έχουν κάτι ρετρό, κάτι «αναλογικό», για να κάνουμε ένα λογοπαίγνιο με το δισκογραφικό της πρότζεκτ. Χρόνια πριν, ένας Γάλλος φίλος μου, ακούγοντάς τη να τραγουδά, σταμάτησε, γύρισε και μου είπε: «Η Ελληνίδα Τζόαν Μπαέζ!». Ποιες τραγουδίστριες αγαπούσε πριν γίνει η ίδια αντικείμενο λατρείας; «Είχα μεγάλη αδυναμία στην Τόρι  Έιμος», μου λέει, κάτι που περίμενα να ακούσω, όπως και ότι αγαπημένο της άλμπουμ ήταν το Little Earthquakes, που άκουγε από το walkman της, σε κασέτα, όταν πήγαινε στη σχολή της με το 040, εναλλάξ με το No Code των Pearl Jam. Της άρεσαν πολύ, την ηρεμούσαν και οι Madredeus, η φωνή της τραγουδίστριάς τους, Τερέζα Σαλγκέιρο. Δεν πιστεύει, όμως, ότι μπορεί συνειδητά να καταλάβει ποιες φωνές την έχουν επηρεάσει. Ίσως, δε, οι Πυξ Λαξ και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου να έχουν χαραχθεί πιο βαθιά μέσα της από τη Φλέρυ Νταντωνάκη, που τη θαυμάζει. Η συζήτησή μας παίρνει άλλους δρόμους, χανόμαστε, ξαναεπιστρέφουμε στο θέμα μας, που ίσως και να έχουμε ξεχάσει ποιο ήταν. Κάποια στιγμή νομίζω ότι συμφωνούμε ότι η δική μας γενιά ήταν κάπως πιο αμήχανη από αυτήν που προηγήθηκε και από αυτήν που ακολουθεί, πιο μοναχική, και πως ό,τι κατάφεραν οι καλλιτέχνες «μας», π.χ. το να γεμίζουν οι συναυλίες τους, το έκαναν με τις δικές τους ομάδες. «Θέλω κάτι τελευταίο να σε ρωτήσω», της λέω. «Αν είμαι μια τέλεια περσόνα;» με διακόπτει. «Ναι, είμαι!» Αστειεύεται. Αλλά είναι.

ΙΝFO

Η συναυλία Γέμισε ο κήπος με πουλιά θα πραγματοποιηθεί στις 23 Ιουνίου στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής. Εισιτήρια: Megaron.gr.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή