Χρήστος Μαρκογιαννάκης: «Στη λογοτεχνία, τους εγκληματίες μπορούμε να τους ελέγξουμε»

Χρήστος Μαρκογιαννάκης: «Στη λογοτεχνία, τους εγκληματίες μπορούμε να τους ελέγξουμε»

Ο Έλληνας δικηγόρος εγκαταστάθηκε πριν από δώδεκα χρόνια στο Παρίσι ως ερευνητής εγκληματολογίας και εξελίχθηκε τελικά σε έναν από τους αγαπημένους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων των Γάλλων.

8' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι Γάλλοι αναγνώστες τον λατρεύουν, είναι ο Έλληνας «που σου κόβει την ανάσα με τα βιβλία του». Ο νέος μετρ του αστυνομικού μυθιστορήματος, ο 43χρονος Χρήστος Μαρκογιαννάκης, είναι ένας «ξεροκέφαλος» συγγραφέας από την Κρήτη, που δεν το έβαλε κάτω και ξεκίνησε τη ζωή του από την αρχή, αφήνοντας πίσω στρωμένη δικηγορική προοπτική για να εγκατασταθεί στο Παρίσι πριν από δώδεκα χρόνια. Η γραφή του και το ανήσυχο μυαλό του βρήκαν μεγάλη απήχηση στο γαλλικό κοινό. Κάποιοι τον παρομοίωσαν με τον μυθικό Γάλλο συγγραφέα Albert Simonin, ο Μαρκογιαννάκης ωστόσο δεν ψάχνει ετικέτες και τρόπαια, προτιμά να παλεύει μονός του μπροστά από μια άσπρη κόλλα, με το ατίθασο σκοτάδι και τις ανησυχίες που είχε από παιδί αναζητώντας το φως. Πριν από λίγες ημέρες διακρίθηκε με το βραβείο Prix Méditerrannée du Polar 2023 για το βιβλίο του Ποιος σκότωσε τη Λούσι Ντέιβις; (Μυθιστόρημα με κλειδί, κατά τον ελληνικό του τίτλο), μια ιστορία που διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό νησί της Ελλάδας. Ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης διαβάζει στις ψυχές των ανθρώπων, όχι για να τους κρίνει, αλλά για να τους λυτρώσει μέσα από τις ιστορίες του. Ένας σύγχρονος Μινωίτης, που ταξιδεύει τον κόσμο, για να καταλάβει την πολύπλοκη υπόσταση της ανθρώπινης φύσης.

Πώς περάσατε από τη δικηγορία στη συγγραφική ζωή; 

Σπούδασα Νομική, εργάστηκα ως δικηγόρος στην Κρήτη και παράλληλα έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στην Εγκληματολογία πρώτα στην Αθήνα και έπειτα στο Παρίσι. Η αποκλειστικά νομική θεώρηση του εγκληματικού φαινομένου δεν μου αρκούσε, ήθελα να το δω, να το καταλάβω και από την κοινωνιολογική, ψυχολογική πλευρά του. Αν προσθέσεις σε αυτό και τα αγαπημένα μου αναγνώσματα από παιδί, ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας ιστοριών μυστηρίου ήταν εκεί. Και πράγματι ξεκίνησα να γράφω μυθιστορήματα και criminartistic δοκίμια όπως εγώ ήθελα να τα διαβάσω, ως εγκληματολόγος και φανατικός του είδους. Ευτυχώς δεν ήμουν μόνος, αφού πολλοί αναγνώστες μοιράζονται τα γούστα και την οπτική μου. Από το 2017, που κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο μου στη Γαλλία, αποφάσισα να αφιερώσω όλο μου τον χρόνο, τις δυνάμεις και τη συγκέντρωσή μου στη συγγραφή. Δεν ήταν εύκολο ούτε ψυχολογικά ούτε πρακτικά, αλλά δεν μετάνιωσα ποτέ γι’ αυτή την απόφαση. Κι όταν αναγνώστες με ρωτούν αν μου λείπει η άσκηση της δικηγορίας, απαντώ πως προτιμώ τους εγκληματίες στη λογοτεχνία, γιατί εκεί μπορούμε να τους ελέγξουμε, να τους συλλάβουμε, να τους τιμωρήσουμε, κάτι που δεν συμβαίνει πάντα στην πραγματική ζωή.

Γιατί αποφασίσατε να εγκατασταθείτε στο Παρίσι; 

Ήρθα στο Παρίσι το 2011 με αφορμή την έρευνα για το διδακτορικό μου στην Εγκληματολογία. Ναι μεν δεν ολοκλήρωσα τη διατριβή μου, αλλά η πολυετής αυτή έρευνα για την αναπαράσταση της ανθρωποκτονίας στη γαλλική ζωγραφική του 19ου αιώνα με βοήθησε να δημιουργήσω τον όρο Criminart και να γράψω τα δοκίμια για το έγκλημα στην τέχνη και ως μία εκ των καλών τεχνών (σ.σ. Scènes de crime au Louvre / The Louvre Murder Club και Scènes de crime à Orsay / The Orsay Murder Club). Ήθελα να αναμείξω τη σκοτεινή και καταστροφική πλευρά της ανθρώπινης φύσης με τη φωτεινή και δημιουργική, το έγκλημα και την τέχνη, αναζητώντας μια ισορροπία.

Χρήστος Μαρκογιαννάκης: «Στη λογοτεχνία, τους εγκληματίες μπορούμε να τους ελέγξουμε»-1

Η Γαλλία σάς προσέφερε, λοιπόν, μια προσωπική και κυρίως δημιουργική ελευθερία. 

Σίγουρα! Η Γαλλία δεν σε βάζει σε καλούπια που δεν σου επιτρέπουν να πειραματιστείς. Ξεκίνησα με τα δοκιμιακά βιβλία που μιλούν για την αισθητική του εγκλήματος, τα οποία έγιναν best sellers (σ.σ. κυκλοφορούν στα γαλλικά και στα αγγλικά), συνέχισα με τα αστυνομικά τύπου whodunit, με έμφαση όμως στην ψυχολογία (σ.σ. κυκλοφορούν και στην Ελλάδα, με πιο πρόσφατο το Θάνατος επί σκηνής, εκδ. Μίνωας), και σύντομα θα κυκλοφορήσω μονάχα στα γαλλικά, προς το παρόν, ένα μυθιστόρημα στο οποίο, με αφορμή τη γέννηση και τον «θάνατο» ενός μωρού, μιλάω για την αναζήτηση της ταυτότητας και της «appartenance», της επιθυμίας να ανήκεις κάπου, να αισθάνεσαι σπίτι σου κάπου, αλλά να θεωρείσαι ξένος παντού.

Η αστυνομική λογοτεχνία ή εν πάση περιπτώσει το νουάρ βιβλίο υπήρξε για κάποια χρόνια αμφιλεγόμενο είδος…

Είναι αλήθεια ότι ακόμη και στη Γαλλία υπάρχουν κάποιοι, συνεχώς και λιγότεροι –ευτυχώς–, που συνεχίζουν να θεωρούν την αστυνομική και νουάρ λογοτεχνία υποδεέστερη, επιμένουν να τη χαρακτηρίζουν littérature de gare, λογοτεχνία του σταθμού, ένα πασατέμπο χωρίς αξία. Και όμως ένα καλογραμμένο αστυνομικό, πέρα και πάνω από την έρευνα για τον δράστη (το who, το «ποιος» του whodunit), δίνει βαρύτητα στην ψυχολογία και στα κίνητρα του εγκλήματος (στο γιατί, κομμάτι του whydunit), προσφέροντάς μας πρόσβαση στην πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Το καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως το αγαπώ και προσπαθώ να το υπηρετώ, είναι ανθρωποκεντρικό, μια διαχρονική μελέτη μύχιων σκέψεων, ενστίκτων, δράσεων και αντιδράσεων, αιτίων και συνεπειών. Δεν είναι τυχαίο πως τα τελευταία χρόνια η μεγαλύτερη λογοτεχνική διάκριση στη Γαλλία, το Goncourt, έχει γκρεμίσει στεγανά, βραβεύοντας βιβλία με στοιχεία νουάρ (και φανταστικού), όπως η Ανωμαλία του Ερβέ Λε Τελιέ το 2020 (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Opera) ή συγγραφείς που έχουν συνδέσει το όνομά τους με το πολάρ, όπως ο Πιερ Λεμέτρ το 2013.

Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα;

Στην Ελλάδα υπάρχει ακόμα έλλειψη εμπιστοσύνης του αναγνώστη για τους Έλληνες συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας – ευτυχώς, και εδώ, μειούμενη σε σχέση με δέκα χρόνια πριν. Ακόμα, ωστόσο, βλέπω σε ελληνικά social media «δεν διαβάζουμε Έλληνες συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας». Μπορείς να φανταστείς κάποιον Γάλλο αναγνώστη να λέει πως δεν διαβάζει Γάλλους; Όχι! Και ναι μεν οι Γάλλοι έχουν παράδοση στο πολάρ, αλλά και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγάλη και συνεχώς πιο ποιοτική παραγωγή αστυνομικού, που συχνά δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ξένους συγγραφείς, και μάλιστα σε κάθε υποείδος: κοινωνικό, νουάρ, πολιτικό, whodunit κ.ο.κ. Θέλω λοιπόν να πω στους διστακτικούς συμπατριώτες μας αναγνώστες πως  Έλληνες συγγραφείς όχι μόνο διαβάζονται, αλλά κάνουν και best sellers και αποσπούν σημαντικά βραβεία στο εξωτερικό. Δώστε τους ευκαιρίες! Κι εδώ να προσθέσω πως όλοι όσοι κάνουμε καριέρα εκτός συνόρων στο είδος το χρωστάμε στον μετρ Πέτρο Μάρκαρη, που άνοιξε τις πόρτες –και την όρεξη των αναγνωστών– για Έλληνες συγγραφείς.

Γιατί διαβάζουμε αστυνομικά και θρίλερ; Γιατί απολαμβάνουμε τόσο σειρές με εγκλήματα ή true crime; Ακόμη και στις ειδήσεις οι ιστορίες εγκλήματος, με έναν περίεργο τρόπο, κάνουν νούμερα.

Κατά πρώτον γιατί μέσα από τις σκέψεις, τις πράξεις και τις περιπέτειες άλλων εκτονώνουμε τα πιο άγρια και βίαια ένστικτά μας με τρόπο ανώδυνο. Έπειτα επειδή, διαβάζοντας ή παρακολουθώντας τις δυστυχίες άλλων –στη μυθοπλασία ή την πραγματική ζωή–, μέσα στο προστατευμένο περιβάλλον του σπιτιού μας αισθανόμαστε πιο ασφαλείς: ο κόσμος εκεί έξω είναι αναμφισβήτητα βίαιος, εμείς όμως τον «βιώνουμε» από απόσταση, χωρίς συνέπειες.

Όπως έλεγε και ο Ιρλανδός Έντμουντ Μπερκ, «[…] η ζωή μου πρέπει να είναι προστατευμένη από άμεσο κίνδυνο προκειμένου να απολαύσω τα βάσανα κάποιου άλλου, πραγματικά ή φανταστικά*». Αντίστοιχα, ο Τόμας Ντε Κουίνσυ, που μας προτρέπει να θεωρήσουμε τη δολοφονία ως μια εκ των καλών τεχνών, υπογραμμίζει πως ούτε το υποψήφιο θύμα ούτε ο δράστης μπορούν να αναγνωρίσουν την αισθητική αξία του εγκλήματος, το μεν γιατί απειλείται η ζωή του, ο δε γιατί μετά την πράξη θα κρέμεται από πάνω του η δαμόκλειος σπάθη της τιμωρίας, και καταλήγει πως ο μόνος που μπορεί να «απολαύσει» το έγκλημα είναι ο μάρτυρας, που παραμένει σωματικά και ηθικά ασφαλής. Οι αναγνώστες και οι θεατές, λοιπόν, από τα αρχαία ελληνικά θέατρα και τις ρωμαϊκές αρένες, στα σινεμά και στα σαλόνια μας, είμαστε αυτοί οι «διψασμένοι» μάρτυρες.

Το σινεμά θα σας ενδιέφερε;

Το να δω κάποιο από τα δημιουργήματά μου στη μικρή ή στη μεγάλη οθόνη θα ήταν μεγάλη χαρά, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν θέλω να κάνω κάτι μόνο για να πω πως έγινε, για να αλληλοσυγχαιρόμαστε σε έναν μικρό κύκλο φίλων και γνωστών ή για μια ιδιότητα στο βιογραφικό μου ή στη Wikipedia. Με τα χρόνια, τις επιτυχίες και τις απογοητεύσεις, έχω μάθει να περιμένω, να επιμένω και να επιλέγω τελικά αυτό που ταιριάζει στην αισθητική και στις απαιτήσεις μου. Κι αυτό, συνήθως, παίρνει καιρό. 

Στο τελευταίο μυθιστόρημά σας, που μόλις κυκλοφόρησε στη Γαλλία, Auteur de crimes (θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα το 2024), υπάρχει μια διαφωνία μεταξύ δύο πρωταγωνιστών για τις ρίζες του whodunit, του μυστηρίου που βασίζεται στην έρευνα για στον ένοχο…

Πράγματι. Ο ένας λέει πως πρόκειται για τον Πόε και το Διπλή δολοφονία στην οδό Μοργκ (1841), ο έτερος –που εκφράζει την άποψή μου– πως οι ρίζες του είδους, στον δυτικό κόσμο, πάνε πολύ πιο πίσω, στον Σοφοκλή και στην τραγωδία του Οιδίπους Τύραννος. Εκεί πράγματι έχουμε όλα τα στοιχεία ενός whodunit: έναν φόνο του οποίου ο δράστης είναι ακόμα άγνωστος, έναν πρωταγωνιστή αφοσιωμένο στην ανακάλυψη της αλήθειας (τον Οιδίποδα που παίζει τον ρόλο του ντετέκτιβ), έναν κλειστό κύκλο υπόπτων, στοιχεία που τον κάνουν να υποπτεύεται πότε τον έναν πότε τον άλλον, και τη λύση του μυστηρίου στο τέλος με τη μεγαλύτερη δυνατή ανατροπή: αυτός που αναζητά τον δολοφόνο είναι ο δολοφόνος, εν αγνοία του, και συνάμα βασιλοκτόνος, πατροκτόνος και αιμομίκτης.

Το επόμενό σας βιβλίο δεν θα είναι αστυνομικό, αλλά θα μιλάει για τη θρυλική Μαρία Κάλλας. Τι σας ενέπνευσε στην Ελληνίδα υψίφωνο;

Η ζωή της θα μπορούσε να είναι υπόθεση αρχαίας τραγωδίας. Πέραν της αγάπης μου για τη φωνή και το έργο της, αυτό που με συγκινεί στην Divina είναι πως όσα κατάφερε ήταν αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, δεν ήταν τύχη, δεν ήταν (μόνο) ταλέντο: από την έκταση και την εκφραστικότητα της φωνής και της ερμηνείας της μέχρι την εμφάνισή της. Επιπλέον, η Κάλλας, ενώ είχε σχέσεις αίματος με την Ελλάδα, γεννήθηκε στην Αμερική, παντρεύτηκε και ξεκίνησε τη διεθνή της καριέρα στην Ιταλία, επέλεξε να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Δεν είναι τυχαίο. Η ενέργεια, οι ευκαιρίες, ο τρόπος ζωής και ο σεβασμός των Γάλλων για όσους υπηρετούν τις Μούσες μετατρέπουν τη Γαλλία σε φιλόξενο τόπο για όσους αποκαλώ «κατατρεγμένους της έμπνευσης».

Οι Γάλλοι λάτρεις της τέχνης είναι έτοιμοι να αγαπήσουν και να φροντίσουν όσους τις υπηρετούν, και αντίστοιχα οι αναγνώστες να ανακαλύψουν νέους συγγραφείς. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, πως δεν είναι εξαιρετικά απαιτητικοί. Αν δεν τους πείσεις εξαρχής, δύσκολα δίνουν δεύτερη ευκαιρία. Αν όμως βρουν στη δουλειά σου κάτι που τους αρέσει, γίνονται πιστοί, σε ακολουθούν σε κάθε νέα λογοτεχνική περιπέτεια. Είμαι ευγνώμων, λοιπόν, που το έβδομο βιβλίο μου, ένα μυθιστόρημα βασισμένο στη ζωή της Divina, το παιδί που τόσο ήθελε και τη μάχη μεταξύ πεπρωμένου και επιλογών (το κέντρο τόσων αρχαίων τραγωδιών), κυκλοφορεί αποκλειστικά στη Γαλλία τον Σεπτέμβριο.

* Απόσπασμα από το Φιλοσοφική έρευνα επί της καταγωγής των ιδεών μας περί του υψηλού και του ωραίου.

Χρήστος Μαρκογιαννάκης: «Στη λογοτεχνία, τους εγκληματίες μπορούμε να τους ελέγξουμε»-2

ΙΝFO Τα μυθιστορήματα του Χρήστου Μαρκογιαννάκη κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μίνωας. Πιο πρόσφατο το Θάνατος επί σκηνής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT