Ο άνθρωπος που ήθελε να σώσει τη λογοτεχνία

Ο άνθρωπος που ήθελε να σώσει τη λογοτεχνία

Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου μυθιστορήματος του Ενρίκε Βίλα Μάτας στα ελληνικά, αδράξαμε την ευκαιρία μιας συνέντευξης για να περιηγηθούμε στον μαγικό κόσμο του σπουδαίου Καταλανού συγγραφέα

11' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αυτή δεν είναι μια συνηθισμένη συνέντευξη, δεν θα μπορούσε να είναι, αφού είναι μια συνέντευξη με τον Ενρίκε Βίλα Μάτας, μια περίπτωση καθόλου συνηθισμένη. Ο Καταλανός συγγραφέας είναι, όπως έλεγε κάποτε ένας ήρωάς του, «άρρωστος με τη λογοτεχνία». Εδώ και μισό αιώνα (το πρώτο του μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1973) υπηρετεί εμμονικά ένα ιδιαίτερο είδος: γράφει λογοτεχνία για τη λογοτεχνία. Και ζει για τη λογοτεχνία. Ένα παράδειγμα: Είναι ο ιδρυτής του Τάγματος των Φίνεγκαν, μιας λέσχης, ας πούμε, τα μέλη της οποίας ταξιδεύουν κάθε 16 Ιουνίου στο Δουβλίνο για να τιμήσουν τον Οδυσσέα του Τζόις. Δεύτερο παράδειγμα: Το 2012 μετέβη στο Κάσελ και συμμετείχε στην documenta ως μια ανθρώπινη εγκατάσταση, παίζοντας τον ρόλο του συγγραφέα που κάθεται σε ένα καφέ και γράφει. 

Το λατινοαμερικανικό περιοδικό Literal τον χαρακτήρισε ως «τον τελευταίο συγγραφέα». Περισσότερο από μια συνέντευξη μαζί του, λοιπόν, αυτό είναι ένα κείμενο για την αγάπη για τη λογοτεχνία. Τον ρωτάω αν ο ίδιος νιώθει «άρρωστος», όπως εκείνος ο ήρωάς του. «Όχι», μου λέει. «Στην πραγματικότητα οι αγαπημένες μου συζητήσεις αφορούν το ποδόσφαιρο». Αλλά συνεχίζει: «Είναι αλήθεια όμως ότι η λογοτεχνία μού έσωσε τη ζωή, ξύπνησε μέσα μου ένα πάθος που με διευκόλυνε να μη βαριέμαι, να μην αισθάνομαι ένα υπερβολικό κενό».

Η συζήτησή μας έγινε αφού διάβασα το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, που κυκλοφόρησε μέσα στο καλοκαίρι στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος. Λέγεται Μοντεβιδέο, γράφτηκε στην πανδημία και ενώ ο συγγραφέας ανάρρωνε από μια σοβαρή περιπέτεια με την υγεία του. Το μυθιστόρημα είναι –όπως όλα τα βιβλία του– ένα πανηγύρι διακειμενικότητας. Στιγμές και πρόσωπα της λογοτεχνικής ιστορίας μπλέκονται με την πλοκή δημιουργώντας έναν μεταμυθοπλαστικό λαβύρινθο, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται εν προκειμένω ένας αφηγητής που ταξιδεύει σε πόλεις του κόσμου αναζητώντας το συγγραφικό του στιλ. Ο Βίλα Μάτας λέει ότι πρόκειται για τη βιογραφία ενός ύφους.

Εν μέρει, πάντως, αυτοβιογραφείται. Ή παραθέτει την αυτοβιογραφία των διαβασμάτων του. «Σε όλα του τα βιβλία μοιάζει να μιλάει για τον εαυτό του ως αναγνώστη», μου λέει η Λίσμπεθ Σάλας, δημιουργός ενός φωτογραφικού λευκώματος (Infinitamente Serio) για τη ζωή του Βίλα Μάτας. «Ο στόχος μου ήταν να αφηγηθώ την ιστορία της ζωής του μέσα από τις αναγνώσεις και τα αντικείμενά του. Επικεντρώθηκα στις λεπτομέρειες, στη ζωή των αντικειμένων, στις φωτογραφίες αρχείου: παιδική ηλικία, εκλεκτικές συγγένειες, φετίχ, καθημερινότητα κ.ο.κ.». Ένα μικρό δείγμα της δουλειάς της βλέπετε σε αυτές τις σελίδες. 

Η γάτα του Σρέντινγκερ

«Διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα του Βίλα Μάτας είναι σαν να βλέπεις κάποιον να υφαίνει μια πανέμορφη ταπισερί με το ένα χέρι και εξίσου επιδέξια να την ξηλώνει με το άλλο», είχε γράψει σε ένα προ δεκαετίας προφίλ του στο New Yorker η Τζοάνα Καβένα. Και είναι ακριβώς έτσι. Μια συνεχής αυτοαναίρεση της φύσης των πραγμάτων. Δεν είναι εύκολα τα βιβλία του, παρά τον άψογο ρυθμό τους. Είναι μυθιστορήματα ιδεών, όπως λέμε, μυθιστορήματα γεμάτα πληροφορίες. Η μεταφράστριά του στα ελληνικά, Νάννα Παπανικολάου, μου λέει ότι απευθύνεται σε κάπως διαβασμένους αναγνώστες. «Στο πρώτο του βιβλίο που μετέφρασα, είχα προτείνει 400 σημειώσεις», σχολιάζει χαρακτηριστικά και προσθέτει ότι ο Βίλα Μάτας αποτελεί μια μεταφραστική πρόκληση. 
Σε ένα σημείο του Μοντεβιδέο ο αφηγητής/συγγραφέας σημειώνει ότι «οποιαδήποτε αφηγηματική εκδοχή μιας αληθινής ιστορίας είναι πάντα μια μορφή μυθοπλασίας». Του λέω ότι αυτή η φράση θα μπορούσε να αποτελεί το μότο ολόκληρου του έργου του. «Συμφωνώ», μου λέει, «αλλά ο βαθμός μυθοπλασίας ποικίλλει από βιβλίο σε βιβλίο. Μερικές φορές, οι ιστορίες που σχεδόν όλοι νομίζουν ότι είναι επινοημένες είναι ακριβώς οι πιο αληθινές, αυτές που συνέβησαν πραγματικά και ακριβώς όπως τις αφηγούμαι». Και όταν σκέφτεστε τη δική σας ζωή, τον ρωτάω, πώς την αντιμετωπίζετε; Κι αυτήν σαν να είναι μυθοπλαστική; «Κάπως σαν τη γάτα του Σρέντινγκερ», λέει, «που ήταν ταυτόχρονα νεκρή και ζωντανή». Η κ. Παπανικολάου τον θυμάται πριν από μερικά χρόνια σε ένα δείπνο στην Αθήνα. «Είναι ένας ντροπαλός άνθρωπος, κλειστός, κρατάει αποστάσεις μέχρι να νιώσει οικειότητα». 

Ο άνθρωπος που ήθελε να σώσει τη λογοτεχνία-1
Φωτ. LISBETH SALAS

Η κηδεία του Γουτεμβέργιου

Το Μοντεβιδέο ξεκινάει με μια ευθεία παραπομπή στη δική του ζωή. Ο αφηγητής φτάνει στο Παρίσι το 1974 για να «γίνει συγγραφέας», όπως συνέβη και στην πραγματικότητα με τον 26χρονο τότε Βίλα Μάτας, ο οποίος άφησε πίσω του τη φρανκική Ισπανία και εγκαταστάθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα, επιθυμώντας να ζήσει μεταχρονολογημένα όσα αφηγείται ο Χεμινγουέι στο Μια κινητή γιορτή, με τις παρέες των καλλιτεχνών στα χρόνια του Μεσοπολέμου. 

Νωρίτερα είχε σπουδάσει Νομική και δημοσιογραφία, είχε ασχοληθεί λίγο με το σινεμά και είχε εργαστεί σε ένα περιοδικό (κάποιες επινοημένες συνεντεύξεις με διάσημα πρόσωπα έχουν ακόμα κάποια φήμη). Στο Παρίσι γνώρισε τη Μαργκερίτ Ντιράς και ήταν εκείνη που τον βοήθησε να νοικιάσει ένα δωμάτιο υπηρεσίας («όλα αυτά τα ξέρετε», μου λέει – τα έχει αφηγηθεί αναλυτικά σε ένα παλιότερο βιβλίο του με τίτλο Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ). Επέστρεψε στη Βαρκελώνη λίγα χρόνια αργότερα. 

Σήμερα, 75 ετών, έχει μια μεγάλη καριέρα πίσω του, πολλά βραβεία, ατέλειωτες ιστορίες και μια αυτοπεποίθηση που ξεχειλίζει απ’ τις σελίδες. Στις πρώτες σελίδες του Μοντεβιδέο, ο αφηγητής/συγγραφέας παρατηρεί γύρω του πέντε αφηγηματικές τάσεις, τις οποίες αντιγράφω κατά σειρά: «Η τάση όσων δεν έχουν τίποτα να διηγηθούν. / Η τάση όσων επίτηδες δεν αφηγούνται τίποτα. / Η τάση εκείνων που διηγούνται τα πάντα. / Η τάση όσων περιμένουν κάποια μέρα τα πάντα να τα πει ο Θεός, ακόμα και το γιατί είναι τόσο ατελής. / Η τάση αυτών που έχουν παραδοθεί στην εξουσία της τεχνολογίας, η οποία φαίνεται να μεταγράφει και να καταγράφει τα πάντα, με αποτέλεσμα να αχρηστεύει τη δουλειά του συγγραφέα». Στέκομαι στην πέμπτη τάση, αυτή με την τεχνολογία, και τον ρωτάω αν τον ενοχλεί η ανάπτυξη της γραφής μέσω τεχνητής νοημοσύνης. «Είναι ένα ακόμη επεισόδιο αυτών των σύγχρονων κατασκευών (το κράτος, ο κόσμος της οικονομίας και του εγκλήματος κ.ο.κ.) που τελειοποιούν και επεκτείνουν αμείλικτα το εύρος της εξουσίας τους πάνω στο άτομο. Το ότι η άνοδος της “οργάνωσης” (για την οποία μιλούσε ο Κάφκα) θα ήταν ασταμάτητη το αντιλήφθηκε ο συγγραφέας της Πράγας από πολύ νωρίς, αλλά δεν το προφήτευσε με οργουελικό ύφος, επειδή οι συγγραφείς είναι συνήθως “διορατικοί” και όχι προφήτες».  

Ο ίδιος δεν παριστάνει τον προφήτη και σίγουρα έχει υπάρξει διορατικός. Πολλά χρόνια νωρίτερα είχε γράψει ένα μυθιστόρημα (Δουβλινιάδα), στο οποίο ένας ρομαντικός εκδότης οργανώνει (συμβολικά) την κηδεία της εποχής του Γουτεμβέργιου, τρομοκρατημένος από την εισβολή της τεχνολογίας στη λογοτεχνική ζωή. Τώρα, στο Μοντεβιδέο, ο αφηγητής σχολιάζει ότι «[…] οδεύαμε προς ένα μέλλον στο οποίο θα έπρεπε να συμβιώνουμε με κάθε λογής συγγραφείς συνεπαρμένους από οτιδήποτε το ψηφιακό, από τις δυνατότητες που θα πρόσφερε η τεχνολογία για ν’ αλλάξει τον τρόπο που διαβάζουμε». Παρ’ όλα αυτά, όταν τον ρωτάω αν ανησυχεί για το μέλλον της λογοτεχνίας, μου απαντάει αρνητικά: «Αν ανησυχούσα, δεν θα μπορούσα να γράψω», λέει και μετά προσθέτει κάτι άλλο, οριακά σχετικό, αλλά πολύ σημαντικό και ακόμα πιο συγκινητικό: «Με γοητεύουν κάποια λόγια του Ρομπέρτο Μπολάνιο σχετικά με τη γραφή και την ανάγκη να την αισθανόμαστε ως κάτι που μας βοηθάει να επιβιώσουμε. Τα έγραψε στο σπίτι του στην Μπλάνες, έχοντας τον γιο του Λαουτάρο στα γόνατά του: “Γράφω μέχρι να πέσει η νύχτα / με τον βρυχηθμό χιλιάδων δαιμόνων / τους δαίμονες που θα με πάνε στην κόλαση, / αλλά γράφω”. Αυτό το “αλλά γράφω” θα μπορούσε να βρίσκεται στο οικόσημό μου». Σ’ αυτό το σημείο, όμως, θα χρειαστεί μια μεγάλη παρένθεση. 

Ο άνθρωπος που ήθελε να σώσει τη λογοτεχνία-2
Οι εικόνες της Λίσμπεθ Σάλας προέρχονται από το φωτογραφικό της λεύκωμα για τη ζωή του Ενρίκε Βίλα Μάτας, Infinitamente Serio (εκδ. La camara escrita). Φωτ. LISBETH SALAS

Μια κομβική γνωριμία

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Βίλα Μάτας βρέθηκε σε ένα καφέ στην παραθαλάσσια καταλανική κωμόπολη Μπλάνες και γνώρισε τυχαία τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο οποίος είχε αποτραβηχτεί εκεί με την οικογένειά του έπειτα από την επεισοδιακή του αποχώρηση από τη Χιλή του Πινοσέτ. Σε μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του στο Paris Review, ο Βίλας Μάτας είπε ότι «η γνωριμία μου με τον Μπολάνιο ήταν κομβική. Υπάρχει κάτι που πραγματικά μας ένωσε και που δεν βρίσκω εύκολα με άλλους συγγραφείς: ένα πάθος για τη λογοτεχνία». Μοιράστηκαν τα χειρόγραφά τους, ο Μπολάνιο του έχει αφιερώσει κι ένα διήγημα. Υπάρχουν και ορισμένες φωτογραφίες τους μαζί, σε φιλικά τραπέζια, σε γιορτές ή σε μπαρ, αλλά και μία σε μια χειμωνιάτικη παραλία, όπου φορούν μπουφάν, είναι μαζί με τις συζύγους τους και ο Μπολάνιο τρώει παγωτό. Είναι κι οι δύο ανεπιτήδευτοι, απλοί, χωρίς καμία κουλτουριάρικη πόζα. Δύο απ’ τους πιο ευφυείς συγγραφείς της γενιάς τους που μοιράζονται το «πάθος για τη λογοτεχνία». Είναι και κάπως μελαγχολική αυτή η φωτογραφία, ή έτσι μου φαίνεται, πιθανόν επειδή ο Μπολάνιο λίγο αργότερα πέθανε. 

Τον αναφέρει στο Μοντεβιδέο με τα πιο κολακευτικά λόγια και λέει και κάτι προσωπικό, μια παραξενιά. Λέει ότι πάνω στην κουβέντα ο Μπολάνιο ήθελε πάντα να διαφωνεί. Τον ρωτάω αν ήταν όντως έτσι. «Είχε περάσει τόσο πολύ καιρό στην Μπλάνες χωρίς να επικοινωνεί με κανέναν, χωρίς να κάνει καμία λογοτεχνική συζήτηση, εκτός από εκείνους με τους οποίους αλληλογραφούσε, έτσι όταν είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει στην πραγματική ζωή, νομίζω ότι προσπαθούσε να κρατήσει τη συζήτηση ζωντανή όσο το δυνατόν περισσότερο, ακολουθώντας την τακτική του να έχει πάντα την αντίθετη άποψη». Για τον Μπολάνιο γράφει επίσης ότι ήταν ένας άνθρωπος που δεν έπαιρνε τη λογοτεχνία στα σοβαρά και ότι «αυτός –κατά την άποψή μου– ήταν πάντοτε ο καλύτερος τρόπος για να την παίρνει κανείς πραγματικά στα σοβαρά». Αλλά τι σημαίνει αυτό; τον ρωτάω. Πώς δηλαδή παίρνει κανείς τη λογοτεχνία στα σοβαρά; «Με το να χάνεις τον σεβασμό σου», μου απαντά. «Να την αντιμετωπίζεις διεξοδικά και με πολύ έντονο τρόπο και να μπορείς να τη λατρεύεις και να την περιφρονείς ταυτόχρονα. Να της φέρεσαι όπως φερόμαστε στον εαυτό μας. Θυμηθείτε τι έγραψε ο Κάφκα στη Φελίτσε Μπάουερ: “Είμαι η λογοτεχνία”».

Το θυμάμαι. Τα υπέροχα γράμματα του Κάφκα. Θυμάμαι επίσης ότι σε ένα παλιότερο μυθιστόρημά του (Η νόσος του Μοντάνο) ο Βίλα Μάτας είχε γράψει το εξής: «[…] από εκείνη τη στιγμή έπρεπε και όφειλα, τόσο για την υπόληψή μου όσο και για την ευημερία της δημοκρατίας των γραμμάτων, να φροντίσω να πάρει σάρκα και οστά η λογοτεχνία στο πρόσωπό μου, δηλαδή να γίνω εγώ ο ίδιος η λογοτεχνία που ζει υπό την απειλή του θανάτου στις αρχές του εικοστού αιώνα». Δεν του το είπα, αλλά καμιά φορά σκέφτομαι ότι ο Βίλα Μάτας είναι η λογοτεχνία. Ότι αυτό το πάθος, το πάθος που μοιραζόταν με τον Μπολάνιο, το πάθος που καταθέτει σε κάθε του βιβλίο, απαντά στην ερώτηση που του έθεσα για το πώς είναι να παίρνει κανείς τη λογοτεχνία στα σοβαρά.   

Το μυστήριο της βαλίτσας

Ας επιστρέψουμε στο Μοντεβιδέο. Ο αφηγητής βρίσκεται συνεχώς εν κινήσει – οι ήρωες του Βίλα Μάτας γενικά ταξιδεύουν ασταμάτητα. Ο ίδιος, όπως μου λέει, ενώ την παραμονή ενός ταξιδιού νιώθει νωθρός, «με το που απογειωθεί το αεροπλάνο, έχω την ψευδαίσθηση ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή αρχίζει ένα νέο κεφάλαιο της ζωής μου». Ο αφηγητής, λοιπόν, ταξιδεύει πολύ. Ξεκινά από το Παρίσι, πηγαίνει στο Κασκάις στην Πορτογαλία, στο Ρέικιαβικ, στο Σαν Γκάλεν στην Ελβετία, στην Μπογκοτά, αλλά η κομβική στάση γίνεται στην πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, το Μοντεβιδέο. Εκεί θέλει πάση θυσία να κοιμηθεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Θερβάντες, όπου κάποτε είχε κοιμηθεί ο Χούλιο Κορτάσαρ και είχε εμπνευστεί το διήγημα Η κρυμμένη μεσόπορτα («ένα σπουδαίο παραμύθι φαντασίας», κατά τον Βίλα Μάτας). 

Υπάρχει στ’ αλήθεια αυτό το δωμάτιο; «Υπάρχει. Έχω βρεθεί μπροστά στην πόρτα του. Το εκπληκτικό είναι ότι το στενόχωρο δωμάτιο στο οποίο κοιμήθηκε ο Κορτάσαρ μια μέρα του 1954, έχει αλλάξει και τώρα εμφανίζεται πολύ φωτεινό σε ένα ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Nación και το οποίο είδα, προς μεγάλη μου έκπληξη, αμέσως μόλις τελείωσα το βιβλίο». Μου εξηγεί ότι το παλιό ξενοδοχείο Θερβάντες τώρα ονομάζεται Εσπλεντόρ, ότι ανήκει στην Wyndham και έχει την ευγένεια να μου στείλει το λινκ, οπότε βλέπω πράγματι ένα φωτεινό δωμάτιο που δεν μοιάζει καθόλου με όσα αφηγείται ο Κορτάσαρ· ούτε με όσα αφηγείται ο ίδιος. Ένα από τα χαρακτηριστικά της σκηνής του δωματίου είναι ότι ο αφηγητής βλέπει μέσα μια κόκκινη βαλίτσα. Θυμάμαι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο Βίλας Μάτας περιγράφει πώς ένας χαρακτήρας του βρίσκει μια κόκκινη βαλίτσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Του το αναφέρω. Συμβολίζει κάτι η κόκκινη βαλίτσα; «Απλώς είναι κάτι που μου συνέβη πραγματικά», λέει και θυμάμαι ότι μου έχει ήδη σχολιάσει ότι «οι ιστορίες που σχεδόν όλοι νομίζουν ότι είναι επινοημένες, είναι ακριβώς οι πιο αληθινές». Λέει, λοιπόν, ότι «σε ένα ξενοδοχείο στην Τουλούζη μού έδωσαν ένα φρεσκοφτιαγμένο δωμάτιο, καθαρό, τέλειο, αλλά υπήρχε κάτι ενοχλητικό σε αυτό: κάποιος είχε αφήσει μια κόκκινη βαλίτσα μέσα. Αυτό είχε απρόβλεπτες συνέπειες αργά το βράδυ. Καθαρός τρόμος». 

Και με κάποιον τρόπο το διήγημα του Κορτάσαρ μπλέκεται με ένα άλλο διήγημα του Μπιόι Κασάρες (επίσης γραμμένο γι’ αυτό το ξενοδοχείο!) και κάπου εμφανίζεται και ο Αντόνιο Ταμπούκι, ο Λόρενς Στερν και μια σειρά ακόμα συγγραφέων του παρελθόντος, και όλοι κάπως συνεισφέρουν στην εξέλιξη της πλοκής – δεν είναι κάτι που δεν συμβαίνει κατά τα άλλα, πολλοί λογοτέχνες καταφεύγουν συχνά σε καταιγισμό ονομάτων. Έτσι συμβαίνει με τις ισχυρές επιρροές, αλλά υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην ονοματολαγνεία και την περίτεχνη «εκμετάλλευση» της λογοτεχνικής ιστορίας στο πλαίσιο μιας μυθοπλασίας: κανένας στον κόσμο δεν το κάνει αυτό καλύτερα από τον Βίλα Μάτας. Ο ίδιος το ξέρει και είναι περήφανος. Σε μια παλιότερη συνέντευξή του στο Bomb είχε πει ότι όσες φορές κάποιος επιχειρεί να μιμηθεί το στιλ του, «το αποτέλεσμα είναι πάντα μια γελοία καρικατούρα, αφού γίνεται αμέσως σαφές ότι ο συγγραφέας κάνει “vilamating”. Ο μόνος που μπορεί να γράψει έτσι είμαι εγώ, διαφορετικά αυτό το πράγμα σε οδηγεί κατευθείαν στην κόλαση». 

Γιατί; τον ρωτάω. Γιατί του αρέσει τόσο πολύ να ξαναζωντανεύει συγγραφείς του παρελθόντος και να συνομιλεί ακατάπαυστα με το έργο τους; «Είναι κάτι που κυρίως προέρχεται από το ενδιαφέρον μου να τους κάνω συγχρόνους μου», λέει. Και επίσης: «Η βιομηχανία του βιβλίου έχει εξαφανίσει τους μεγάλους συγγραφείς του περασμένου αιώνα και σχεδόν κανείς δεν τους διαβάζει πια. Προσπαθώ να το αποτρέψω αυτό». Είναι ένας άνισος αγώνας; Ο Κάφκα, ο Μέλβιλ ή ο Τζόις δεν έχουν ανάγκη, είναι αθάνατοι, αλλά μπορεί ένα βιβλίο να κρατήσει ζωντανό τον Ρόμπερτ Βάλζερ ή τον Βίτολντ Γκομπρόβιτς; Μπορεί η λογοτεχνία να σώσει τη λογοτεχνία; Αν μη τι άλλο ο Βίλα Μάτας κάνει μια συγκινητική προσπάθεια. Στο τέλος τον ρωτάω αν απολαμβάνει το διάβασμα όσο το γράψιμο και αν αυτό είναι κάτι που έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια. «Από τότε που κατάλαβα ότι η συγγραφή είναι ένα άχρηστο πάθος, περνάω πολύ καλύτερα. Το μόνο που ξέρω, στο πλαίσιο αυτό, είναι ότι ποτέ δεν κάνω τίποτα χωρίς χαρά, χωρίς ενθουσιασμό». 

Ο άνθρωπος που ήθελε να σώσει τη λογοτεχνία-3

IΝFO → Το Μοντεβιδέο του Ενρίκε Βίλα Μάτας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση Νάννας Παπανικολάου. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή