Φτάνω την ώρα που η Τίλντα Σουίντον ποζάρει για τη φωτογράφισή της και έχει μόλις φορέσει ένα ταρτάν παντελόνι και έντονα, δίχρωμα παπούτσια. Στέκεται εντελώς ακίνητη καθώς ο κομμωτής φροντίζει την ξανθιά κόμη της, που την κάνει να μοιάζει με εξωτικό πουλί – ή με κομψή χούλιγκαν, αν και το πρόσωπό της παραμοιάζει αγγελικό για να μεταμορφωθεί σε κάτι άγριο. Είναι εμφανές από την πρώτη στιγμή ότι η Σουίντον είναι εκατό τοις εκατό συγκεντρωμένη στη δουλειά που έχει αναλάβει, έχοντας ταυτόχρονα υπερβολικά μεγάλη έγνοια όλους όσοι βρίσκονται γύρω της. Αυτό το μείγμα επαγγελματισμού και ζεστασιάς σε αφοπλίζει, ειδικά εάν περίμενες τη μεγαλοπρέπεια μιας σούπερ σταρ.
Διότι η Τίλντα Σουίντον είναι σούπερ σταρ, μια ηθοποιός που οι New York Times έχουν κατατάξει στους σημαντικότερους του 21ου αιώνα. Αυθεντική, ξεχωριστή και επίμονη, έχει υποδυθεί τους πάντες, από μια απελπισμένη μητέρα στο Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν της Λιν Ράμζεϊ (2011) έως την ηλικιωμένη γκρινιάρα Μαντάμ Ντι στο Ξενοδοχείο Grand Budapest του Γουές Άντερσον (2014) και τη Λευκή Μάγισσα στη Νάρνια (2005-2010). Συμμετείχε στη μικρού μήκους ταινία του Αλμοδόβαρ Ανθρώπινη φωνή και θα πρωταγωνιστήσει στην επόμενη, μεγάλου μήκους του (λεπτομέρειες ακόμη δεν έχουν κυκλοφορήσει). Είναι χαμαιλέων, παραμένοντας όμως ο εαυτός της. Έχει κερδίσει ένα Όσκαρ, ένα Bafta, έχει προταθεί για τρεις Χρυσές Σφαίρες και, έχοντας κλείσει μόλις τα 63 της χρόνια, εξακολουθεί να θεωρείται fashion icon και ιέρεια της ανδρόγυνης ομορφιάς, με προφίλ που παραμένει αμετάβλητο – σαν τις μορφές στα ακρόπρωρα των παλιών ιστιοφόρων. Όπως την παρατηρώ να ποζάρει στην κάμερα, σκέφτομαι πόσο μεγάλη διαφορά πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στην «κανονική» της ζωή στα σκωτσέζικα Χάιλαντς, δίπλα στη θάλασσα, και στην τρέλα του Λονδίνου.
Κάποια στιγμή καταφεύγουμε σε ένα ήσυχο καμαρίνι για να μιλήσουμε. Έχουμε πολλά να πούμε: εκτός από τις ερωτήσεις των αναγνωστών και των διασήμων, συζητάμε και για την πρόσφατη ταινία της, την Αιώνια κόρη, σε σκηνοθεσία της Τζοάνα Χονγκ. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για το σίκουελ των ταινιών ενηλικίωσης Ενθύμιο και Ενθύμιο ΙΙ, όπου η Σουίντον έπαιξε μαζί με την κόρη της Όνορ (η οποία πρόσφατα αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου).
Έχει πλέον φορέσει ξανά τα δικά της ρούχα, ένα απλό κατακόκκινο μοχέρ πουλόβερ που ταιριάζει με το κραγιόν που φορούσε νωρίτερα, και είναι καθισμένη σε ένα ψηλό κάθισμα σαν να πρόκειται να εμφανιστεί από κάπου ένα κοκτέιλ (φοβάμαι, όμως, ότι αυτό δεν θα συμβεί).
Στην Αιώνια κόρη παίζει δύο γυναίκες: τη μητέρα Ρόζαλιντ (όσοι έχουν δει το Ενθύμιο θα θυμούνται τον χαρακτήρα) και την κόρη Τζούλι, η οποία πλέον είναι μεσήλικας. Τέχνασμα, μπορεί να σκεφτείτε, αλλά δείτε το πριν κρίνετε. Πρόκειται για μια ταινία φτιαγμένη με μαεστρική δεξιοτεχνία. Το πρώτο πλάνο ξεκινά με ένα λευκό ταξί που κατεβαίνει έναν ίσιο δρόμο, πλαισιωμένο από χειμωνιάτικα δέντρα, τυλιγμένο στην ομίχλη. Η Τζούλι πηγαίνει τη μητέρα της σε έναν χειμερινό ξενώνα, που αποδεικνύεται ότι δεν έχει πελάτες. Σαν να βρίσκονται σε όνειρο ή εφιάλτη, σε ένα ξύλινο περιβάλλον γεμάτο μελαγχολία και με μια παθητικο-επιθετική ρεσεψιονίστ, ενώ έξω μαίνεται η θύελλα. Αυτά, κανονικά, είναι συστατικά για ένα τυπικό θρίλερ, όμως η Αιώνια κόρη παρουσιάζει ένα νέο είδος «στοιχειώματος». Σχολιάζω πως η ταινία αφορά το τι σημαίνει να στοιχειώνεις τον εαυτό σου και η Σουίντον συμφωνεί: «Αυτό αφορά η ταινία».
Ο Όσκαρ Ουάιλντ έχει γράψει: «Όλες οι γυναίκες γίνονται σαν τις μανάδες τους. Αυτή είναι η τραγωδία τους. Κανένας άνδρας δεν το παθαίνει αυτό. Αυτή είναι η δική του τραγωδία». Η Σουίντον υποστηρίζει ότι στην ταινία η «μεγάλη ερώτηση» είναι «πού τελειώνει η μητέρα μου και πού ξεκινώ εγώ;». Η ίδια μεταλλάσσεται: υποδύεται μια μητέρα λεπτεπίλεπτη, που ανήκει σε μια ανώτερη, αψεγάδιαστη τάξη, αλλά και την κόρη της, μια σκηνοθέτιδα με βραχνή φωνή, η οποία είναι πιο «του δρόμου» και βρίσκεται εμφανώς σε σύγχυση. Οι δύο γυναίκες είναι ταυτόχρονα ενωμένες και αθεράπευτα απομακρυσμένες και η ταινία αξίζει μια δεύτερη προβολή, γιατί κατά βάθος έχει μια δεύτερη ανάγνωση.
Η Σουίντον εξηγεί ότι η ίδια και η Χογκ είναι φίλες από τα 10 ή τα 11 και πάντα μιλούσαν για τις μητέρες τους, οι οποίες είχαν αρκετές ομοιότητες. Η ίδια προέρχεται από μια αριστοκρατική, στρατιωτική αγγλοσκωτσέζικη οικογένεια και η μητέρα της, όπως και της Χογκ, ήταν μια «μεταπολεμική νύφη που παντρεύτηκε τη δεκαετία του ’50, έκανε παιδιά τη δεκαετία του ’60 και είχε κάνει αυτή τη συμφωνία με τη ζωή –ευτυχή συμφωνία έως έναν βαθμό– να είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα αφοσιωμένη σύζυγος». Οι μητέρες αυτές είχαν «περιορισμένη οικειότητα» με τις κόρες τους. Επιπλέον, και η Σουίντον και η Χογκ έγιναν καλλιτέχνιδες. Όταν της λέω ότι αυτό μπορεί να ήταν δύσκολο για τις μαμάδες τους, ότι μπορεί να ένιωθαν αποκλεισμένες από τη ζωή των κοριτσιών τους, φαίνεται ότι χτυπάω νεύρο: τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Η ταινία είναι μια ευκαιρία να εξερευνήσει κανείς αυτό το κενό και να θέσει το αναπάντητο ερώτημα: πώς καταφέρνει κανείς να απογαλακτιστεί από τη μητέρα του;
Η μητέρα της Σουίντον πέθανε πριν από 13 χρόνια – νωρίτερα από της Χογκ. «Θυμάμαι να μιλάω στην Τζοάνα γι’ αυτό… Τη φρόντιζα καθ’ όλη τη διάρκεια και κατόπιν μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι υιοθέτησα τον τρόπο που μιλούσε και μερικές φορές φορούσα τα πράγματά της, ζακέτες ή παπούτσια. Υπήρξε ένα χρονικό διάστημα, πριν φύγει και αφότου έφυγε, κατά το οποίο ήμουν ενωμένη μαζί της με έναν πολύ συγκεκριμένο και απτό τρόπο. Έπιανα τον εαυτό μου να χρησιμοποιεί τη γλώσσα που θα χρησιμοποιούσε και εκείνη και ένιωθα μια συγκινητική ανατριχίλα όταν είχα την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω μια συγκεκριμένη φράση… Είναι ένας τρόπος, φυσικά, να τις κρατήσουμε μαζί μας. Θυμάμαι επίσης να αισθάνομαι το βάρος της επιβίωσης ως μια μορφή προδοσίας. Δεν ήταν αληθινό φυσικά, απλώς έτσι ένιωθα».
Ίσως επειδή μιλάμε για πένθος ή επειδή –αξέχαστος καθώς είναι– επιστρέφει σαν ρεφρέν σε κάθε επίσημη συζήτηση με τη Σουίντον, προχωράμε στην απώλεια του σπουδαίου της φίλου Ντέρεκ Τζάρμαν, στις ταινίες του οποίου συμμετείχε όταν ξεκίνησε την καριέρα της: Καραβάτζιο (1986), The Last of England (1988), War Requiem (1989), Ο κήπος (1990). Θυμάται πώς τον έχασε, από AIDS, όταν εκείνη ήταν 33. Ακόμη και δεκαετίες αργότερα ανακαλεί ότι ένιωθε πως θα μπορούσε να είχε πεθάνει εκείνη: «Ήμουν πολύ κοντά στον Ντέρεκ και θυμάμαι να έχω την πλήρη συναίσθηση ότι, με κάποιον περίεργο τρόπο, θα μπορούσα να είχα “φύγει” κι εγώ μαζί του».
Καθώς προχωράμε στις ερωτήσεις, την παρακολουθώ να απαντά συγκεντρωμένη, δοτική. Κάποιες φορές γελάει δυνατά, κάποιες φορές σταματάει για να ζητήσει λίγο χρόνο παραπάνω για να σκεφτεί, ώστε να είναι σίγουρη ότι απάντησε στην ερώτηση.
Πέδρο Αλμοδόβαρ, σκηνοθέτης
Είναι γνωστό ότι μοιάζεις με τον Ντέιβιντ Μπόουι. Θυμάμαι ότι έχω δει ένα κλιπ όπου αλλάζατε ρούχα: εκείνος είχε ντυθεί σαν εσένα και εσύ σαν εκείνον. Τι λέγατε σε αυτή τη συνάντηση; Και με ποια από τις πολλές σου εμφανίσεις πιστεύεις ότι ταυτίστηκε περισσότερο εκείνος;
Θυμάμαι πως, καθώς γυρίζαμε το The Stars (Are Out Tonight), ένα βιντεοκλίπ που σκηνοθέτησε η Φλόρια Σιγκισμόντι, είχα βρει ένα χαζό, παραμορφωμένο καρότο στη σαλάτα μου και αυτό το συζητούσαμε για μέρες. Παρ’ όλα αυτά, για να πω κάτι πιο σοβαρό, θυμάμαι επίσης και μια άλλη συζήτηση. Ήταν πολύ άρρωστος εκείνη την εποχή, κάτι που γνώριζα – αν και δεν ήξερα πόσο άρρωστος ήταν. Και άρχισε να μιλάει για τη μετά θάνατον ζωή και έλεγε κατηγορηματικά ότι δεν πίστευε ότι υπήρχε. Μου έστελνε πάντα εικόνες, μερικές φορές ανόητες, μερικές φορές όχι. Συνήθιζα να εκπλήσσομαι με το πόσο γνώριζε τι κάναμε όλοι μας: ήταν τόσο μέσα στα πράγματα… Όσον αφορά τις εμφανίσεις, ήταν τιμή μου που ήρθε να δει την περφόρμανς The Maybe στο MoMA. O καλός μου [σ.σ. ο σύντροφός της, καλλιτέχνης Σάντρο Κοπ] τον είχε δει να στέκεται εντελώς απαρατήρητος για αρκετή ώρα μέσα στο πλήθος, απολύτως κανείς δεν τον είχε προσέξει. Επίσης, υπήρχε μια φωτογραφία μου που είχε τραβήξει ο Ζαν Μπαπτίστ Μοντινό με μακιγιάζ πασαλειμμένο σε όλο μου το πρόσωπο. Ξέρω ότι του άρεσε αυτή η φωτογραφία – μου το είχε πει πολλές φορές.
Τι όνειρα βλέπετε αυτή την εποχή; (Σίλβια, Βουλγαρία)
Ότι ξεχνάω πράγματα. Ονειρεύομαι τη συγκλονιστική δυνατότητα να ταξιδέψω χωρίς να χάσω το διαβατήριό μου. Ότι αναπνέω κάτω από τη θάλασσα. Δεν είμαι ιδιαίτερα ξεχασιάρα, αλλά απαιτούνται υπερβάσεις όταν ταξιδεύω, ειδικά επειδή, όταν είμαι στο σπίτι, βυθίζομαι λίγο. Πιστεύω ότι, αν δουλεύεις σε μια πόλη, αυτό σε κρατάει σε εγρήγορση, εγώ όμως όταν είμαι στο σπίτι δεν είμαι καθόλου σε ετοιμότητα. Ας πούμε, σήμερα ήρθα εδώ κουβαλώντας διάφορα αξεσουάρ σκύλων στο τζάκετ μου –αυτό είναι το τζάκετ που φοράω και στο σπίτι [σ.σ. δείχνει ένα πράσινο αδιάβροχο πίσω μας]– και οι τσέπες είναι γεμάτες από πράγματα για σκυλιά, που δεν χρειάζομαι.
Έλτον Τζον, μουσικός
Σου έχουν κάνει το πορτρέτο πολλοί εξαιρετικοί φωτογράφοι. Αν έπρεπε να διαλέξεις να σε φωτογραφίσει οποιοσδήποτε φωτογράφος έχει υπάρξει ποτέ, ποιος θα ήταν και γιατί;
Ο Πολ Στραντ, εν μέρει επειδή τον έχω ταυτίσει με τις νήσους Εβρίδες, που τις αγαπώ πολύ και είναι πολύ σημαντικές για μένα. Ο Στραντ ήταν Αμερικανός και η δουλειά του στις Εβρίδες ήταν φανταστική. Τα πορτρέτα ανθρώπων του μοιάζουν με τοπία, και το αντίστροφο.
Ποιο είναι το πιο τυπικά σκωτσέζικο χαρακτηριστικό σου που ξεχωρίζει όταν είσαι στο εξωτερικό, ειδικά στις ΗΠΑ; (Κέβιν Νελ, Αγγλία)
Δεν ξέρω αν είναι το πιο σκωτσέζικο χαρακτηριστικό μου, αλλά μου είναι αδύνατον να μην αρχίσω να κλαίω με τον ήχο της γκάιντας οπουδήποτε στον κόσμο… Πήγα αυτό το καλοκαίρι με τον γιο μου –είμαστε σπασίκλες με την στρατιωτική ιστορία– στη Νορμανδία και στη Γέφυρα του Πήγασου, η οποία ήταν η τοποθεσία στην οποία ο λόρδος Λόβατ έφερε τον αυλητή του από τα Χάιλαντς, και συγκεκριμένα από το Μπίουλι, κοντά στο σπίτι μας. Ο αυλητής διέσχισε τη Γέφυρα του Πήγασου υπό τις πιο τολμηρές και επικίνδυνες συνθήκες, γεγονός που πρέπει να τρόμαξε τους Ναζί, όπως τρόμαζαν για αιώνες οι γκάιντες τους Άγγλους. Ένα άλλο πολύ σκωτσέζικο χαρακτηριστικό μου είναι ότι δεν αντέχω να με περιγράφουν ως Βρετανή.
Γουές Άντερσον, σκηνοθέτης
Υπάρχει κάποιος χαρακτήρας, ή η ιδέα ενός χαρακτήρα, που θα ήθελες να ερμηνεύσεις περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο; Μίλησέ μας γι’ αυτό.
Φαντάζομαι μια ντετέκτιβ ή ίσως, μάλλον, την επαρχιώτισσα κυρία ενός παρηκμασμένου αρχοντικού με βαθιά αγάπη για την αστυνομική λογοτεχνία, η οποία παρασύρεται ακαταμάχητα στην εξιχνίαση κάποιας φρικιαστικής, δαιδαλώδους ίντριγκας. Σχεδόν σίγουρα μουγκή… ενδεχομένως φάντασμα… Ναι. Ένα φάντασμα που προσπαθεί όσα ανακαλύπτει να τα μεταδώσει στην απέναντι πλευρά. Φαντάζομαι ότι το τελικό στοιχείο που θα δώσει τη λύση στη δολοφονία θα είναι το σημάδι από τη μύτη του σκύλου στο κάτω μέρος ενός παραθύρου – ο μόνος πιθανός ένοχος θα είναι ένα ιδιαίτερα κοντόποδο τεριέ… Γράψ’ το, Γουές – ξέρεις ότι το θέλεις…
Ποιο είναι το καλύτερο και ποιο το χειρότερο πράγμα στο να είσαι ένα fashion icon; (Σάρα Μακ Λίρι, Σκωτία)
Το fashion icon ορίζεται από το πώς σε βλέπει κάποιος άλλος. Δεν υπάρχει κανένα μειονέκτημα και το θετικό είναι ότι είναι πολύ διασκεδαστικό.
Απιτσατπόνγκ Βεερασεθάκουλ, σκηνοθέτης
Τι είναι αυτό που αγαπάς τόσο πολύ στα σκυλιά και στη θάλασσα;
Για μένα, αντιπροσωπεύουν την πατρίδα, το σπίτι. Ζω δίπλα στη θάλασσα εδώ και 25 χρόνια και δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι δεν θα ζω δίπλα της –έχω καλομάθει και επίσης είναι κάτι πραγματικά διαφωτιστικό– όπως και ότι θα ζω χωρίς τα σκυλιά. Ζω ανάμεσα σε μια αγέλη σκύλων για σχεδόν το ίδιο χρονικό διάστημα, για τον ίδιο λόγο.
Ολίβια Λάινγκ, συγγραφέας
Ένα από τα πράγματα που θαυμάζω περισσότερο σ’ εσένα –και στον Ντέρεκ Τζάρμαν– είναι η βαθιά καλλιτεχνική σας ακεραιότητα. Αυτό είναι κάτι όλο και πιο σπάνιο, καθώς οι καλλιτέχνες και οι ερμηνευτές πιέζονται να γίνουν εμπορεύματα. Εσείς πώς αντιστέκεστε; Πώς καλλιεργείτε και προστατεύετε την ελευθερία σας ως καλλιτέχνις;
Βοηθάει το να μη βλέπεις τον εαυτό σου ως εμπόρευμα, και νομίζω πως αυτό είναι ένα προνόμιο που μοιραζόμασταν με τον Ντέρεκ. Εκείνος πήγε σε σχολή καλών τεχνών για να γίνει ζωγράφος, εγώ πήγα στο πανεπιστήμιο [σ.σ. σπούδασε κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες στο Κέιμπριτζ] και, όπως έχω παραδεχτεί δημόσια, θα ήθελα να έχω ασχοληθεί περισσότερο με τη συγγραφή. Η υποκριτική για μένα και, σε κάποιον βαθμό, η δημιουργία ταινιών σε τοποθετεί σε ένα οριακό σημείο: υπάρχει μια σπουδαία κουβέντα στη Γλυκιά ζωή [Σ.τ.Μ. αναφέρεται στην ταινία του Φεντερίκο Φελίνι]: «Είμαι πολύ σοβαρός για να είμαι ερασιτέχνης και πολύ ερασιτέχνης για να είμαι επαγγελματίας». Είχα διαβάσει αυτή τη φράση σε υπότιτλους πριν γνωρίσω τον Ντέρεκ, ενώ ήμουν ακόμα στο πανεπιστήμιο, και σχεδόν πετάχτηκα από τη θέση μου. Στην ταινία λέγεται ως έκφραση πραότητας, αλλά εγώ το βλέπω ως μια πραγματική θέση ισχύος, επειδή σημαίνει ότι μπορεί κανείς να παραμείνει ευλύγιστος και αδιαμόρφωτος. Υπάρχει αξία στο να ιεραρχείς τη δουλειά σου ως κάτι που δεν σου απορροφά όλη σου την ενέργεια, αφήνοντας της χώρο να συνυπάρξει με έννοιες όπως η περιπέτεια, η ξεκούραση, το παιχνίδι.
Με πείραζαν πολύ στο σχολείο για τα κόκκινα μαλλιά μου και τις φακίδες στο δέρμα μου. Θα ήθελα να ξέρω αν πείραζαν και εσάς, ως κοκκινομάλλα, και, εάν ναι, πώς σας επηρέασε αυτό. (Σάρα Τζέιν Τίπτον, Αγγλία)
Με πείραζαν χωρίς έλεος. Στο σχολείο που πήγαινα υπήρχε, γενικά, η κουλτούρα του πειράγματος. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι επιβίωσα. Θυμάμαι να λέω στα παιδιά μου ότι, αν υπήρχαν στιγμές που ένιωθαν ότι κάποιος πιο δυνατός τούς επιβάλλεται, θα προτιμούσα χίλιες φορές να έρθουν στο σπίτι και να μου πουν ότι κάποιος τους πείραξε, παρά το να είναι οι ίδιοι που κάνουν το πείραγμα.
Ντέιζι Μέι Κούπερ, κωμικός, συγγραφέας
Αν επέστρεφες σε δεύτερη ζωή ως φάντασμα, ποιον ή τι θα στοίχειωνες;
Είναι αστείο που με ρωτάς. Η γιαγιά μου έλεγε ότι το μεγάλο καλό τού να πεθαίνεις είναι ότι μπορείς να ταξιδεύεις σε όλα τα μέρη όπου δεν είχες μπορέσει να πας όσο ήσουν εγκλωβισμένος σε ένα σώμα. Έχω κάθε πρόθεση –προετοιμάζομαι γι’ αυτό– να στοιχειώνω αδιακρίτως. Προετοιμάζομαι για τη μετά θάνατον ζωή, στην οποία πιστεύω. Έχω σοβαρά σχέδια, που πραγματικά ανυπομονώ να υλοποιήσω. Για σένα, Ντέιζι, προορίζω ένα παλαβό σμήνος πεταλούδες και μια περίεργη μυρωδιά.
Ποια ρούχα χαρακτήρα που υποδυθήκατε σας άρεσαν περισσότερο; (Μπεν Άχταρ, Βέλγιο)
Η Ρόζαλιντ Χαρτ, η ηρωίδα στις δύο ταινίες Ενθύμιο και στην Αιώνια κόρη, φοράει κοστούμια που σε μεγάλο βαθμό φτιάχτηκαν από την γκαρνταρόμπα της δικής μου μητέρας, ρούχα, παπούτσια και κοσμήματα. Όταν θυμάμαι τον εαυτό μου να φοράει αυτά τα ρούχα, νιώθω ζεστασιά.
Τζορτζ Μακ Κέι, ηθοποιός
Ποια ήταν η πιο ζωτική ή διαμορφωτική εμπειρία με το κοστούμι και το μακιγιάζ ενός χαρακτήρα που είχατε και γιατί;
Είναι δύσκολο να απαντήσω, γιατί μου αρέσει πολύ να δουλεύω με τα κοστούμια και γενικά την εμφάνιση. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνω κάπως να μένω πιστή στην αρχική μου πρόθεση, η οποία ήταν το να συμμετάσχω μόνο σε μια ταινία και μετά να σταματήσω. Άρα, μου είναι σημαντικό να μεταμορφώνομαι συνεχώς. Θα ήταν, όμως, ελαφρώς αγενές να μην αναφέρω το Ορλάντο, δεδομένου ότι είναι μια ταινία για ένα πνεύμα που αλλάζει μόνο τα ρούχα του και στην πραγματικότητα δεν αλλάζει με κανέναν άλλο τρόπο.
Όπως είδαμε στο φιλμ του Τζιμ Τζάρμους Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί, είστε βαμπίρ. Ποιον θα θέλατε μαζί σας στην αιώνια ζωή; (Ενριέτ βαν Ντορπ, Ολλανδία)
Ααα, μου αρέσει πολύ αυτή η ερώτηση! (γέλια). Με τον Κρίστοφερ Λι έχουμε μια συζήτηση εδώ και καιρό σχετικά με το ενδεχόμενο μια μέρα να ενώναμε δυνάμεις. Όσο ζεις, ελπίζεις!
Μαξ Ρίχτερ, συνθέτης
Εγώ στην ουσία εκπαιδεύτηκα κινηματογραφικά στο Filmhouse του Εδιμβούργου και στο Everyman στο Hampstead [σ.σ. κινηματογραφικές αίθουσες σε Εδιμβούργο και Λονδίνο], όπου πήγαινα όταν υποτίθεται ότι παρακολουθούσα διαλέξεις στο πανεπιστήμιο. Για σένα, ποιο ήταν το σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν όλα;
Για μένα, το σινεμά στο Άιμαουθ, το ψαροχώρι κοντά στο μέρος όπου μεγάλωσα στα Μπόρντερς της Σκωτίας. Ο κινηματογράφος ήταν μικροσκοπικός, σε μια παραλιακή οδό και πολύ δημοφιλής, αλλά φοβάμαι ότι δεν υπάρχει πια. Τα αδέρφια μου [σ.σ. έχει τρία] με πήγαν κρυφά να δω το Confessions of a Window Cleaner και με έπρηξαν σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι στο αυτοκίνητο για να προσποιηθώ ότι είχαμε πάει να δούμε το Gold με τον Ρότζερ Μουρ.
Μου διηγήθηκαν την πλοκή του Gold με υπερβολικά πολλές λεπτομέρειες και το επόμενο πρωί, όταν ο πατέρας μου ρώτησε μάλλον βαριεστημένα τι είχαμε δει στο σινεμά, του τα είπα χαρτί και καλαμάρι. Έγινε πολύ καχύποπτος – πρέπει να κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε, καθώς φαινόταν ότι προσπαθούσα υπερβολικά. Αργότερα, η κινηματογραφική μου εκπαίδευση έγινε στον κινηματογράφο Arts Cinema στο Κέιμπριτζ, για τον Ταρκόφσκι, και στον ιερό κινηματογράφο Lumiere στο St Martin’s Lane, για τους Τζιμ Τζάρμους, Γιασουτζίρο Όζου, Σεργκέι Παραζάνοφ και Τζον Γουότερς, η κατάρρευση του οποίου είναι ο λόγος που δεν μπορώ να ξαναπάω στο St Martin’s Lane – τόσο μεγάλη νιώθω την απώλεια.
Υπάρχει κάποιος συγγραφέας ή βιβλίο με το οποίο νιώθετε μια ιδιαίτερη σύνδεση αυτή τη στιγμή;(Σου Πίτκιν, ΗΠΑ)
Το βιβλίο Στη θέση του οδηγού της Μίριελ Σπαρκ. Αυτή η συγγραφέας δεν με απογοητεύει ποτέ, και αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο έχει κάτι σοκαριστικά και ενδυναμωτικά μοχθηρό. Έχει μια πολύ μοντέρνα αίσθηση. Η Σπαρκ απλώς «με στέλνει».
Σίμους Μακ Γκάρβεϊ, κινηματογραφιστής
Έχετε συνεργαστεί με μερικούς από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της εποχής μας. Οι επιλογές σας ήταν γενναίες και ασυνήθιστες. Θα θέλατε να σκηνοθετήσετε τη δική σας ταινία και, αν ναι, έχετε κάποιο συγκεκριμένο έργο στο μυαλό σας;
Είναι κάτι που προσπαθώ να μην το κάνω σε τακτική βάση, γιατί… για να σκεφτώ… γιατί, μέχρι να το νιώσω σαν ένα απλό ενδεχόμενο και όχι σαν κάτι που με γεμίζει τρόμο, θα το αποφύγω. Και το άλλο πράγμα που θα μπορούσα να πω είναι ότι, όπως επισημαίνετε στην ερώτησή σας, είχα το προνόμιο να δουλέψω δίπλα σε μερικούς από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της εποχής μας και έτσι ξέρω καλύτερα από τους περισσότερους ανθρώπους το τι απαιτεί η σκηνοθεσία μιας ταινίας.
Πρίνσες Τζούλια, DJ, συγγραφέας
Πώς προετοιμάζεστε για έναν ρόλο, από την πρώτη ανάγνωση έως την τελική ερμηνεία του χαρακτήρα;
Όπως ξέρεις πολύ καλά από τη δική σου ζωή και εργασία, Τζούλια, με την επιμελή και συντονισμένη ιεράρχηση του μέγιστου δυνατού χρόνου που περνάς με τους φίλους σου.
Αλοΐσιους Μασακόι, μουσικός
Έχεις κάνει κάποιες επιλογές καθώς ερμηνεύεις έναν χαρακτήρα για τις οποίες αργότερα μετάνιωσες;
Καλή ερώτηση και νιώθω ενθουσιασμένη που έστειλε ερώτηση αυτός ο τύπος! Λοιπόν: όλη την ώρα. Με το που αποφασίζει ο σκηνοθέτης να στρέψει την κάμερα κάπου αλλού, μπορεί να αισθανθείς ότι μετάνιωσες. Το μεγάλο κόλπο είναι να καταφέρεις να προχωράς. Σε κάθε λήψη υπάρχουν επιλογές και κάποιες σε γεμίζουν με απογοητεύσεις πολύ πιο συχνά από τις φορές που σκέφτεσαι ότι τα κατάφερες. Στην πραγματικότητα, είμαι πια καχύποπτη για εκείνες τις σπάνιες στιγμές που νομίζει κανείς ότι τα έχει πάει εξαίσια. Συχνά, αυτές οι λήψεις είναι οι λιγότερο ενδιαφέρουσες. Ο Ηράκλειτος είπε: «Ζήτω η αμφιβολία». Μέσα από την αμφιβολία έρχεται η γνώση. Αυτό είναι ακόμα ένα πράγμα που μου έμαθε ο Ντέρεκ Τζάρμαν.
Τζοάνα Σκάνλαν, ηθοποιός
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα της παιδαγωγικής φιλοσοφίας Στάινερ; [Σ.τ.Μ. Η Τίλντα Σουίντον είναι συνιδρύτρια ενός σχολείου που λειτουργεί σύμφωνα με τη φιλοσοφία του παιδαγωγού Ρούντολφ Στάινερ, ενθαρρύνοντας τη δημιουργικότητα, τη φαντασία και την ελεύθερη σκέψη, χωρίς εξετάσεις.]
Αυτοδιάθεση. Ευελιξία. Η γνώση ότι μπορείς να ζήσεις και χωρίς οθόνες. Η ικανότητα να σκαρφαλώνεις σε δέντρα/να φτιάχνεις πράγματα με τα χέρια σου/να καλλιεργείς φαγητό/να τραγουδάς και να χορεύεις με αυταπάρνηση. Τα παιδιά μου είχαν το προνόμιο να εκπαιδευτούν με βάση αυτή τη μέθοδο. Τα κοιτάζω τώρα, στα 26 τους χρόνια, και βλέπω δύο απτόητα και ζωηρά άτομα, ευφάνταστα, γενναιόδωρα, χαρούμενα, δίκαια, ανοιχτόμυαλα, αυτοπροσδιοριζόμενα, δημοκρατικά, προσαρμοστικά, συνεργατικά, γειωμένα, ευγνώμονα, ευγενικά και γενικά έτοιμα να προσφέρουν ό,τι μπορούν για να φωτίσουν τον κόσμο.
Έχεις συνεργαστεί αρκετές φορές με τον Ιταλό σκηνοθέτη Λούκα Γκουαντανίνο, μεταξύ άλλων στα
A Bigger Splash και Suspiria. Τι είναι αυτό που κάνει την συνεργασία σας ξεχωριστή; (Μάρκο Φότι, Αγγλία)
Με τον Λούκα είναι σχεδόν σαν να παίζαμε μαζί στην παιδική χαρά. Τον πρωτογνώρισα όταν ήταν 22 ετών και τα σχέδια που κάναμε τότε ήταν πάντα άγρια και πέρα από τον άμεσο ορίζοντά μας. Ο χαρακτήρας αυτού του πρώιμου δεσμού συνεχίζεται: έχουμε διατηρήσει αυτή την αίσθηση του ακατάστατου και του υπερβολικά φιλόδοξου.
Ποια είναι η αγαπημένη σας σκωτσέζικη λίμνη και γιατί; (Κρις Χάρλαντ, Αγγλία)
Μια λίμνη σε ένα νησί στις Εβρίδες. Είναι μικρή σαν γήπεδο του τένις και το καλοκαίρι γεμίζει νούφαρα.
Δεν έχω ιδέα πώς λέγεται, αλλά είμαι σίγουρη ότι το όνομά της θα είναι τεράστιο. Το νερό –το νερό της τύρφης– έχει ένα είδος άνωσης, είναι στο χρώμα του καλού μαλτ ουίσκι και σε ανεβάζει σαν σύννεφο από κάτω προς τα πάνω. Είναι το πιο κοντινό πράγμα στη νιρβάνα που μπορώ να σκεφτώ. Δεν υπάρχει τίποτα που να της μοιάζει και παραμένει αναλλοίωτη. Τελευταία φορά πήγα στη λίμνη αυτή τον προηγούμενο μήνα. Είναι πάντα εκεί, ένα μέρος που δεν θα χαλάσει ποτέ.
Πολλοί από εμάς σας γνωρίσαμε σαν τη μητριαρχική φιγούρα στην Παραλία του Ντάνι Μπόιλ. Εκείνη την εποχή είχατε την αίσθηση ότι τα θέματα που θίγει η ταινία –υπερτουρισμός, βιωσιμότητα– ήταν προφητικά; (Ρ. Έβανς, Αγγλία)
Είχαμε μια υποψία και κυρίως ο Άλεξ Γκάρλαντ, στου οποίου το βιβλίο βασίστηκε η ταινία. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά, μέχρι να ξυπνήσει ο κόσμος, τα πράγματα χειροτέρευσαν. Τώρα φαίνεται αδύνατο να φανταστείς ότι κάναμε γυρίσματα σε αυτό το φανταστικό μέρος (το ταϊλανδέζικο νησί Κο Φι Φι Λε) και δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί γύρω. Αυτό ήταν 25 χρόνια πριν, και από τότε το νησί έχει γίνει κάτι σαν θεματικό πάρκο.
Βρίσκετε ότι η ζωή είναι πιο παράξενη από τη μυθοπλασία; (Άγιο Ακινγκμπέιντ, Αγγλία)
Είμαι οπαδός του παράξενου: δώστε μου παράξενα και ακόμη πιο παράξενα έργα.
Καθώς μεγαλώνετε, αλλάζουν οι δουλειές που θέλετε να κάνετε και οι ρόλοι που θέλετε να παίξετε; (Μελίσα Ρέινολτς-Ντονέλο, Αγγλία)
Όχι, και αυτό είναι ίσως λίγο προβληματικό, γιατί συνήθως δουλεύω σε έργα που δημιουργούνται επιτόπου, συνεργατικά. Δεν είναι προτάσεις που μου έρχονται έτοιμες, είναι σαν μικρά κομματάκια που φτιάχνονται πάνω μου, άρα για μένα συνεχίζουν να είναι ενδιαφέροντα. Αν μη τι άλλο, μου φαίνεται ανακουφιστικό το να δημιουργώ κάτι μέσα από τη δική μου εμπειρία ζωής και να απομακρύνομαι όλο και περισσότερο από τις ιδέες που μπορεί να έχουν άλλοι άνθρωποι για μένα.