«Πότε ορκίζεσαι; / Παρασκευή, αλλά δεν μας έχουν πει επίσημα. Άμα σε πουν, πες με. / Απ’ ό,τι κατάλαβα, όποιος θέλει, έρχεται. / Καλά, τι πιο σύνηθες». Τελικά, ορκίστηκε. Ήρθαν και οι γονείς του. Κατέβηκαν από Θεσσαλονίκη. Δύο εβδομάδες πέρασαν από τότε που τον είχα φιλοξενήσει. Σηκωθήκαμε νωρίς, η Αθήνα ήθελε λίγες δόσεις καφεΐνης για να πάρει μπρος. Ο ένας κρατούσε το δεξί χερούλι της τσάντας και ο άλλος το αριστερό. Στην πλατεία περίμεναν κι άλλοι σαν κι αυτόν: κοντοκουρεμένοι, με φρεσκοπεριποιημένο μουστάκι, ογκώδη σακ-βουαγιάζ, κάποιοι ψιλογυμνασμένοι, κάποιοι γραμμωμένοι. Σύντομα, οι ζύμες του κρουασάν από το ΚΨΜ θα μαλακώσουν κάθε μυ. «Να πάω να τους ρωτήσω αν πηγαίνουν κι εκείνοι Μέγαρα;»
Οι πρώτοι είχαν φτάσει με το καράβι. Πειραιάς, Λαύριο, Καβάλα. Οι δεύτεροι είχαμε φτάσει με το αεροπλάνο. Θεσσαλονίκη, Αθήνα. Ίσα να κλέψουμε λίγες παραπάνω ώρες ελευθερίας. Φθινόπωρο. Το νησί γέμισε με κόσμο, τα Στάγιερ (φορτηγά) αγκομαχούσαν στο επαρχιακό δίκτυο, κουβαλούσαν τους φαντάρους στα στρατόπεδά τους μέχρι τις έντεκα το βράδυ. Εγερτήριο στις έξι το πρωί, ο ύπνος δεν υπάρχει. Τρέμουλο, κι ας είναι τα καλοριφέρ ανοιχτά. Ο θαλαμοφύλακας φωνάζει. Σε δέκα λεπτά, όλοι να είμαστε έτοιμοι. Όλοι να πάμε μέχρι τα μαγειρεία, σαν σχολική εκδρομή. Φαίνονται τα βύσματα. Το φωνάζουν, το επιδεικνύουν. Αστείοι που είναι τώρα. Τότε, όλα ήταν εφιάλτης. Πού και πού, και τώρα.
Πέντε το πρωί, στις 4 του Σεπτέμβρη, σε ένα δωμάτιο στη Λισαβόνα. Το στήθος χοροπηδάει, η καρδιά ζορίζεται. Λαχάνιασμα. Ξανά ο ίδιος εφιάλτης, μπροστά από τους καθρέπτες στις τουαλέτες. Στα χέρια μου, το άφτερ-σέιβ. Η γκαρίδα εκείνου του κομπλεξικού λοχία είναι προϊόν ανάμνησης από την πρώτη υπηρεσία ως θαλαμοφύλακας. Εκατό νεοσύλλεκτοι να έχουν σταματήσει τις προετοιμασίες για το πεδίο βολής και να στοχεύουν με το βλέμμα τους εμάς τους δύο. Εκείνος να φωνάζει για τα σκουπίδια του κάδου, εγώ να τον ακούω ακίνητος. Ο ήχος του σκουπιδιάρικου επαναφέρει τις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Το στρατόπεδο είναι στην άλλη άκρη του Αιγαίου, εγώ στην άλλη άκρη της Ευρώπης. Μακριά. Δεν κινδυνεύω.
Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα, αλλά αυτό δεν γίνεται. Πώς να ξεχάσεις τη Λήμνο; Βέβαια, το νησί είναι όμορφο, δεν θέλω να την αδικήσω για χάρη κάποιων ανθρώπων που ζουν εντός των τειχών της και η ψυχή τους έχει παλιανθρωπίσει ούσα μέσα σε αυτούς. Ίσως να ισχύει αυτό που έγραψε ο Βασίλης Βασιλικός το 1965. «[…] οι άνθρωποι των τειχών έμαθαν πια να ζουν μεταξύ τους. Τόσο που και τις πληγές τους πρέπει να τις ανοίγουν άλλοι εντειχισμένοι. Γι’ αυτούς, προσβολή από άνθρωπο εκτός του τείχους δεν είναι προσβολή, αλλά διασκέδαση. Γλεντούν την ανοησία του. Πρόκειται μ’ άλλα λόγια για μια έξη, ίδια με το χασίς. Αλλοίμονο σ’ εκείνους που δεν έχουν ανοιχτά τα παράθυρα στον έξω κόσμο. Θα παγώσουν μια μέρα και θα πεθάνουν από πλευρίτη, όταν φυσήξουν άλλοι καιροί».