Γιατί δεν έχουμε ποτέ χρόνο πια;

Γιατί δεν έχουμε ποτέ χρόνο πια;

Τι φταίει; Ο ψηφιακός μας εαυτός που όλο κάτι ζητάει; Η κίνηση; Οι ώρες στο γραφείο; Πού πήγε ο χρόνος μας και πώς προσπαθούμε να τον κερδίσουμε πίσω;

10' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πρώτο πράγμα που κάνω όταν ξυπνάω, είναι να κοιτάξω το κινητό μου. Ναι, το ξέρω ότι αποτελεί τη χειρότερη δυνατή λύση για να ξεκινήσει κανείς τη μέρα του –από την επίδραση του blue light στα μάτια μέχρι το υπερβολικό στρες που προκαλεί μια τέτοια αγχώδης συνήθεια–, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Πρακτικά, όλη μου η ζωή βρίσκεται εκεί μέσα: τα μέιλ της δουλειάς, οι εφαρμογές πληρωμών (από λογαριασμούς και ψώνια μέχρι «ψηφιακά δανεικά»), το ημερολόγιο με τις οικογενειακές υποχρεώσεις, οι φωτογραφίες και τα βίντεο από την προσωπική μου ζωή, ο καιρός, οι ειδήσεις, τα αθλητικά, το app γυμναστικής που δεν χρησιμοποιώ ποτέ – κυριολεκτικά, τα πάντα. Μια κακή συνήθεια, μια σύγχρονη αναγκαιότητα.

Παλιότερα είχα λίγο προσωπικό χρόνο για μένα το πρωί, τώρα προτεραιότητα έχει το παιδί: να φάει πρωινό, να ντυθεί, να γίνει η αλλαγή της πάνας του (μία φορά αν είμαι τυχερός, δύο όταν είμαι άτυχος), να του μαγειρέψω μεσημεριανό, να παίξει χωρίς να χτυπήσει. Υπολογίστε στο ενδιάμεσο ότι, όπως είναι λογικό, κάτι θα πάει στραβά και ίσως γκρινιάξει – κι άλλος χρόνος που σπαταλιέται εκεί στα χαριτωμένα πείσματα ενός βρέφους. Όλα αυτά, λίγο πριν πάω στη δουλειά.

Γιατί δεν έχουμε ποτέ χρόνο πια;-1
(Εικόνα: mustafahacalaki / Getty Images / Ideal Image)

Υπάρχουν μέρες που αντιμετωπίζω τα πάντα με ψυχραιμία και αισιοδοξία, και άλλες που απλώς θα ήθελα να λείπω από τη ζωή μου.

Ή τουλάχιστον να απουσιάζω από μια καθημερινότητα όπου ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός. Νιώθω ότι βρίσκομαι μόνιμα υπό την απειλή μιας κλεψύδρας που αδειάζει συνεχώς, πολύ πιο γρήγορα από το αναμενόμενο· σαν κάποιος να την τρύπησε με αιχμηρό αντικείμενο, στήνοντας μια σαδιστική φάρσα εναντίον μου.

Μηδενική αναμονή, μηδενική υπομονή

Δεν μεγάλωσα με τον κόσμο του διαδικτύου. Το συνάντησα στην πορεία, στην εφηβεία μου, τότε που για να συνδεθείς στο ίντερνετ, έπρεπε να κάνεις τον σταυρό σου και να περιμένεις υπομονετικά μέχρι να πιάσεις γραμμή στο δίκτυο· ο χαρακτηριστικός ήχος της προσπάθειας για σύνδεση στοιχειώνει ακόμα τα όνειρά μου. Σήμερα, τα πράγματα είναι από πολύ έως εξαιρετικά πιο εύκολα. Η απόσταση για να πάει ένα γράμμα από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη καλύπτεται πια σε δέκατα του δευτερολέπτου με τα μέιλ, ο χρόνος που χρειάζεται για να φορτώσει ένα site είναι μηδενικός. Απλώς, στο ενδιάμεσο χάθηκε η δική μας υπομονή. Ο 81χρονος πατέρας μου, συνταξιούχος εδώ και είκοσι χρόνια, αρνείται πεισματικά να σταθεί (ακόμα και καθιστός) σε οποιαδήποτε ουρά δημόσιας υπηρεσίας, παρότι διαθέτει άπλετο χρόνο, ενώ εγώ παλεύω με τον εαυτό μου για να μην πατήσω την κόρνα αν κάποιος καθυστερήσει στο φανάρι. Ο κόσμος γύρω μου τρέχει σχεδόν πανικόβλητος – θυμίζοντας μυρμηγκοφωλιά που έπιασε φωτιά.    

Ο χρόνος που κερδίσαμε από την εποχή του τηλέγραφου και της επιστολής μέχρι τις σημερινές εφαρμογές instant messaging είναι άπειρος. Παράλληλα, κάνουμε τα πάντα για να γλιτώσουμε λίγο χρόνο ακόμα: προσλαμβάνουμε οικιακές βοηθούς, αγοράζουμε ρομποτικές ηλεκτρικές σκούπες, παραγγέλνουμε μαγειρευτά μέσω delivery, αναζητούμε εναγωνίως νταντάδες για το μεγάλωμα των παιδιών μας. Ο χρόνος είναι το πιο πολύτιμο αγαθό· ζούμε τη Μέρα της Μαρμότας προσπαθώντας να κερδίσουμε μερικά δευτερόλεπτα κάθε μέρα. Μάλλον, όμως, η σακούλα στην οποία συλλέγουμε στιγμές είναι τρύπια. Αλλιώς, πώς εξηγείται το ότι δεν προλαβαίνουμε πια να κάνουμε τίποτα; 

Ο χρόνος είναι το πιο πολύτιμο αγαθό· ζούμε τη Μέρα της Μαρμότας προσπαθώντας να κερδίσουμε μερικά δευτερόλεπτα κάθε μέρα. Μάλλον, όμως, η σακούλα στην οποία συλλέγουμε στιγμές είναι τρύπια. 

Βέβαια, για κάθε δευτερόλεπτο που κερδίσαμε μέσω της τεχνολογίας και του επιμερισμού των εργασιών του σπιτιού, προσθέσαμε επιπλέον «υποχρεώσεις», δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο στην καθημερινότητά μας: αφήνουμε ανοιχτές τις ειδοποιήσεις στο κινητό, πέφτοντας θύματα του πιο σαρκοβόρου μάρκετινγκ όλων των εποχών (όταν οι διαφημίσεις όχι μόνο εμφανίζονται μπροστά σου, αλλά και παραβιάζουν τον χώρο και τον χρόνο σου απαιτώντας να τις ανοίξεις για να δεις μία ακόμα προσφορά κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου), σκρολάρουμε ασταμάτητα ανάμεσα στα κοινωνικά δίκτυα και στις τσατ εφαρμογές, πετώντας στο καλάθι των αχρήστων πολύτιμα δευτερόλεπτα, διαθέτουμε άπειρες επιλογές ψηφιακής διασκέδασης, πολύ σπάνια όμως πια τις ευχαριστιόμαστε, αφού συνήθως χαραμίζουμε τον ελεύθερο χρόνο μας στην κεντρική οθόνη streaming εφαρμογών, αναζητώντας –συχνά μάταια– την τέλεια λύση. Αρκούν, όμως, όλα αυτά για να «φάνε» τον χρόνο μας;

Όλη μέρα στους δρόμους

«Είτε θα βρούμε τον δρόμο είτε θα τον δημιουργήσουμε», είναι η παροιμιώδης φράση που αποδίδεται στον Αννίβα, καθώς προσπαθούσε να διασχίσει τις Άλπεις και να βρεθεί προ των πυλών της Ρώμης. Όπως μαρτυρεί το συγκεκριμένο απόφθεγμα, πάντα υπάρχουν λύσεις. Τι ακριβώς κάνουμε, όμως, με ένα άυλο μέγεθος όπως ο χρόνος, το οποίο δεν στέκεται μάλιστα ποτέ σε ένα σημείο; Είναι λογικό να ξεφεύγει από τα χέρια μας.

Όταν όμως μιλάμε για δρόμους, θα έπρεπε να υπάρχουν πιο χειροπιαστές λύσεις. Δεν υπάρχει πάντα κάποια παράκαμψη για να γλιτώσουμε τη σπατάλη του τόσο πολύτιμου χρόνου; Στην περίπτωση της Αθήνας, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Είναι πιο συχνό παρά σπάνιο οι οδικές αρτηρίες της πόλης να θυμίζουν την καρδιολογική κατάσταση ενός βαριά νοσούντος ασθενούς: είναι φρακαρισμένες σε κάθε μήκος και πλάτος, με ελάχιστες ελπίδες να γίνουν καλά σύντομα. Σε αυτή την κατάσταση, αν προσθέσουμε την πολύ αργή ταχύτητα του τραμ και του Ηλεκτρικού, καθώς και την αφερεγγυότητα των λεωφορείων, βλέπουμε την προβληματική εξίσωση της μετακίνησης στην ελληνική πρωτεύουσα.

Και όμως, εκείνο που πραγματικά τρομάζει, είναι ότι η Αθήνα φιγουράρει πολύ χαμηλά στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με προβλήματα μποτιλιαρίσματος, σύμφωνα με έρευνα της αμερικανικής πλατφόρμας Inrix. Για το 2022 την αρνητική πρωτιά στην Ευρώπη κατέχει το Λονδίνο, με 156 ώρες καθυστέρησης ετησίως ανά οδηγό, ενώ ακολουθεί το Παρίσι με 138 ώρες. Η μοναδική βαλκανική πρωτεύουσα που εμφανίζεται στην πρώτη δεκάδα είναι το Βουκουρέτσι, το οποίο κατέχει την ένατη θέση με 91 ώρες. Η ελληνική πρωτεύουσα, λοιπόν, είναι πολύ πιο χαμηλά, με 71 ώρες ανά οδηγό. Θα έπρεπε να πανηγυρίζουμε; Προφανώς και όχι. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορούμε να χρεώσουμε (μόνο) στην κίνηση την αέναη αναζήτηση του χαμένου καθημερινού μας χρόνου.

Άλλωστε, δεν είμαστε μόνοι εμείς δέσμιοι του μποτιλιαρίσματος. Σε πρόσφατο podcast του, ο πιο διάσημος Αμερικανός παρουσιαστής σήμερα, ο αμφιλεγόμενος Τζο Ρόγκαν, αναφέρθηκε στο καθημερινό του «μαρτύριο»: σπαταλά πάνω από μία-δύο ώρες στον δρόμο, καθώς προσπαθεί να προσεγγίσει τη δουλειά του μέσα από το μποτιλιάρισμα του Λος Άντζελες. Ούτε αυτός, ένας δισεκατομμυριούχος σελέμπριτι, δεν μπορεί να γλιτώσει από το «τέρας» που καταπίνει καθημερινά εκατομμύρια εργατοώρες από τους κατοίκους της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ. Απλώς, το κάνει με στιλ: ακούει δεκάδες podcasts, όπως λέει, καθώς οδηγεί χαλαρός το υπερσύγχρονο ηλεκτρικό αυτοκίνητό του, χωρίς να χρειάζεται να ακουμπά καν το τιμόνι. Διότι, όπως έγραφε και στη Φάρμα των ζώων ο Τζορτζ Όργουελ: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα».

Δεν αποτελώ εξαίρεση όσον αφορά τη διαδρομή μέχρι τη δουλειά. Το Παγκράτι-Νέο Φάληρο πολύ συχνά μετατρέπεται σε μικρή οδύσσεια, ιδιαίτερα αν υπάρχει κάποιο τρακάρισμα ή μια βροχή, που ως γνωστόν παραλύει την Αθήνα. Σε αυτό θα πρέπει να προσθέσει κανείς την επίσης ατέλειωτη αναζήτηση πάρκινγκ. Μια διαδικασία η οποία στηρίζεται στην τύχη και σίγουρα διαρκεί συνολικά περισσότερο από 40 λεπτά τη μέρα. Μετά από όλα αυτά, πρέπει κανείς και να δουλέψει. 
στα σύγχρονα 

Ψηφιακά ορυχεία

Είναι κοινό μυστικό ότι οι Έλληνες είμαστε μερικοί από τους πιο σκληρά εργαζομένους στην Ευρώπη. Σύμφωνα με έρευνα της Eurostat για το 2022, η εργασιακή εβδομάδα διαρκεί κατά μέσο όρο 37,5 ώρες για έναν πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, η Ελλάδα έρχεται πρώτη, με 41 ώρες εργασίας την εβδομάδα, ενώ τελευταία είναι η Ολλανδία, με μόλις 33,2. Ανάμεσα, δηλαδή, σε εμάς και στους Ολλανδούς υπάρχει ένα ολόκληρο οκτάωρο σχεδόν. Μία μέρα λιγότερη την εβδομάδα, τέσσερις τον μήνα ή, πιο απλά, 48 μέρες περισσότερο καθισιό τον χρόνο από ό,τι εμείς.

Όταν η ψυχή μου μαυρίζει –όπως συμβαίνει τώρα αναλογιζόμενος την εν λόγω στατιστική–, έρχεται στο μυαλό μου το Germinal, μια γαλλική ταινία του 1993 με πρωταγωνιστή τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, όπου περιγράφονται οι ατέλειωτες ώρες εργασίας στα σκοτεινά ορυχεία του 19ου αιώνα. Προφανώς, η σύγκριση είναι άτοπη, αν όχι αστεία. Φανερώνει, όμως, σε μεγάλο βαθμό το πόσο βαριά βιώνουμε το εργασιακό στρες και τα υπερβολικά (;) ελληνικά εργασιακά ωράρια, παρότι σύμφωνα με τα στοιχεία δουλεύουμε μία ώρα παραπάνω την εβδομάδα πέρα από αυτό που θεωρούμε ανθρώπινο, δίκαιο και λογικό.

Μήπως, λοιπόν, το ζήτημα δεν είναι τόσο ο χρόνος, όσο ο τρόπος; Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να σκεφτούμε το πόσο εύκολα και πόσο συχνά αποσπάται η προσοχή μας.

Σύμφωνα με το Economist Impact (το think tank του γνωστού περιοδικού), το 42% των ανθρώπων σήμερα παραδέχονται ότι σπάνια περνούν πάνω από μία ώρα κάνοντας πραγματικά παραγωγική δουλειά χωρίς κάποια διακοπή. Όχι, δεν είναι απαραίτητο να «χαζεύουν» στο ίντερνετ, πολλές φορές είναι οι ίδιες οι δουλειές εκείνες που μας οδηγούν στην απόσπαση – και, ως εκ τούτου, στον χαμένο χρόνο. Υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι όλοι μπορούν συνεχώς να κάνουν multitasking, ενώ, επί της ουσίας, πρόκειται για έναν τρόπο δουλειάς τον οποίο μπορούν μόνο λίγοι να φέρουν εις πέρας, και μάλιστα για περιορισμένο χρόνο καθημερινά.

Σίγουρα πάντως η τεχνολογία είναι υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για τη διαστολή του ωραρίου: περάσαμε με ευκολία από την εποχή που κάποιος προϊστάμενος θα καλούσε εκτός ωραρίου μόνο σε εξαιρετικά δύσκολες και σπάνιες περιπτώσεις, στη νέα πραγματικότητα που θέλει τα μέιλ εκτός ωρών εργασίας να αποτελούν τη νέα νόρμα. Μάλιστα, η τηλεργασία ήρθε να επιτείνει ακόμα περισσότερο αυτή τη νέα πραγματικότητα: μέσα σε χρόνο dt η προσωπική ζωή, ο ελεύθερος χρόνος και η δουλειά έγιναν ένα και το αυτό, σε έναν κύκλο εργασιών που δεν τελειώνει ποτέ, αφού όσο υπάρχει σύνδεση στο ίντερνετ, υπάρχει και δουλειά να γίνει.

Ο χαμένος χρόνος των σόσιαλ μίντια

Τελικά, όπως όλα δείχνουν, δεν αποσυνδεόμαστε από τις εργασιακές μας υποχρεώσεις, ακόμα και μετά τη δουλειά. Οι συνέπειες; Έξτρα κούραση, επιπλέον άγχος, φαινόμενα burn out. Μήπως τουλάχιστον βρίσκουμε ηρεμία και θαλπωρή στον ελεύθερο χρόνο μας; Κατ’ αρχάς, είναι δύσκολο να δούμε ποιος είναι αυτός, καθώς οι περισσότεροι ζούμε σε ένα χρονικό συνεχές χωρίς διακριτές ενότητες. Μάλιστα, όλο αυτό το χάος γίνεται πιο έντονο αν σκεφτούμε το πόσο πολύ μας αποσπούν τα κοινωνικά δίκτυα. Μιλάμε για ατέλειωτα σταμάτα-ξεκίνα, εκατοντάδες μικρά σκρολαρίσματα καθημερινά, τα οποία καταναλώνουν –λίγο λίγο– πολύ από τον χρόνο μας.

Μπορεί να έχουμε την αίσθηση ότι αυτού του είδους η σπατάλη υπήρχε πάντα –ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, το περιβόητο ζάπινγκ που μεσουράνησε στα ’90s–, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Η τηλεόραση δεν μας έστειλε ποτέ κανενός είδους ειδοποίηση ούτε διέθετε notifications τα οποία την έκαναν να αναβοσβήνει με την παραμικρή ευκαιρία. Επίσης, σκεφτείτε το εξής: πόσες φορές τσεκάρετε τα σόσιαλ μίντια ενώ παράλληλα βλέπετε στην τηλεόραση κάποιον αγώνα ή μια σειρά; Οι ειδοποιήσεις των κινητών, άλλωστε, δεν είναι πάντα αθώες. Συχνά έχουμε να κάνουμε με διαφημιστικό περιεχόμενο το οποίο είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τους χρήστες, αφού ο αλγόριθμος τους έχει στείλει προϊόντα με βάση τις προδιαγραφές που ορίζουν οι αναζητήσεις τους· μικρές δόσεις καταναλωτικής ευτυχίας, με άλλα λόγια. Σε όλο αυτό δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το πιο διαδεδομένο σύνδρομο του καιρού μας, το FOMO· τα συναισθήματα, δηλαδή, που μας κατακλύζουν καθώς παρακολουθούμε εκδηλώσεις στα κοινωνικά δίκτυα στις οποίες δεν μπορούμε ή δεν προλαβαίνουμε να παραβρεθούμε. Είναι και αυτή μία κατάσταση που μας βυθίζει πολλές φορές σε αρνητικές σκέψεις και αναίτια ενδοσκόπηση, αποτελώντας με τη σειρά της σπατάλη ενέργειας και χρόνου. 

Όσο, λοιπόν, χαρίζουμε τον χρόνο μας στα feeds των σόσιαλ μίντια, τόσο αυτά ταΐζουν τον αλγόριθμό τους. Παραχωρούμε τα data μας ελεύθερα, χωρίς ούτε καν την ελάχιστη χρέωση. Δίνουμε χρόνο, τον οποίο κάποιος άλλος μετατρέπει σε χρήμα – χωρίς καν τα κράτη να παίζουν ρόλο μεσάζοντα ή ρυθμιστή σε όλο αυτό. Ναι, γίνονται προσπάθειες να περιοριστεί η παντοδυναμία των κολοσσιαίων εταιρειών της Big Tech, αλλά ακόμα βρισκόμαστε στην αρχή. Επί της ουσίας, μέσα από προσφορές/flash sales και άλλους επιθετικούς τρόπους μάρκετινγκ βρισκόμαστε συνεχώς «στην μπρίζα», προσπαθώντας να προλάβουμε κάτι, πολλές φορές αδιάφορο επί της ουσίας για μας. Έτσι, όσο εμείς σπαταλάμε τον χρόνο μας, εκείνες θησαυρίζουν εκμεταλλευόμενες αυτό το άυλο και άπιαστο μέγεθος, που όμως στην εποχή μας έχει εξελιχθεί στο πιο πολύτιμο αγαθό. Ο χρόνος δεν είναι μόνο χρήμα, είναι και big data.

Στο τέλος της μέρας υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω που δεν σταματά ποτέ: 24ωρες αγορές, 24ωρη διασκέδαση, 24ωρη εργασία.

Ποιο είναι, λοιπόν, εκείνο το στοιχείο που έχει αλλάξει άρδην τη ζωή μας από τις αρχές του 21ου αιώνα μέχρι σήμερα; Παλιότερα, διαθέταμε μόνο έναν εαυτό: τον φυσικό. Τώρα, υπάρχει και ένας δεύτερος, πολύ συχνά εξίσου απαιτητικός: ο ψηφιακός. Έτσι, είμαστε αναγκασμένοι να μοιραζόμαστε στα δύο, προσπαθώντας να προλάβουμε τα πάντα. Στο τέλος της μέρας υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω που δεν σταματά ποτέ: 24ωρες αγορές, 24ωρη διασκέδαση, 24ωρη εργασία. Κι όλα αυτά ανάμεσα σε δύο κόσμους (φυσικό και ψηφιακό) που αλληλεπικαλύπτονται και βρίσκονται όχι σπάνια σε ανταγωνιστική σχέση. Μήπως, όμως, τελικά αυτό είναι ένα σύμπαν φτιαγμένο για μηχανές; Για πλάσματα που δεν χρειάζονται ύπνο και μπορούν να διαχειριστούν άπειρη πληροφορία μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα; Μήπως ο κόσμος του μέλλοντος, όπως καταρτίζεται, θα είναι ένας κόσμος που δεν θα ανήκει στους ανθρώπους; Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα δεν έχω τον χρόνο να το σκεφτώ· το κινητό μου έχει γεμίσει με ειδοποιήσεις και εγώ νιώθω υποχρεωμένος να τις τσεκάρω.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή