8 προσωπικές ιστορίες από τον τοίχο του Facebook

8 προσωπικές ιστορίες από τον τοίχο του Facebook

Με αφορμή τα 20α γενέθλια της διάσημης πλατφόρμας: Αστεία περιστατικά, οικογενειακά μπλεξίματα, περιπέτειες, μικρές διαπιστώσεις, σκέψεις και αναμνήσεις από τη φεϊσμπουκική ζωή μας

9' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Όταν κάτι παραείναι προσωπικό 

Το Facebook είναι ένας κατάλληλος αγωγός προσωπικών βιωμάτων. Η εξομολόγηση, ωστόσο, αφορά εκείνον που αποφασίζει να μοιραστεί την ιστορία του, με τους δικούς του όρους. Είμαι μέλος από το 2006 και έχω γράψει αρκετά βιωματικά κείμενα, αλλά επειδή κανένας δεν με πίεσε να το κάνω, δεν αισθάνθηκα ότι παραβιάζεται η ιδιωτικότητά μου. Κι όμως κάποια στιγμή σκρολάροντας ανυποψίαστη βρέθηκα να διαβάζω για το πρώτο ραντεβού του πατέρα μου με την πρώην φιλενάδα του. Σοκαριστικό, τραγελαφικό, στενάχωρο. Αυτά ήταν τα πρώτα συναισθήματα και ακολούθησαν αμήχανα γέλια. Ναι, πάντοτε ήξερα ότι του άρεσε η μαγειρική και ότι κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ναι, ήταν πολύ αθλητικός. Κάποια χαρακτηριστικά που αναγνώρισα δεν θα μπορούσαν να είναι κάποιου άλλου· ήταν εκεί, με σάρκα και οστά, βορά σε κάθε βαριεστημένο «φίλο» της γυναίκας που τον ενθυμήθηκε μαγειρεύοντας το αγαπημένο του φαγητό. Γιουβέτσι. Αυτό ήταν; Ξεχνώ. Έχουν περάσει 15 χρόνια από τότε που ο πατέρας μου έφυγε για άλλους τόπους. Δεν ξέρω τι βρήκε εκεί και τι του αρέσει πια, αλλά σίγουρα θα συμφωνούσε μαζί μου ότι καμιά φορά πρέπει να υπάρχει ένα όριο στο τι μοιράζεσαι, να σκέφτεσαι ποιος θα διαβάσει τι και πώς μπορεί να νιώσει, γιατί καμιά φορά ό,τι μας ενοχλεί στη ζωή μας ενοχλεί και στο Facebook. 
Βάλια Δημητρακοπούλου

Είκοσι χρόνια «πεσίματα» 

Στην αρχή τα «πεσίματα» ήταν ωραία, γιατί ήταν φλερτ: κάποια ερωτικά like σε φωτογραφίες ή συνθηματικά σκουντήματα στον ώμο (poke εις την φεϊσμπουκική αρχαΐζουσα). Δεν είχαν εφευρεθεί ακόμη οι καρδούλες. Γρήγορα όμως έγιναν τοξικά. Από τη μέρα που μπήκα στο μέσο μέχρι σήμερα, μου την έχει πέσει –με την κακή έννοια– μια ευρεία γκάμα χρηστών: Χρυσαυγίτες, εθνικιστές, απόγονοι διοικητών Μακρονήσου, αντισημίτες και πολέμιοι της πολιτικής ορθότητας, ΝΔίτες και μητσοτακικοί, κεντροαριστεροί ή loony leftists, ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστές, ζωόφιλοι. Ίσως ξεχνάω κάποιους. Το ρεπερτόριο συχνά είναι παρόμοιο, έστω κι αν προέρχεται από διαφορετικά άκρα: «Θα τρίζουν τα κόκαλα του μπαμπά σου» – «Εμ, βέβαια, κόρη του μπαμπά σου είσαι». «Σε νοιάζει;» με ρωτούν οι αληθινοί μου φίλοι. Όχι. Το έχω συνηθίσει. Είναι μέρος της δουλειάς μου. Εκτίθεμαι και είναι αναμενόμενο να υφίσταμαι κριτική αλλά και επιθέσεις. Η ανωνυμία κι η ασφάλεια του πληκτρολογίου, η απόσταση που εξασφαλίζει η πλατφόρμα αυτή καθαυτήν, διευκολύνουν ενίοτε την αποχαλίνωση. Το αντιμετωπίζω σχεδόν με επιείκεια. Αυτό που με πειράζει είναι ο εαυτός μου. Η καταβύθιση σε ένα rabbit hole εθιστικό, από το οποίο δυσκολεύομαι καμιά φορά να βγω. «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια», έγραψα μια φορά μετά από ολιγοήμερη έξοδο από το Facebook, απόφαση που πήρα αφότου υπέστην ένα τέτοιο «πέσιμο». Ήταν καλοκαίρι, ήμουν διακοπές κι ήμουν καρφωμένη στο κινητό, να δω ποιος με βρίζει και γιατί. Ο οργανισμός μου από μόνος του αντέδρασε κι είπε: «Έως εδώ». Έγινε αβίαστα, από αυτοπροστασία. Ακόμη το πιστεύω και θα ήθελα να το τηρώ. Όλο λέω θα φύγω, κι όμως είμαι ακόμη εδώ.
Ξένια Κουναλάκη

Το πρόβλημα του συνονόματου ξαδέρφου

Έχω έναν ξάδερφο που τον λένε Βύρωνα Κριτζά. Κατά καιρούς τού στέλνουν διάφοροι στο Facebook, νομίζοντας ότι στέλνουν σ’ εμένα. Συγκεκριμένα, έχει δεχτεί μηνύματα όπως «Συγχαρητήρια για τη συνέντευξή σας στη Μαρινέλλα» ή «Στέλνω εδώ το link για ένα άλμπουμ που κυκλοφόρησα, θα χαρώ να ακούσω τη γνώμη σας» ή «Γιατί γράφετε για μουσικά είδη που δεν γνωρίζετε;». Του έχω πει να απαντάει στον κόσμο κανονικά, σαν να είμαι εγώ. Μου έχει δώσει το δικαίωμα να κάνω το ίδιο (εργάζεται σε ταχυδρομική). Όλα καλά μέχρι εδώ, ποτέ δεν δημιουργήθηκε πρόβλημα. Το μόνο αρνητικό είναι ότι το όνομά μας στο Facebook είναι γραμμένο με τον ίδιο τρόπο: Byron Kritzas. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν σε κάθε ποστ που έκανα, όταν ακόμα έκανα ποστ, έβγαινε από κάτω ένα like με το όνομα Byron Kritzas. Το οποίο έκανε αρκετό κόσμο να νομίζει, στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον, ότι κάνω like στον εαυτό μου! Ο ίδιος δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του για τα ποστ μου και εγώ ντρεπόμουν να πω «σε παρακαλώ, σταμάτα να κάνεις like». Με αποτέλεσμα το πρόβλημα να διαιωνίζεται. Η λύση δόθηκε, εντέλει, όταν έπαψα να ανεβάζω πράγματα. Ναι. Εδώ και δύο χρόνια ο τοίχος μου φιλοξενεί μονάχα αναρτήσεις φίλων που με ταγκάρουν. Αποτέλεσμα της δυσπιστίας μου απέναντι στο μέσο, αλλά και μιας αίσθησης ότι πλέον φιλοξενεί και αφορά κυρίως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Δεν βλέπω συχνά όμορφα κορίτσια στο Facebook ούτε όμορφα μυαλά. Κατά τα άλλα, ο λογαριασμός μου παραμένει ενεργός. Μπαίνω και βλέπω. Ενημερώνομαι, κριντζάρω, χαζολογάω, βγάζω συμπεράσματα. Για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, μάλιστα, μπήκα στον τοίχο του ξαδέρφου μου. Προ ημερών, ανανέωσε τη φωτογραφία εξωφύλλου του. Το είδα. Αλλά προφανώς δεν έκανα like. 
Βύρωνας Κριτζάς

Εσύ γιατί δεν έχεις Facebook;

Είναι φορές που νιώθω εκτός τόπου και χρόνου. Υπάρχουν αστεία που δεν καταλαβαίνω, κουτσομπολιά που δεν φτάνουν ποτέ στα αυτιά μου, φωτογραφίες που δεν βλέπω, παγκόσμια τρεντ ή μικροτάσεις που εξελίσσονται εν αγνοία μου, απορώ γιατί δεν συμπαθούμε τον τάδε («αν έβλεπες τι έγραψε χθες στον τοίχο του»), ζητάω ακόμα το τηλέφωνο κάποιου για να επικοινωνήσω μαζί του και στο μεταξύ, όσο περνάνε τα χρόνια, όλο και λιγότεροι άνθρωποι θυμούνται τα γενέθλιά μου. Αλλά δεν πειράζει. Έχει χρειαστεί να εξηγήσω σε αμέτρητες και ενίοτε εξαντλητικές συζητήσεις την επιλογή μου να μην έχω Facebook (είχα ένα αδρανές προφίλ για ένα σύντομο διάστημα τον πρώτο καιρό που ήρθε το μέσο στην Ελλάδα) ούτε άλλα σόσιαλ μίντια, κι αυτό σταδιακά έγινε μέρος της ταυτότητάς μου, πολύ συχνά έχω νιώσει ότι είμαι «αυτός που δεν έχει Facebook», με έχουν κοιτάξει αμήχανα, καχύποπτα, επικριτικά, σπανιότερα λίγο χαριτωμένα, έχω κατηγορηθεί έμμεσα ότι προσπαθώ να αποκτήσω κάποιο ηθικό πλεονέκτημα, ότι είναι σαν να μην είχα τηλεόραση στα ’90s και έχω ακούσει κάμποσες φορές το εξής: «Είσαι και δημοσιογράφος. Πώς θα προωθήσεις τη δουλειά σου; Πώς θα ενημερώνεσαι;». Με τον παραδοσιακό τρόπο. Ανεμόμυλοι; Δεν έχω Facebook, επειδή πιστεύω ότι ένας κόσμος χωρίς σόσιαλ μίντια είναι καλύτερος, το πιστεύω πολύ συνειδητά, δεν είναι αντίσταση, δεν είναι επανάσταση, μάλλον είναι απλώς ανεμόμυλοι, το κυνήγι τους όμως έχει ενδιαφέρον, οπότε χαλάλι.
Άθως Δημουλάς

Μαθήματα πολιτικής αγένειας

Ήμουν 18 χρονών, μετρούσα λίγους μήνες στον κόσμο του Facebook, όταν ήρθε από το πουθενά στη ζωή μας το δημοψήφισμα του 2015. Μέχρι τότε η πλατφόρμα της οποίας έπρεπε οπωσδήποτε να είσαι κομμάτι για να είσαι «μέσα στα πράγματα», ήταν ένας χώρος στον οποίο οι συνομήλικοί μου πόσταραν κατά κύριο λόγο φωτογραφίες από τη διασκέδασή τους. Τα όσα ακολούθησαν για εμάς, τους νεοφώτιστους στον κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης –και στο δικαίωμα της ψήφου–, ήταν μια πρωτοφανής ψηφιακή ανθρωποφαγία. Εν μια νυκτί, όλοι είχαν μια ισχυρή άποψη. Όλοι ήταν σίγουροι γι’ αυτήν πέραν πάσης αμφιβολίας. Όλοι ένιωθαν πως αυτό που πίστευαν θα ήταν το σωστό μόνο εάν το αποδείκνυαν στις ψηφιακές παλαίστρες με περίσσιο ζήλο, εάν σε βομβάρδιζαν νυχθημερόν με απολυτότητες, εάν εξέθεταν τους συμπολίτες τους με λακωνικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς κάτω από μια ανάρτηση. Φιλίες που είχαν χτιστεί επί χρόνια στα σχολικά θρανία τις είδα να διαλύονται με το πάτημα ενός like, viral ατάκες δημόσιων προσώπων γίνονταν σε δευτερόλεπτα σημαίες στα προφίλ, διαγραφές και φρέσκα αιτήματα έφερναν χωρισμούς και νέες συμμαχίες. Το χρέος όλων έμοιαζε να είναι μια ανάρτηση. Για όσους μεγαλώσαμε με τη λούπα των ατέλειωτων πολιτικών κοκορομαχιών στα κανάλια, το 2015 επιβεβαιώθηκε εκ νέου πως σε αυτή τη χώρα η πολιτική συζήτηση σημαίνει καβγά, άρνηση και περιαυτολογία. Και πως αυτό μάλλον δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Απλώς το πράγμα είχε περάσει σε άλλη πίστα.
Γιώργος Ψωμιάδης

Καμιά φορά, όντως επικοινωνείς

Φθινόπωρο του 2021, κάνω μια ανάρτηση με ένα κολάζ, από αυτά που κάθε τόσο τα βλέπεις να κυκλοφορούν στο Facebook, με εννιά καλλιτέχνες και μια δήλωση-πρόκληση. «You can only purchase 1 ticket!» αναγράφεται πάνω από τα πρόσωπα των Μπομπ Μάρλεϊ, Πρινς, Ντέιβιντ Μπάουι, The Notorious B.I.G. (ράπερ από το Μπρούκλιν), Μάικλ Τζάκσον, Τζίμι Χέντριξ, 2Pac (ράπερ από το Χάρλεμ), Φρέντι Μέρκιουρι και Γουίτνεϊ Χιούστον. Έχεις τη δυνατότητα να δεις ζωντανά έναν από αυτούς τους –νεκρούς– καλλιτέχνες. Ποιον θα επέλεγες; είναι η ερώτηση. Προσωπικά θα επέλεγα τον Πρινς, γιατί ό,τι έπιασε στα χέρια του έγινε χρυσάφι, γιατί η εξερεύνηση της ανδρόγυνης φύσης του έστρωσε τον δρόμο για τις συζητήσεις περί ρευστής σεξουαλικότητας που κάνουμε σήμερα και γενικά γιατί μου αρέσει η πολυχρωμία και η ατμόσφαιρα της μουσικής του. Οι περισσότεροι σχολιαστές (στη συντριπτική πλειονότητα άνθρωποι που έχουμε πάει σχολείο μαζί, είτε συμμαθητές είτε μία τάξη μεγαλύτεροι ή μικρότεροι), διχάζονταν ανάμεσα σε Φρέντι Μέρκιουρι και Μπάουι, λίγοι επέλεξαν Μάρλεϊ, κανένας δεν προτίμησε τον βασιλιά της ποπ ή τους ράπερ από τη Νέα Υόρκη. Είκοσι άνθρωποι από το βαθύ παρελθόν της ζωής μου, με τους οποίους γνωριστήκαμε στις ηλικίες που ανακαλύπταμε τα παραπάνω μουσικά είδωλα, κουβεντιάζαμε με φανατισμό για το ποιος θα έδινε το καλύτερο σόου και ποιος αξίζει περισσότερο το μαγικό εισιτήριο, σε μια συζήτηση-προσομοίωση των σχολικών μας χρόνων. Η γέφυρα που μηδένισε την απόσταση ανάμεσα στο τότε και το σήμερα ήταν το Facebook, το οποίο, μέσα σε όλη την ανοησία, την υπερβολή και τη σαβούρα που το περιβάλλει, κάποιες φορές μπορεί πραγματικά να σε βοηθήσει να επικοινωνήσεις και να συνδεθείς με τους γύρω σου. 
Ελευθερία Αλαβάνου

Όταν το Facebook βρήκε τον σκύλο μου

Υπάρχει μια κατηγορία φιλόζωων που ποστάρουν συνεχώς εκκλήσεις για αναδημοσίευση. Κατοικίδια που χάθηκαν, οικογένειες που βρίσκονται σε πανικό. Από όλα τα σόσιαλ μίντια, το Facebook συγκεντρώνει την πλειονότητα αυτών των αναρτήσεων. Πρόκειται για μια σχεδόν καθημερινή τακτική η οποία μεταμορφώνει το προφίλ των εν λόγω χρηστών σε κολόνα της ΔΕΗ γεμάτη με αγγελίες «χάθηκε-βρέθηκε-χαρίζεται». Ομολογώ ότι μέχρι κάποια εποχή, παρότι σε όλη μου τη ζωή είχα κατοικίδια, έβρισκα αυτή την εμμονή κάπως γραφική. Μέχρι που έχασα και εγώ το έξι μηνών κουτάβι μου πριν από κάποια χρόνια – το πτυσσόμενο λουρί έπεσε με κρότο, το πλαστικό έσπασε και η Ρίτα βρέθηκε να τρέχει πανικόβλητη στον δρόμο. Το σπασμένο πλαστικό τρόμαζε το άτυχο ζώο καθώς έτρεχε. Η λογική, λοιπόν, έλεγε ότι το σκυλί θα έχανε τη ζωή του από τις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Άλλωστε, ανάμεσα στο Κουκάκι (όπου χάθηκε) και το Σύνταγμα (όπου βρέθηκε) μεσολαβούν πολυσύχναστοι δρόμοι γεμάτοι θανάσιμες παγίδες. Δεν ξέρω αν έχω νιώσει μεγαλύτερο πανικό και τύψεις στη ζωή μου. Τι έκανα πάνω στην απελπισία μου; Πόσταρα στο Facebook ότι «χάσαμε τη Ρίτα μας». Μετά από δεκάδες αναδημοσιεύσεις και άμεση αντίδραση τόσο απλών ανθρώπων όσο και φιλοζωικών οργανώσεων, τη βρήκαμε ύστερα από μία ώρα. Σήμερα, το κατοικίδιό μας έχει κλείσει τα έξι του χρόνια και εγώ, όχι καθημερινά αλλά όποτε το κρίνω χρήσιμο, αναδημοσιεύω στον τοίχο μου εκκλήσεις για βοήθεια. Γίνομαι, δηλαδή, εγώ ο «γραφικός». Γιατί, εκτός από την καλπάζουσα τοξικότητα, υπάρχει και αυτό το Facebook.
Γιώργος Ρομπόλας 

Λογαριασμός κρυφά από τους γονείς

Η χρονιά είναι το 2011 και ο δεκατετράχρονος εαυτός μου έβλεπε τον σχολικό του περίγυρο να είναι μονίμως συνδεδεμένος στο Facebook, μια απογυμνωμένη από φωτογραφίες και δημοσιεύσεις έκδοση της συνηθισμένης σελίδας του Facebook που ήταν προσβάσιμη για όλα τα smartphones με μηδενική χρέωση δεδομένων. Οι γονείς βέβαια ταύτιζαν τότε την πλατφόρμα με όσα δαιμονοποιητικά είχαν ακούσει από γνωστούς ή από τις ειδήσεις. Για τη μαμά και τον μπαμπά, το Facebook σήμαινε απατεώνες με ψεύτικα ονόματα, διαδικτυακό εκφοβισμό, εθισμό σε παιχνίδια (π.χ. Farmville), διακίνηση ναρκωτικών και κυκλοφορία των φωτογραφιών που ανεβάζαμε στο προφίλ μας. Παρά τους κινδύνους που απαριθμούσαν, άνοιξα κρυφά έναν λογαριασμό με ψεύτικο όνομα, στον οποίο έστειλα αιτήματα φιλίας στους διπλανούς μου στο Γυμνάσιο. Μερικούς μήνες αργότερα, όταν άνοιξα προφίλ με το πραγματικό μου όνομα, η μικρή αδερφή μου ζήλεψε και σκέφτηκε πως θα ήταν μια καλή ιδέα να το μαρτυρήσει στους γονείς μου. Ακολούθησε εκκωφαντική σιωπή. Ύστερα από την «απολογία» που έδωσα, έδειξαν καθησυχασμένοι. Δεκατρία χρόνια μετά, το ανησυχητικό είναι πως εκείνοι που το δαιμονοποιούσαν, τώρα δεν μπορούν να ξαπλώσουν στον καναπέ χωρίς να σκρολάρουν με τις ώρες την αρχική τους σελίδα. Δύσκολο να μεγαλώνεις γονείς. 
Παντελής Τσομπάνης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή