Αγοράζουν τα λεφτά την ευτυχία;

Αγοράζουν τα λεφτά την ευτυχία;

Τέσσερις νέοι άνθρωποι μας αφηγούνται πώς άφησαν τον υψηλό τους μισθό και το επαγγελματικό κύρος, αναζητώντας καλύτερη ποιότητα ζωής

10' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ακούγοντας μια ζωή ιστορίες από τον πατέρα του, και αργότερα από τον μεγαλύτερο αδελφό του, για τις εταιρείες που είχαν χτίσει τις καριέρες τους, ο Δημήτρης πήρε κι αυτός την απόφαση να ασχοληθεί με τα οικονομικά. Η Βασιλική ονειρευόταν να γίνει στέλεχος, κάτι που σήμερα την κάνει να γελάει. Η Σήλια ήθελε να κάνει χίλια πράγματα, επέλεξε τελικά να γίνει δικηγόρος. Η Σοφία ήθελε η ζωή της να βγάζει νόημα: έγινε γιατρός. Ποιος ξέρει στα 18 τι θέλει να κάνει στη ζωή του; Αλλά, ακόμα κι αν ξέρει, θα υπάρξουν φορές στο μέλλον που θα αμφισβητήσει την επιλογή του. Μια άτυπη παραδοχή λέει ότι ένας άνθρωπος αλλάζει καριέρα κάθε επτά χρόνια – αυτό δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, είναι όμως πολλοί εκείνοι που στρίβουν το τιμόνι κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Για την ακρίβεια, ένας στους τρεις εργαζομένους σκέφτεται αλλαγή καριέρας (σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας ασφαλείας Kaspersky, 2021) και, ενώ οι μισοί από τους 8.000 ερωτηθέντες έχουν ως κριτήριο τον υψηλότερο μισθό, άλλοι τόσοι θα το έκαναν για να εξασφαλίσουν μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ δουλειάς και προσωπικής ζωής. 

Μια έρευνα του 2010 (Κάνεμαν, Ντίτον) μελέτησε τη σύνδεση χρήματος και ευτυχίας, καταλήγοντας στο ότι σε ετήσια εισοδήματα άνω των 75.000 δολαρίων ο δείκτης ευτυχίας σταματάει να ανεβαίνει παράλληλα με τον μισθό. Με άλλα λόγια, από κάποιο οικονομικό επίπεδο και πάνω δεν γινόμαστε πιο χαρούμενοι, γινόμαστε απλώς πιο πλούσιοι. Για τους περισσότερους, τα 75.000 δολάρια –κάτι λιγότερο από 70.000 ευρώ– είναι ένα απλησίαστο εισόδημα. Ας συνυπολογίσουμε απλώς ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν το μέσο εισόδημα ήταν 51.000 δολάρια. Αυτή η έρευνα έγινε θέμα συζήτησης και αμφισβητήθηκε από μια μεταγενέστερη (του καθηγητή του Χάρβαρντ, Μάθιου Κιλινγκσγουόρθ, το 2020), η οποία υποστήριξε ακριβώς το αντίθετο: ότι όσο αυξάνονται τα χρήματα, τόσο αυξάνεται και ο δείκτης της ευτυχίας. 

Αγοράζουν τα λεφτά την ευτυχία;-1

Τι ισχύει όμως; Τίποτε από τα δύο ή και τα δύο ταυτόχρονα; Ακολουθούν οι ιστορίες του Δημήτρη, της Βασιλικής, της Σήλιας και της Σοφίας, οι οποίοι, προσπαθώντας να βρουν αυτή την απάντηση, έφεραν στη ζωή τους τα πάνω κάτω.

Αλλαγή καριέρας ή αλλαγή ζωής;

Ο Δημήτρης Κώτης, 34 ετών, τα έκανε όλα σωστά: ήταν δυνατός μαθητής, είχε μια φυσική έλξη προς τη γνώση και του άρεσε το σχολείο. Επηρεασμένος από το οικογενειακό του περιβάλλον, ήταν σχεδόν μονόδρομος να σπουδάσει στην ΑΣΟΕΕ, την πρώτη του επιλογή στο μηχανογραφικό. Ξεκίνησε να δουλεύει πολύ σύντομα μετά τις σπουδές του, αρχικά σε μια καπνοβιομηχανία. Αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική θητεία του, εγκαταστάθηκε στην Ολλανδία. Έμεινε εκεί επτά χρόνια και πριν ακόμα κλείσει τα 30 είχε γίνει μάνατζερ 11 ατόμων στο τμήμα προβλέψεων πωλήσεων μιας μεγάλης πολυεθνικής. «Μετά από κάποια χρόνια, σαν να έφυγε η χρυσόσκονη γύρω απ’ αυτό και ο καμβάς έμεινε γυμνός. Δεν με χαροποιούσε πια», μου λέει από το σπίτι του στη Ραφήνα, αφού εδώ και περίπου δύο χρόνια έχει επιστρέψει στην Ελλάδα.  

Για να βρει τον εαυτό του, όπως λέει. «Έχεις παραιτηθεί ποτέ από δουλειά; Ξαφνικά μπαίνεις σε τρίτο πρόσωπο. Δεν είσαι πια παρών. Η εσωτερική φωνή που μου ζητούσε να σηκωθώ και να φύγω ήταν ένα καμπανάκι κινδύνου. Για να το “ακούω” τόσο δυνατά, έπρεπε να το ακολουθήσω». Γυρίζοντας πίσω, εγκαταστάθηκε στο εξοχικό σπίτι της οικογένειάς του στη Ραφήνα και με τις οικονομίες που είχε κάνει στην Ολλανδία, αλλά και την εξοικονόμηση ενοικίου, μπόρεσε να κάνει ένα διάλειμμα για ενάμιση χρόνο. «Έκανα stand up paddle, άρχισα να κολυμπάω όλο τον χρόνο, καταδύσεις, γιόγκα, διατροφή και ψυχοθεραπεία», λέει. 

«Η εσωτερική φωνή που μου ζητούσε να σηκωθώ και να φύγω από τη δουλειά ήταν ένα καμπανάκι κινδύνου. Για να το “ακούω” τόσο δυνατά, έπρεπε να το ακολουθήσω», λέει ο Δημήτρης. 

Έπειτα επέστρεψε στον εργασιακό στίβο. «Θα ήταν ουτοπικό να πιστεύω ότι θα μπορούσα να ζω με γιόγκα και διατροφές για το υπόλοιπο της ζωής μου. Το θέμα είναι τι κρατάς και τι αφήνεις. Ποιες συνήθειες μπορούν να ενταχθούν στη ζωή σου όταν ξαναβγείς στην αγορά», σημειώνει. Τώρα πια εργάζεται σε δύο start ups, στη μία ως οικονομικός σύμβουλος και στη δεύτερη, στην οποία είναι και συνέταιρος, κάνει και χειρωνακτική εργασία, καθώς δραστηριοποιείται σε δάπεδα εκδηλώσεων. Έχει μειώσει τα έσοδά του στο 40% και έχει αφήσει πίσω του τη ζωή των πολυεθνικών.

«Η αλλαγή που έκανα στην καριέρα μου ήθελα να συνοδευτεί και από μια γενικότερη αλλαγή τρόπου ζωής, να είναι απλούστερη η ζωή μου σε ένα ουσιαστικό επίπεδο», θα σημειώσει. Για να το κάνει αυτό, μείωσε τα ψώνια, διέκοψε τη συνδρομή του στο Νetflix, σταμάτησε να τρώει έξω. Υιοθέτησε μια χορτοφαγική διατροφή, κάτι που μείωσε κι άλλο το κόστος ζωής του. Όπως λέει χαρακτηριστικά, δεν θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια αλλαγή συνεχίζοντας να ζει στην Ολλανδία, λόγω του συνολικού κόστους ζωής. 

«Ξέρω ανθρώπους», λέει, «που ο ετήσιος μισθός τους έχει έξι ψηφία, αλλά και πάλι δεν νιώθουν πως είναι αρκετά. Είναι δύσκολο να κάνεις την τομή έχοντας μάθει σ’ αυτόν τον μισθό, έχοντας ανεβάσει τον πήχη και αφού έχεις ξανοιχτεί. Αυτή είναι η παγίδα. Κάνεις μια πιο ακριβή ζωή, περισσότερες αγορές, περισσότερα ταξίδια, αγορές σπιτιών, υποθήκες, αυτοκίνητα, δάνεια. Όλες αυτές οι επιλογές σε “κλειδώνουν”». 

«Να κοιμάσαι και να ξυπνάς με τη δουλειά»

Η «κατάρα» του καλού μαθητή άγγιξε και τη Σήλια Γέρου, 30 ετών, η οποία σπούδασε στη Νομική Αθηνών, δούλεψε για λίγο ως δικηγόρος και το 2018 έφυγε για το «μικρό χωριό της Κεντρικής Ευρώπης», όπως ονομάζει το Λουξεμβούργο, για να εργαστεί σε μια δικηγορική εταιρεία. «Επειδή δουλεύαμε και με την Αμερική και με τη Σιγκαπούρη, δεν είχα ωράρια, ήμουν διαθέσιμη πάνω από 12 ώρες τη μέρα. Το κινητό μου ήταν προέκταση του χεριού μου. Αρχικά θεωρούσα ότι έπρεπε να δηλώνω πάντα διαθέσιμη, είχα μια λογική του “χρησιμοποιήστε με, γι’ αυτό είμαι εδώ”».

Αφοσιώθηκες στην καριέρα σου, της λέω. «Δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη “αφοσίωση”, γιατί για μένα αυτό θα είχε μια θετική χροιά. Δεν είναι αφοσίωση να κοιμάσαι και να ξυπνάς με τη δουλειά. Δεν μου έφταιγε, βέβαια, το Λουξεμβούργο. Και στην Αθήνα το ίδιο θα ήταν, απλώς το ότι ήμουν μακριά από τον πυρήνα μου, τους φίλους μου, την οικογένειά μου το έκανε πιο δύσκολο», θυμάται.  

Αγοράζουν τα λεφτά την ευτυχία;-2

Έφυγε από το Λουξεμβούργο όταν της χτύπησαν δύο καμπανάκια. Το ένα είναι ότι άρχισε να έχει ιλίγγους από το στρες, κάτι που ο γιατρός τής είπε ότι παρατηρείται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Το δεύτερο ήταν ένας καλοήθης όγκος στο στήθος, που θα εξελισσόταν άσχημα αν δεν τον είχαν ανιχνεύσει εγκαίρως. Ήταν ένας συναγερμός. «Με τον μισθό του Λουξεμβούργου κατάφερα να βάλω πολλά χρήματα στην άκρη και τώρα ζω με αυτό το απόθεμα», λέει. Δεν «κάθεται» όμως. Τους τελευταίους μήνες ξεκίνησε μια εταιρεία παραγωγής θεάτρου με μια συνέταιρό της, και η πρώτη παράσταση που ανέβασαν έκανε απανωτά sold out. «Θα έχω απόθεμα για τους επόμενους τρεις-τέσσερις μήνες», λέει. Αργότερα θα δει τι θα κάνει. Για να πάρει μπρος η εταιρεία, θα περάσει κάμποσος καιρός. «Έχω μεγάλη γκάμα δεξιοτήτων», αναφέρει χαριτολογώντας, «κάτι θα βρω να κάνω». Ψήνει και καλό καφέ, λέει. Μαγειρεύει στο σπίτι, ψωνίζει από τη λαϊκή και στην εταιρεία της εκτελεί χρέη δικηγόρου, λογιστή και οικονομικού συμβούλου. Έτσι, δεν χρειάζεται να προσλάβουν κάποιον για να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες.

«Επιτέλους πήγα σε προπόνηση του παιδιού μου»

Ο Δημήτρης και η Σήλια δεν είχαν σημαντικές υποχρεώσεις προς τρίτους όταν αποφάσισαν να αφήσουν την καριέρα τους αναζητώντας μια πιο ισορροπημένη ζωή. Η Βασιλική Μαχαίρα, 41 ετών, έπρεπε να σκεφτεί και την οικογένειά της. Ωστόσο, αφήνοντας πίσω την καριέρα σε πολυεθνική στον κλάδο ομορφιάς, μπόρεσε να απελευθερώσει πολύτιμο χρόνο. «Δεν είχα δει ποτέ προπόνηση του παιδιού μου», λέει για τον 11χρονο γιο της. «Από μικρή, όταν με ρωτούσαν τι θέλω να γίνω, έλεγα στέλεχος». Σπούδασε οικονομικά, έκανε έπειτα ένα ΜΒΑ και ανελίχθηκε αρκετά γρήγορα, αλλάζοντας αρκετές φορές εταιρείες και θέσεις. 

Πριν από μερικούς μήνες τής έγινε μια πρόταση από μια ΜΚΟ να αναλάβει το οικονομικό τμήμα της οργάνωσης και άδραξε την ευκαιρία. «Έγινε την κατάλληλη στιγμή. Βγάζω περίπου το ένα τρίτο του προηγούμενου μισθού μου, αλλά η ισορροπία δουλειάς και ζωής δεν έχει καμία σχέση με το πριν», λέει και προσθέτει πως «στην οικογένειά μου δεν δουλεύουμε από χόμπι, αλλά τα βγάζουμε πέρα κάνοντας περισσότερη οικονομία. Αν είχα ένα δάνειο να “τρέχει”, μπορεί να μην έπαιρνα την απόφαση. Κάθε χρόνο πηγαίναμε ένα ταξίδι, το 2023 δεν το κάναμε». Ξαφνικά, το πρόσωπό της φωτίζεται: «Σήμερα το πρωί πέρασα μία ώρα πίνοντας τον καφέ μου στο μπαλκόνι. Ξέρεις πόσο ανεκτίμητο ένιωσα ότι είναι αυτό;», λέει χαμογελώντας. «Δεν χρειάζεσαι να αυτοπροσδιορίζεσαι και να νιώθεις σημαντικός μόνο μέσα από τη δουλειά σου», σκέφτεται δυνατά. Στην προηγούμενη δουλειά της ήταν σε μίτινγκ ασταμάτητα μέχρι τις έξι το απόγευμα και στη συνέχεια έπρεπε να… δουλέψει. «Δεν ήμουν ποτέ εκεί για το παιδί μου. Ούτε στα σπορ ούτε στα μαθήματα. Τον εαυτό μου τον είχα αφήσει εντελώς. Κάθε στιγμή σκεφτόμουν τη δουλειά. Το επόμενο λανσάρισμα προϊόντος, το επόμενο event, το επόμενο gala. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι είχα μπερδέψει τις προτεραιότητές μου. Η ψυχοθεραπεία με βοήθησε πολύ».

«Δεν ήμουν ποτέ εκεί για το παιδί μου. Ούτε στα σπορ ούτε στα μαθήματα. Τον εαυτό μου τον είχα αφήσει. Κάθε στιγμή σκεφτόμουν τη δουλειά. Είχα μπερδέψει τις προτεραιότητές μου» λέει η Βασιλική.

Αναρωτιέμαι αν μετανιώνει ποτέ: «Έρχονται στιγμές που μου λείπει, ειδικά όταν βλέπω παλιούς συναδέλφους στα σόσιαλ μίντια σε κάποιο ωραίο λανσάρισμα. Θυμάμαι πόσο χαρούμενη φαινόμουν κι εγώ και πώς έδειχνα προς τα έξω πόσο ωραία περνούσαμε. Βέβαια, μέχρι να φτάσω εκεί, είχα δώσει ένα κομμάτι της ψυχής μου», λέει. Ίσως, προσθέτει, αν είχε μια άλλη ζωή, να την κάλυπτε αυτό. Δεν ήταν ότι δεν αγαπούσε τη δουλειά της. Ίσως την αγαπούσε υπερβολικά. «Πάντα κυνηγάς το περισσότερο. Προσπαθείς να ξεπεράσεις το προηγούμενο νούμερο, να πάει καλά το brand, η ομάδα σου. Δεν σταματάει ποτέ».

Από τα χειρουργεία στην κεραμική

Κάτι άλλο που δεν σταματάει ποτέ είναι και ο ρυθμός ενός γιατρού. Η Σοφία Πέτσα-Πουτούρη, 32 ετών, σπούδασε ιατρική στα Γιάννενα και ξεκίνησε ειδικότητα στη γενική χειρουργική, σε δημόσιο νοσοκομείο. Έμεινε εκεί από το 2016 έως το 2022. «Πολύ έντονοι ρυθμοί εργασίας. Μπορεί να ήμουν στο νοσοκομείο 48 ώρες και να είχα κοιμηθεί ένα τρίωρο, σπαστά. Μπορεί να είχε τελειώσει η βάρδιά μου και να έβλεπα τον κόσμο να περιμένει και να μην μπορούσα να τους αφήσω», θυμάται με απόγνωση. Τρόμαξε, γιατί είδε τον εαυτό της να αλλάζει. «Έγινα πιο σκληρή. Έγινα αυστηρή.

Έπρεπε να πάρω έναν δρόμο που θα αποδείκνυε ότι είμαι η γυναίκα που θα τα καταφέρει. Είναι τρομερά ανδροκρατούμενο αυτό το επάγγελμα. Σε ρωτάνε συνέχεια: “Πότε θα γίνεις μαμά; Και αν γίνεις, πώς θα έχεις φαγητό στο σπίτι; Θα χειρουργήσεις ενώ έχεις περίοδο;”. Κι εσύ μπορεί να θέλεις να έχεις φαγητό, να μείνεις σπίτι όταν έχεις περίοδο και πονάς, και να θέλεις να κάνεις διακοπές, και να κάνεις οικογένεια ή να μη θέλεις να κάνεις οικογένεια. Δηλαδή σε καλούσαν να απαρνηθείς την ανθρώπινη πλευρά σου, για να αποδείξεις ότι είσαι η σύγχρονη γυναίκα, ότι δεν είσαι αδύναμη», λέει. 

Τα χρήματα που έβγαζε δεν ανταποκρίνονταν ούτε στις ώρες δουλειές ούτε στις απαιτήσεις, και γενικά θεωρεί, όπως μας λέει, ότι οι αμοιβές των γιατρών στον δημόσιο τομέα παραμένουν υποβαθμισμένες. Τα χρόνια εκείνα της κρίσης, ωστόσο, με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τον χαμηλό βασικό μισθό και την επαγγελματική ανασφάλεια, ένιωθε προνομιούχα συγκρίνοντας τον εαυτό της με τους ανθρώπους του κύκλου της. Έπειτα ήρθε η πανδημία, με όλα όσα συνεπάγονταν για τη ζωή ενός γιατρού. Η Σοφία την ισορροπία της την έβρισκε κάνοντας μαθήματα κεραμικής και, όταν αυτά σταμάτησαν, ένιωσε κάτι σημαντικό να της λείπει. Μήπως έπρεπε να κάνει μια στροφή στην επαγγελματική της ζωή; «Είμαστε πολύπλευρα όντα», λέει. «Σε λίγα χρόνια μπορεί να είμαι σε μια βάρκα και να ψαρεύω. Όταν παραιτήθηκα από το νοσοκομείο, αισθάνθηκα ότι είχα πάρει αυτό που ήθελα από την ιατρική. Την αγαπώ πολύ ως επιστήμη, αλλά δεν μπορούσα να ζω σ’ αυτούς τους ρυθμούς. Άλλαξε ο χαρακτήρας μου. Υπήρξε στιγμή που δικός μου άνθρωπος μου είπε ότι νοσεί κι εγώ απάντησα ψυχρά και αποστασιοποιημένα. Είχα πάψει να συνδέομαι συναισθηματικά με το περιβάλλον».

«Όταν παραιτήθηκα από το νοσοκομείο, αισθάνθηκα ότι είχα πάρει αυτό που ήθελα από την ιατρική. Την αγαπώ πολύ ως επιστήμη, αλλά δεν μπορούσα να ζω σ’ αυτούς τους ρυθμούς», λέει η Σοφία. 

Παραδέχεται, βάζοντας τα γέλια με τον εαυτό της, ότι τη στιγμή που παραιτήθηκε από το νοσοκομείο ήταν η πρώτη φορά που χαλάρωσε στη ζωή της μετά την Α΄ Δημοτικού. Άρχισε να κάνει κεραμικά πιο συστηματικά σε ένα εργαστήριο στην Πλάκα. «Είναι ένα μέρος που σου δίνει πολλή έμπνευση. Υπήρχε, επιτέλους, μια ελαφρότητα. Η ιατρική έχει ευθύνη. Ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό», λέει συλλογιζόμενη την προηγούμενη και την τωρινή ζωή της. Δεν έχει μετανιώσει ούτε λεπτό. «Το βασικό είναι το ζήτημα της ασφάλειας. Ότι στην ιατρική μπορείς να έχεις ένα σίγουρο μέλλον. Τώρα είναι άγνωστο, αλλά πιο ενδιαφέρον και ανακουφιστικό, τα πάντα εξαρτώνται από μένα, το οποίο εμπεριέχει μια ελευθερία. Φοβερή ελευθερία, για την ακρίβεια. Έχω την αίσθηση ότι μπορώ να τα καταφέρω. Δεν ξέρω αν είναι παιδικό αυτό, αλλά αυτό νιώθω», αναφέρει με κάποιον ενθουσιασμό από τον χώρο που άνοιξε στον Βοτανικό ως κεραμίστρια, πλέον. Δεν χρησιμοποιεί σχεδόν καθόλου το αυτοκίνητό της, προσέχει τι αγοράζει στο σούπερ μάρκετ και κάνει λίστες με έσοδα και έξοδα. «Αλλά δεν έβρισκα ούτε έναν χειρουργό που να μου άρεσε η ζωή που ζούσε», εξηγεί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή