Κι αν μείνω μόνη;

Σε μια εποχή που συζητάμε για γυναικεία ενδυνάμωση, δικαιώματα, δυναμισμό και ανεξαρτησία, έχει δικαίωμα μια γυναίκα γύρω στα 35 να τρομάξει από την πιθανότητα να μείνει χωρίς σύντροφο ή να μη γίνει μητέρα;

13' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Μαρίνα είναι μια γυναίκα χαρούμενη, ελεύθερη, επίμονη, γοητευτική. Έχει χτίσει μόνη της βήμα βήμα την επιχείρηση της και την τρέχει εδώ και μία δεκαετία με επιτυχία και κερδοφορία. Έχει χιούμορ, έχει κατακτήσεις και πολλά αναμνηστικά μαγνητάκια στο ψυγείο της από τα ταξίδια της σε όλες τις ηπείρους. Επίσης έχει ανοιχτό μυαλό, ξορκίζει κάθε μορφή συντηρητισμού και η ατζέντα των επαφών της συμπεριλαμβάνει κάθε καρυδιάς καρύδι. Όσο καιρό την ξέρω, σπάνια δεν έχει έναν ερωτικό παρτενέρ να περνάει τον χρόνο της, ενώ η τελευταία της «σοβαρή» σχέση έληξε πριν από περίπου δέκα χρόνια – έκτοτε δεν έχει δεσμευτεί με κάποιον. Είναι στρέιτ, 42 ετών. Δεν υπάρχει κάτι περίεργο μέχρι εδώ φαντάζομαι. Ή μήπως υπάρχει; Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε έναν φερόμενο ως ανοιχτόμυαλο συνάδελφο, φίλο, συγγενή μου, που αν γνωρίσει τη Μαρίνα δεν θα αναρωτηθεί γιατί αυτή η κοπέλα είναι ακόμη «μόνη» της. 

Δεν έχει περάσει καιρός από όταν η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφία Ζαχαράκη, έγινε αντικείμενο χλεύης για το γεγονός ότι η ίδια είναι άτεκνη και άγαμη. Και μπορεί τότε όλα τα πάνελ και όλα τα τουίτς να καταδίκασαν τη «ρητορική μίσους» και τη «σεξιστική επίθεση», αλλά και πάλι· ας μη γελιόμαστε, κάπου εκεί είμαστε. Στο σημείο δηλαδή που οι γυναίκες, μαζί με τις δάφνες της χειραφέτησης, δρέπουν και τις ρίζες του κοινωνικού κατεστημένου που τις θέλει συντρόφους και μητέρες μέχρι τα 40. Από την άλλη, πέρα από το κατεστημένο, όσο και να προχωρά η επιστήμη και να προοδεύει η κοινωνία, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε εκείνο το βιολογικό ρολόι.

Δεν έχει περάσει καιρός από όταν η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας έγινε αντικείμενο χλεύης για το γεγονός ότι η ίδια είναι άτεκνη και άγαμη. 

Το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτή η προσδοκία –ατομική ή κοινωνική– που συνήθως προκύπτει κάπου στα μέσα της δεκαετίας των 30, επηρεάζει τη ζωή των σύγχρονων γυναικών, κατά πόσο τις περιορίζει και τελικά τις βασανίζει. Δεν αναφέρομαι μόνο στις γυναίκες που δεν θέλουν να δεσμευτούν και να γεννήσουν. Μιλάω και για εκείνες που ίσως η συντροφικότητα είναι ο διακαής τους πόθος και από ένα σημείο και μετά καλούνται να αναμετρηθούν όχι μόνο με τον ίδιο τους τον εαυτό, αλλά και με την κοινωνία και τη βιολογία τους. 

Κι αν μείνω μόνη;-1

Η Μαρίνα, λοιπόν, πριν από λίγους μήνες έχασε την πολυαγαπημένη της γιαγιά, που παρεμπιπτόντως υπήρξε διανοούμενη και φεμινίστρια του περασμένου αιώνα. Λίγο πριν πεθάνει, σε ηλικία 95 ετών, κρατώντας το χέρι της εγγονής της την αποχαιρέτησε με τα εξής τελευταία λόγια: «Μαρινάκι μου, θέλει και λίγη τύχη, θα βρεθεί, πού θα πάει». Προσωπικά με ανατρίχιασε αυτή η σκηνή, μου την αφηγήθηκε η ίδια η Μαρίνα, και τη ρώτησα ευθέως άραγε τι έκανε τη γιαγιά της να πει αυτά τα λόγια. Έβλεπε την εγγονή της να βασανίζεται τόσο πολύ από την έλλειψη μόνιμου συντρόφου; Και μου απάντησε: «Και βέβαια βασανίζομαι, ειδικά όσο περνάνε τα χρόνια που βλέπω τους ανθρώπους που αγαπάω να μεγαλώνουν και να φεύγουν. Με βασανίζει ότι η ζωή έχει, εκτός από τις χαρές, και τις δυσκολίες της, και θέλω να τις μοιράζομαι με κάποιον».

Ένα είδος αντίφασης

Η Μαρία Αγγελή, κοινωνιολόγος και ερευνήτρια στο Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Φύλου, σημειώνει: «Ο γάμος επιβιώνει τόσο πολλές δεκαετίες γιατί είναι μια προσπάθεια των ανθρώπων να κατοχυρώσουν κάποια μορφή σταθερότητας σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς. Είναι φυσιολογικό να αναζητούμε την ασφάλεια που μας προσφέρει μια μόνιμη σχέση, παρόλο που σήμερα περισσότερο από ποτέ υπάρχει παράλληλα μια κοινωνική προσταγή για ελευθερία και αυτοεκπλήρωση που μας δημιουργεί ένα είδος αντίφασης. Αυτό που συμβαίνει όμως και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι απόρροια πατριαρχίας είναι ότι υπάρχει ένα πρότυπο που ορίζει διαφορετικούς ρόλους για τις γυναίκες και τους άντρες. Παρά το γεγονός λοιπόν ότι οι γυναίκες έχουμε βγει μαζικά στην αγορά εργασίας, έχουμε διεκδικήσει και κερδίσει πολλά δικαιώματα, παραμένει αυτή η ιεράρχηση ότι ο δικός μας ρόλος είναι πιο σημαντικό να είναι στο σπίτι και στην οικογένεια. Αυτό επιβιώνει υπό τη μορφή της κοινωνικής πίεσης. Ειδικότερα οι γυναίκες που επιλέγουν να μην παντρευτούν και να μην κάνουν παιδιά ή που δεν μπορούν δέχονται έντονη πίεση και κριτική». 

«Παρά το γεγονός ότι έχουμε διεκδικήσει και κερδίσει πολλά δικαιώματα, η ιεράρχηση θέλει τον δικό μας ρόλο πιο σημαντικό στο σπίτι και στην οικογένεια», λέει η Μαρία Αγγελή, κοινωνιολόγος. 

Εξακολουθώ να αναρωτιέμαι πώς γίνεται από τη μία να μιλάμε για ελευθερία και αυτονομία και από την άλλη να προσευχόμαστε για την τύχη που θα μας φέρει στο κατώφλι έναν σύντροφο γιατί αλλιώς χαθήκαμε. Η Μαρίνα απαντά: «Προσωπικά μπορώ να είμαι ευτυχισμένη και χωρίς τη σύμβαση ενός μόνιμου συντρόφου. Θέλω; Όχι. Θέλω να μοιραστώ με κάποιον τις δυσκολίες και τις χαρές της ζωής; Πάρα πολύ. Έχω πάει 100 ταξίδια και έχω περάσει υπέροχα; Ναι. Καλύπτω έτσι το κενό του να μοιράζομαι άλλες χαρές και λύπες με κάποιον που θεωρώ τον άνθρωπό μου; Όχι. Τα θέλω όλα; Ναι, και μπράβο μου. Τύχη είναι να συναντηθείς με κάποιον που να σου αρέσει και να είναι και ο ίδιος στη φάση που να επιλέγει τη συντροφικότητα. Δεν είναι ζήτημα έρωτα η συντροφικότητα. Στα 40 ξυπνήσαμε από αυτό το σύννεφο. Η συντροφικότητα είναι θέμα επιλογής και απόφασης». Τη ρωτάω αν θεωρεί ότι άργησε να πάρει αυτή την απόφαση και αν κατηγορεί τον εαυτό της: «Καθόλου. Και αν η επιθυμία μου στα 42 μου ήταν να πηγαίνω κάθε βράδυ με άλλον, και πάλι δεν θα με κατηγορούσα. Έχω περάσει υπέροχα, δεν μετανιώνω ούτε για μισή από τις επιλογές μου γιατί απ’ όλες πήρα κάτι. Βέβαια να πω ότι είχα την πολυτέλεια να λειτουργήσω προληπτικά και να κρυοσυντηρήσω τα ωάριά μου, οπότε δεν έχω χαιρετήσει τη δυνατότητα της μητρότητας. Αυτή την πολυτέλεια δεν την είχαν οι γυναίκες πριν από 20 χρόνια. Κατά τα άλλα, όχι μόνο δεν αισθάνομαι ότι έχω καθυστερήσει σε κάτι, αλλά νιώθω ότι τώρα είναι πιο εύκολο να βρω τον άνθρωπό μου γιατί ξέρω καλύτερα τι θέλω. Όσο για την κατηγορία αντρών που με βρίσκει μεγάλη και επιλέγει νεότερες γυναίκες ως τρόπαια, δεν θα τους επέλεγα και δεν θα με επέλεγαν ούτως ή άλλως. Πιστεύω ότι δεν θα είχαμε κάτι να πούμε».

Εγώ πότε θα γίνω μάνα;

Η Κλαίρη είναι 35 ετών και εργάζεται ως υψηλόβαθμό στέλεχος στον χώρο της μόδας. Κάνει μια δουλειά που ας πούμε ότι πολλοί άνθρωποι την ονειρεύονται. Παράλληλα, τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκεται σε μόνιμη σχέση με κάποιον που στ’ αλήθεια αγαπάει και επιθυμεί να είναι μαζί του. Το θέμα είναι, όπως μου εξηγεί, ότι, όταν πέφτει στο κρεβάτι της, το στρες δεν την αφήνει να κοιμηθεί. Παρόλο που φαινομενικά τα έχει όλα, η ίδια βασανίζεται από την ανασφάλειά της: «Έχω έντονο άγχος για το αν θα προχωρήσει η σχέση μου με τον σύντροφό μου, αν θα κάνουμε ένα παιδί, και δεν είμαι ο άνθρωπος που μπορεί να το συζητήσει ανοιχτά. Δεν θέλω να το πιέσω. Με φοβίζει ότι, αν ανοίξω τη συζήτηση, δεν ξέρω τι κατάληξη θα έχει. Τρέμω στην ιδέα μιας αρνητικής απάντησης, γιατί τότε θα πρέπει να τελειώσω τη σχέση, και δεν θέλω. Σκέφτομαι ότι θα είμαι μια γυναίκα 35 χρονών σε αναζήτηση συντρόφου. Τα 35 μοιάζουν με ταφόπλακα… Πλησιάζεις τα 40, άρα αρχίζει να φθίνει το αναπαραγωγικό σύστημα, κάνεις την εξέταση που δείχνει τον αριθμό των ωαρίων σου, το συζητάς και το συγκρίνεις με τις φίλες σου, ακούς από τον περίγυρο τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο να συλλάβει, ο χρόνος περνάει… Άσε που οι περισσότεροι άντρες κοντά στην ηλικία μου δεν είναι διαθέσιμοι, είναι ήδη παντρεμένοι ή σε σοβαρή σχέση. Αν δεν θέλεις να μπεις σε εφαρμογές γνωριμιών, είναι σχεδόν αδύνατον να βρεις κάποιον σε αυτή την ηλικία. Οπότε δεν λέω κουβέντα, περιμένω μήπως προκύψει η συμβίωση και έρθουν και τα υπόλοιπα από μόνα τους». 

Αναρωτιέμαι ειλικρινά πώς προκύπτει αυτή η στάση από μια γυναίκα που ως επαγγελματίας θεωρείται απόλυτα δυναμική. Η ίδια απαντά πάνω σε αυτό: «Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Στο τέλος της ημέρας, όταν φεύγεις από τη δουλειά σου, θέλεις να σε περιμένει κάποιος. Εμένα προσωπικά το να επιστρέφω σε ένα άδειο σπίτι είναι κάτι που με θλίβει. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να παίρνω αγκαλιά μωρά φίλων και να αναλογίζομαι: “Ρε γαμώτο θα μου συμβεί εμένα; Τι λάθος έχω κάνει;”. Είναι ένα συναίσθημα τρομακτικό, σαν να σωματοποιείς τον πόνο σου. Η δουλειά για μένα πλέον δεν λειτουργεί καν σαν αντίβαρο σε αυτόν τον πόνο». 

«Έχω πιάσει τον εαυτό μου να παίρνω αγκαλιά μωρά φίλων και να αναλογίζομαι: Ρε γαμώτο θα μου συμβεί εμένα; Τι λάθος έχω κάνει;» λέει η Κλαίρη, 35 ετών, υψηλόβαθμο στέλεχος στον χώρο της μόδας. 

Η Αρετή Σπυροπούλου, ψυχίατρος-ψυχοθεραπεύτρια και πρόεδρος της Εταιρείας για την Ψυχική Υγεία της Γυναίκας, επισημαίνει: «Σε μεγάλο βαθμό η ταυτότητα του γυναικείου φύλου έχει υπάρξει συνυφασμένη με τη συντροφικότητα και τη μητρότητα, αλλά εκείνο με το οποίο ερχόμαστε πολύ συχνά σε επαφή και στις θεραπείες είναι μια ενδοψυχική εγγραφή των πρώιμων και πολύ σημαντικών σχέσεων που έχουν οι άνθρωποι στη ζωή τους. Το πώς εγγράφεται στον ψυχισμό η σχέση με τη μητέρα μοιάζει να παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην όδευση προς τη μητρότητα. Αντίστοιχα οι τρόποι που συνδεόμαστε και συντροφευόμαστε στην πορεία της ζωής μας καθορίζονται από τις σχέσεις μεταξύ των γονιών μας και ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας στην οποία μεγαλώσαμε. Καθορίζουν όχι μόνο την επιθυμία για συντρόφευση, αλλά ενδεχομένως και τη δυνατότητα. Αν θεωρήσουμε ότι το να συντροφευόμαστε είναι συνήθως κάτι επιθυμητό, αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να το πετύχουν στη ζωή τους. Όσο πιο ομαλές έχουν υπάρξει οι κοντινές σχέσεις της παιδικής μας ηλικίας, τόσο πιθανότερο είναι να μη δυσκολευτούμε πολύ και στις σχέσεις της ενήλικης ζωής μας». 

Περιμένοντας τον έναν και μοναδικό

«Γύρω στα 30 βίωσα ένα μεγάλο σοκ. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι αυτό που φανταζόμουν για τον εαυτό μου δέκα χρόνια νωρίτερα, ότι δηλαδή σε αυτή την ηλικία η προσωπική μου ζωή θα είναι δρομολογημένη, δεν συνέβαινε και δεν θα συνέβαινε άμεσα», λέει η Κορίνα, 37 ετών σήμερα, καθηγήτρια. «Έχω μια τάση να ελέγχω τα πράγματα και να φροντίζω να πηγαίνουν όλα βάσει σχεδίου. Το δε σχέδιό μου, συνήθως, είναι συμβατό με τα κοινωνικά πρότυπα. Εκεί λοιπόν κάπως διαφοροποιήθηκα και ταρακουνήθηκα. Ευτυχώς δεν δέχτηκα καμία πίεση από τους γονείς μου, ωστόσο λάμβανα και λαμβάνω συχνά σχόλια και αιχμές για την προσωπική μου ζωή, από άντρες του περίγυρού μου. Ακούω συχνά ερωτήσεις του στιλ τι γίνεται μ’ εσένα, πότε θα κάνεις ένα παιδάκι, κ.λπ. Δεν πιστεύω ότι έχει κανείς κακή πρόθεση, ούτε έχω πιεστεί από τις ερωτήσεις των άλλων. Ο εαυτός μου ήταν που με πίεζε πάντα. Όταν οι άλλοι έχουν προσδοκίες και απορίες, δεν μένει παρά να τοποθετηθείς στον ίδιο σου τον εαυτό και να δεις πού βρίσκεσαι. Εγώ λοιπόν αποφάσισα ότι δεν θέλω ποτέ να συμβιβαστώ με κάποιον σύντροφο που δεν θεωρώ κατάλληλο για μένα, ότι δεν γίνονται όλες οι γυναίκες του κόσμου μητέρες και μπορεί να μη γίνω ούτε εγώ. Δεν αγχώθηκα ποτέ όμως για τον αν θα βρω τον σύντροφο της ζωής μου. Αυτό το θεωρώ βέβαιο. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία άλλωστε – σε αντίθεση με τη μητρότητα». 

Κι αν μείνω μόνη;-2

Ωστόσο, ένα ισχυρό ποσοστό γυναικών, όπως παρατηρούν οι ειδικοί, δεν μοιράζεται την ίδια σιγουριά και, αν και το επιθυμούν, δυσκολεύονται να βρουν σύντροφο από μια ηλικία και μετά. Οπωσδήποτε αυτό σχετίζεται με την ανασφάλεια, τη συσσωρευμένη απογοήτευση, την κοινωνική πίεση και όχι μόνο. «Από μια ηλικία και μετά, πολλές γυναίκες αναζητούν τη συντροφικότητα και ίσως δυσκολεύονται», μας εξηγεί η κ. Αγγελή. «Αυτό συμβαίνει γιατί ζούμε σε μια κοινωνία που θέτει πολύ μεγάλη πίεση για τη νεότητα, δυσανάλογα προς τις γυναίκες. Αυτό είναι επίσης ένα πατριαρχικό κατάλοιπο, σύμφωνα με το οποίο οι άντρες εξαργυρώνουν την ισχύ τους και οι γυναίκες τη νεότητά τους. Σίγουρα έχει να κάνει με την αγορά της ομορφιάς, η οποία, όπως και η πατριαρχία, στηρίζεται στην αίσθηση ανεπάρκειας των γυναικών. Όταν αισθανόμαστε ανεπαρκείς, καταναλώνουμε περισσότερα προϊόντα ομορφιάς και είμαστε φρόνιμες». 

Η κ. Αγγελή θεωρεί ότι πιστεύουμε ότι επιλέγουμε συντρόφους ατομικά, αλλά το ότι το βρίσκουμε θελκτικό είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα. «Πόσες ταινίες παρουσιάζουν έναν άντρα που έχει κοινωνική ή οικονομική εξουσία και εξαργυρώνει την καταξίωσή του βρίσκοντας μια νέα γυναίκα; Η έλξη όμως δεν έχει καθόλου να κάνει με συγκεκριμένα κριτήρια. Εντούτοις, η κοινωνία μάς πείθει ότι υπάρχει ένα καλούπι μέσα στο οποίο πρέπει να μπούμε». 

Η μητρότητα μπορεί να περιμένει

Στην περίπτωση της Ζωής, το άγχος έχει διαφορετική αφετηρία. Η ίδια είναι 38 ετών, στέλεχος σε πολυεθνική εταιρεία και εδώ και τριάμισι χρόνια συζεί. «Με αγχώνει πολύ το γεγονός ότι ακόμη δεν θέλω καθόλου να κάνουμε παιδί. Το οικογενειακό μας περιβάλλον αναφέρει συχνά ότι τα παιδιά είναι ευτυχία και ότι μόνο έτσι θα ολοκληρωθούμε. Εγώ, από την άλλη, αισθάνομαι ότι δεν θέλω αυτή τη δέσμευση. Θέλω να βγάλω χρήματα, θέλω να κάνω επενδύσεις, θέλω να αγοράσω σπίτι, θέλω να ταξιδέψω. Βλέπω κόσμο με παιδιά και τον λυπάμαι. Ευτυχώς με τον σύντροφό μου είμαστε μαζί σε αυτό. Δεν είναι κανενός η προτεραιότητα τώρα ένα παιδί. Αυτό που με τρομάζει όμως πολύ είναι το αν θα μπορώ να γίνω μητέρα όταν το αποφασίσω. Πόσο μου μένει; Δύο, τρία, πέντε χρόνια; Μετά τέλος. Γι’ αυτό και την προηγούμενη εβδομάδα ολοκλήρωσα τη διαδικασία της κρυοσυντήρησης ωαρίων. Είμαι τυχερή που ο σύντροφός μου είναι σε ανάλογη φάση μ’ εμένα και στήριξε την επιλογή μου. Βασικά βολεύτηκε κιόλας. Δεν θα πω ψέματα ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υπήρξαν στιγμές που είπα “γιατί δεν μου είπε να μην το κάνω, γιατί δεν μου αντιπρότεινε να κάνουμε ένα παιδί;”. Αλλά επικράτησε η λογική, όχι η ανασφάλεια. Αφού και να μου το έλεγε, δεν θα το έκανα. Είναι όλο αυτό λίγο αντιφατικό. Βλέπω φίλες μου που προχωρούν στη δέσμευση της μητρότητας χωρίς να το θέλουν πραγματικά, επειδή το ζητάει επιτακτικά ο σύντροφός τους, και μου μοιάζει λυπηρό. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι ίσως μόνο με αυτή την παρακίνηση θα έκανα κι εγώ παιδί. Σε μπερδεύει η πίεση της ηλικίας και η βιολογική προθεσμία της αναπαραγωγής που τη νιώθεις απειλητική μεγαλώνοντας». 

Η κ. Σπυροπούλου σχολιάζει σχετικά ότι «γύρω στα μισά της τρίτης δεκαετίας της ζωής της μια γυναίκα αίφνης έρχεται αντιμέτωπη με ένα σημείο διαφοροποίησης. Η πίεση προκύπτει σε μεγάλο βαθμό και από το γεγονός ότι στενεύει το βιολογικό περιθώριο της αναπαραγωγής. Είναι η στιγμή που το ερώτημα απόκτησης οικογένειας τίθεται επιτακτικά. Είναι καλό, κατά τη γνώμη μου, να έρθει μια γυναίκα αντιμέτωπη με αυτή την πραγματικότητα, ούτως ώστε να σταθεί στη ζωή με μια υπευθυνότητα, να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών της. Τώρα πια οι γυναίκες που για διάφορους λόγους έχουν μια αμφιθυμία για το θέμα της αναπαραγωγής προσφεύγουν συχνά στην κρυοσυντήρηση ωαρίων. Είναι μια δίοδος που προσφέρει μια ψυχολογική ανακούφιση αφενός, αφετέρου μπορεί να δημιουργεί μια παραπλανητική αντίληψη των πραγμάτων, οδηγώντας σε μια κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι αισθάνονται ότι μπορούν να ελέγξουν τα πάντα. Αυτό είναι κάτι που δεν είναι πραγματικό. Τα τελευταία χρόνια ενισχύεται γενικότερα μια αίσθηση ανθρώπινης παντοδυναμίας, ότι μπορεί κανείς να καταφέρει τα πάντα αρκεί να το θέλει. Νομίζω ότι αυτό προκύπτει από ναρκισσιστικές ανάγκες». 

Ενδεχομένως κάποιες από τις παραπάνω αφηγήσεις να μοιάζουν ξένες σε πολλούς. Η δε συλλογιστική περί άγχους δέσμευσης και μητρότητας, σε μια εποχή που χρησιμοποιούμε σύμβολα (@) για να αποφύγουμε να ορίσουμε το φύλο –και καλά κάνουμε–, ίσως μοιάζει παρωχημένη ή ξεπερασμένη. Στην πραγματικότητα όμως, για ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών γύρω στα 35, αποτελεί ταμπού και παραμένει ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Και το να κάνουμε ότι δεν υπάρχει αυτό το άγχος, ενώ υπάρχει, σίγουρα δεν αποτελεί πρόοδο. 

Η κ. Σπυροπούλου καταλήγει στο εξής: «Είναι σημαντικό να μην κάνουν επιλογές ειλημμένες από την κοινωνία ή τη μάνα τους και τον πατέρα τους. Το βασικό ζητούμενο είναι να μπορούν να βρίσκουν τα πατήματά τους στη ζωή, να επεξεργάζονται τις απογοητεύσεις που αυτή έχει, να πενθούν αν χρειάζεται και τελικά να στέκονται στα πόδια τους και να πηγαίνουν παρακάτω». Και η κ. Αγγελή δίνει τον δικό της επίλογο: «Το ζητούμενο είναι να έχουμε μια κοινωνία που να μην απορρίπτει τη διαφορετικότητα ή άλλες μορφές ύπαρξης. Υπάρχουν γυναίκες και μητέρες που ομολογούν ότι δεν ήταν το δικό τους μονοπάτι της ζωής να μεγαλώνουν ένα παιδί, ότι πιέστηκαν να το κάνουν. Αυτό είναι η τραγικότητα των σύγχρονων κοινωνιών που επιβάλλουν. Ειδικότερα για τις γυναίκες, η κοινωνία και ο περίγυρος θεωρεί ότι είναι πιο κατάλληλος για να αποφασίσει για τη ζωή τους και για το πώς θα διαθέσουν τα σώματά τους».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή