Ραντεβού στα μπιλιαρδάδικα

Ραντεβού στα μπιλιαρδάδικα

Ένα θεατρικό έργο για τον μικρόκοσμο ενός παρηκμασμένου μπιλιαρδάδικου παρουσιάζεται στο ιστορικό Ρουά Ματ της Πλατείας Αμερικής

7' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κατηφορίζοντας διαγωνίως την πλατεία Αμερικής, στον αριθμό 5 της πλακοστρωμένης οδού Λευκωσίας, εδώ και ακριβώς μισό αιώνα, στέκει το Ρουά Ματ, το πιο καλτ και διάσημο από όλα τα μπιλιαρδάδικα της Αθήνας. Σπρώχνω την ξεκλείδωτη πόρτα του και κατεβαίνω μια σειρά από σκαλιά για να συναντήσω στην ενιαία, ημιφωτισμένη του αίθουσα, τον σκηνοθέτη και συγγραφέα της ομώνυμης με τον χώρο παράστασης, Γιώργο Κλεάνθους, σε ένα διάλειμμα από την εν εξελίξει πρόβα της. Αφού καθίσουμε γύρω από ένα τραπέζι με όλους τους συντελεστές της, ο Γιώργος θα μου πει ότι εμπνεύστηκε το έργο όντας θαμώνας του Ρουά Ματ, παρατηρώντας τον κόσμο που συχνάζει εκεί, αλλά και σε άλλα στέκια που δημιουργούν γύρω τους μικροκοινωνίες. Μέσα από τα κοινά μοτίβα συμπεριφοράς που έβλεπε κατέληξε σε κάποιους τύπους ανθρώπων, που τους εξέλιξε στους χαρακτήρες του θεατρικού του.

Παγιδευμένοι παίκτες

Το έργο, παρότι θα παρουσιαστεί στο Ρουά Ματ, δεν μιλάει για το πραγματικό μπιλιαρδάδικο, που βιώνει μια νέα άνοιξη, αλλά για ένα επινοημένο μαγαζί με το ίδιο όνομα, που παρουσιάζει εικόνα εγκατάλειψης και ετοιμάζεται να κλείσει, καθώς του έχουν ξεμείνει μόνο οι φανατικοί θαμώνες. «Με πέθανε», πετάγεται ο ιδιοκτήτης του πραγματικού Ρουά Ματ, ο Αιγυπτιώτης κύριος Νίκος Αποστολέρης, που είναι παρών στη συζήτηση· και γελάμε όλοι.

Η ιστορία του θεατρικού, λοιπόν, στήθηκε γύρω από την προσπάθεια του Ψηλού, του Μικρού και του Άγιου (στην παράσταση δεν ακούγονται ποτέ τα πραγματικά τους ονόματα, κατά πώς είθισται να συμβαίνει στα στέκια) να ζωντανέψουν ξανά το επινοημένο Ρουά Ματ. Μέσα από αυτή την προσπάθεια, μαθαίνουμε την ιστορία του μπιλιαρδάδικου, του μπιλιάρδου, τις διαφορές ανάμεσα σε νέους και παλιούς θαμώνες. Ο δε τίτλος της παράστασης, όπως μου λέει ο Γιώργος, κλείνει το μάτι στον σκακιστικό όρο, που ενέχει την έννοια του εγκλεισμού – άλλωστε, οι ήρωές της είναι παγιδευμένοι, κατά κάποιον τρόπο, σε αυτόν τον χώρο.

Ραντεβού στα μπιλιαρδάδικα-1
Ο Γιάννης Σέρρης (Μικρός) και ο Σωτήρης Δούβρης (Ψηλός) στις πρόβες του έργου. (Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος)

Ο Ψηλός, ο Μικρός και ο Άγιος 

Ο Σωτήρης Δούβρης ερμηνεύει τον Ψηλό. «Είναι καλός παίκτης και παλιός θαμώνας του μαγαζιού, που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του ιδιοκτήτη στο σημείο του ότι του έχει δώσει τα κλειδιά για να ανοίγει μόνος του το μπιλιαρδάδικο, να πηγαίνει να παίζει και, αν μπούνε πελάτες, να τους εξυπηρετεί. Έχει φτιάξει μια, ας πούμε, αυτοκρατορία μέσα σε έναν μικρό χώρο, έχει καταφέρει να είναι σημαντικός μέσα στον μικρόκοσμο του μπιλιαρδάδικου», μου λέει για τον χαρακτήρα του. Αν κλείσει το μπιλιαρδάδικο, ο ίδιος αφενός θα χάσει την ιδιότητα του σημαντικού και, αφετέρου, θα μείνει μόνος του, κάτι που δεν το θέλει. Γι’ αυτό και καταστρώνει ένα σχέδιο απελπισίας για τη διάσωσή του.

Ο Γιάννης Σέρρης ενσαρκώνει τον Μικρό, που έχει τον Ψηλό ως μέντορα. Προσπαθεί, χωρίς να τα καταφέρνει πολύ καλά, να κερδίσει την αποδοχή του. Ο Μιχάλης Καλιότσος, πάλι, υποδύεται τον Άγιο, που μαθαίνει για το σχέδιο διάσωσης του μπιλιαρδάδικου και, όταν καταλάβει ότι τον έχουν αφήσει απ’ έξω, προσπαθεί να εισχωρήσει σε αυτό. Ο ίδιος, δεν είχε παίξει ποτέ πριν από την παράσταση μπιλιάρδο, ο Γιάννης είχε μια κάπως επιφανειακή σχέση με το σπορ, ο Σωτήρης πιο καλή.

Ραντεβού στα μπιλιαρδάδικα-2
Ο Μιχάλης Καλιότσος είναι ο Άγιος του «Ρουά Ματ». (Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος)

Ο Γιάννης θα μου πει ότι, στην παράσταση, το μπιλιάρδο λειτουργεί κάπως και ως πρόφαση, για να ειπωθούν άλλα πράγματα για τις ανθρώπινες σχέσεις. Γι’ αυτό και μπορεί να την παρακολουθήσει άνετα ακόμα και ο πλέον άσχετος από μπιλιάρδο θεατής.

Τζαζ, μπλουζ και μυρωδιά από τσόχα

Ο Αλέξης Αλεξόπουλος, που εκτός από υπεύθυνος για το ηχητικό περιβάλλον της παράστασης είναι και θαμώνας του πραγματικού Ρουά Ματ, μου λέει ότι θα ήθελε να βάλει σκυλάδικα και μουσική των τσαρτς για μουσική υπόκρουση, αλλά τελικά προχώρησε με τις επιλογές που ακούγονται στο μαγαζί που τη στεγάζει: μπλουζ και τζαζ.  

Η Νεκταρία Ηλιάκη, υπεύθυνη για τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, δίνει έμφαση στο πόσο σημαντικό είναι το ότι το έργο παρουσιάζεται στον συγκεκριμένο χώρο, που δημιουργεί από μόνος του, μέσω της ιστορίας που κουβαλάει, των χρωμάτων και των μυρωδιών του, μια ατμόσφαιρα. Κάνει τους θεατές, που θα κάθονται περιμετρικά των τραπεζιών του μπιλιάρδου, να είναι και λίγο σαν πελάτες του μαγαζιού. Άλλωστε, θα λειτουργεί κανονικά. Ο κόσμος θα μπορεί να κάτσει μετά την παράσταση και να παίξει μπιλιάρδο.

Ραντεβού στα μπιλιαρδάδικα-3
Από αριστερά προς τα δεξιά: Γιάννης Σέρρης, Αλέξης Αλεξόπουλος, Γιώργος Κλεάνθους, Νεκταρία Ηλιάκη, Σωτήρης Δούβρης και Μιχάλης Καλιότσος. (Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος)

«Καψούλι», διάσημοι θαμώνες και γυναίκες παίκτριες 

Κάτι που σας προτείνουμε είναι να παραγγείλετε το σφηνάκι «Καψούλι». Το φτιάχνει ο κ. Νίκος με μια μυστική συνταγή και το ονομάτισε από τη σχετική ατάκα του Γιώργου Κωνσταντίνου στην ταινία «Καλώς ήλθε το δολλάριο», του 1967. Όσο διαρκεί η φωτογράφιση των συντελεστών της παράστασης, ο ίδιος θα μου δείξει στους τοίχους του μαγαζιού του κορνιζαρισμένες φωτογραφίες με τον Κώστα Τουρνά, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Γιάννη Στάνκογλου, αλλά και τον αθηναιογράφο της Καθημερινής, τον Νίκο Βατόπουλο, που είχε έρθει κάποτε εκεί για ένα ρεπορτάζ.

Η ιστορία του πραγματικού Ρουά Ματ ξεκινάει το 1974 – άνοιξε λίγο μετά από την πτώση της χούντας. Ο κ. Νίκος έμενε δίπλα από τον χώρο που τελικά το στέγασε, τον οποίο του τον έδειξε ο θυρωρός της πολυκατοικίας και του έκανε κλικ. Ήταν 21 ετών. Μέχρι τότε, στην Ελλάδα μπιλιάρδο μπορούσε να παίξει κανείς είτε σε καφενεία που είχαν τον σχετικό εξοπλισμό, είτε σε μαγαζιά που λειτουργούσαν με αυτόματους πωλητές.

Ραντεβού στα μπιλιαρδάδικα-4
Ο κύριος Νίκος Αποστολέρης άνοιξε το Ρουά Ματ πριν από ακριβώς μισό αιώνα και συνεχίζει να το δουλεύει ο ίδιος, μέχρι σήμερα. (Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος)

Εκείνος, δημιούργησε ένα μαγαζί που μπορούσε να λειτουργήσει ως στέκι, που σέρβιρε ποτά και ήταν «φιλικό» προς τις γυναίκες, σε μια εποχή που το μπιλιάρδο ήταν «αντρική υπόθεση». «Είχα τη γυναίκα μου, την αδερφή μου, τις φίλες τους που έρχονταν εδώ, γι’ αυτό και δεν φοβόντουσαν να έρθουν και άλλες γυναίκες», μου λέει.

Οι τρεις ήρωες του έργου που παρουσιάζεται στο Ρουά Ματ, όμως, είναι όλοι άντρες, παρότι ήδη στην αρχή του γίνεται αναφορά σε μία παίκτρια, που έχει νικήσει τον Άγιο. Αναρωτιέμαι αν το μπιλιάρδο, ως άθλημα, συνεχίζει να είναι εν πολλοίς άβατο για τις γυναίκες. Η Νεκταρία μού λέει ότι αυτή η άποψη ενδεχομένως να σχετίζεται με το ότι παλαιότερα το μπιλιάρδο ήταν πάρα πολύ συσχετισμένο με τον τζόγο, τα στοιχήματα και το αλκοόλ, ενώ οι γυναίκες έπρεπε να έχουν μια καθώς πρέπει, καθαρή εικόνα». Σήμερα, που τα πράγματα έχουν αλλάξει, στα τουρνουά οι γυναίκες παίζουν ισότιμα, απέναντι σε άντρες.

Οι κύκλοι ενός μαγαζιού

Τα πρώτα μπιλιάρδα που έφερε ο κ. Νίκος ήταν όλα γαλλικά, μετά τη θέση τους πήραν τα αμερικάνικα. Εκτός από μπιλιάρδα, κάποτε στο μαγαζί υπήρχαν, επίσης, τραπέζια με σκάκι και τα άπαντα του Αστερίξ, σε τόμους. Έγινε πάταγος ήδη από τα εγκαίνια. Άρχισαν αμέσως να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια κι άλλα μπιλιαρδάδικα που ήταν στο στιλ του Ρουά Ματ. Ο ίδιος ο κ. Νίκος άνοιξε άλλα τρία μαγαζιά, που μέσα στο χρόνια έκλεισαν κι απέμεινε μόνο αυτό της πλατείας Αμερικής.

Ραντεβού στα μπιλιαρδάδικα-5
Από το Ρουά Ματ κάποτε πέρασε και ο Μίκης Θεοδωράκης, συνοδευόμενος από τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τη Δήμητρα Γαλάνη και τον Σταμάτη Κόκοτα. (Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος)

Ο χώρος, έχει περάσει διάφορες από περιόδους. Οι πρώτες γενιές των πελατών φτιάχνονταν από τα σκασιαρχεία των γύρω σχολείων: «Τα παιδιά άφηναν τις τσάντες στις σκάλες, δεν μπορούσα να περάσω. Από κάθε γενιά έμεναν τέσσερις-πέντε καλοί παίκτες κι έφτιαχναν έναν καινούργιο κύκλο θαμώνων».

Υπήρχαν και σκοτεινές στιγμές, όπως στην αρχή της λειτουργίας του μαγαζιού ή στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000, όταν έπρεπε να αφήσει απ’ έξω, με τακτ, τον «κακό κόσμο της νύχτας», κάνοντας ο ίδιος πόρτα για το ποιος θα έμπαινε και ποιος όχι.

«Τα τελευταία δέκα χρόνια δεν υπάρχει στο μυαλό των παιδιών το να κάνουν σκασιαρχείο για να πάνε σε ένα μπιλιαρδάδικο ή να το κάνουν στέκι τους, για μετά το σχολείο. Πλέον, οι περισσότεροι πελάτες είναι πάνω από εικοσιοκτώ-τριάντα χρονών. Υπάρχει και αυτό το ρεύμα με τη νοσταλγία, που κάνει πολλούς ηθοποιούς και ανθρώπους που ασχολούνται με το θέαμα να έρχονται», μου λέει. Εξαιτίας αυτής της ηλικιακής μετατόπισης, το μαγαζί, που το δουλεύει ο ίδιος ο κ. Νίκος και κάποτε το άνοιγε από νωρίς, άλλαξε σταδιακά ωράριο και, πλέον, ανοίγει, κάθε μέρα, στις 6 το απόγευμα. «Θα με βγάλετε από εδώ, δεν θα βγω», κάνει πλάκα συχνά στους φίλους του.

Η παράσταση «Ρουά Ματ» του Γιώργου Κλεάνθους θα παίζεται στο ομώνυμο μπιλιαρδάδικο (Λευκωσίας 5, Πλατεία Αμερικής) όλα τα Σαββατοκύριακα του Απριλίου, στις 18.00. Η είσοδος είναι ελεύθερη, με απαραίτητη κράτηση στο τηλ. 6945136190.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή