«Μεγάλη Βρεταννία»: Η αθέατη ζωή ενός θρυλικού ξενοδοχείου
μεγάλη-βρεταννία-η-αθέατη-ζωή-ενός-θ-562976329

«Μεγάλη Βρεταννία»: Η αθέατη ζωή ενός θρυλικού ξενοδοχείου

Τρεις μέρες πίσω από τις κλειστές της πόρτες, γνωρίζοντας το προσωπικό που συντηρεί κάθε μέρα τον μύθο

Αμάντα Μιχαλοπούλου
Ακούστε το άρθρο

Αν σκεφτούμε τη «Μεγάλη Βρεταννία» σαν ένα υπερφυσικό σώμα, τότε πρώτα ξυπνάει το στομάχι. Στις πέντε το πρωί, αξημέρωτα, αρχίζει η προετοιμασία του πρωινού, ανοιγοκλείνουν τα ψυγεία, τα ντουλάπια, οι φούρνοι. Καταφθάνουν οι καμαριέρες της πρωινής βάρδιας, ετοιμάζουν τα καρότσια του housekeeping, η ρεσεψιόν και οι μπάτλερ υποδέχονται τις πρώτες αφίξεις. Στο τμήμα προμηθειών αρχίζουν οι παραλαβές προϊόντων – από λουλούδια έως σαμπάνιες. Τυλιγμένη στο χαρακτηριστικό της άρωμα –ορχιδέα, γιασεμί, λεμόνι– από τη ρεσεψιόν έως το σπα και τους ορόφους, η «Μεγάλη Βρεταννία» μοσχομυρίζει. Αγναντεύει την Αθήνα, από την Ακρόπολη μέχρι τη θάλασσα, καθισμένη στο κέντρο του αστικού ιστού.

Φροντίζω να φτάσω μεσημέρι, για να προλάβω τη σύσκεψη προσωπικού. Θυμίζει γραφείο καθηγητών σε μεγάλο διεθνές σχολείο. Κάποιος γιορτάζει και φέρνει γλυκά, άλλος αστειεύεται και, όταν καθίσουν όλοι γύρω από το οβάλ τραπέζι υπό τη διεύθυνση του γενικού διευθυντή Hom Parviz, η συζήτηση αποκτά ενημερωτικό τέμπο. Η Αννέτα Σβορώνου, hotel manager, συντονίζει το μίτινγκ. To front office ανακοινώνει τους VIP πελάτες που θα αφιχθούν εντός της ημέρας, τις αναβαθμίσεις σε δωμάτια και υπηρεσίες, η ασφάλεια του ξενοδοχείου αναφέρει την απογευματινή διαδήλωση στα Προπύλαια, ο revenue director λέει ότι ο δύσκολος μήνας Γενάρης πήγε πολύ καλά για το ξενοδοχείο. 

«Μεγάλη Βρεταννία»: Η αθέατη ζωή ενός θρυλικού ξενοδοχείου-1
Κατανομή δωματίων για καθαριότητα, έξω από τα πλυντήρια.  

Η αρχή της χρονιάς, αμέσως μετά τις γιορτές, είναι περίοδος στασιμότητας, εμπορικής και τουριστικής. Αλλά εδώ όλα λειτουργούν σαν καλοκουρδισμένο ρολόι: το spa training τελειώνει την επομένη, το νέο αντιολισθητικό πάτωμα της πισίνας έχει τοποθετηθεί και η υπεύθυνη προσωπικού μιλάει για τις επισκέψεις σχολείων και τα τρέχοντα internships. Τους προτείνω να παίξουμε ένα παιχνίδι προσωποποίησης του ξενοδοχείου, το γνωστό «Πρόσωπο, ζώο, πράγμα». Η Μαρία Κουτζαμπάση, η τρομερά μεθοδική υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων, δοκιμάζει να εμπλέξει όλα τα τμήματα σχεδιάζοντας επί χάρτου το παιχνίδι. Μπορεί να με πάρουν για τρελή, αλλά θέλω να καταλάβω τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι τους. Ως συγγραφέας ξέρω ότι η προσωποποίηση και η μεταφορά είναι εργαλεία που έρχονται κατευθείαν από τους μύθους και μας συνδέουν με το αρχέγονο. 

Αλλά τι συμβαίνει πίσω από τις πόρτες, σε κάθε όροφο, σε κάθε τμήμα; Πώς συνεννοούνται τόσοι άνθρωποι μεταξύ τους καθημερινά; Μιλάμε για 615 εργαζομένους με υψηλό μέσο όρο δέσμευσης και δίκαιη ποσόστωση (48,5% των υπαλλήλων είναι γυναίκες, ακόμη και σε παραδοσιακά ανδροκρατούμενες θέσεις, όπως η ασφάλεια ή το τμήμα των μπάτλερ). Όλες οι γενιές εκπροσωπούνται: 33% του προσωπικού ανήκει στη γενιά X (44-58), 47% είναι μιλένιαλ και ο νεότερος υπάλληλος, μόλις 19 ετών, στο σέρβις, ανήκει στη γενιά Ζ (17% του προσωπικού).

«Σαν να δουλεύουμε σε ζωντανό μουσείο»

Πώς επιτυγχάνεται αυτή η ιδανική καθημερινή χορογραφία, παρά την επανάληψη και την κούραση; Η trainer στο σπα αποκαλύπτει ένα μυστικό: το προσωπικό σε αυτό το ξενοδοχείο δεν θέλει να αλλάξει δουλειά. Οι δύο υπάλληλοι που συμμετέχουν στο training αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η Έλενα, παιδί δεύτερης γενιάς μεταναστών από το Μόναχο, κατάγεται από τη Βόρεια Ελλάδα. Ο Πάβελ ήταν πυγμάχος στη Μολδαβία και ήρθε στην Αθήνα επειδή ερωτεύτηκε. Τη δουλειά τους τη βρίσκουν σκληρή κι ενδιαφέρουσα. «Δουλεύουμε στο υπόγειο και πρέπει να ανεβαίνουμε πότε πότε για φρέσκο αέρα, αλλά υπάρχει τόση ιστορία γύρω μας, νιώθουμε σαν να δουλεύουμε σε ένα ζωντανό μουσείο». 

«Μεγάλη Βρεταννία»: Η αθέατη ζωή ενός θρυλικού ξενοδοχείου-2
Υψηλής ποιότητας καθαριότητα δωματίου από το housekeeping.  

Οι διάδρομοι που οδηγούν στην κουζίνα του room service (μία από τις τρεις κουζίνες του ξενοδοχείου) είναι τόσο δαιδαλώδεις, που χάνεσαι χωρίς συνοδεία. Δεν υπάρχει ωραιότερη αίσθηση από το να μπαίνεις στους «απαγορευμένους» χώρους προσωπικού. Εδώ έχουν βρεθεί έμπιστοι βασιλικών οικογενειών, γιατροί ή μπάτλερ πολιτικών ή σωματοφύλακες που δοκιμάζουν πρώτοι το μενού. Τα τρόλεϊ είναι στοιχισμένα δίπλα δίπλα: άσπρο τραπεζομάντιλο, ασημένιο ανθοδοχείο, ειδικές βάσεις για μουστάρδα και κέτσαπ, κομψά amenities. Ο Παναγιώτης Καραλάιος ερχόταν εδώ ως φοιτητής – ο ξάδερφός του δούλευε στο GB ως μπάρμαν κι ένα βράδυ είχε πετύχει την Άννα Φόνσου να τραγουδάει στο μπαρ. Στην ίδια βάρδια δουλεύει κι ο Μιχάλης, γιος του Γιάννη Ζερμπίνου, παλιού σεφ στη «Μεγάλη Βρεταννία». «Έχω δουλέψει με πατέρα και γιο», λέει ο Παναγιώτης. «Να φανταστείτε, υπάρχει ένα βίντεο για το ξενοδοχείο και βλέπουμε τον Γιάννη, σε μια σκηνή από τη δεκαετία του ’90, να τεμαχίζει ένα ψάρι σαν χειρουργός». 

320 δωμάτια, 60 σουίτες

Την επόμενη μέρα γνωρίζω την Εργκίσα, συμβασιούχο καμαριέρα από την Αλβανία. Δουλεύει στον έκτο όροφο, έχει δύο κόρες και όσο μιλάμε ξεσκονίζει, στρώνει κρεβάτια, καθαρίζει νιπτήρα και μπανιέρα, συμπληρώνει amenities. «Μπαίνουμε με το δικό μας ρολόι-κλειδί στο δωμάτιο, χρειαζόμαστε περίπου 40 λεπτά. Το μόνο που αλλάζει είναι η στολή, το πρωί φοράμε την γκρι, το απόγευμα τη μαυρόασπρη». Στο δεκάλεπτο διάλειμμα για καφέ το πρωί και στο εικοσάλεπτο του φαγητού συναντά και τις συναδέλφους της, «φίλες καλύτερα», που δουλεύουν στον πρώτο και στον πέμπτο όροφο, τη Μαρσέλα και την Ελιζαμπέτα. «Και τη Ριγκέλα – Άντζελα τη φωνάζουμε». Οι συναντήσεις συμβαίνουν στην τραπεζαρία προσωπικού, που εδώ τη λένε καφετέρια.

«Μεγάλη Βρεταννία»: Η αθέατη ζωή ενός θρυλικού ξενοδοχείου-3
Αθόρυβη μετακίνηση στους ορόφους.

Αργότερα θα συναντήσω τη φίλη της τη Μαρσέλα, που είναι από το Μπεράτι, έχει ζήσει 20 χρόνια στην Αθήνα και στη «Μεγάλη Βρεταννία» ζει ένα όνειρο: «Αν είναι το περιβάλλον έτσι παραμυθένιο, δεν νιώθεις το ζόρι, συνδυάζεις τη δουλειά με τη χαρά». Στον ίδιο όροφο, οι λεγόμενοι βοηθοί ορόφων (housemen) κάνουν τις βαριές δουλειές: κρυσταλλοποίηση μαρμάρων, πλύσιμο μπαλκονιών, καθαρισμούς πολυελαίων. Αν σκεφτούμε ότι υπάρχουν 320 δωμάτια, εκ των οποίων 60 σουίτες, καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτή η δουλειά. Ένας από τους βοηθούς ορόφων, ο Σπύρος από τους Αγίους Σαράντα, μοιράζεται μια συγκινητική ιστορία: Στην κοπή της πίτας κέρδισε ταξίδι και διανυκτέρευση στη Σαντορίνη για δύο άτομα. «Κι έτσι όπως πήρα το δώρο μου, έτσι το έδωσα στον κολλητό μου. Ήθελε να κάνει πρόταση γάμου στην κοπέλα του».

Όσο πιο βαθιά στη γη κατεβαίνω, τόσο μεγαλώνει το ενδιαφέρον. Όπως ακριβώς σε ένα παιχνίδι με πολύπλοκο μηχανισμό, όταν καταφέρεις να το ανοίξεις και να δεις πώς λειτουργεί. Η Χριστίνα Αϊβαλικλή είναι πλέον υπεύθυνη διασφάλισης ποιότητας του ξενοδοχείου, αλλά το προηγούμενο πόστο της ήταν το housekeeping (οροφοκομία επί το ελληνικότερον). Μου δείχνει την «κοιλιά» του κτιρίου, μια κυψέλη πάστρας. Εδώ κινούνται περίπου 70 άτομα – πλύντριες, πλύντες, καθαριστές μαρμάρων, χαλιών, παραθύρων, μπαλκονιών. Στα περισσότερα αθηναϊκά ξενοδοχεία δεν υπάρχει in house laundry όπως στην GB. Απαιτεί τεράστια επένδυση σε χώρους και εξοπλισμό.

Η «κοιλιά» του κτιρίου είναι μια κυψέλη πάστρας. Εδώ κινούνται περίπου 70 άτομα – πλύντριες, πλύντες, καθαριστές μαρμάρων, χαλιών, παραθύρων, μπαλκονιών. 

Εντυπωσιακό είναι το τεράστιο στόμα της chute που «φτύνει» σεντόνια και πετσέτες απ’ όλους τους ορόφους στο δάπεδο. Τα ασπρόρουχα που περιδινίζονται στον αγωγό και εκσφενδονίζονται στον λόφο με τα άπλυτα, καταλήγουν στα επαγγελματικά πλυντήρια των 140 κιλών, στα στεγνωτήρια των 70 κιλών και, όταν με το καλό πλυθούν, σιδερώνονται και διπλώνονται σε κυλίνδρους πριν μεταφερθούν με τρόλεϊ στα δωμάτια. Στον κύλινδρο διπλώνουν σήμερα η Βέτα και η Γιώτα. Συζητούν για τα παιδιά τους και για το τι θα μαγειρέψουν απόψε. Αργότερα έρχεται στην παρέα η Αλεξάνδρα, που μιλάει για την εγγονή της. «Πες αυτό που έγινε προχθές», την παροτρύνουν οι άλλες δύο. «Να, εκεί που ήταν ξαπλωμένη η κυρία άνετα στον καναπέ, της λέω: “Αλικάκι μου, σαν πασάς στα Γιάννενα είσαι”. Κι εκείνη, πώς το θυμήθηκε η τσαπερδόνα, χθες που ξάπλωσα λίγο, μου λέει: “Γιαγιά, σαν πασάς στα Γιάννενα κι εσύ”». 

«Μεγάλη Βρεταννία»: Η αθέατη ζωή ενός θρυλικού ξενοδοχείου-4
Η προετοιμασία στην κουζίνα.

Τώρα δεν βρυχώνται τα στεγνωτήρια κι έτσι ακούγονται καθαρά τα δύο ραδιόφωνα: στη μία μεριά οι πλύντριες ακούν Ρυθμό ή Love FM, λαϊκά. Οι πλύντες, αριστερά, Sport FM και χέβι μέταλ. Ο Κώστας, πλύντης στο ξενοδοχείο από το 2016, λέει: «Kάτι με περιτριγυρίζει σαν ρεύμα, αν καθίσεις και σκεφτείς όταν σχολάσεις πώς ήταν ο δρόμος που περνούσε μπροστά από το ξενοδοχείο το 1900, κάπου σοβαρεύεις σαν άνθρωπος, κάτι δουλεύει μέσα σου υποσυνείδητα –πώς είναι το όνειρο;– και σε διαπερνά». Διπλώνει πετσετάκια και μιλάει για τις δεκάδες δουλειές που έχει αλλάξει. Από την πρώτη του, σε κουζίνα εστιατορίου όταν ήταν 13 χρόνων, έως την οικογενειακή επιχείρηση Μάγκνα στην Αιόλου, που έκλεισε με την κρίση. « Ό,τι κάνεις στη ζωή σου κάπου σε οδηγεί. Διαμορφώνεις χαρακτήρα».

Τα logistics της οροφοκομίας

Σε χωριστό δωμάτιο λειτουργεί το guest laundry και το τμήμα uniforms με τις στολές που σχεδιάστηκαν από τον Μάκη Τσέλιο. Η Νικόλ ξεκίνησε το 2017 από τα πλυντήρια και πριν από τρία χρόνια προβιβάστηκε σε office supervisor. «Όχι ότι η δουλειά στο πλυντήριο είναι υποτιμητική, απλώς από τη σωματική κούραση περνάς στην πνευματική». Εξηγεί τα logistics της οροφοκομίας: η κάθε καμαριέρα ολοκληρώνει 12 δωμάτια και άλλα 40 στο turn down service (αυτό είναι το λεγόμενο «νυχτικό», που θυμίζει παραμύθι: το αφράτεμα των μαξιλαριών, τα σοκολατάκια πάνω στο μενού του πρωινού, το κλείσιμο της κουρτίνας συσκότισης, το λινό πατάκι –η λεγόμενη «καληνύχτα»– με τις παντόφλες δίπλα στο κρεβάτι). Μια διαδικασία που προετοιμάζει το δωμάτιο για τη νύχτα.

«Μεγάλη Βρεταννία»: Η αθέατη ζωή ενός θρυλικού ξενοδοχείου-5
Ανθοδετική υψηλών προδιαγραφών.

Την κυρία Στέλλα τη μοδίστρα τη συναντώ στο guest laundry. Αλλά τη γνωρίζω καλύτερα στην περίφημη καφετέρια προσωπικού, όπου οι εργαζόμενοι με προσκαλούν να φάω μαζί τους. Τα ίδια ατομικά ψωμάκια της αίθουσας πρωινού, τα «Καϊζεράκια», σερβίρονται εδώ με χυλωμένες, γιαγιαδίστικες φακές.

Η κυρία Στέλλα θυμάται μια οικογένεια από την Κύπρο. Είχαν έρθει για τον γάμο της κόρης τους με ένα νυφικό-αποτυχία. «Με κάλεσε η μητέρα στο δωμάτιο την ημέρα του γάμου. Ήταν μια τουαλέτα με παγέτες και το στρίφωμα δεν στεκόταν, δεν ήταν σωστό το ρούχο, δεν έπεφτε όπως έπρεπε. Όταν της το πήγα διορθωμένο, με αγκάλιασε. “Θέλω μια χάρη ακόμη, αν μπορείς”, είπε. “Το σακάκι του άντρα μου και το παντελόνι τού πέφτουν μακριά”. Κόντυνα έως και τα μανίκια του πουκαμίσου!» 

Στο υπόγειο βρίσκεται και το βασίλειο του Γιάννη, του ανθοπώλη, που προέρχεται από μια οικογένεια βραβευμένων ανθοδετών και είναι υπεύθυνος για όλους τους χρωματικούς συνδυασμούς στους κοινούς χώρους και στις σουίτες. Κινείται με άνεση σε έναν στενό διάδρομο με τροπικές ελικόνιες από τη Σιγκαπούρη, διαλέγει λουλούδια για τις ανθοδέσμες, μπροστά στα δύο ψυγεία με τις ορχιδέες, τα μίνι τριαντάφυλλα, τα σκυλάκια, τις κρασπέντιες. «Ας πούμε πως διακοσμώ γύρω στα πενήντα μπουκέτα καθημερινά, αλλά προκύπτουν και προτάσεις γάμου, βαφτίσια, μου έχει τύχει να μου ζητήσουν 500 τριαντάφυλλα ετοιμοπαράδοτα».

Ένα μιουζικαλ τσέπης

Η γιορτή προσωπικού είναι μια ευκαιρία να βρεθούν όλοι οι εργαζόμενοι πιο ανθρώπινα. Οι χοροί αυτοί είναι προσωπική υπόθεση του Βαγγέλη Καμινάρη, ο οποίος εργάζεται στο ξενοδοχείο από το 2001. Είναι μια κλασική ιστορία artiste manque που πήρε το αίμα του πίσω οργανώνοντας αφιερώματα σε παραδοσιακούς χορούς, στη Eurovision, στο ελληνικό μιούζικαλ, στο ρεμπέτικο. Η φετινή γιορτή για τα 150 χρόνια του ξενοδοχείου ήταν, κατά γενική ομολογία, υπερπαραγωγή. Με τη βοήθεια της Μαρίας Κουτζαμπάση ο Βαγγέλης αξιοποίησε την αρθρογραφία του περασμένου αιώνα και δημιούργησε αφηγηματικούς σταθμούς από το 1874, χρονιά ίδρυσης του ξενοδοχείου. Από τους χορούς της αμυγδαλιάς, το τανγκό και το τσάρλεστον έως το τουίστ της δεκαετίας του ’60, ο Βαγγέλης δημιούργησε ένα εντυπωσιακό μιούζικαλ τσέπης για τους εργαζομένους, με αφηγητή της βραδιάς τον Γρηγόρη, μπάρμαν στο Cigar Lounge.

«Μεγάλη Βρεταννία»: Η αθέατη ζωή ενός θρυλικού ξενοδοχείου-6
Ηousekeeping.

Ο Hom Parviz, γενικός διευθυντής του Ξενοδοχείου Μεγάλη Βρεταννία, έφυγε από το Ιράν το 1980, αμέσως μετά την επανάσταση. Έζησε στην Αγγλία, δούλεψε στον όμιλο Hyatt και το 2020 ήρθε στη «Μεγάλη Βρεταννία» από την προηγούμενη θέση του σε ξενοδοχείο του ομίλου, στο Βελιγράδι. Σήμερα μένει στο ξενοδοχείο μαζί με την οικογένειά του. Θυμάται μια αστεία ιστορία με τον γιο του: «Στο νηπιαγωγείο ρώτησαν όλα τα παιδιά πώς πάνε οι γονείς στη δουλειά. Άλλοι απαντούσαν με το αυτοκίνητο, άλλοι με τη μοτοσικλέτα ή το τρένο κι ο γιος μου είπε: “Εμένα ο μπαμπάς μου πάει στη δουλειά με το ασανσέρ!”». Χρειάζεται δουλειά και μεγάλη πειθαρχία για να φτιάξεις ένα αληθινό σπίτι μέσα στο ξενοδοχείο: «Φτάσαμε τον Οκτώβριο του 2020, στο δεύτερο λοκντάουν. Μόνο 20 δωμάτια ήταν κλεισμένα κι έτσι είχα την ευκαιρία να ανοίξω όλες τις πόρτες, να μάθω το ξενοδοχείο σε κάθε του λεπτομέρεια. Από τη μια ο ενθουσιασμός τού να έρχεσαι να δουλέψεις στη “Μεγάλη Βρεταννία”, από την άλλη η παράξενη αδειοσύνη, η σιωπή. Αλλά όταν επιστρέψαμε στην κανονικότητα, το μεγάλο ατού ήταν πως ήξερα την πόλη, ήξερα πού βρίσκομαι». 

Στο GB ο Παναγιώτης Δραγωμανίδης και η Χρύσα Δημητριάδου εξηγούν ότι το εστιατόριο δεν είναι μόνο το φαγητό, αλλά και η ατμόσφαιρα, η μουσική, τα μαξιλάρια, οι φωτισμοί, ο συντονισμός του προσωπικού, το πρόγραμμα εργασίας, τα ρεπό. Ο Παναγιώτης έπαιζε ντραμς στην εφηβεία του και χρόνια μετά, όταν άφησε τα μουσικά του όνειρα για την ξενοδοχειακή καριέρα, συνάντησε στη βεράντα τους Sex Pistols. «Διδάσκει ιστορία το ξενοδοχείο», λέει. «Σου θυμίζει πώς ξεκίνησες, ακολουθεί την πορεία της ζωής σου». Μερικές φορές η συλλογική ιστορία μπλέκεται με την προσωπική: Ο Παναγιώτης γνώρισε τη γυναίκα του στο ξενοδοχείο. Δούλευαν τότε και οι δύο στο GB Corner. 

Οι μπάτλερ θυμούνται την περίοδο των Αγανακτισμένων, που δεν τους άφηναν να μπουν για δουλειά. «Γινόμασταν λίγο ηθοποιοί, ερχόμασταν με πολιτικά, σαν πελάτες». Θυμούνται και τον Δεκέμβρη του 2008, τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, που τύλιξε το κέντρο της Αθήνας σε μια περίοδο μεγάλων ταραχών. «Ζήσαμε τρία βράδια στο ξενοδοχείο, απόκοσμη εμπειρία, κοιμόμασταν στα δωμάτια σαν να ήμασταν πελάτες. Έμεναν τότε μαζί μας η Τζόντι Φόστερ με τη γυναίκα της και τα δυο τους παιδιά και τη βγάζαμε από την πίσω πόρτα. “Χίλια συγγνώμη για την ταλαιπωρία”, της είπα μια μέρα, και μου απάντησε: “Για ποιο πράγμα, είναι μάθημα για τα παιδιά, πρέπει να μάθουν ότι η ζωή δεν είναι ρόδινη, ότι συμβαίνουν τραγωδίες”».

Έμα Στόουν και Guns ‘n’ Roses

Σε κάθε πόστο διαφορετικές αναμνήσεις: άλλος θυμάται την απλότητα της Έμα Στόουν, άλλος τη συνήθεια των Guns ’n’ Roses να καλύπτουν όλους τους καθρέφτες της σουίτας τους κι άλλος δεν μπορεί να ξεχάσει το χαμόγελο του Ντένζελ Ουάσινγκτον ή τις συμβουλές της Μπρουκ Σιλντς προς την έγκυο γυναίκα του. Ένας εργαζόμενος θυμάται ένα ζευγάρι ανώνυμων Αμερικανών με πρόσωπα χαραγμένα από τον πόνο. Είχαν χάσει τον γιο τους σε αυτοκινητιστικό και ο μπάτλερ τού έμοιαζε. Ακόμη επικοινωνούν μαζί του με μέιλ στις γιορτές. Η Βιργινία κατάγεται από την Κάσο και δουλεύει στο εστιατόριο. Μία από τις πιο ισχυρές της αναμνήσεις είναι όταν της ζήτησαν να μαγειρέψει κασιώτικα ντολμαδάκια για τους Χρυσούς Σκούφους, «επειδή στο νησί κάνουμε ντολμαδάκια πολύ ιδιαίτερα, μικροσκοπικά». Μια εργαζόμενη θυμάται την εγγονή του Ουίνστον Τσώρτσιλ. «Την ώρα που σκύβω να δω αν όλα είναι καλά στο τραπέζι τους, μου λέει: “Αυτό είναι το ξενοδοχείο όπου έμεινε ο παππούς μου”. Και μου δείχνει μια φωτογραφία που λες και βγήκε από την Αίθουσα Τσώρτσιλ». 

«Μεγάλη Βρεταννία»: Η αθέατη ζωή ενός θρυλικού ξενοδοχείου-7
Αεικίνητοι concierges, ξέρουν την πόλη καλύτερα από τα σπίτια τους.  

«Έχω πάθει απάθεια, όλα μου φαίνονται φυσιολογικά», λέει ο Παναγιώτης Πιτταράς, μπάτλερ στο ξενοδοχείο από το 2014. «Θυμάμαι, ας πούμε, τη Lady Gaga που βγήκε από το μίνι βαν σαν γοργόνα και μόλις μπήκε στη σουίτα της, μεταμορφώθηκε σε μια κοπέλα που αγαπάει τη μουσική. Μια απλή κοπέλα στη Βασιλική Σουίτα. Άλλη της έφτιαχνε τα φρύδια, άλλη τα μαλλιά και με ρώτησε, θυμάμαι, πώς με λένε και από πού κατάγομαι. Ο σύντροφός της, μου είπε, ήταν Έλληνας. Ήθελε να φάει μουσακά».

Το βράδυ η «Μεγάλη Βρεταννία» δεν πέφτει για ύπνο, απλώς ξεκουράζεται. Ακόμη και στη βαθιά νύχτα στρογγυλοκάθεται και επιθεωρεί τον αστικό ιστό. 

Το βράδυ η «Μεγάλη Βρεταννία» δεν πέφτει για ύπνο, απλώς ξεκουράζεται. Ακόμη και στη βαθιά νύχτα στρογγυλοκάθεται και επιθεωρεί τον αστικό ιστό. Η νυχτερινή βάρδια περιλαμβάνει ρεσεψιονίστ, bellman, doorman, houseman γενικής καθαριότητας, δύο-τρεις υπαλλήλους στο τμήμα security, μάγειρα για το room service, ακόμη και τεχνικό υπηρεσίας στο τμήμα engineering. 
Ούτε εγώ κοιμάμαι. Έχω στα χέρια μου τις απαντήσεις στο παιχνίδι «Πρόσωπο, ζώο, πράγμα» και τις ταξινομώ. Αν η «Μεγάλη Βρεταννία» ήταν πρόσωπο, θα ήταν η Μαρία Κάλλας, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Μελίνα Μερκούρη, η βασίλισσα Ελισάβετ, ο Σον Κόνερι ως Τζέιμς Μποντ. Αν ήταν ζώο, θα ήταν άλογο, τίγρη, λιοντάρι. Κι αν ήταν φυτό; Διωναία η μυγοπαγίδα της Αφροδίτης, μανόλια, τριαντάφυλλο, λευκή ορχιδέα. Όπως το περίμενα. Η μεταφορά και η προσωποποίηση εκφράζουν περισσότερα από την κυριολεξία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή