Είχαμε μαζευτεί σε αυτή την ταράτσα στην Καισαριανή, εκεί στην κούρμπα της Φιλολάου, λίγο πριν συναντήσει την Εθνικής Αντιστάσεως. Παρτάκι. Πίτσες στο τραπέζι, κουτάκια με μπίρα ανά χείρας, γκλίτερ γύρω από τα μάτια των καλεσμένων και αγωνία για το αν τελικά θα φτάσουν τα διαθέσιμα σκαμπό. Σε αυτή την ετερόκλητη παρέα που συνέδεε τον κοινωνικό κύκλο της Θεσσαλονίκης με τον πρόσφατα διαμορφωμένο ακαδημαϊκό της Αθήνας, υπήρχε και μια κοπέλα από τη Ρωσία. Δεν συγκράτησα το όνομά της, κυρίως επειδή δεν ήταν τόσο σλάβικο όσο περίμενα. Θυμάμαι μόνο ότι ήταν από το Βλαντικαφκάζ, μια επαρχία στις παρυφές του Καυκάσου, απ’ όπου προέρχεται το σόι της γιαγιάς μου.
«Η Αθήνα είναι πανέμορφη. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Μου αρέσουν τα πάντα· οι βόλτες, οι καφέδες, τα πάρτι, ακόμα και η αρχιτεκτονική». Παραβλέποντας τα καχύποπτα βλέμματα των Θεσσαλονικέων στα λεγόμενά της, η νεαρή Ρωσίδα ήταν χαρούμενη με τον νέο κόσμο που ανοιγόταν καθημερινά στα μάτια της. Και ποιος να την αδικήσει, άλλωστε; Μακριά από το σπίτι και τις συνήθειές της, όλα της φαίνονταν άγνωστα και γοητευτικά. Ειδικά εκείνη η πολυκατοικία που ξεχώριζε στο τσιμεντένιο οικοσύστημα σαν λεκές σε άσπρη μπλούζα, με τους δύο ορόφους της να προεξέχουν και να εμποδίζουν τη θέα στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στον Λυκαβηττό. «Ακόμα και αυτό σου αρέσει;» Της δείχνω αυτό το εξαίσιο δείγμα αθηναϊκής αρχιτεκτονικής που ακολουθεί πιστά τις τεχνοτροπίες της νεοελληνικής σχολής του «γαϊδαρισμού», όπου ο καθένας χτίζει όπως θέλει, αδιαφορώντας για τον περιβάλλοντα χώρο. Η Καυκάσια το σκέφτεται. Απαντά καταφατικά και κρύβει την αμηχανία της σε ένα γέλιο. Είναι η τρανή απόδειξη πως η ασχήμια και τα στραβά των πόλεων συνηθίζονται και γίνονται πια πόλος έλξης.
Ταξιδεύουμε σε άλλους τόπους, περνάμε σύνορα και αυτομάτως γινόμαστε ξένοι. Δεν έχει σημασία η χώρα προέλευσης. Είμαστε ξένοι, τα εξωτικά φρούτα που ρουφάμε εικόνες και μαγευόμαστε απ’ αυτό που οι ντόπιοι δεν βρίσκουν νόημα. Τα τρακτέρ στους περιφερειακούς δρόμους, οι τεράστιες πλάκες από τσιμέντο όπου κατοικούν άνθρωποι, τα κτίρια που δεν βρίσκονται σε συμφωνία με τον υπόλοιπο αστικό ιστό. Εντούτοις, υπάρχουν και δημιουργούν μια παραδοξότητα στις κεντρικές λεωφόρους, η οποία μας ελκύει και μας εμπνέει για την τροφοδότηση του αλγόριθμου του Instagram.
Με βάση αυτές τις εικόνες που πέτυχα στη Σόφια, ο αλγόριθμος διάβασε τα γούστα μου και εμφάνισε τη σελίδα μιας ομάδας Βούλγαρων πολιτών από διαφορετικούς τομείς, οι οποίοι κάνουν αγώνα για να αναδείξουν, να διατηρήσουν ζωντανά και να κάνουν δημοφιλή τα μεταπολεμικά αρχιτεκτονήματα στη χώρα. Μπαίνοντας στο @bulgarian.postwar.architecture, βλέπω φωτογραφίες από κτίρια, τοιχογραφίες, πάρκα και εσωτερικούς χώρους, στις οποίες εμπεριέχονται ψήγματα μιας άγνωστης (σε εμάς) ιστορίας τα οποία σίγουρα κρύβουν θησαυρούς, όπως π.χ. τα σκαλιστά δημόσια έργα τέχνης του Ντιμιτρόβγκραντ, μιας πόλης που χτίστηκε από το μηδέν στα τέλη του ’40, για να ενσαρκώσει το σοσιαλιστικό μέλλον της χώρας. Είμαι σίγουρος πως χτίστηκε ορθότερα από την Αθήνα.