Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα

Μια μεγάλη αθηναϊκή βόλτα με φόντο τα γλυπτά της πόλης γίνεται αφορμή για να θυμηθούμε την ιστορία της αλλά και ιστορίες από άλλες εποχές και αντιλήψεις

10' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δείχνουν ωραία, σχεδόν αμόλυντα, σχεδόν καινούργια, στο πρωινό και αισιόδοξο αθηναϊκό φως, ανάμεσα στο γαλάζιο ενός ουρανού χωρίς σύννεφα και στην πράσινη βλάστηση που τα περιβάλλει, η οποία έχει θεριέψει καταμεσής της άνοιξης. Σαν να πρόκειται να σε προσκαλέσουν σε μια βόλτα, και ας μη σε παίρνουν από το χέρι. Τα αγάλματα της πόλης, που ήμουν παιδί και έγινα μεσήλικας ανάμεσά τους, ακίνητα –αν και ενίοτε τις κάνουν τις βόλτες τους, μεταφέρονται από πλατεία σε πλατεία– και αγέλαστα, όπως στο παιδικό παιχνίδι, προσφέρουν αισθητική παρηγορία (ας είμαστε ειλικρινείς: όχι όλα), έχουν πάνω τους λαξευμένες τις κοινωνικές και πολιτικές ζυμώσεις της εποχής που φτιάχτηκαν κι εκείνων που ακολούθησαν, μεταφέρουν μηνύματα, ενδύονται μέσα από τις δικές μας αναμνήσεις –άλλες πραγματικές και άλλες επινοημένες, μα βιωμένες ως πραγματικές– νοήματα διαφορετικά από εκείνα που θέλησαν οι εμπνευστές τους να μεταδώσουν. Και κάπως έτσι αποκτούν μια δική τους, μυστική και την ίδια στιγμή δημόσια ζωή, μια «καθηλωμένη αυτονομία».

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα-1
Ο ορειχάλκινος, έφιππος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης του Λάζαρου Σώχου. 

Έχοντας όλα αυτά κατά νου, σκεφτήκαμε να κάνουμε τώρα, που η ζέστη δεν είναι ακόμα αφόρητη, μια μεγάλη βόλτα με στάσεις σε κάποια από τα πλέον εμβληματικά αγάλματα, γλυπτά και μνημεία που είναι τοποθετημένα στους δημόσιους και υπαίθριους χώρους της πόλης. Αλλά και σε άλλα που είτε λειτουργούν ως τοπόσημα, είτε άνοιξαν στην εποχή τους συζητήσεις, είτε συνεχίζουν να δημιουργούν δημόσιες έριδες, είτε, αντίθετα, κατέχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας.

Ανδριάντες και δρομείς 

Τα πρώτα αγάλματα που τοποθετήθηκαν στη σύγχρονη Αθήνα ή μάλλον, για να μιλάμε με ακρίβεια, αυτήν που προέκυψε μετά τη γέννηση του ελληνικού κράτους, είχαν τη μορφή «μεγάλων ανδρών». Και αυτά είναι που συνεχίζουν να υπερτερούν αριθμητικά και σε επίπεδο κοινωνικών αναπαραστάσεων, για πολλούς λόγους. Ανάμεσά τους, η τοποθέτησή τους σε σημεία-περάσματα, έτσι ώστε να μην μπορούν να τα αποφύγουν τα μάτια των διαβατών ή περιηγητών αυτής της πόλης, το μέγεθός τους και, φυσικά, το ότι με την πάροδο του χρόνου «αυξήθηκαν και πλήθυναν». Γι’ αυτό και η μελέτη τού πώς ξεκίνησε η πόλη να στήνει ανδριάντες (εκ της ανδρείας και του άνδρα) έχει βαθιά πολιτικό, κοινωνικό και φεμινιστικό ενδιαφέρον. Παρ’ όλα αυτά, προσωπικά, οι περισσότεροι ανδριάντες με αφήνουν, σε αισθητικό επίπεδο, αδιάφορο. Υπάρχει, όμως, ένας που ξεχωρίζω.

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα-2
Ζευγάρι ποζάρει στο «σπίτι με τις Καρυάτιδες», στην οδό Αγίων Ασωμάτων. 

Ο ορειχάλκινος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης του Λάζαρου Σώχου φιλοτεχνήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και με το προτεταμένο δεξί χέρι του, καταπώς λένε οι κατασκευαστές των αστικών-εθνικών μύθων, δείχνει την Κωνσταντινούπολη και όχι τον όποιο δρόμο πρέπει να πάρουν οι συνοδοιπόροι του Γέρου του Μοριά. Παρότι δεν αποτελεί το πιο δημοφιλές άγαλμα της πόλης, είναι όμορφο και, τοποθετημένο μπροστά από την Παλιά Βουλή, σε μια μικρή πλατεία με παγκάκια και παρτέρια, κοντά σε στάσεις λεωφορείων, σε εγγύτητα με μεγάλα ξενοδοχεία, εμπορικά καταστήματα και μπαρ, έχει γίνει de facto κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Ρωτώντας για να σφυγμομετρήσω την τάση στο θέμα «το πιο αγαπημένο άγαλμα των Αθηναίων», πάντως, μια και το έφερε η κουβέντα, νικητής αναδεικνύεται με μεγάλη διαφορά ο Δρομέας του Κώστα Βαρώτσου. Τον θυμάμαι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 να κοσμεί την πλατεία Ομονοίας, αλλά και τη μεταφορά του πριν από είκοσι και βάλε χρόνια, «τζαμάκι το τζαμάκι», στη νησίδα πρασίνου –όχι, αυτό δεν είναι κατ’ εμέ πλατεία– της Μεγάλης του Γένους Σχολής, επί της Βασιλέως Κωνσταντίνου, απέναντι από το Χίλτον και την Εθνική Πινακοθήκη.

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα-3
Το Μνημείο του Λυσικράτη (4ος αι. π.Χ.) αποτελεί σημείο συνάντησης στην Πλάκα και γοητεύει με τον ανάγλυφο διάκοσμό του.

Η μεταφορά του Δρομέα ήταν από τις επιτυχημένες, καθώς το γλυπτό συνδέθηκε περαιτέρω με την καθημερινότητα των Αθηναίων, ενώ αποτελεί ένα από τα γλυπτά της πόλης που ξεχώρισε η Μαρίζα Ανυφαντή, αρχαιολόγος και διπλωματούχος ξεναγός, όταν της ζήτησα να διαλέξει τα πλέον αγαπημένα της. «Το βράδυ, η αντανάκλαση από τα τεχνητά φώτα στη γυάλινη επιφάνειά του καταργεί τη στατικότητα του αγάλματος. Νιώθεις σαν να κινείται, πέρα από τις ανθρώπινες αντοχές, πέρα από τον χρόνο». Κι έχει ποιητικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι από κάτω του στέκει μια ελιά 1.500 ετών, που κι αυτή συνεχίζει να καρπίζει: Είναι σαν να βρίσκονται αυτά τα δύο πράγματα σε διάλογο μεταξύ τους.

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα-4
Ο περίφημος Έρωτας Τοξοθραύστης του Γεωργίου Βρούτου. 

Η αλήθεια είναι ότι η νύχτα αγγίζει με τρυφερότητα τα αγάλματα, τους δίνει μια ξεχωριστή γοητεία, είτε υπερφωτίζοντας είτε μισοκρύβοντάς τα. Τα κάνει να μοιάζουν σαν να έχουν όντως μια μυστική ζωή – μέσα τους και μεταξύ τους. Και όσους τα θωρούν μπορεί να τους κάνει να αναλογιστούν λαϊκά παραμύθια, μύθους και θρύλους απ’ όλο τον κόσμο με πρωταγωνιστές ανθρώπους που «μαρμάρωσαν». Υπάρχουν και αγάλματα που μπορεί να σε τρομάζουν, όπως εμένα πάντα με ρίχνει στο σκοτάδι η θέα του Ηνιόχου (που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών). Έτυχε να μεγαλώσω σε ένα σπίτι με πολλά αγάλματα, διαφόρων διαστάσεων, καθώς ο αδερφός της μητέρας μου εργαζόταν στα «εκμαγεία» του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, εκεί που τότε κατασκευάζονταν τα ακριβή «και με τη βούλα» αντίγραφα των γλυπτών. Κι αν οι βόλτες στις αίθουσες του (πλέον πιο αγαπημένου μου) μουσείου με άφηναν τότε κάπως αδιάφορο, οι γύψινες ανάγλυφες παραστάσεις από τα Ελευσίνια Μυστήρια, οι μαρμάρινοι Περικλήδες και οι κεφαλές της Υγείας που υπήρχαν διασκορπισμένα στο σαλόνι μας, στην παιδική μου φαντασία συνομιλούσαν με τα πλεϊμομπίλ μου. Ο μεταλλικός, κούφιος και γκριζοπράσινος Ηνίοχος που είχαμε, όμως, με φόβιζε με το προσηλωμένο σε κάτι που δεν έβλεπα βλέμμα του, τον ασυνάρτητων διαστάσεων κορμό και το λειψό του χέρι. Μέσα στο μυαλό μου δεν ήταν παρά μια «κούκλα του Σατανά», που φοβόμουν ότι θα ζωντάνευε τη νύχτα για να με σκοτώσει.

Γλυπτά που «προκαλούν»

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα-5
Γλυπτό αγγέλου στο Ζάππειο, έργο του Γεωργίου Βρούτου. 

Όπως η πόλη χτίστηκε άναρχα παρά τις προσπάθειες κεντρικού σχεδιασμού της, κάπως έτσι μοιάζει να τοποθετήθηκαν και τα αγάλματα εντός του ιστού της, τα οποία δεν είναι όλα προϊόντα παραγγελιών ούτε εξυπηρετούν κάποια κεντρική, εθνική ή μη, αφήγηση μέσω της γλυπτικής. Πολλά από τα γλυπτά που θαυμάζουμε έγιναν δεκτά ως δώρα στον Δήμο Αθηναίων, ενώ υπάρχουν καταγεγραμμένα και περιστατικά κατά τα οποία οι επόμενοι «άρχοντες της πόλης» αναιρούσαν την πολιτική –ή μάλλον τις αποφάσεις– των προηγούμενων, είτε λόγω διαφορετικού γούστου είτε «κατ’ απαίτηση των πολιτών», όταν συγκεκριμένα γλυπτά ξεσήκωναν εναντίον τους κάποιους Αθηναίους λόγω της «ασχήμιας» ή της «αποτυχίας» τους. Κάποια εκ των τελευταίων, βέβαια, είχαν τον χρόνο σύμμαχό τους. Ο Δρομέας, που πλέον τόσο μας αρέσει, είχε κάποτε δεχθεί κατηγορίες περί φασιστικής αισθητικής, ενώ σχεδόν κάθε, μα κάθε προσπάθεια φιλοτέχνησης ενός αγάλματος μιας γυναίκας με σημαντική επιρροή σε αυτή τη χώρα –της Μελίνας Μερκούρη, της  Έλλης Λαμπέτη, της Μαρίας Κάλλας, της Αλίκης Βουγιουκλάκη– προκρίνεται, αυτομάτως, από τους παρατηρητές και μη της δημόσιας τέχνης ως αποτυχημένη. Η προτομή της τελευταίας, δε, ένα έργο του Βασίλη Διονυσόπουλου που στέκει στην πλατεία Μαβίλη, έχει υποστεί απανωτές αποκαθηλώσεις.

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα-6
Ο Δρομέας του Κώστα Βαρώτσου, με φόντο το υπό ανακαίνιση ξενοδοχείο Χίλτον. 

Πάντως, το πιο διαχρονικά μισητό γλυπτό της πόλης δεν είναι άλλο από το ορειχάλκινο και πολύπαθο Άγαλμα Τρούμαν του Φέλιξ Γουέλτον, που κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1960 και στέκει υπερυψωμένο στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, απέναντι και μερικές δεκάδες μέτρα πιο πάνω από το Καλλιμάρμαρο. Ειδικά τα χρόνια της δημοφιλίας του αντιαμερικανισμού, όταν οι για κάθε λόγο πορείες κατέληγαν στην αμερικανική πρεσβεία, αποτελούσε τον πιο αγαπημένο στόχο. Πλέον, τα πράγματα έχουν ηρεμήσει. Σε κοντινή απόσταση με τον ανδριάντα του 33ου προέδρου των ΗΠΑ, εδώ και τρία χρόνια, στέκει εκείνος ενός άλλου ξένου ηγέτη με παγκόσμιο εκτόπισμα, του Μαχάτμα Γκάντι, τοποθετημένος πλησίον της πρεσβείας της Ινδίας (βρίσκεται επί της οδού Κλεάνθους), η οποία τον δώρισε στην πόλη και το Δημοτικό Συμβούλιο τη δέχτηκε. Όσον αφορά τους βανδαλισμούς, βέβαια –σε δουλειά να βρίσκονται οι συντηρητές του δήμου–, θα πρέπει να αναφερθεί ότι και αγάλματα πολύ δημοφιλή ή τουλάχιστον πιο δημοφιλή, πιο «αθώα πολιτικά» και –ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους– πιο «όμορφα» από του Τρούμαν δεν τη γλίτωσαν από τους βάνδαλους που θέλησαν να «συνομιλήσουν καλλιτεχνικά» μαζί τους. Η Βόρειος Ήπειρος (1951) του Κώστα Σεφερλή, που ενέπνευσε την Κική Δημουλά να γράψει το Σημείο αναγνωρίσεως, ζωγραφίστηκε με έντονα χρώματα πριν αποκεφαλιστεί και ακρωτηριαστεί.

Αγάπησα ένα άγαλμα

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα-7
Ό,τι απέμεινε όρθιο από το Μνημείο Φιλοπάππου (2ος αι. μ.Χ). 

Το δικό μου αγαπημένο γλυπτό είναι το Μνημείο Εθνικής Συμφιλίωσης, ένα έργο του 1987, του Βασίλη Δωρόπουλου, που στέκει στην πλατεία Κλαυθμώνος. Παρότι το νόημα που έχει πάρει, επισήμως, είναι πολιτικό, εμένα πάντα με εντυπωσίαζε με το μέγεθος, τη γραμμή και την άφυλη σωματικότητά του. Ο μαρμάρινος Έρωτας τοξοθραύστης του Γεωργίου Βρούτου, πάλι, ένα έργο του 1896, ξεχωρίζει σαν χερουβείμ ανάμεσα στους ψηλούς θάμνους του Εθνικού Κήπου.

Ενώ τη μέρα είναι σαν να προκαλεί μια αγαλλίαση με την αθωότητά του, τις νύχτες έχει αποτελέσει μάρτυρα και τοπόσημο βραχύβιων ερωτικών περιπετειών. Όσον αφορά την «παλιά Αθήνα» και πιο συγκεκριμένα την Πλάκα, την εποχή που προηγήθηκε της τεχνολογίας του GPS, το par excellence τοπόσημο «για να μη χαθούμε» κατά τις δαιδαλώδεις βόλτες, ήταν και παραμένει το Μνημείο του Λυσικράτη (4ος αι. π.Χ.). Πρακτικά, βέβαια, παρά τον γλυπτό, τρισδιάστατο και ανάγλυφο διάκοσμό του, δεν είναι ακριβώς άγαλμα. Ας επιστρέψουμε όμως στην περιοχή του Ζαππείου. Σε εξωτερικό του χώρο, απέναντι από το Καλλιμάρμαρο, υπάρχει ο Δισκοβόλος, με τον οποίο ο Κώστας Δημητριάδης κέρδισε το χρυσό μετάλλιο γλυπτικής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924, στο Παρίσι. 

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα-8
Το Μνημείο Εθνικής Συμφιλίωσης, του Βασίλη Δωρόπουλου. 

Όταν αναφέρω την Κοιμωμένη του Χαλεπά, που βρίσκεται στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας, αλλά και το Μνημείο Φιλοπάππου στη Μαρίζα Ανυφαντή, μου τα εντάσσει σε ξεχωριστές κατηγορίες από εκείνη των υπαίθριων αγαλμάτων της πόλης. «Η Κοιμωμένη είναι μεν άγαλμα, αλλά την ίδια στιγμή και ένα ταφικό σήμα, που ορίζει τη μνήμη μιας νεκρής, όπως θα έκανε ένας σταυρός». Όπως κι αν ονοματίσουμε, όμως, ό,τι απέμεινε από το Μνημείο Φιλοπάππου –που άρχισε να κατασκευάζεται στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. ως μαυσωλείο– λόγω του μεγέθους, του γλυπτού του διακόσμου και της θέσης του ψηλά στον ομώνυμο λόφο, στο διάβα μιας από τις πλέον αγαπημένες κυριακάτικες βόλτες των Αθηναίων, καθορίζει τον τρόπο που συνδεόμαστε, ως κάτοικοι αυτής της πόλης, με τη γλυπτική.

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα-9
Άγαλμα με τη μορφή του Μαχάτμα Γκάντι.

Οι δε αγαπημένες Καρυάτιδες, όχι αυτές της Ακρόπολης, αλλά εκείνες που στολίζουν το μπαλκόνι του πανέμορφου σπιτιού της Αγίων Ασωμάτων 45, ως μη ελεύθερα ιστάμενες, δεν θεωρούνται ακριβώς αγάλματα, αλλά κομμάτι μιας αρχιτεκτονικής κατασκευής. Επίσης, παρότι ήταν από δημιουργίας ελεύθερες για δημόσια θέα, όταν κατασκευάστηκαν αποτελούσαν κομμάτι μιας ιδιωτικής οικίας –η οποία, πλέον, ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού–, μιας οικίας που απέκτησε εξέχουσα σημασία για το νεότερο συλλογικό ασυνείδητο των Αθηναίων, αφού τη φωτογράφισε ο Γάλλος Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, τη ζωγράφισε ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Κώστας Ταχτσής έβαλε την Εκάβη του Τρίτου στεφανιού του να μένει εκεί ως κυρία του.

Πόσα αγάλματα υπάρχουν στην Αθήνα; 

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα-10
Άγαλμα με τη μορφή της Αλίκης Βουγιουκλάκη.

Η απάντηση στο ερώτημα πόσα αγάλματα (πιο σωστό θα ήταν να μιλάμε για υπαίθρια γλυπτά) υπάρχουν στην Αθήνα μοιάζει με σπαζοκεφαλιά. Να είναι λίγες ή περισσότερες εκατοντάδες; Μήπως να φτάνουν τις χιλιάδες; Όλα είναι θέμα ορισμού, ο οποίος εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από το αν Αθήνα θεωρείται μόνο το κέντρο της και από το αν ταυτίζουμε την Αθήνα ως περιοχή με τον δήμο ή αν την «ανοίγουμε» για να συμπεριλάβουμε τα κοντινά της προάστια – οι Ομπρέλες του Γιώργου Ζογγολόπουλου στον Φάρο του Ψυχικού, άραγε, δεν είναι ένα γλυπτό και τοπόσημο που ορίζει την καθημερινότητα και τις διαδρομές των Αθηναίων πάνω-κάτω στην Κηφισίας; Ακόμα και αν λύσουμε όμως το «γεωγραφικό» ζήτημα, ενσκήπτουν άλλα. Πόσο δημόσια είναι, άραγε, τα μνήματα και τα γλυπτά που ξεκουράζονται γύρω από τα μαρμαροτεχνεία της οδού Αναπαύσεως; Η υπαίθρια τέχνη, άλλωστε, δεν ταυτίζεται με τη δημόσια. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να προσμετρήσουμε σε αυτήν τα έργα των σημαντικών σύγχρονων εικαστικών –του Takis, του Κώστα Τσόκλη, της Χρύσας κ.ά.– που κοσμούν τους σκεπασμένους χώρους των σταθμών του μετρό, ούτε τις υπόγειες γλυπτοθήκες με τα ενδιαφέροντα ευρήματα που υπάρχουν στον σταθμό του μετρό «Ακρόπολη».

Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα-11
Άγαλμα με τη μορφή του Χάρι Τρούμαν.

Σαν να μην έφτανε αυτό, κάποιες φορές τα όρια ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό είναι δυσδιάκριτα, όπως συμβαίνει με το μπαλκόνι του σπιτιού της Αγίων Ασωμάτων, αλλά και σε χώρους, δημόσιους και ιδιωτικούς, μη προσβάσιμους στους «μη έχοντες εργασία» σε αυτούς, όπως στους περιβόλους πολλών νοσοκομείων αλλά και στα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας Πειραιώς στον αριθμό 4 της οδού Αμερικής, από την τζαμαρία των οποίων μπορεί κανείς να δει την Αρπαγή της Ευρώπης του Φερνάντο Μποτέρο. Πολλά γλυπτά, συγκεντρωμένα, θα δει κανείς στην Εθνική Γλυπτοθήκη στο Άλσος Στρατού στο Γουδί, διάσπαρτα σε ασκέπαστους και «στη σειρά» στους σκεπασμένους (με εισιτήριο) χώρους της. Αν, δε, είναι τυχερός, μπορεί και να ανακαλύψει κάποιο που δεν έχει δει επί αιώνες ανθρώπου μάτι, σκάβοντας – ένα άλλο από τα αγαπημένα μου παιδικά παιχνίδια. Όσο κι αν έσκαψα, βέβαια, δεν βρήκα ποτέ κάποια κόρη να «κοιμάται» θαμμένη στη γη. Ας είναι ο αριθμός τους ένα μυστικό, λοιπόν, ένα μυστήριο που ζητάει λύση. Ή, ας βγούμε έξω να τα μετρήσουμε και να (ανα)μετρηθούμε κι εμείς μαζί τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή