Πού αρχίζει η πράσινη συνείδηση και πού η υποκρισία;

Πού αρχίζει η πράσινη συνείδηση και πού η υποκρισία;

Νερό από χάρτινο καλαμάκι μέσα από ντιζαϊνάτο παγούρι. Τα όρια ανάμεσα στην ελικρίνεια και την οικολογία είναι πολύ συχνά δυσδιάκριτα

8' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ως άνθρωπος, όπως πολλοί άνθρωποι, όσον αφορά τη σχέση μου με την οικολογία, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε δύο πράγματα: Από τη μία, σε θεωρητικό και ηθικό επίπεδο, προσπαθώ να υπάρχω με έναν τρόπο που να έχει θετικό –ή τουλάχιστον όχι αρνητικό– αντίκτυπο στον πλανήτη που με φιλοξενεί. Από την άλλη, έχοντας μεγαλώσει τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, εποχές αφθονίας στο μεγαλύτερο κομμάτι του δυτικού κόσμου –να είναι καλά ο ύστερος καπιταλισμός με τα δώρα του–, έμαθα, ως άλλος Άντι Γουόρχολ, να φετιχοποιώ τα εμπορεύματα, να επιθυμώ να καταναλώνω πράγματα που «γυαλίζουν». Κοινώς, ξεμυαλίζομαι πολύ εύκολα από τις υποσχέσεις ενός λαϊφστάιλ γεμάτου με φανταχτερά, λαχταριστά και σέξι προϊόντα. Για να είμαι, λοιπόν, «εντάξει» με τις υποχρεώσεις μου απέναντι στον πλανήτη, τη λύση μού τη δίνουν, όλο και πιο συχνά τελευταία, τα όμορφα εμπορεύματα που περιγράφονται ως οικολογικά. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτές οι καταναλωτικές μου αποφάσεις δεν με καθιστούν, τουλάχιστον όχι πάντα, οικολόγο. Περισσότερο με κάνουν να αισθάνομαι μέλος μιας, τάχα μου, «ελίτ κάστας» οικο-σκεπτόμενων. Αυτή η ημι-συνειδητή παράλογη κατάσταση μπορεί να γίνει πιο κατανοητή αν φέρουμε στο μυαλό μας έναν ανθρώπινο ιδεότυπο, αυτόν των «μποέμ μπουρζουάδων», όπως μεταφράζεται από τα γαλλικά ο, συνήθως αρνητικά χρωματισμένος, όρος «bourgeois-bohème», εν συντομία «bobo».

Πού αρχίζει η πράσινη συνείδηση και πού η υποκρισία;-1

Οι μποέμ μπουρζουάδες, μεταξύ άλλων, απλώς επιτελούν ένα οικολογικό λαϊφστάιλ, με το να αγοράζουν, π.χ., επώνυμες, ντιζαϊνάτες ξύλινες οδοντόβουρτσες για να κάνουν καλό στον πλανήτη την ώρα που πλένουν τα δόντια τους. Την ίδια στιγμή, τίποτα δεν τους εμποδίζει να πηγαίνουν καθημερινά στη δουλειά τους με ένα αυτοκίνητο υψηλής κατανάλωσης καυσίμων ή να χρησιμοποιούν αεροπλάνο –ένα μέσο που παράγει περισσότερα αέρια υπεύθυνα για το φαινόμενο του θερμοκηπίου– για σχετικά σύντομα στη διάρκεια ταξίδια, όταν έχουν την εναλλακτική του τρένου. Οι βλάβες που προκαλούν στο περιβάλλον με αυτές τις συνήθειές τους, προφανώς, δεν μπορούν να αντισταθμιστούν ούτε από τη χρήση μιας οδοντόβουρτσας που δεν είναι πλαστική, ούτε από το πλύσιμο των ρούχων τους με ένα οικολογικό απορρυπαντικό (που μπορεί να κατασκευάζεται όχι μόνο σε άλλη χώρα, αλλά και σε άλλη ήπειρο, αυξάνοντας το αποτύπωμα άνθρακα που κουβαλάει), ούτε από τον καθαρισμό και τον καλλωπισμό του σώματος, του προσώπου και των μαλλιών τους με προϊόντα περιποίησης φτιαγμένα για να ελαχιστοποιούν ή να μηδενίζουν τον αρνητικό αντίκτυπο που μπορεί να έχουν στο περιβάλλον.

Οικολογία α λα καρτ

Δεν είμαστε όλοι εμείς που προσπαθούμε να συνδυάσουμε την οικολογία με τη «φαντεζί βαρβαρότητα» μποέμ μπουρζουάδες. Οι περισσότεροι, άλλωστε, αδυνατούμε εκ των πραγμάτων να εκπληρώσουμε ένα άλλο σκέλος του ορισμού της εύηχης αυτής γαλλικής έκφρασης, εκείνο της μεγάλης οικονομικής άνεσης. Παρ’ όλα αυτά, πάνω στη βασική, ενδεχομένως πανανθρώπινη, επιθυμία μας να είμαστε «καλοί άνθρωποι», φαίνεται να έχει στηθεί μια ολόκληρη σειρά από κερδοφόρες βιομηχανίες παραγωγής «οικο-σικ» και «ακριβούτσικων» προϊόντων, τα οποία απευθύνονται σε έναν διευρυμένο πληθυσμό καταναλωτών που δεν περιλαμβάνει μόνο όσους πραγματικά σκέφτονται τον πλανήτη, αλλά, επίσης, τους bobo, τους χίπστερ και τους –ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους– «λαϊφστάιλ οικολόγους». Ας μιλήσουν γι’ αυτό οι αριθμοί: Σύμφωνα με τη γερμανική ονλάιν πλατφόρμα συλλογής δεδομένων Statista, η εκτιμώμενη αξία της παγκόσμιας αγοράς ηθικής μόδας ανήλθε το 2023 σε 8,15 δισεκατομμύρια δολάρια και αναμένεται να φτάσει τα 11,12 έως το 2027. Τα δε στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η μεγάλη εταιρεία ερευνών αγοράς Zion Market Reserch, η οποία έχει την έδρα της στη Νέα Υόρκη, δείχνουν ότι η αξία της παγκόσμιας αγοράς φυσικών και οργανικών καλλυντικών αποτιμήθηκε το 2023 σε 21,48 δισεκατομμύρια δολάρια και αναμένεται να αυξάνεται, μεσοσταθμικά, κατά 7,19% ετησίως έως το 2032. 

Η εκτιμώμενη αξία της παγκόσμιας αγοράς ΗΘΙΚΗΣ ΜΟΔΑΣ ανήλθε το 2023 σε 8,15 δισεκατομμύρια δολάρια και αναμένεται να φτάσει τα 11,12 έως το 2027.

Τιμούν, όμως, πάντα την οικολογική τους υπόσχεση όλα αυτά τα προϊόντα ή ενίοτε η ταμπέλα του ηθικού για τον πλανήτη αποτελεί ένα διαφημιστικό, μαρκετινίστικο τέχνασμα που μέσα στην ασάφειά του μας αποτρελαίνει; Διαφωτιστική, εν προκειμένω, μπορεί να είναι η σχέση μας με τα ρούχα και τη μόδα. Σύμφωνα με αναφορά της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη που δημοσιεύτηκε το 2021, η παγκόσμια αγορά της κλωστοϋφαντουργίας ανέρχεται –ή, πιο σωστά, ανερχόταν τότε– σε 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια (οπότε φαίνεται ότι η ηθική μόδα αποτελεί ένα πολύ μικρό ποσοστό της). Το 2023, πάλι σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, η ίδια βιομηχανία αναδείχθηκε στην πιο ρυπογόνο, για μια σειρά από λόγους που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη μόλυνση των υδάτων που προκύπτει κατά τη διαδικασία της βαφής των υφασμάτων, την υπερπαραγωγή και την υπερκατανάλωση ρούχων. Την ίδια στιγμή, οι ντουλάπες, τουλάχιστον ημών που κατοικούμε στον δυτικό κόσμο, τείνουν να είναι τόσο γεμάτες ώστε να καλύψουν τις ανάγκες μας σε ρούχα για τρεις ζωές. Κι ενώ μπορεί να μην έχουμε πρακτικές ανάγκες για νέα ρούχα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλουμε να «ανανεωθούμε». Οι «οικολογικές εναλλακτικές», λοιπόν, περιλαμβάνουν πρακτικές όπως την ανακύκλωση των ρούχων που «κουραστήκαμε να φοράμε» και την αγορά κομματιών από εταιρείες που σέβονται το περιβάλλον και ανακυκλώνουν τα ρετάλια ή το στοκ τους. 

Σίγουρα υπάρχουν εταιρείες που «κάνουν δουλειά». Επίσης σίγουρα υπάρχουν και άλλες που υιοθετούν επιτελεστικά και όχι ουσιαστικά το κόνσεπτ της οικολογικής μόδας, για να μη μείνουν πίσω στην αναδυόμενη, όπως δείχνουν τα στοιχεία, τάση του eco-chic. Για παράδειγμα, όταν μια εταιρεία γρήγορης μόδας, από αυτές που είναι κυρίως υπεύθυνες για τον αρνητικό αντίκτυπο της κλωστοϋφαντουργίας στο περιβάλλον, στο πλαίσιο μιας πολιτικής επιδιόρθωσης και ανακύκλωσης ρούχων, χρεώνει την αλλαγή ενός φερμουάρ σε μια ζακέτα –το οποίο μπορεί να έρχεται στην Ελλάδα από την Κίνα– όσο είναι το μισό κόστος αγοράς της, ποιος λογικός άνθρωπος θα προτιμήσει να μην αγοράσει μια καινούργια; Το θέμα της χιλιομετρικής απόστασης της χώρας κατασκευής από τη χώρα πώλησης φαίνεται να αποσιωπάται, δε, κατά το πλασάρισμα προϊόντων μόδας που είναι μεν φτιαγμένα με οικολογικά υλικά, αλλά δεν είναι οικολογικό να ταξιδεύουν για να βρουν τους πελάτες τους, καθώς συνοδεύονται από αυξημένο αποτύπωμα άνθρακα. 

Ακόμα και το να σου δίνει μια εταιρεία ένα κουπόνι χρηματικής αξίας για νέες αγορές –όταν, π.χ., επιστρέφεις για να ανακυκλωθούν μια σακούλα με ρούχα ή πέντε ζευγάρια παπούτσια– το ίδιο το κουπόνι που παίρνεις συνεισφέρει στην υπερκατανάλωση προϊόντων μόδας: τρέφει τη σχετική βιομηχανία και την ωθεί να παράγει περισσότερα προϊόντα που, από οικολογικής άποψης, είναι πολύ πιθανό να μη χρειάζεται να παραχθούν.

Έχει ενδιαφέρον, επίσης, το ότι οι οικολογικές επιλογές, ασχέτως του αν τιμούν το όνομά τους, είναι σχεδόν κατά κανόνα ακριβότερες από τις συμβατικές. Αυτή η τιμολογιακή πολιτική δεν εξηγείται πάντοτε από το κατασκευαστικό κόστος –π.χ. την έρευνα που προηγείται της παραγωγής ενός προϊόντος ή τις καλές πρακτικές πληρωμής των εργατών–, αλλά ενίοτε και από τα μη οικολογικά κόστη μεταφοράς, διαφήμισης κ.λπ., όπως και από την επιθυμία των καταναλωτών να αισθάνονται «ντεστινγκέ» –για να χρησιμοποιήσουμε τον ωραίο αυτόν όρο του Γάλλου φιλοσόφου Ρολάν Μπαρτ, που τον αναλύει στα δοκίμια του βιβλίου του «Το μπλε είναι φέτος στη μόδα …»: Κείμενα για την ένδυση και τη μόδα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πλέθρον–, δηλαδή να νιώθουν ότι διαφέρουν από τους άλλους, εν προκειμένω, μέσω της αίσθησης συμμετοχής στην «ελίτ» των οικο-σκεπτόμενων και στιλάτων ανθρώπων. Αυτή η διαφορά στην τιμή γεννά, αν όχι τέρατα, καταναλωτές διαφορετικών «δυνατοτήτων». Από τη μια τοποθετεί τους πιο εύπορους, που μπορούν να υποστηρίξουν έναν κατ’ ουσία ή κατ’ επίφαση πιο οικολογικό τρόπο ζωής. Από την άλλη, τους μη διαθέτοντες τα οικονομικά μέσα, οι οποίοι «καταδικάζονται» να καταναλώνουν είτε μη οικολογικά προϊόντα είτε προϊόντα που είναι οικολογικά, αλλά βαρετά, κακής αισθητικής, μη ποθητά.

Εκλογικεύοντας το eco-chic

Κάποιος θα έλεγε ότι αυτές οι βιομηχανίες, ακόμα και όταν λειτουργούν υποκριτικά, είναι καλό που υπάρχουν. Άλλωστε, ο καπιταλισμός δίνει λύσεις σε καταναλωτικές επιθυμίες. Το πώς δημιουργούνται αυτές οι επιθυμίες μέσα μας είναι άλλου παπά ευαγγέλιο ή, μάλλον, της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας του Ζιλ Ντελέζ και του Φελίξ Γκουαταρί, που ανέπτυξαν πολύ πειστικά τον όρο «επιθυμητική μηχανή» στο μνημειώδες έργο τους Καπιταλισμός και σχιζοφρένεια: Ο Αντι-Οιδίπους (εκδ. Πλέθρον). Για παράδειγμα, αν κάποιος επιθυμεί να κουβαλάει μαζί του ένα ντιζαϊνάτο παγούρι για να πίνει το νερό του δροσερό, αντί να αγοράζει συνεχώς συσκευασμένο σε πλαστικά μπουκαλάκια, παρότι συνεχίζει να πίνει τον καφέ του με πλαστικό καλαμάκι –από αυτά που απαγορεύτηκαν, αλλά υπάρχουν σε κάθε χρώμα και σχέδιο στην αγορά–, δεν κάνει με αυτή του την απόφαση καλό στον πλανήτη, στο μέτρο του δικού του εφικτού; Καλό κάνει. Όπως καλό είναι το ότι έχει γεμίσει ο τόπος με όμορφα θερμός. Κατά περίπτωση, μάλιστα, όλα αυτά τα «κάπως ή εντελώς υποκριτικά» μπορούν να ιδωθούν, χωρίς απαραίτητα να είναι, ως win-win καταστάσεις. Όταν, π.χ., επιστρέφουμε σε ένα κατάστημα τις άδειες συσκευασίες από τα καλλυντικά μας και παίρνουμε ως δώρο ένα ζευγάρι σαγιονάρες φτιαγμένες από άλλες τέτοιες συσκευασίες που έχουν ανακυκλωθεί, τότε, θεωρητικά, κερδίζει και ο πλανήτης και εμείς. Στην πράξη, όμως, μπορεί απλώς να συνεισφέρουμε στην υπερκατανάλωση, καθώς είναι πολύ πιθανό να μη χρειαζόμαστε ένα ζευγάρι σαγιονάρες αμφισβητούμενης άνεσης και αισθητικής. Την ίδια στιγμή, επίσης, η εταιρεία αφενός ενισχύει το πράσινο προφίλ της, κάτι που με τη σειρά του μπορεί να την ωφελήσει πολλαπλά, αφετέρου μας κάνει πιστούς πελάτες της και μετόχους στις καλές αξίες που πρεσβεύει. 

Oι οικολογικές επιλογές, ασχέτως του αν τιμούν το όνομά τους, είναι σχεδόν κατά κανόνα ακριβότερες από τις συμβατικές. 

Πάντως, υπάρχει και ένα άλλο ενδεχόμενο. Κάποιες φορές η οικολογική εναλλακτική αποδεικνύεται μη επαρκής και η βλαβερή συνέπεια για το περιβάλλον συνεχίζει να βασιλεύει. Αυτό συνέβη, τουλάχιστον στα μέρη μας, με τα πλαστικά καλαμάκια, καθώς δεν μας ικανοποιούν τα χάρτινα που μουσκεύουν μετά από λίγα λεπτά, ενώ βαριόμαστε να πλένουμε τα μεταλλικά στο χέρι. Τότε είναι που πάει περίπατο το eco-chic κόνσεπτ, μαζί με την όποια επιθυμία μας να μετέχουμε στην «ελίτ» των οικολογικά σκεπτόμενων. Κι αυτό που κάνουμε είναι να βάζουμε τον εαυτό μας πάνω από τον πλανήτη, όπως πολύ ωραία τα λέει ο Ody Icons σε ένα ποπ τραγούδι με χαρούμενο beat και βαθύ οικολογικό-πολιτικό μήνυμα, το Working out my little muscles. Οι στίχοι του; Ειρωνικοί και επί του σημείου (μεταφρασμένοι από μένα): «Ξεχάστε το τεράστιο νησί στη μέση του Ειρηνικού Ωκεανού που είναι φτιαγμένο από τα σκουπίδια σας, ξεχάστε τις πλαστικές σακούλες και τα καλαμάκια και όλα τα πλαστικά σκουπίδια που σε λίγα χρόνια δεν θα σας επιτρέπουν να κολυμπήσετε στη θάλασσα, ξεχάστε τους επιστήμονες που λένε ότι ο πλανήτης θα έχει καταστραφεί μέχρι το 2050». Δυστυχώς, κάποιες φορές είμαστε τόσο απορροφημένοι από τον εαυτό μας και την καλοπέρασή μας (στο τραγούδι, γυμνάζοντας τους μικρούς μας μυς) που ακόμα και η «επιτελεστική οικολογία», με όλα της τα στραβά, μοιάζει να έχει μια κάποια αξία, μια κάποια χρησιμότητα. Κατά τα άλλα, αυτό που χρειάζεται το οικολογικό λαϊφστάιλ για να δει ο πλανήτης μας άσπρη μέρα δεν είναι άλλο από την εκλογίκευσή του – το να θέτουμε, συνεχώς, υπό κρίση τις αποφάσεις που παίρνουμε. Να αναρωτιόμαστε αν όντως κάνουν καλό στον πλανήτη μας ή αν προκύπτουν από έναν eco-φετιχισμό για το θεαθήναι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT