Η Ελλάδα που αγάπησα

8' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η συγγραφέας Diana Farr Louis, που λατρεύει την πατρίδα μας και ζει μόνιμα εδώ, μοιράζεται σκόρπιες αναμνήσεις της από πέντε δεκαετίες εξορμήσεων στην ελληνική ενδοχώρα.

Όλυμπος
Ιούλιος – δεκαετία του ’80

Τρεις ενήλικες και τρεις έφηβοι πήραμε το τρένο από Αθήνα για Λιτόχωρο. Διανυκτερεύσαμε και την επομένη φτάσαμε στο πρώτο καταφύγιο με ταξί. Από εκεί τραβήξαμε ένα σχετικά ήπιο μονοπάτι, ανάμεσα σε «χαλί» από αγριολούλουδα και δέντρα σκιερά, μέχρι το δεύτερο καταφύγιο. Φάγαμε μεσημεριανό και οι μικροί «ξεράθηκαν» στον ύπνο. Εγώ πάλι αποφάσισα να βγω για… χωνευτικό περπάτημα στο βουνό. Ένας συνάδελφος είχε την ίδια ιδέα, οπότε αρχίσαμε να περπατάμε, χωρίς την παραμικρή πρόθεση να επιχειρήσουμε κάποια σοβαρή ανάβαση. Χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε κοντά στην κορυφή και φλερτάραμε με την ιδέα να συνεχίσουμε, όταν ξαφνικά ο γαλανός ουρανός έγινε κατάμαυρος και… έπεσε στα κεφάλια μας με εκκωφαντικούς κεραυνούς και χαλάζι. Κρυφτήκαμε σε μια βραχώδη εσοχή και απλώς παρακολουθούσαμε το βουνό να ασπρίζει. Ο Δίας είχε αποκαλυφθεί ζωντανός και παντοδύναμος στο βασίλειό του. Οι άνδρες της παρέας την επόμενη μέρα έφτασαν στον Μύτικα, ενώ εγώ έμεινα μέσα, να φροντίζω τα πληγωμένα πόδια μου.

Φαράγγι του Βίκου
Καλοκαίρι – αρχές του ’80

Με την Αθήνα να βρίσκεται σε προεκλογικό πυρετό, οκτώ φίλοι αποφασίσαμε να δραπετεύσουμε στην Ήπειρο, για να περπατήσουμε το περίφημο φαράγγι του Βίκου. Με τη συνοδεία ενός οδηγού κατηφορίσαμε από το Μονοδένδρι –από όπου ξεκινά (ή τελειώνει) η διάσχιση– μέσω ενός σχεδόν κάθετου μονοπατιού με διαμορφωμένα σκαλιά, προς το κομμάτι της διαδρομής που εκτείνεται παράλληλα με το ποτάμι. Μετά από μερικές ώρες φτάσαμε σε μια δελεαστική λιμνούλα με ημιδιαφανή νερά. Ήταν όμως τόσο παγωμένα, που μόνο δύο θαρραλέες γυναίκες τόλμησαν να βουτήξουν. Κολατσίσαμε στις όχθες, πριν ξεκινήσουμε τη σχεδόν κάθετη ανάβαση που θα μας έφερνε κάπου κοντά στο Πάπιγκο. Ένας σαραντάρης καπνιστής από την παρέα μας σχεδόν κατέρρευσε στα σκαλοπάτια, τον πείσαμε όμως να συνεχίσει μέχρι το τέλος και μετά, κατάκοποι όλοι, καθίσαμε και περιμέναμε να έρθουν να μας πάρουν για να μας γυρίσουν στο ξενοδοχείο. Ο οδηγός μας, από την άλλη, συνέχισε σαν αγριοκάτσικο την ανάβαση στο βουνό. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας.

Εύβοια, Όρος Όχη
Φθινόπωρο, δεκαετία του ’80

Η Ελλάδα που αγάπησα-1
Το Δρακόσπιτο της Όχης (Φωτογραφία: ΟΛΓΑ ΧΑΡΑΜΗ)

Παρκάραμε κοντά σε ένα καστανόδασος στην ανατολική πλαγιά του βουνού και ανεβήκαμε στην κορυφή, όπου, σύμφωνα με τον μύθο, ο Δίας συνευρέθηκε για πρώτη φορά με την Ήρα. Αν είχαμε ανέβει τη νότια πλαγιά, θα είχαμε συναντήσει τα απομεινάρια των αρχαίων ρωμαϊκών λατομείων: αμέτρητους μονολιθικούς κίονες από γρανίτη, κάποιοι από τους οποίους μισοσχηματισμένοι, που κείτονται πεσμένοι σαν κούτσουρα, λες και οι Ρωμαίοι εργάτες χρειάστηκε να εγκαταλείψουν το λατομείο ξαφνικά. Στόχος μας, όμως, αυτή τη φορά ήταν να δούμε το Δρακόσπιτο της Όχης, ένα οικοδόμημα του 8ου αιώνα π.Χ. φτιαγμένο από τεράστιους ογκόλιθους, το οποίο λέγεται πως ήταν ναός αφιερωμένος στην Ήρα. Δρακόσπιτα υπάρχουν αρκετά στην περιοχή και λέγεται, ή τουλάχιστον αυτό έχω ακούσει εγώ, πως ονομάστηκαν έτσι γιατί οι υδρατμοί που συχνά δημιουργούνται στο εσωτερικό τους και δραπετεύουν από τις πλάκες των οροφών τους μοιάζουν με τα χνότα κάποιου δράκοντα που ξεφυσά. Μόλις που είχαμε επιθεωρήσει το συγκεκριμένο δρακόσπιτο όταν μια πυκνή ομίχλη έπεσε ξαφνικά, «καταπίνοντας» τους φίλους μου και βουβαίνοντας την πλάση. Λίγα λεπτά αργότερα άκουσα τον ήχο μιας κουδούνας. Μαγεμένη, είδα τη μορφή μιας μεγάλης κατσίκας να αναδύεται μέσα από την ομίχλη. Ήταν άραγε ο θεός Πάνας;

Λίμνη Κερκίνη
Μάιος 2005

Ψάρια που πλατσουρίζουν τρελά, κομψοί κορμοράνοι, βουτηχτάρια με ξανθά λοφία που εξαφανίζονται κάτω από την απαστράπτουσα επιφάνεια της λίμνης και κάμποσοι αργυροπελεκάνοι που διασχίζουν αθόρυβα το νερό. Ανά διαστήματα στην ακτή, μπλε ερωδιοί στέκονται σαν να φυλάνε σκοπιά ανάμεσα στα χορτάρια, μπεζ κρυπτοτσικνιάδες κουρνιάζουν στα κλαδιά γυμνών δέντρων, ενώ ένας νυκτόβιος ερωδιός, μαύρος όπως η νύχτα, περνάει αστραπή πάνω από το νερό μπροστά από την πλάβα μας, την κλασική πλατυπύθμενη βάρκα που συναντάς στις λίμνες της Μακεδονίας. Ένα κοπάδι βουβαλιών μπαίνουν στη λίμνη για το μπάνιο τους και για να πιουν νερό, ενώ ο οδηγός στρέφει την προσοχή μας στις σκεπές των σπιτιών που ξεπροβάλλουν από το νερό στη μέση της λίμνης, σηματοδοτώντας το χωριό που βούλιαξε όταν δημιουργήθηκε η τεχνητή αυτή λίμνη (και το οποίο απαθανατίστηκε από τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο στην ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει»). Η λίμνη είναι ένας από τους σημαντικότερους υγροβιότοπους της Ελλάδας, χάρη στη βιοποικιλότητά της – τoυλάχιστov 300 είδη πoυλιώv ζουν εδώ. Αξίζει όμως να την επισκεφθείτε και τον Οκτώβριο, όταν τμήματά της γίνονται ροζ από τα χιλιάδες φλαμίνγκο που ξεχειμωνιάζουν εδώ. Θα μπορούσα να κάνω βαρκάδα στην Κερκίνη για πάντα.

Νυμφαίο
Αρχές της δεκαετίας του 2000

Η Ελλάδα που αγάπησα-2
Το χωριό Νυμφαίο. (Φωτογραφία: ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΜΕΡΑΚΟΣ) 

Με τα κομψά, πετρόχτιστα αρχοντικά του, τα αψεγάδιαστα λιθόστρωτα στενά του, το μεγαλειώδες σχολείο του και την εξίσου μεγαλειώδη εκκλησιά του, το Νυμφαίο ήταν πράγματι όπως το ήθελαν οι φήμες: το πιο όμορφο χωριό της βόρειας Ελλάδας. Ροζ και άσπρες παιώνιες άνθιζαν στους κήπους, έλατα και πλατάνια υψώνονταν από πάνω τους και αυτοκίνητα πουθενά. Αντ’ αυτών, άλογα τριγύριζαν ελεύθερα βόσκοντας στην κεντρική πλατεία και βολτάροντας πάνω κάτω τα στενά, λες και ήταν αγελάδες στο Δελχί. Και από ανθρώπους, όμως, λίγοι υπήρχαν. Το Νυμφαίο χτίστηκε εκ νέου τη δεκαετία του ’80 από τους «τελευταίους των Μοϊκανών», Βλάχους οραματιστές, με πρωτεργάτες τον συγγραφέα Νίκο Μέρτζο και τον οινοποιό και πρώην δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη και θα μπορούσε να είναι σκηνικό της «Μελωδίας της ευτυχίας». Η μόνη φορά, ωστόσο, που απέκτησε ζωή ήταν όταν ένα σχολικό έκανε στάση στο γειτονικό καταφύγιο της αρκούδας του Αρκτούρου και αργότερα στο καταφύγιο του λύκου. Ήταν κρίμα που ένα τόσο όμορφο χωριό, αναστηλωμένο με τέτοια φροντίδα, θα προσέλκυε τελικά μόνο ταξιδιώτες και κατοίκους του Σαββατοκύριακου. Πάντως βρήκαμε πολύ διασκεδαστικό το ότι η μητέρα του Μπουτάρη ζούσε εκεί με μια Φιλιππινέζα οικιακή βοηθό, η οποία μιλούσε βλάχικα και όχι ελληνικά.

Κίσσαβος
Μάιος 2005

Ποιος να ’ξερε πως η Όσσα ήταν το ίδιο βουνό με τον Κίσσαβο! Σύμφωνα με τον μύθο, οι Γίγαντες Αλωάδες, εχθροί των θεών του Ολύμπου, είχαν βάλει σκοπό να καταβάλουν τον Δία και τους άλλους θεούς και να φτάσουν στα ουράνια, βάζοντας σκάλα τα βουνά: πάνω στον Όλυμπο την Όσσα και πάνω στην Όσσα το Πήλιο. Εμείς, πάντως, ίχνος γιγάντων δεν βρήκαμε, παρά μόνο έναν Κήπο της Εδέμ. Ήταν η εποχή της συγκομιδής των κερασιών. Στα περιβόλια που διασχίσαμε, Αλβανοί εργάτες τα συνέλεγαν. Ένας εργάτης ονόματι Clyde μας έδωσε μία χούφτα. Σε αντίθεση με το Πήλιο, τα χωριά του Κισσάβου, όπως η Αγιά και το Μεταξοχώρι, βγάζουν τόσο πολλά χρήματα από την παραγωγή φρούτων, ειδικά μήλων, που δεν χρειάζονται τουρίστες. Καθ’ οδόν, συναντήσαμε ένα ξενοδοχείο διακοσμημένο με χειροποίητους χάρτες της περιοχής και ακουαρέλες που απεικόνιζαν τις 23 εκκλησιές της Αγιάς ή τη νότια όψη του βουνού με τα 43 τοπόσημά του. Ο καλλιτέχνης σχεδίασε και έναν χάρτη ειδικά για εμάς, ώστε να μας διευκολύνει στις πεζοπορίες μας. Παρακάτω, καθώς σταθήκαμε καταϊδρωμένοι σε ένα καφενείο κάτω από έναν πελώριο πλάτανο, ο ιδιοκτήτης μάς κέρασε τσίπουρο (δεν υπήρχε ούζο σε αυτά τα μέρη) και υπέροχο νερό από την πηγή, λέγοντάς μας: «Γιατί δεν έρχεστε πάλι τον Οκτώβριο, όταν θα έχει δροσίσει;». Ο Κίσσαβος έχει σχεδόν όλες τις ομορφιές του Πηλίου –αρχιτεκτονική, τοπία, καφενεία, φαγητό– χωρίς, όμως, την πολυκοσμία. Είναι ιδιαίτερα απολαυστικό να επισκέπτεσαι έναν τόπο που δεν έχει ανάγκη από επισκέπτες.

Κορώνη
Μάιος 1974

Η Ελλάδα που αγάπησα-3
Το ενετικό κάστρο της Κορώνης. (Φωτογραφία: ΚΛΑΙΡΗ ΜΟΥΣΤΑΦΕΛΛΟΥ) 

Αφού περάσαμε το Πάσχα στις Σπέτσες, έχωσα τον επτάχρονο γιο μου και μερικές βαλίτσες στο «πεντακοσαράκι» μας Fiat και εμπνευσμένη από το βιβλίο του Kevin Andrews «Castles of the Morea» (Κάστρα του Μοριά), ξεκίνησα για να ανακαλύψω τα φράγκικα κάστρα της Πελοποννήσου. Αφού είδαμε τα κάστρα στον Μυστρά και στην Πύλο, περπατούσαμε στο επάνω μέρος του ενετικού κάστρου της Κορώνης όταν εντόπισα μια πύλη ψηλά στα τείχη που οδηγούσε σε έναν κήπο. Τολμήσαμε να μπούμε, για να ρίξουμε μια ματιά, και τότε είδα κάτι στο οποίο δεν μπόρεσα να αντισταθώ – ένα κομμάτι γης σπαρμένο με κουκιά, οι καρποί τους μεγάλοι σαν χαυλιόδοντες αγριογούρουνου και έτοιμοι για φάγωμα. Και οι δυο μας γνωρίζαμε πόσο τέλεια συνδυάζονται τα ωμά κουκιά με το σαλάμι από όταν ζούσαμε στην Ιταλία, πριν έρθουμε στην Ελλάδα το 1972. Όλως τυχαίως είχα φέρει μαζί μου τυρί, φρούτα, ψωμί, αλλά και σαλάμι, για να κολατσίσουμε. Αφού ελέγξαμε ότι δεν υπήρξε ψυχή τριγύρω, αρχίσαμε να μαζεύουμε κουκιά. Δεν ήμασταν άπληστοι και με καμιά δεκαριά ο καθένας στις χούφτες μας βγήκαμε στα μουλωχτά και κάναμε πικνίκ καθισμένοι πάνω σε έναν τοίχο με θέα τη θάλασσα.

Ελαφόνησος
Σεπτέμβριος 1974

Η Ελλάδα που αγάπησα-4
Παραλία του Σίμου – Ελαφόνησος

Κανείς από τους δυο μας δεν θυμάται γιατί επιλέξαμε το μικρό αυτό νησάκι για τις πρώτες παράνομες διακοπές μας. Ίσως γιατί ήταν τόσο απομονωμένο, που δεν υπήρχε περίπτωση να μας ανακαλύψει κανείς. Το μοναδικό χωριό του εκτεινόταν κατά μήκος της βόρειας ακτής του νησιού και χωριζόταν στη μέση από μια προβλήτα γεμάτη ψαροκάικα. Βρήκαμε δωμάτιο στην ανατολική μεριά του χωριού, σε ένα ισόγειο με μόνο μία σήτα και μία λεπτή κουρτίνα να μας χωρίζουν από τον κόσμο που περνούσε από το στενό αμμοστρωμένο δρομάκι. Το μόνο που θυμάμαι από το «κέντρο» του χωριού είναι το «δωμάτιο του τηλεφώνου», όπου καθόσουν και περίμενες τη σειρά σου για να σε συνδέσει ο υπάλληλος και όπου βέβαια δεν υπήρχε καμία ιδιωτικότητα. Πιο κει βρίσκονταν οι δυο τρεις ταβέρνες του νησιού. Η καλύτερη, που θα ήταν η καλύτερη οπουδήποτε, ανήκε στον δήμαρχο, έναν ευτραφή κύριο που έφερνε λίγο στον Άγγλο ηθοποιό Robert Morley. Φορώντας γιλέκο σαφάρι και κράνος, εξέταζε την ψαριά της ημέρας πριν τη μετατρέψει σε μια ψαρόσουπα άξια αστεριού Michelin. Κάθε πρωί κάναμε εκεί την εμφάνισή μας για να παραγγείλουμε το βραδινό μας. Πλέον, η παραλία στα νότια του νησιού είναι διάσημη, εμείς όμως τότε δεν είχαμε ιδέα ότι στην Ελλάδα υπήρχε τέτοια ομορφιά. Με την άσπρη άμμο της και τους αμμόλοφους, τα σκουροπράσινα κυπαρίσσια της και τα τιρκουάζ νερά της, θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται στην Ταïτή. Και το καλύτερο: ήταν άδεια.

– Diana Farr Louis

Πρώτη δημοσίευση: “Greece Is Διαδρομές”.
Μπορείτε να παραγγείλετε το τεύχος εδώ: https://subscription.kathimerini.gr/greece-is

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή