Όταν ο Τάσος Αναστασίου διοργάνωσε την πρώτη Συνάντηση Λαϊκών Πνευστών και Παραδοσιακής Μουσικής του Αιγαίου στην Κέα, το 2002, δεν θα μπορούσε να είχε φανταστεί την ενθουσιώδη ανταπόκριση. Περίπου 40 μουσικοί κατέφθασαν από περισσότερα από 18 νησιά, εκ των οποίων οι μισοί και παραπάνω τσαμπουνιέρηδες, μέλη μιας ατίθασης ράτσας που κατά τα φαινόμενα είχε σχεδόν εξαφανιστεί, καθώς ο κόσμος εγκατέλειπε την αγροτική ζωή και την ύπαιθρο. «Δεν ήταν της μόδας και όσοι έπαιζαν την τσαμπούνα φάνταζαν σαν δεινόσαυροι με παράξενα μουστάκια και γκλίτσες», λέει ο Περικλής Σχοινάς, δάσκαλος, που πήγε στην Κάρπαθο για να μάθει τσαμπούνα και ο ίδιος. Το φεστιβάλ ήταν η αφορμή για την αναβίωση του μουσικού οργάνου. «Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, υπήρχαν έφηβοι που έριχναν κοπέλες επειδή έπαιζαν την τσαμπούνα».
Η τσαμπούνα, που γεννήθηκε χάρη στις απομονωμένες συνθήκες των νησιών του Αιγαίου, είναι μια πιο απλή εκδοχή της βαλκανικής γκάιντας. Φτιαγμένη από δέρμα κατσίκας, έχει δύο αυλούς από καλάμι. Επειδή της λείπει ο αυλός που διατηρεί έναν συνεχή χαμηλό ήχο (βόμβο), βγάζει έναν ακατέργαστο και άγριο ήχο, που είναι τρομερά εκφραστικός. «Οι βοσκοί ξεκίνησαν να κατασκευάζουν το μουσικό αυτό όργανο με υλικά που είχαν εύκαιρα», λέει ο Κρητικός λυράρης Αλέξανδρος Παπαδάκης. Στην Κέα, όπου κάποτε υπήρχαν περισσότεροι από 100 τσαμπουνιέρηδες, «ο πατέρας Λευτέρης Δεμένεγας ήταν ο πρώτος που δίδαξε τους νεαρούς μουσικούς», λέει ο Τ. Αναστασίου, ο οποίος εργάζεται στην Πολιτιστική Διεύθυνση Κυκλάδων.
Κατά την παράδοση, η τσαμπούνα περνούσε από γενιά σε γενιά στα αρσενικά μέλη της οικογένειας. Ο 80χρονος Αιμιλιανός Λαγκώνης βάδισε στα χνάρια του πατέρα και του παππού του από την ηλικία των τεσσάρων ετών. «Έπαιζα στη διαδρομή των 12 χιλιομέτρων για το σχολείο, για να διώχνω τα φίδια», λέει. Η εμφάνιση του αυλού στα νησιά των Κυκλάδων τοποθετείται στην 3η χιλιετία π.Χ. Σύμφωνα με τον μύθο, η θεά Αθηνά πέταξε τον αυλό μέσα στη λίμνη όταν είδε τη διόλου κολακευτική εικόνα του προσώπου της καθώς τον έπαιζε. Ο σάτυρος Μαρσύας τον πήρε και έπαιξε τόσο όμορφα για τις Μούσες, που ο Απόλλωνας τον σκότωσε από τη ζήλια του και πέταξε το τομάρι του στο ποτάμι, όπου το βρήκε ο Πάνας και έφτιαξε μια γκάιντα, γνωστή και ως μαρσύαυλο.
Σήμερα, έχουν αρχίσει επιτέλους να παίζουν και οι γυναίκες την τσαμπούνα. «Δεν το έκαναν, γιατί ανέκαθεν θεωρούνταν όργανο για τα αγόρια», λέει η μουσικός Νίνα Καραμολέγκου, που έπαιξε τσαμπούνα στον γάμο της στη Σαντορίνη. Ο βιρτουόζος Στέφανος Ψαρράς είδε ξαφνικά τεράστια ζήτηση, καθώς έχει περισσότερους από 20 μαθητές στο χωριό Φιλότι της Νάξου. Η 12χρονη μαθήτρια του νησιού Κατερίνα Γρατσία σταμάτησε τα μαθήματα πιάνου στην ηλικία των έξι, όταν άκουσε για πρώτη φορά την τσαμπούνα σε μια τοπική γιορτή. Όσο για τη μικρή αδελφή της, Μαρία, ακολουθεί κι αυτή τα βήματά της, ξεκινώντας από τη μικρή γκάιντα, το μαντουράκι.
«Την πρωτοάκουσα στα εφηβικά μου χρόνια στην Ανάφη, όταν ξύπνησα ένα βράδυ επειδή δύο παιδιά έκαναν καντάδα σε μια κοπέλα κάτω από το παράθυρό της με μια τσαμπούνα κι ένα τύμπανο», λέει η ιστορικός Ελένη Γκίκα, η οποία κάνει μουσικές ξεναγήσεις για το γραφείο ταξιδιωτικών εμπειριών Urban Athens Collective. «Τότε, δεν υπήρχε τίποτα, ούτε εστιατόρια, ούτε μπαρ, ούτε καν δρόμοι». Νομαδικό και ιδιόμορφο από τη φύση του, το όργανο αυτό είναι σαν ένα δεύτερο ζεύγος από πνεύμονες, που παίρνουν ζωή με το φύσημα του τσαμπουνιέρη. Η τσαμπούνα ήταν το όργανο που μετέφεραν με τα πόδια στην άλλη άκρη του νησιού για να παίξουν στο πανηγύρι της Μονής της Παναγιάς της Καλαμιώτισσας, στο ακρωτήριο του Καλάμου – του δεύτερου ψηλότερου βράχου της Μεσογείου.
Τσαμπούνα και τσαμπουνιέρης
Όταν οι μετακινήσεις μεταξύ των νησιών ήταν ακόμη πιο αραιές, ο ήχος της τσαμπούνας λειτουργούσε ως μέσο διάδοσης της κυκλαδικής κουλτούρας, συντροφικότητας και κοινότητας. Το ρεπερτόριό της είναι κοινό, αν και χαρακτηριστικό κατά περίπτωση, με τους στίχους και τα βήματα να διαφέρουν από νησί σε νησί, καθώς αποτελούν στοιχεία ταυτότητας και δημιουργούν έναν φιλικό ανταγωνισμό. Οργανοπαίκτες και κοινό γίνονται ένα, συμμετέχουν όλοι και τα τραγούδια δεν παίζονται ποτέ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δύο φορές. Σύμφωνα με τη Νίνα Καραμολέγκου, «δεν είναι κάτι που μπορείς να διδαχθείς στο σχολείο. Πρέπει να πας σε πολλά γλέντια. Το πιο δύσκολο είναι το ρεπερτόριο – τι να παίξεις, πότε και με ποιον». Είναι σαν επέκταση του κορμιού σου, σου δίνει ένα αίσθημα συμβίωσης. «Είναι σαν να έχεις μια σχέση με το όργανο. Κάνει ό,τι θέλει και πρέπει να είσαι έτοιμος να κάνεις ό,τι σου υπαγορεύσει», προσθέτει.
Η τσαμπούνα δεν χαρακτηρίζεται από την ευγένεια που περιμένει κανείς να συναντήσει σε συναυλιακές αίθουσες και είναι αρκετά μοναχικό όργανο. Έχει μονάχα έξι νότες, ενώ το κάθε χειροποίητο όργανο έχει διαφορετικό ήχο και δεν χρειάζεται μικρόφωνο. Συνηθέστερα συνοδεύεται από το τουμπάκι, ένα τύμπανο με δύο ξύλινες μπαγκέτες. Η Μυκονιάτισσα τυμπανίστρια Μαρία Ασημομύτη συνοδεύει τον 34χρονο αδελφό της, που θεωρείται ένας από τους καλύτερους τσαμπουνιέρηδες της νέας γενιάς από την ηλικία των 12 ετών. Ο Γιάννης Ασημομύτης ξεκίνησε υπό τη διδασκαλία του πατριάρχη Μιχάλη «Μπαμπέλη» Κουνάνη από την Άνω Μερά. «Συνήθως τέτοια όργανα τα μαθαίνεις μόνος σου. Πρέπει να ακούς και μετά να παίξεις», λέει η Μαρία. «Υπάρχουν ορισμένοι εξαιρετικοί και διάσημοι τσαμπουνιέρηδες στη Μύκονο που μας μεταδίδουν την παράδοση».
Η κοινότητα γύρω από την τσαμπούνα είναι σαν αίρεση –ορισμένοι την αποκαλούν διονυσιακή– και αφορά τα πάντα, από την κατασκευή του οργάνου μέχρι το κοινωνικό πλαίσιο. «Πολλά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας βλέπουν τη μουσική σαν χυδαία και ανατρεπτική», λέει η Άννα Μαυρουδή, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Γυναικών των Κυκλάδων. Η τσαμπούνα, που λέγεται ότι προκαλεί κάποιου είδους έκσταση, έχει την τιμητική της στη Νάξο τις Αποκριές, όταν οι συμμετέχοντες ντύνονται σάτυροι και κρατούν φαλλούς και κουδούνες για να διώξουν τα κακά πνεύματα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ενστερνίστηκε από νωρίς την τσαμπούνα, προκειμένου να συμπεριλάβει στο ποίμνιό της και τους κατοίκους των νησιών, που ίσως έδειχναν μεγαλύτερη κλίση προς τον παγανισμό παρά προς τον χριστιανισμό, και στους γάμους και στις θρησκευτικές γιορτές (τα γνωστά πανηγύρια) των νησιών πρωτοστατούσε το μουσικό αυτό όργανο, μέχρι που πήρε τη θέση του το πιο εκλεπτυσμένο βιολί. Το 1967, η χούντα των συνταγματαρχών κατέλαβε τα ραδιοκύματα και μετέδιδε μονάχα μουσική που θεωρούνταν ότι προωθούσε ένα ελληνικό ιδανικό, κατακρίνοντας οτιδήποτε είχε πιο δημοτικό και λαϊκό ύφος, ακόμη και όργανα όπως το μπουζούκι. Η γκάιντα είχε απαγορευτεί μετά τον ελληνικό Εμφύλιο, διότι ήταν συνυφασμένη με τον κομμουνισμό ως το εθνικό μουσικό όργανο της Βουλγαρίας. Εθνικιστική μουσική –και ειδικά τσάμικα, που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με την Επανάσταση του ’21– έπαιζαν πολύ δυνατά από τα μεγάφωνα σε νησιά εξορίας, προκειμένου να «αναμορφωθούν» οι πολιτικοί κρατούμενοι, σύμφωνα με τη μουσικολόγο Άννα Παπαέτη.
Σύγχρονο κάλεσμα
Για τη γενιά που μεγάλωσε στον απόηχο της δικτατορίας, όταν επικρατούσαν οι ομογενοποιητικές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, η γκάιντα του Αιγαίου μπορεί να είναι μια έκφραση ατομικότητας και μη συμμόρφωσης. Είναι επίσης αντιπροσωπευτική μιας τάσης των νεαρών Ελλήνων να αναζητούν τις ρίζες τους, η οποία εμφανίστηκε όταν η χώρα βυθίστηκε στην οικονομική κρίση προ δεκαετίας. Συγκροτήματα όπως οι Thrax Punks, Transidelia και Villagers of Ioannina City μπλέκουν το ψυχεδελικό ροκ και την πανκ με παραδοσιακούς λαϊκούς ήχους. «Υπήρξαν αντιδράσεις κατά της λαϊκής μουσικής μετά τη δικτατορία, αλλά από τη δεκαετία του 1990 βλέπουμε μια αναγέννηση της παραδοσιακής μουσικής, που ξεκινά από τα σχολεία», λέει ο Γιώργης Νίκας, που γράφει στίχους και παίζει τσαμπούνα στις μπάντες Social Waste και Rotting Christ.
Το Φεστιβάλ του Αιγαίου έχει εξελιχθεί σε δημοφιλή ετήσια εκδήλωση και μεταφέρεται σε διαφορετικό νησί κάθε χρόνο, με τους συμμετέχοντες να παίζουν μαζί μουσική αυτοσχεδιάζοντας στα πλοία μεταξύ Σύρου, Άνδρου, Μυκόνου, Πάρου, Νάξου, Ικαρίας και Σαντορίνης – όπως τον παλιό καλό καιρό. Το 2011, περισσότεροι από 350 μουσικοί όλων των ηλικιών είχαν συγκεντρωθεί στη Σαντορίνη. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Αρβανίτης αποτύπωσε το φαινόμενο μέσα από τα μάτια των μουσικών σε ένα «έξω καρδιά» ντοκιμαντέρ με τίτλο «Το ταξίδι του άσκαυλου» – το οποίο περιέχει και μια σκηνή σε ταβέρνα με τον θρυλικό Μυκονιάτη τσαμπουνιέρη Δημήτρη «Στραβαλόγα» Κουκά, γνωστό και ως Μητσάρα, που πέθανε πρόσφατα, σε ηλικία 90 ετών.
Τη νύχτα της γιορτής του Αγίου Ιωάννη, νεαροί Αθηναίοι μαζεύονται σε μια γωνιά στην Καισαριανή, φέρνουν φαγητό και ποτό και ανάβουν μια φωτιά. Δεν είναι κάτι οργανωμένο, απλώς συμβαίνει. Τσαμπουνιέρηδες και τυμπανιστές πάνε κι έρχονται παίζοντας μέχρι το πρωί, ενώ ο κόσμος κουνά έξαλλα τα χέρια του και χοροπηδά. «Ο ήχος της τσαμπούνας κάνει τον κόσμο να τρελαίνεται», λέει ο Σχοινάς. «Έχει κάτι το αρχέγονο». Όπως εξηγεί ο εθνομουσικολόγος Χάρης Σαρρής στην ταινία, «ίσως είναι κάτι το ψυχο-ακουστικό. Αγκαλιάζεις ένα αντικείμενο φτιαγμένο από δέρμα, που μοιάζει με ανθρώπινο κορμί, του δίνεις πνοή και παράγει συνεχώς μικρές μελωδίες που επαναλαμβάνονται κυκλικά, οδηγώντας σε πλήρη έκσταση. Είναι κάτι παλιό και καινούργιο ταυτόχρονα. Η κυκλικότητα συναντάται από τα χρόνια της αρχαιότητας, από τελετές πυροβασίας μέχρι ρέιβ πάρτι, και η τσαμπούνα έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτής της επανάληψης. Όπως λέει και το τραγούδι, “χορέψετε, χορέψετε, παπούτσια μη λυπάστε’’».
Το περασμένο φθινόπωρο, οι λάτρεις της τσαμπούνας ταξίδεψαν στην Κέα για να την εξυμνήσουν σε μια θεατρική ωδή στον Διόνυσο, εμπνευσμένη από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη – ένα θεατρικό έργο που εκθειάζει τη σχέση μεταξύ τάξης και παραλογισμού, μέθης και διαφώτισης. Αργότερα εκείνη τη νύχτα, ο Αιμιλιανός Λαγκώνης οδήγησε τους εορτασμούς σε μια ταβέρνα στην κορυφή του βουνού, με τη συνοδεία παιδιών της περιοχής που έπαιζαν αυλούς και τύμπανα. Καθώς οι χορευτές χωρίστηκαν σε ζευγάρια για μια κυκλαδίτικη πόλκα, κάποιος φώναξε: «Πότε θα παίξετε ελληνική μουσική;». Και ακολούθησε ο τσαμπουνιέρης.