Ο συγγραφέας Μιχάλης Μαλανδράκης «διασχίζει» την έρημο του δυτικού Τέξας με τον Σαμ Σέπαρντ

Ο συγγραφέας Μιχάλης Μαλανδράκης «διασχίζει» την έρημο του δυτικού Τέξας με τον Σαμ Σέπαρντ

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μια ασημένια Όστιν Χίλεϊ περίμενε έξω από το αεροδρόμιο. Εκείνος στη θέση του οδηγού. Πίσω από τα μαύρα του γυαλιά κοιτούσε τα πόδια των αεροσυνοδών να διασχίζουν τις διαβάσεις, σέρνοντας τις μικροσκοπικές βαλίτσες πλάι στα τακούνια τους. Όταν μπήκα στο αμάξι, του είπα ότι το μοντέλο αυτό είναι του ’63. Δεν είναι ρεαλιστικό να υπάρχει στο παρόν. «Μα δεν υπάρχει», συμφώνησε. Έβγαλα έναν χάρτη και τον ακούμπησα στο ταμπλό του συνοδηγού. «Έχω μια λίστα», είπα. Είχα κυκλώσει τις μεγαλουπόλεις που ήθελα να δω. Χιούστον, Ντάλας, Σαν Αντόνιο. Ενώ ρωτούσα τη διαδρομή που θα ακολουθήσουμε, εκείνος γκάζωσε απότομα και ο χάρτης έφυγε από το ταμπλό. Γύρισα πίσω και τον είδα να στροβιλίζεται και να πέφτει στην άσφαλτο. «Δεν τον χρειαζόμαστε», μου είπε. 

«Φτάνουμε;» ρώτησα. «Πού;» απάντησε με απορία και μετά «α, ναι, ναι», σαν να θυμήθηκε. Τριγύρω η σκόνη υπήρχε παντού, ακόμη και αν δεν την έβλεπες. Είχε καθίσει πάνω στο δέρμα σου, στο πρόσωπό σου, αλλά όσο διέσχιζες την έρημο, τη συνήθιζες και δεν σε ενοχλούσε. Με τα κεφάλια μας έξω από το καμπριολέ της Όστιν Χίλεϊ, θυμήθηκα το άρθρο που είχα διαβάσει για εκείνον. Τον είχαν συλλάβει στη Σάντα Φε να οδηγεί μεθυσμένος. Όταν τον σταμάτησαν, είπε ότι είχε πιει μονάχα δύο ποτήρια τεκίλα. Ο αστυνομικός, όμως, κατάλαβε ότι ήταν περισσότερο, πριν ακόμη τον βάλουν να φυσήξει. «Από την αναπνοή του;» ρώτησαν οι δημοσιογράφοι. «Από τα μάτια. Ήταν υπερβολικά χαρούμενα», απάντησε. Κοίταξα γύρω. Καταλάβαινα πως είμαι για τα καλά μες στην έρημο, δεν έβλεπα κανέναν τριγύρω. Το πρόσωπό του έδειχνε ήρεμο. Ήρεμο, μακριά από τους ανθρώπους. 

«Οφθαλμαπάτη;» αναρωτήθηκα φωναχτά. «Μπα», μου είπε. Ήταν μια μικρή μπουτίκ της Πράντα στη μέση του πουθενά. Ολομόναχη, σαν κάποιος να την ξέχασε εδώ. Αν πλησίαζες κοντά, στην αντανάκλαση της βιτρίνας έβλεπες όλη την άμμο της ερήμου. Αργότερα διάβασα ότι επρόκειτο για installation δύο Σκανδιναβών καλλιτεχνών, κατασκευασμένο το 2005. Όραμά τους, είπαν, ήταν το δημιούργημά τους σε μερικά χρόνια να ξεχαστεί, να αφομοιωθεί από την έρημο, να λιώσει από τον ήλιο της, να γίνει σκόνη και ξεραμένοι κάκτοι. Όμως, δεκαεπτά χρόνια μετά, φαινόταν να τα καταφέρνει καλύτερα από το τριγύρω περιβάλλον. Δεν μπορούσες να πεις ποιο από τα δύο θα εξαφάνιζε το άλλο. 

Πεινούσα. Όταν φτάσαμε στην Terlingua, σταματήσαμε σε μια αλυσίδα, στα Pancake Stores. Όλο το μέρος μύριζε λάδι, ζύμη και τηγανητό αυγό. Διάβασα στο Internet πως η Terlingua ήταν πόλη-φάντασμα, επειδή οι ανθρακωρύχοι την εγκατέλειψαν μαζικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο κινναβαρίτης που υπήρχε κάποτε άφθονος, «στέρεψε» εντελώς. Η ιστορία της πόλης μού θύμισε ένα διήγημά του. Εκείνος έπαιζε σε μια ταινία που γυριζόταν σε μια μικρή, ξεχασμένη πόλη της ερήμου κάπου εδώ γύρω. Μια ντόπια κοπέλα ντουμπλάριζε την πρωταγωνίστρια σε λίγες σκηνές. Την τελευταία μέρα των γυρισμάτων, την κάλεσε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Μέθυσαν, μαστούρωσαν και συζήτησαν. Εκείνη δεν μπορούσε να αντέξει ότι την επομένη όλο το συνεργείο και οι ηθοποιοί θα έφευγαν, ενώ η ίδια θα έμενε σε αυτή την ασήμαντη πόλη που τόσο ήθελε να εγκαταλείψει. Γι’ αυτό άνοιξε το παράθυρο του δωματίου και πήδηξε. «Συνέβη στ’ αλήθεια;» τον ρώτησα. 

Ο συγγραφέας Μιχάλης Μαλανδράκης «διασχίζει» την έρημο του δυτικού Τέξας με τον Σαμ Σέπαρντ-1

Big Spring, Balmorhea, Alpine. Διασχίζαμε τη μία ξεχασμένη πόλη μετά την άλλη. Ενώ το φως αδυνάτιζε, ο ουρανός που το πρωί απλωνόταν στον ατέλειωτο αυτοκινητόδρομο, τώρα έμοιαζε να συρρικνώνεται. Προσπεράσαμε ένα βενζινάδικο της Shell. Ένας τύπος καθόταν μόνος του σε μια πλαστική καρέκλα. Μόλις μας είδε, σηκώθηκε όρθιος. Έβγαλε το καπέλο του, το τίναξε στον αέρα και φώναξε προς το μέρος μας «τρέξ’ το, Λάρι, τρέξ’ το», κι εμείς γκαζώσαμε. «Γιατί σε είπε Λάρι;» ρώτησα. Μου απάντησε πως είχαν γνωριστεί σε ένα γύρισμα πριν από χρόνια. Ο τύπος είναι ιδιοκτήτης του βενζινάδικου και τους είχε δανείσει τον χώρο για τα γυρίσματα. «Τον χαρακτήρα μου στην ταινία τον λέγανε Λάρι. Γι’ αυτό με φωνάζει Λάρι. Δεν καταλαβαίνει τη διαφορά μεταξύ ταινίας και πραγματικότητας. Σαν εσένα».

Χιλιόμετρα αργότερα, ένα λευκό τροχόσπιτο στεκόταν λίγο πιο πέρα από τον αυτοκινητόδρομο. Δεν είχε άλλα τροχόσπιτα δίπλα του. Ήταν μόνο του και λευκό, και εμείς οδηγούσαμε δεκατέσσερις ώρες συνεχόμενες. Kαθώς περνούσαμε από μπροστά του, από μέσα ξεπρόβαλε μια γυναίκα. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα και ήταν ξυπόλυτη. Έφερε το δεξί της χέρι στο κούτελο για να προφυλαχθεί από το δυνατό φως του ήλιου και μας κοίταξε. Είχε ένα όμορφο, σκούρο πρόσωπο, που ο ήλιος και η μοναξιά της ερήμου το είχαν αγριέψει. Προσπάθησα να έρθω στη θέση της. Πώς βρέθηκε σε ένα τροχόσπιτο στη μέση της ερήμου; Πώς γεννήθηκε, από ποιους, τι συνέβη στη ζωή της; Ίσως να γλίστρησε κατά λάθος έξω από ένα αμάξι που περνούσε από εδώ πριν από χρόνια. Άρπαξα το κάθισμα κάτω από τα πόδια μου, για να κρατηθώ καλά πάνω του. 

«Εδώ είμαστε», είπε, όταν φτάσαμε σε μια πόλη που λεγόταν Bandera. Όλοι οι ντόπιοι περπατούσαν προς την ίδια κατεύθυνση, φορώντας πουκάμισα και δερμάτινες περισκελίδες πάνω από τα μπλε τζιν τους. Κατεβήκαμε από το αμάξι, τους ακολουθήσαμε και σταθήκαμε μαζί τους στην ουρά. Μια πινακίδα έγραφε «BAREBACK BRONC RIDING». Ενώ περιμέναμε, μου διηγήθηκε πως μια φορά είχε συναντήσει έναν τύπο που πήγαινε από πόλη σε πόλη και έλεγε πως είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Έτρεφε και ετοίμαζε broncos για το ροντέο – αυτή ήταν η δουλειά του και την έκανε σε όλη του τη ζωή. Με όποιον και να κουβέντιαζε, του έλεγε πως ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Έλεγε πως, αν υπήρχε τεστ ευτυχίας, θα το έκανε μπροστά του για να αποδείξει πως έλεγε αλήθεια. Δεν είχε παιδιά. Πέθανε από έμφραγμα στα εξήντα τέσσερα. Στο μνήμα του έγραψαν: «Εδώ βρίσκεται ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη Γη». Πήραμε εισιτήριο και μπήκαμε μέσα.

«Να το», φώναξε ενθουσιασμένος και όλοι σφύριξαν μόλις εμφανίστηκε ένα επιβλητικό, καφέ αγριάλογο με μακριά σκούρα χαίτη και έναν κοκαλιάρη αναβάτη στη ράχη του. Μου είπε πως βλέπαμε το πιο αδάμαστο άλογο σε όλο το Τέξας. «Λένε πως το βρήκαν πριν από πέντε μήνες να τρέχει μόνο του στην έρημο». 

Το παρακολουθούσαμε ενθουσιασμένοι να καλπάζει πάνω κάτω, να αλλάζει απότομα πορεία, να σηκώνει σκόνη, να τινάζει απότομα τη ράχη του και να εκσφενδονίζει τον καβαλάρη. Θυμήθηκα αυτό που είπε: «Το βρήκαν να τρέχει μες στην έρημο». Το κοιτούσα και σκεφτόμουν πως γι’ αυτό δεν το τιθάσευε κανείς. Ήταν πλάσμα της ερήμου. Είχε βγει από τη σκόνη, τους κάκτους και τη δίψα της. Από τα ξεχασμένα τροχόσπιτα, τον ήλιο, την ξεβαμμένη άσφαλτο, τα γεράκια και τα φίδια. Από τον κόκκινο ουρανό, τον απέραντο ορίζοντα, την ανάγκη των ανθρώπων να φεύγουν μακριά από τους ανθρώπους, από την ερημιά και τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνουν τα τρένα καθώς διασχίζουν την έρημο. Βλέπαμε κάτι όμορφο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή