Στη Θεσσαλονίκη του Open House

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενθουσιασμένος από το πρώτο Open House της Αθήνας, τον περασμένο Απρίλιο, είχα βάλει εδώ και καιρό στο μάτι την τρίτη θεσσαλονικιώτικη εκδοχή του επιτυχημένου φιλοαρχιτεκτονικού θεσμού, που στόχο έχει τη μύηση ενός ευρύτερου κοινού στην αρχιτεκτονική σε όλες της τις μορφές και εκφάνσεις και την καλλιέργεια μιας συνειδητής επανεκτίμησης της αστικής πολιτισμικής κληρονομιάς, τονίζοντας την ευεργετική σημασία της αισθητικής τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο.

Με την ανακοίνωση των ημερομηνιών διεξαγωγής, αποφασίζω να αποκομίσω ιδίοις όμμασι την εμπειρία αυτής της γιορτής της αρχιτεκτονικής, και χωρίς καθυστερήσεις βρίσκομαι να ξεκινάω δυναμικά το κυριακάτικο πρωινό της 16ης Νοεμβρίου με μια κλασική αξία, την Casa Bianca, η οποία αποτελεί εξαίρετο δείγμα εκλεκτικιστικού κτιρίου, που συνδυάζει στοιχεία μπαρόκ και art nouveau, όπως πυργοειδείς απολήξεις, προεξοχές, καμπύλα ανοίγματα, και έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, για την υποδειγματική της αποκατάσταση με το βραβείο Europa Nostra, ενώ από το 2013 εκτίθενται στους χώρους της οι μόνιμες συλλογές (ξεχωρίζουν οι ζελατίνες του Νικολάου Γύζη, δουλεμένες με σινική μελάνη πάνω σε φωτογραφική ταινία) της Δημοτικής Πινακοθήκης και φιλοξενούνται σε τακτική βάση ενδιαφέροντα εικαστικά δρώμενα.

Επαύλεις από παραμύθια

Συνεχίζω την περιήγησή μου κατά μήκος της Βασιλίσσης Ολγας, όπου ανάμεσα στον συμπαγή όγκο των γνώριμων τσιμεντένιων πολυκατοικιών ξεπροβάλλουν και από τις δύο πλευρές της λεωφόρου, ολοένα και περισσότερες εκλεκτικιστικές, εξοχικές επαύλεις βγαλμένες από τα παραμύθια, άλλες ευτυχώς αναστηλωμένες και άλλες στοιχειωμένες από την εγκατάλειψη και την αδιαφορία, περιμένοντας τη στιγμή -εύχομαι σύντομα- που θα ανακτήσουν και πάλι τη χαμένη τους αίγλη.

Επόμενη στάση: Βίλα Μορντώχ, με τον χαρακτηριστικό κρεμμυδόσχημο τρούλο, η οποία ενσωματώνει ετερόκλητα μορφολογικά στοιχεία από διάφορους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και ποικίλα καλλιτεχνικά ρεύματα. Τρυπώνω στα ατμοσφαιρικά, με αέρα Μεσοπολέμου, ενδότερα και φυσικά ακολουθεί διεξοδική ξενάγηση στην εμβληματική Βίλα Καπαντζή, την παλαιότερη από τις σωζόμενες επαύλεις, όπου εδώ και μερικά χρόνια έχει την έδρα του το παράρτημα του ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης. Με τον χάρτη και τον οδηγό ανά χείρας, είμαι έπειτα από λίγo μπροστά στο θέαμα ενός φιλήσυχου πλήθους, που σχηματίζει μια μακρόσυρτη ουρά και αδημονεί στωικά να δει από κοντά μια προσφάτως ανακαινισμένη κατοικία στον περιώνυμο οικισμό Ουζιέλ, που καλύπτει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο. Παρατηρώ τα λιακωτά των μονοκατοικιών με τις μεγάλες τζαμαρίες που επιτρέπουν στο φως να εισχωρεί άπλετο, παραπέμποντας σε νησιώτικη ατμόσφαιρα, και αναρωτιέμαι για το πόσες ευχάριστες εκπλήξεις μού επιφυλάσσει ακόμα αυτός ο ανέλπιστα γοητευτικός αρχιτεκτονικός μαραθώνιος, διαγωνίως και καθέτως του πολεοδομικού ιστού της πόλης.

Κτίρια-στολίδια

Ξαποσταίνω στη Βίλα Μοδιάνο, όπου σήμερα στεγάζεται το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης και μόλις που προλαβαίνω την ξενάγηση στο παρακείμενο διατηρητέο κτίριο, που φιλοξενεί το ιδιωτικό νηπιαγωγείο Κοπερτί, ενώ λίγο πιο κάτω μένω έκθαμβος από το περίφημο Γενί Τζαμί, το παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, ένα από τα χαρακτηριστικότερα μνημεία της περιόδου της Τουρκοκρατίας, με ξεχωριστή αύρα, εντυπωσιακό θόλο, πραγματικά ένα κτίριο-στολίδι για τη Θεσσαλονίκη, όπου, όπως μαθαίνω, είχαν βρει προστασία οι ξακουστοί ντονμέδες (εξισλαμισμένοι Εβραίοι), πριν με καλοσωρίσουν οι ευγενέστατες κοπέλες της διοργάνωσης και οδεύσω προς τον 8ο όροφο του ετοιμαζόμενου να μπει σε τροχιά ριζικής ανακαίνισης ξενοδοχείου Μακεδονία Παλάς, απολαμβάνοντας μια πανοραμική θέα του Θερμαϊκού μέχρι τον χιονισμένο Ολυμπο. Η ώρα περνάει, στρέφω φευγαλέα το βλέμμα προς τις αιωρούμενες «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου, χαιρετώ τον μεγάλο στρατηλάτη και το απόλυτο τοπόσημο της συμπρωτεύουσας και κατευθύνομαι πιο κεντρικά στο κτίριο της Ενωσης Συντακτών, επί της Στρατηγού Καλλάρη 5, το οποίο αποτελεί ένα ταξίδι στον χρόνο με επεισοδιακή ιστορία, καθώς κατάφερε να διασωθεί από πολεμικές συρράξεις, φυσικές καταστροφές, αλλαγές ιδιοκτησίας και χρήσης, αλλά και να αποτραπεί η ανέκκλητη κατεδάφισή του!

Στην Τσιμισκή

Ανεβαίνω την Τσιμισκή και, ρίχνοντας κλεφτές ματιές λίγο πιο ψηλά, ξετυλίγονται μπροστά μου αρχιτεκτονικά ίχνη και μορφολογικά στοιχεία μιας από τις κεντρικότερες αρτηρίες της πόλης: προσόψεις, εξώστες, κιγκλιδώματα, φουρούσια, κουπόλες, ώσπου στρίβω δεξιά στην Αγίας Σοφίας, όπου στο Νο 16 με καθηλώνει η επιβλητική, ξυλόγλυπτη από πεύκο, είσοδος μιας από τις παλαιότερες διατηρητέες αστικές πολυκατοικίες της Θεσσαλονίκης. Ο χρόνος κυλάει αμείλικτα, τα σχέδια αναπροσαρμόζονται, έχω στη διάθεσή μου ένα σκάρτο μισάωρο και ίσα που καταφέρνω να χαθώ μέσα στις μυστηριακές κατακόμβες του Αγίου Ιωάννη, αλλά και να εκσφενδονιστώ έως το Μέγαρο Ερμείον, το πρώτο mall της πόλης, το οποίο εξωτερικά, και κυρίως εσωτερικά, παρουσιάζει ιδιαίτερα μορφολογικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά. Είμαι μαγεμένος από τον εμφανή και συνάμα αδιόρατο αρχιτεκτονικό πλούτο που μόλις μου αποκαλύφθηκε, ωστόσο μένω ταυτόχρονα και με μια αίσθηση του ανικανοποίητου, δεδομένου ότι παρ’ όλη την προετοιμασία, την ταχύτητα και τον συντονισμό, άφησα πολλούς χώρους, ιδιωτικούς και δημόσιους, ανεπίσκεπτους, κίνητρο βέβαια για μία ή και περισσότερες μελλοντικές αρχιτεκτονικού -και όχι μόνο- ενδιαφέροντος βόλτες στη μητρόπολη του ελληνικού Βορρά, και προς επίρρωση όλων, ανανεώνω το ραντεβού μου με το δεύτερο Open House της Αθήνας σε λιγότερο από έξι μήνες!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή