Στις 4 Ιουλίου, ενώ οι ΗΠΑ γιόρταζαν την ανεξαρτησία τους, για πρώτη φορά δύο Ελληνίδες ορειβάτισσες πατούσαν στην ψηλότερη κορυφή τους.
Στις 4 Ιουλίου 2017 η Χριστίνα Φλαµπούρη και η Βανέσα Αρχοντίδου ήταν οι πρώτες Ελληνίδες ορειβάτισσες που έφτασαν στην ψηλότερη κορυφή της Βόρειας Αµερικής και µία από τις ψηλότερες του κόσµου, το Denali (ή McKinley), σε υψόµετρο 6.190 µ., και με θερμοκρασίες που έφταναν τους -10 βαθμούς Κελσίου.
Χριστίνα Φλαμπούρη (αριστερά) και Βανέσα Αρχοντίδου. Τα έλκηθρα είναι άδεια, διότι ξεφόρτωσαν και επιστρέφουν πιο χαμηλά, για εγκλιματισμό στο υψόμετρο.
«Γενικώς αυτή η κορυφή θεωρείται δύσκολη για γυναίκες. Το 91% των ορειβατών που την έχουν πατήσει είναι άντρες. Η δυσκολία αφορά το βάρος, καθώς εδώ δεν υπάρχουν βοηθοί, κουβαλάς τα πάντα µόνος σου», λέει η Βανέσα, µέλος του ΑΟΣ, ιδιωτική υπάλληλος και µητέρα δύο παιδιών. Με βάρος 55 κιλά, η Χριστίνα Φλαµπούρη, µέλος του ΕΟΣ Αχαρνών, τις 15 ηµέρες που διήρκεσε η ανάβαση χρειάστηκε να µεταφέρει τα 30-40 κιλά του εξοπλισµού και των προµηθειών της στο σακίδιο πλάτης και στο έλκηθρο που έσερνε για δέκα ώρες κάθε µέρα. «Γι’ αυτό το Denali θεωρείται εξίσου δύσκολο µε το Έβερεστ.
Προκειµένου να αντεπεξέλθουµε, προπονούµασταν καθηµερινά. Για 6 μήνες κάναμε κάθε πρωί πριν από τη δουλειά αερόβια γυμναστική και ειδικά γι’ αυτό το ταξίδι προσθέσαμε βάρη στις ασκήσεις μας. Παράλληλα, δύο φορές την εβδομάδα ακολουθούσαμε τη διαδρομή «Σκαλάκια» στην Πάρνηθα, που σημαίνει μισή ώρα τρέξιμο ή μία ώρα περπάτημα φορτωμένες με τσάντες στην πλάτη που είχαν μέσα μπουκάλια με νερό. Τα Σαββατοκύριακα οργανώναμε εκδρομές σε ελληνικά βουνά (Δίρφυς, Ταΰγετος, Βαρδούσια, Όλυμπος). Επιπλέον εμπλουτίσαμε τη διατροφή μας με πρωτεΐνες (αυγά και κρέας) και αυξήσαμε τα ημερήσια γεύματα σε 5, ώστε να έχουμε την απαιτούμενη ενέργεια. Το θετικό είναι ότι έχουμε μεγάλη υποστήριξη από τους δικούς μας, ακόμα και από τις δουλειές μας. Για παράδειγμα, εγώ εργάζοµαι στο τμήμα µάρκετινγκ της εταιρείας Παπαστράτος και όλοι με υποστηρίζουν με άδειες και άλλες διευκολύνσεις», εξηγεί.
Στην αποστολή στο Denali δεν ήταν µόνες: στην εννεαµελή αποστολή, µε διεθνείς συµµετοχές, πήραν επίσης µέρος οι Έλληνες Φώτης Γκούντας και Γιώργος Μαρίνος. Στο βουνό είναι γνωστό ότι επικρατούν χαµηλές θερµοκρασίες –τον χειµώνα πέφτουν έως τους -60 βαθµούς Κελσίου–, οι ορειβάτες όµως είχαν να αντιµετωπίσουν και µια άλλη απρόσµενη δυσκολία: «Την υψηλή θερµοκρασία για ένα δίωρο τη µέρα µέχρι να φτάσουµε στα 3.000 µ., καθώς ο ήλιος δεν έδυε ποτέ, γεγονός που µας αποσυντόνιζε, έτσι κι αλλιώς. Ήµασταν εντελώς απροετοίµαστοι για κάτι τέτοιο και είχαµε µόνο χειµερινό ρουχισµό µαζί µας», συµπληρώνει η Χριστίνα. Αντίθετα, στα 5.000 µ. ήρθαν αντιµέτωπες µε µια καταιγίδα που τις κράτησε εντός σκηνής ολόκληρη τη µέρα.
Οι κίνδυνοι στον παγετώνα είναι αρκετοί και οι «σχοινοσύντροφοι» –όπως λέγονται επειδή ασφαλίζονται µεταξύ τους µε σχοινιά– έζησαν έναν από αυτούς: «Παρότι είχαµε οδηγό-βοηθό, ο οποίος γνώριζε καλά το βουνό και “διάβαζε” τα σηµάδια του καιρού, κατευθύνοντάς µας µε ασφάλεια, πέσαµε πάνω σε κρεβάζ – κενά που σχηµατίζονται στον παγετώνα. Αυτό σηµαίνει ότι σε κάθε βήµα καραδοκεί το κενό από κάτω. Έτσι και έγινε, άνοιξε το έδαφος και η Βανέσα έπεσε µέσα σε µια ρωγµή. Φυσικά ήµασταν όλοι δεµένοι µεταξύ µας και είχαµε τον κατάλληλο εξοπλισµό ώστε να βγει µε ασφάλεια. Για να είµαι ειλικρινής, εκείνη τη στιγµή δεν συνειδητοποιούσα ότι το ζω αυτό. Ένιωθα λες και παίζαµε σε ταινία», λέει η Χριστίνα.
Το ενδεχόµενο να τα παρατήσουν δεν πέρασε ούτε στιγµή από το µυαλό τους. Λίγο καιρό πριν, η Χριστίνα είχε τραυµατιστεί εκτός βουνού στον ώµο, όμως δεν δείλιασε: «Η αλήθεια είναι ότι το ρίσκαρα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να αναβάλω το ταξίδι. Έτσι κι αλλιώς, ιδανικές συνθήκες για µια τόσο απαιτητική αποστολή δεν υπάρχουν, η κατάλληλη στιγµή είναι όταν το θες τόσο που δεν µπορείς να κάνεις αλλιώς παρά να το τολµήσεις».
Στόχος και των δύο είναι να πετύχουν το περίφηµο «7 summits» –την κατάκτηση της υψηλότερης κορυφής κάθε ηπείρου– που αποτελεί το στοίχηµα κάθε ορειβάτη. Τους αποµένουν ακόµα τρεις: Carstensz στην Ωκεανία, Vinson στην Ανταρκτική και Έβερεστ στην Ασία. Η αποστολή, που κόστισε 10.000 το άτομο, υποστηρίχτηκε από τη North Face µε εξοπλισµό και έγινε υπό την αιγίδα της Ελληνικής Οµοσπονδίας Ορειβασίας και Αναρρίχησης.
Με αφυδατωµένη τροφή, διακοπτόµενο ύπνο για καλές ανάσες οξυγόνου, συχνά ισχυρούς ανέµους και καµία επικοινωνία µε τους δικούς τους, οι ορειβάτισσες έφτασαν την 4η Ιουλίου στην ψηλότερη κορυφή της Βόρειας Αµερικής. «Είχαµε αποφασίσει από πριν να µην είναι καµιά από τις δύο η πρώτη Ελληνίδα. Να είµαστε µαζί οι πρώτες. Πιαστήκαµε χέρι χέρι και κάναµε ταυτόχρονα το βήµα. Το καρδιοχτύπι και η συγκίνηση δεν περιγράφονται», λένε και τώρα, σχεδόν τρεις µήνες µετά, νιώθουν ότι «έπειτα από κάθε κατάκτηση κορυφής η ζωή ξεκινά από την αρχή».