Θα λυτρώσει τα Χαυτεία η τοιχογραφία του Μανώλη Αναστασάκου;

Θα λυτρώσει τα Χαυτεία η τοιχογραφία του Μανώλη Αναστασάκου;

4' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πηγή έμπνευσης στον ζωγράφο στάθηκε «ο εμβληματικός πίνακας του Schnorr von Carolsfeld» (βλ. δημοσίευμα της 8/3/2014 του Δημήτρη Ρηγόπουλου στην εφ. «Καθημερινή» με τίτλο «Η τοιχογραφία που λυτρώνει τα Χαυτεία»).

O καλλιτέχνης Μανώλης Αναστασάκος υπερασπίστηκε το έργο του με τη δική του ερμηνεία: «Το έργο έχει εννοιολογική προσέγγιση και όχι θρησκευτική. Θα ήθελα κι εγώ ένα έργο πιο χαρούμενο, αλλά θα ήταν σαν να κοροϊδεύω μια ολόκληρη εποχή. Θα ήθελα να γίνει ένα έργο που να παράγει σημεία εσωτερικής και εξωτερικής αναφοράς, ίσως και λίγη κριτική σκέψη που λείπει τον τελευταίο καιρό».

Σχολιάζω: Ο πίνακας (γιατί εμβληματικός;) είναι ξυλογραφία από το βιβλίο του Julius Schnorr von Carolsfeld H Bίβλος σε εικόνες (Die Bibel in Bildern) που κυκλοφόρησε στη Λειψία το 1860. Ο Carolsfeld (1794-1872) είναι από τους τυπικότερους εκπροσώπους του καλλιτεχνικού κινήματος των Ναζαρηνών.

Οι Νεοέλληνες ζωγράφοι γνώρισαν τη ζωγραφική παραγωγή του Carolsfeld κυρίως από το βιβλίο του Η Βίβλος σε εικόνες (ό.π.), όπως ο Κωνσταντίνος Αρτέμης, ο Διονύσιος Καρούσος, ο Απόστολος Γκρέκος κ.ά. (βλ. Γιάννης Ρηγόπουλος, Μελέτες μεταβυζαντινής και νεοελληνικής τέχνης, Αθήνα 2013, 503 κ.ε. Το έργο αυτό κυκλοφορεί σε CD!

Ο Διονύσιος Καρούσος θα αντιγράψει το 1972 την Εκδίωξη των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο από την εν λόγω ξυλογραφία του Carolsfeld στον ναό της Χρυσοσπηλιώτισσας στην οδό Αιόλου (αυτόθι, 519, εικ. 35-36).

Με τι κριτήρια επέλεξε ο Μ. Α. την ξυλογραφία του Carolsfeld; Hταν τυχαία η επιλογή ή εξετίμησε τη στυλιστική ποιότητα του έργου, το νεομπαρόκ ύφος; Δεν φαίνεται να τον απασχόλησε η ιστορία του εικονογραφικού τύπου και η διαμόρφωσή του, τα προδρομικά και συγγενή έργα, τόσο στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη όσο και στη δυτική τέχνη. Φαίνεται ότι δεν είναι στα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα του Μ. Α. η εικονολογία του έργου και τα επίπεδα των σημασιών, των συμβολισμών, των αλληγοριών, το θεολογικό περιεχόμενο του έργου που συνιστά και την κυριότερη διάσταση του ζωγραφικού έργου. Μάλιστα αυτό το θεολογικό πεδίο το αποκλείει στη διαπραγμάτευση του έργου και την καλλιτεχνική διαδικασία. Γράφει ο Μ.Α.: «το έργο έχει εννοιολογική προσέγγιση όχι θρησκευτική (ό.π.)». Αλλά τότε γιατί προσέφυγε στη συνδρομή του θρησκευτικού έργου; Η αλήθεια είναι ότι η διάζευξη εννοιολογική και όχι θρησκευτική προσέγγιση δεν διαζευγνύει αντιθετικές προτάσεις και αντιθετικές προσεγγίσεις, αλλά υποδηλώνει εννοιολογική αμηχανία και σύγχυση και ασάφεια. Αν τελικά δεν τον ικανοποιούσε η θρησκευτική προσέγγιση γιατί δεν εμπνεύστηκε μια νέα σύνθεση με σύγχρονη εικαστική διατύπωση, εικαστική γλώσσα και κώδικα; Αυτή την ερμηνευτική αμηχανία και σημασιολογική ασάφεια ενισχύουν και οι εξής εκτιμήσεις του Μ. Α.: «… θα ήθελα να γίνει ένα έργο που να παράγει σημεία εσωτερικής και εξωτερικής αναφοράς (ό.π.)». Αλλά με ποιον τρόπο θα παραχθούν αυτά τα σημεία, όταν αποκλείει τη θρησκευτική προσέγγιση του έργου, που θα του επέτρεπε να αναδείξει τα ουσιώδη συστατικά του; Να υποθέσουμε ότι θα εμπιστευόταν την ευρηματικότητα του παρατηρητή, την inventio, η οποία θα συμπλήρωνε τα κοινά απροσδιοριστίας του έργου και των προθέσεων του δημιουργού· γεγονός που θα ανήγαγε τον αποδέκτη σε συν-δημιουργό (Uberto Eco, Lector in fabula) και το έργο σ’ ένα ανοιχτό καλλιτεχνικό έργο και ανοιχτή έννοια. Αυτή η προσληπτική διαδικασία προϋποθέτει ότι έχει εκταμιευτεί στο έργο μέρος έστω των desiderata και έχει υπολογιστεί ο ορίζοντας προσδοκίας του αναγνώστη-παρατηρητή. Τι από όλα αυτά έχει ενσωματωθεί στο προτεινόμενο έργο;

Ποιες είναι οι απόψεις

Τώρα που έχουν γίνει γνωστές οι προθέσεις του δημιουργού (intentions auctoris) θα είχε ενδιαφέρον να γνωρίζαμε και την άποψη του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος προεδρεύει στο Ιδρυμα της Μαρίας Κασιμάτη στο οποίο ίδρυμα ανήκει το οικόπεδο· συμμερίζεται την ερμηνευτική εκδοχή και πρόταση του Μ.Α., ότι «το έργο έχει εννοιολογική προσέγγιση και όχι θρησκευτική»; Και η γνώμη του Δήμου Αθηναίων, που ενδιαφέρεται (και πρέπει να ενδιαφέρεται) για την αισθητική της πόλης, ποια είναι;

Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του καλλιτέχνη που αφορά τους λόγους δημιουργίας του προτεινόμενου έργου· γράφει: «θα ήθελα κι εγώ ένα έργο πιο χαρούμενο (υπογράμμιση δική μου), αλλά θα ήταν σαν να κοροϊδεύω μια ολόκληρη εποχή». Που σημαίνει ότι με την επιλογή του αυτή δεν κοροϊδεύει· ότι το έργο του Carolsfeld λειτουργεί και αντιστοιχεί στις ανθρωπολογικές, στυλιστικές και αισθητικές ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Σας θυμίζω ότι το στυλ του έργου που στάθηκε πηγή έμπνευσης στον νεότερο καλλιτέχνη ήταν το νεομπαρόκ. Αλλά η χρήση ενός έργου του οποίου η στυλιστική επένδυση από της εμφάνισής του στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα δεν είχε τα διαπιστευτήρια ενός αυθεντικού έργου αλλά αποτελούσε μίμηση παλαιότερων έργων (Dürer, Bronzino, Ραφαήλ, Μιχαήλ Αγγελος κ.ά.) και η επαναληπτική χρήση του έργου που δεν συνυπολογίζει ενδιάμεσες εκφραστικές κατακτήσεις, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έως σήμερα, δεν αποτελεί ασέβεια, εμπαιγμό, απάτη, κοροϊδία του σύγχρονου αποδέκτη;

Κλείνοντας τον βραχύ αυτό σχολιασμό θα ήθελα να προσθέσω ακόμη και τα εξής: «Η αναπαραγωγική, αντιγραφική διαδικασία του δυτικού έργου και η ανάπτυξή του σ’ ένα ανοίκειο, βέβηλο και κοσμικό φόντο, στον τοίχο του πολυκαταστήματος Κατράντζος, δημιουργεί πρόσθετες δυσχέρειες· πώς θα συντελεστεί η μεταποίηση του χώρου από βέβηλο σε ιερό και πώς θα πλαισιωθεί ο χώρος αυτός και με τι είδους παρακειμενικές παραστάσεις;

* Ο κ. Γιάννης Ρηγόπουλος είναι διδάκτωρ Φιλολογίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή