Η παράλλαξη του ιστορικού κτιρίου της Πρυτανείας του ΕΜΠ

Η παράλλαξη του ιστορικού κτιρίου της Πρυτανείας του ΕΜΠ

2' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το νεοαποκτηθέν γκράφιτι του Πολυτεχνείου προκάλεσε ευρύτατη δημόσια συζήτηση εκτός θέματος: αν είναι τέχνη ή όχι, αν είναι καλή τέχνη ή κακή, αν είναι γκράφιτι ή τοιχογραφία, αν υπάρχει δικαίωμα «δημιουργικής» παρέμβασης σε υφιστάμενο κτίριο –ασχέτως αν αυτό είναι καλλιτεχνικό μνημείο–, αν εκφράζει την παρούσα οικονομική (όρα «ανθρωπιστική») κρίση, αν καλύπτει την (αμέσως προηγούμενη αλλά και παραμένουσα) ασχήμια και την εγκατάλειψη.

Το θέμα είναι ότι το συγκεκριμένο κτίριο είναι η Ιστορική Πρυτανεία του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, που, για να μην ξεχνάμε, είχε πυρποληθεί κατά τα επεισόδια του Οκτωβρίου 1991 και είχε υποστεί εκτεταμένες ζημίες με κατάρρευση της στέγης και καταστροφή μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών, σπάνιας τέχνης και δεξιοτεχνίας. Το ΕΜΠ, με τεράστια δαπάνη και με τη συμβολή του επιστημονικού του προσωπικού, προέβη στην πλήρη και υποδειγματική αποκατάστασή του και, το 2000, το παρέδωσε πάλι σε ενεργό εκπαιδευτική και πολιτιστική λειτουργία. Κυρίως, όμως, αποκατέστησε ένα μνημείο της νεότερης ιστορίας: εκεί όπου, κατά τα γεγονότα του 1973, η Κοινότητα του Πολυτεχνείου συνέβαλε αποφασιστικά στην ανατροπή της στρατιωτικής δικτατορίας.

Τα χρόνια περνούν και ξεχνάμε. Οι νεότερες γενιές μπορεί να στερούνται της στοιχειώδους πληροφόρησης, λόγω και ελλείμματος παιδείας. Τότε, το 2000, έμοιαζε να είμαστε όλοι σύμφωνοι ότι το κτίριο έπρεπε να αποκατασταθεί και να διαφυλαχθεί. Τώρα, όμως; Μία πράξη όπως της αυθαίρετης και απρόσκλητης ενέργειας της αλλοίωσης της φυσιογνωμίας ενός αρχιτεκτονήματος πανευρωπαϊκής εμβέλειας –έργου του Λύσανδρου Καυταντζόγλου–, φορέα πολλαπλών ιστορικών συμβολισμών, το εκθέτει σε χλευασμό, ακριβώς γιατί είναι σύμβολο. Αποτελεί στόχο γιατί είναι μνημείο του αστικού πολιτισμού, τον οποίο, ανιστόρητα και μικρόψυχα, ορισμένοι συνδέσαμε με τη «Δεξιά» και το «κατεστημένο», ενώ πρόκειται για την έκφραση της νεοελληνικής αναγέννησης. Αποτελεί στόχο γιατί είναι δημόσιο κτίριο, και κάθε δημόσιο αγαθό θεωρείται, από μερικούς από εμάς, έκφραση κρατικής καταπίεσης και υποχρέωσης να υποτασσόμαστε σε κανόνες και αρχές. Το συγκεκριμένο κτίριο είναι από χρόνια θύμα περιφρόνησης και κακοποίησης με την ιδεολογικοπολιτική ανοχή των κυβερνώντων, των ιθυνόντων και των κοινωνικών καθοδηγητών.

Στον δημόσιο διάλογο έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις, μεταξύ των οποίων ότι αποτελεί παράδοση στην ιστορία της αρχιτεκτονικής η συμβολή επόμενων γενεών στη διαμόρφωση νέου προσώπου σε παλαιότερα αρχιτεκτονήματα, με προσθήκες νέας τεχνοτροπίας. Το συνολικό αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις υπήρξε αριστουργηματικό. Καμία αντίρρηση. Ομως σε κάθε τέτοια περίπτωση υπήρχε σχέδιο και εντολή για την παρέμβαση, ηθελημένη και χρηματοδοτημένη από τον κύριο του έργου, σε μία διαδικασία που εξέφραζε τη δεσπόζουσα κοινωνική αντίληψη. Εδώ, όμως; Εδώ έχουμε μία μονομερή αντικοινωνική πράξη θράσους και «εξυπνακισμού», οχυρωμένη πίσω από τη βεβαιότητα της ατιμωρησίας και της μη τήρησης του νόμου, που εκφράζει μία μειονότητα –τους «δημιουργούς», μαζί με όσους τους στηρίζουν–, της οποίας η αισθητική αντίληψη και ιστορική συναίσθηση ίσως πρέπει να τεθούν εν αμφιβόλω. Μία μειονότητα, που δεν μας ρώτησε εμάς τους υπόλοιπους, τη συντριπτική πλειονότητα των συνιδιοκτητών του δημοσίου αγαθού, αν θέλουμε «βελτίωση» του μνημείου με τη φθορά των μαρμάρινων μελών και το «μπογιάτισμα» των επιχρισμένων επιφανειών. Και τώρα, τι; Η πολυτεχνική κοινότητα, συναισθανόμενη την ευθύνη της του θεματοφύλακα και αποτελώντας, παράλληλα, στόχο κοινωνικής υποκρισίας ως τάχα συνυπεύθυνης, θα αναλάβει, με νέες δαπάνες, την αποκατάστασή του. Με ποια κατάληξη; Χωρίς δισταγμό, η απάντηση είναι: το μνημείο θα ξαναβεβηλωθεί τάχιστα.

Προφανώς, δεν υπήρξε πρόσκληση, ανάθεση και χρηματοδότηση του νέου αυτού «έργου» και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να θεωρείται αθέμιτο, αυθαίρετο, αύθαδες, ασεβές, παράνομο και καταστροφή ξένης περιουσίας και δη δημόσιας. Μάλλον εμπίπτει στην «ταλιμπανική» και «τζιχαντιστική» αντίληψη ότι η καταστροφή της ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομίας, η λογοκρισία των προηγούμενων γενεών, η αφάνιση της συλλογικής μνήμης, είναι υποχρέωση κάθε πικραμένου, που έτσι θα νιώσει απελευθερωμένος από τα δεσμά της κοινωνίας.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Π. Μυλωνάς είναι ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή