Η ζωή μιας ψυχοκόρης

Μιλά στην «Κ» ένα από τα χιλιάδες ανήλικα κορίτσια που τη δεκαετία του ’40 απομακρύνθηκε από την οικογένειά του και έγινε εσώκλειστη υπηρέτρια, στο σπίτι ενός καπνέμπορα της εποχής

η-ζωή-μιας-ψυχοκόρης-562875139

Στην αρχή δεν καταλάβαινε. «Αν ήμουν τι; Πώς το είπατε; Α, ψυχοκόρη. Ναι, ναι…». Κοντεύει τα 90, ζει σε μια πόλη της ανατολικής Μακεδονίας, σ’ ένα σπίτι με αυλή. Μόλις έχει μαζέψει λίγη ρόκα. Παίρνει τον λόγο και αρχίζει να μιλάει η ίδια για τον εαυτό της. «Να την πω τη λέξη; Θα την πω. Υπηρέτρια ήμουν!»

Δεκαετία του ’40. Τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Ο πατέρας τους ζωντανός μεν, αλλά είχε τραυματιστεί βαριά στον πόλεμο από βλήμα στον ώμο. «Δεν μπορούσε να δουλέψει στα χωράφια, ήταν άρρωστος. Πώς θα συντηρηθεί η οικογένεια; Φύγαμε από το χωριό, πήγαμε σε μια κωμόπολη. Δεν ήταν μόνο η φτώχεια και η πείνα, αλλά και οι ασθένειες, κυρίως η φυματίωση… Εγώ ήμουν η μεσαία από τις αδερφές μου. 12 χρονών. Η μια ήταν μικρή, η άλλη ήταν μεγάλη. Και έτσι, επέλεξαν εμένα, ήμουν η πιο κατάλληλη». Την έστειλαν μόνη της στην πόλη, στο σπίτι ενός καπνέμπορα που μαζί με τη γυναίκα του είχαν ήδη έναν γιο, περίπου 5 χρονών. «Υπήρχε το δωμάτιο υπηρεσίας, εκεί έμενα εγώ. Ξυπνούσα πριν από όλους. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να βάψω τα παπούτσια και να ανάψω τις τρεις σόμπες του σπιτιού. Ηταν μεγάλο, 160 τ.μ., έκανε ώρα να ζεσταθεί. Επρεπε να κουβαλάω τα ξύλα και τα κάρβουνα. Τα πιο δύσκολα ήταν τα ξύλα. Να βγαίνω έξω στην παγωνιά που ήταν στοιβαγμένα, να σηκώνω το κασόνι και να το κουβαλάω στη σκάλα. Γύρω μου είχε τεράστιους σταλακτίτες, για τόσο κρύο μιλάμε. Από τότε απέκτησα πρόβλημα στη μέση. Δούλευα 8 με 10 ώρες καθημερινά. Δεν υπήρχε άλλη υπηρέτρια, μόνο καμιά φορά έφερναν μια πλύστρα γιατί τα σεντόνια ειδικά ήταν δύσκολα. Λίγο καιρό μετά γεννήθηκε και το 2ο αγόρι της οικογένειας. Ενα κουκλί. Αυτό το είχα σαν παιδί μου. Το έπαιρνα και το κοίμιζα στο κρεβάτι μου». 

Ορισμένοι τότε τις αποκαλούσαν «τα δουλάκια», μια υποτιμητική λέξη που περιέγραφε όμως τη σχέση απόλυτης εξάρτησης που καλούνταν να διαχειριστούν αυτά τα κορίτσια, καθώς στην πραγματικότητα το μέλλον τους, αλλά και το παρόν τους, ήταν πλέον στα χέρια των άτυπων κηδεμόνων τους. 

Σήμερα η ιστορία της φαντάζει ξένη. Ενα ανήλικο κορίτσι να μένει εσώκλειστο, να κάνει όλες τις χειρωνακτικές δουλειές με τα περιορισμένα μέσα της εποχής και να προσέχει τα μικρότερα παιδιά μιας οικογένειας που δεν είναι η δική της; Και όμως, αυτή ήταν η πραγματικότητα για χιλιάδες άπορα κορίτσια, κυρίως των χωριών και της επαρχίας, που οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες δεν ήταν με το μέρος τους. Οι άνθρωποι που τις έφεραν στον κόσμο και που θεωρητικά θα έπρεπε να τις προστατεύσουν αδυνατούσαν να το κάνουν: τραυματίες πολέμου που δεν μπορούσαν να προσφέρουν ούτε τα βασικά στις οικογένειες τους, πολύτεκνες γυναίκες που έμεναν χήρες, υπερήλικες συγγενείς που έχαναν τα παιδιά τους και αδυνατούσαν να αναλάβουν τα εγγόνια τους. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ιστορίες που κρύβονται πίσω από τις ψυχοκόρες, τις ανήλικες υπηρέτριες δηλαδή, που από τις αρχές έως και τη μέση του προηγούμενου αιώνα βρέθηκαν εσώκλειστες σε άγνωστα για αυτές, αστικά, αλλά και μεσοαστικά σπίτια. Ορισμένοι τότε τις αποκαλούσαν «τα δουλάκια», μια υποτιμητική λέξη που περιέγραφε όμως τη σχέση απόλυτης εξάρτησης που καλούνταν να διαχειριστούν αυτά τα κορίτσια, καθώς στην πραγματικότητα το μέλλον τους, αλλά και το παρόν τους, ήταν πλέον στα χέρια των άτυπων κηδεμόνων τους. 

Η ζωή μιας ψυχοκόρης-1
«Είχα πολλές φιλενάδες. Η συγκεκριμένη φωτογραφία τραβήχτηκε σε κάποια έξοδο μας στη Δράμα, εγώ είμαι αυτή στα αριστερά»

«Με έστειλαν σε αυτό το πλούσιο σπίτι για καλύτερα. Τις Κυριακές είχα έξοδο, πήγαινα στο κατηχητικό. Λεφτά δεν μου έδιναν, μόνο κάποιο χαρτζιλίκι. Τον μισθό μου τον κρατούσαν αυτοί για όταν παντρευτώ. Σχολείο δεν πήγαινα, είχα πάει κάποιες τάξεις όταν έμενα ακόμα με τους γονείς μου. Νομίζω μέχρι τη Δευτέρα; Κάποια στιγμή όμως, όταν ήμουν 15-16 χρονών, βγήκε ένας νόμος πως πρέπει να πάρω το απολυτήριο του Δημοτικού. Με έστειλαν για λίγους μήνες σε ένα Νυχτερινό και το πήρα. Είχα πολλές φιλενάδες, ήμασταν αρκετές υπηρέτριες στη γειτονιά. Η καλύτερή μου φίλη έμενε στο απέναντι σπίτι. Κάποια στιγμή όμως η οικογένεια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και έκτοτε έχασα τα ίχνη της. Το καλοκαίρι με έστελναν και για 15 μέρες κατασκήνωση. Τους γονείς και τα αδέρφια μου τους έβλεπα όταν έρχονταν στην πόλη να ψωνίσουν από το παζάρι. Πεταγόμουν για 5’, ίσα ίσα να πούμε καμιά κουβέντα. Το κακό ξέρεις ποιο ήταν; Πως έτρωγα πάντα μόνη μου. Οσο έτρωγε η οικογένεια στεκόμουν όρθια, σωστό άγαλμα στην πόρτα, μήπως χρειαστούν να τους φέρω κάτι. Πίσω από τα γόνατα είχα βγάλει μεγάλα εξογκώματα, σαν αυγά, από την ορθοστασία. Και μετά, αφού μάζευα και καθάριζα έτρωγα και εγώ μόνη μου στην κουζίνα. Ακόμα και το Πάσχα, μόνη μου έτρωγα. Αυτό ναι, ήταν κακό…»

Κάποιες φορές άκουγε τα σχόλια των περαστικών, που την έβλεπαν να πλένει μέσα στην παγωνιά τα μπαλκόνια του σπιτιού. «Σχολίαζαν πως είμαι ακόμα παιδί και πως δεν θα έπρεπε να κάνω τόσο βαριές δουλειές. Αλλά άσχημα λόγια δεν μου είπε ποτέ κανείς. Από την πλευρά μου προσπαθούσα να μη δίνω στόχο. Με το που ξυπνούσα φορούσα την ποδιά μου, το τσεμπέρι και τα τσουράπια μου. Ξέρετε τι είναι τα τσουράπια; Οι χοντρές κάλτσες. Αυτά φορούσα, δεν είχαμε τότε παντόφλες…» Παρά τις δυσκολίες ένιωθε ασφαλής μέσα στο σπίτι. Οι επισκέπτες παίνευαν τη μαγειρική της («ειδικά την ταραμοσαλάτα μου!»), ο μικρός γιος της οικογένειας ήταν κολλημένος πάνω της και οι άτυποι κηδεμόνες της ήδη συζητούσαν με ποιον θα την παντρέψουν.

Οσο έτρωγε η οικογένεια στεκόμουν όρθια, σωστό άγαλμα στην πόρτα, μήπως χρειαστούν να τους φέρω κάτι. Πίσω από τα γόνατα είχα βγάλει μεγάλα εξογκώματα, σαν αυγά, από την ορθοστασία. Και μετά, αφού μάζευα και καθάριζα, έτρωγα και εγώ μόνη μου στην κουζίνα. Ακόμα και το Πάσχα, μόνη μου έτρωγα.

Το καλοκαίρι του 1955 όμως ένας τρόμος διαπέρασε το σώμα της και φώλιασε εκεί. «Δεν τρομοκρατήθηκα μόνο εγώ. Ολες οι υπηρέτριες το ίδιο φοβηθήκαμε». Εκείνον τον Αύγουστο, για πρώτη φορά τα «δουλάκια» πρωταγωνίστησαν στις σελίδες των εφημερίδων μέσω της 12χρονης Σπυριδούλας. Η ανήλικη, από ένα χωριό του Αγρινίου, ήταν ήδη για δυο χρόνια υπηρέτρια στο σπίτι του ζεύγους Βεϊζαδέ στην Αθήνα όταν ο Γιώργος Βεϊζαδές την κατηγόρησε πως έχει κλέψει ένα χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων. Παρά την άρνηση του κοριτσιού το ζευγάρι άρχισε να τη χτυπάει αλλεπάλληλα. Το αποκορύφωμα της κακοποίησης ήταν το πυρακτωμένο σίδερο με το οποίο τη βασάνισαν για ώρες ολόκληρες, προκαλώντας εγκαύματα στο σώμα και το πρόσωπό της. Ηταν τόσο εκτεταμένες οι βλάβες που δημιούργησαν, που με τον φόβο ότι η Σπυριδούλα θα πέθαινε μέσα στο σπίτι τους υποχρεώθηκαν να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Εκεί ισχυρίστηκαν πως έπεσε πάνω της καυτό νερό, ενώ την απείλησαν να πει το ίδιο. Τις επόμενες μέρες το νεαρό κορίτσι βρήκε το θάρρος να μιλήσει στους γιατρούς της και τότε η ιστορία της κυκλοφόρησε σε όλη τη χώρα. Η Σπυριδούλα εκείνες τις μέρες δέχθηκε ένα τεράστιο κύμα αγάπης και αλληλεγγύης από τον κόσμο, το ζεύγος Βεϊζαδέ παραπέμφθηκε σε δίκη και η ελληνική κοινωνία ήρθε έστω και άθελά της αντιμέτωπη με την πραγματική έννοια της παραπλανητικής λέξης «ψυχοκόρη».

Μέσα στην επόμενη δεκαετία οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές της χώρας εξαλείφουν τόσο την παιδική εργασία, όσο και το φαινόμενο των εσώκλειστων υπηρετριών –τουλάχιστον για τις Ελληνίδες. Παράλληλα, πλέον στη χώρα μας, σύμφωνα με τον Νόμο 1837 (ΦΕΚ Α΄85/23.3.1989) ανήλικοι που δεν έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους απαγορεύεται να απασχοληθούν σε οποιαδήποτε εργασία -εξαίρεση αποτελούν οι οικογενειακού χαρακτήρα γεωργικές, δασικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Ο θεσμός της ψυχοκόρης ωστόσο δεν περιοριζόταν στη βαρβαρότητα της παιδικής εργασίας. Η απομάκρυνση των κοριτσιών από τους οικείους τους και η τοποθέτησή τους σε άγνωστα σπίτια, με άγνωστους ανθρώπους τους οποίους έπρεπε να υπηρετούν ήταν εξίσου -αν και όχι και παραπάνω- προβληματική, ακόμα αν και εκείνη την εποχή φάνταζε φυσιολογική. 

«Δεν ήταν όλοι τους κακοί, θέλω να το τονίσω αυτό. Και μπορεί τότε με τη Σπυριδούλα να φοβήθηκα, εμένα όμως ποτέ όμως δεν μ’ έβλαψαν. Ημουν τυχερή, μου φέρονταν καλά, με είχαν σαν δικό τους άνθρωπο. Με κράτησαν στο σπίτι μέχρι να γίνω 24 χρονών και μετά με πάντρεψαν. Τον άντρα μου αυτοί τον βρήκαν. Το μικρό το αγόρι που μεγάλωσα, αυτός με στεφάνωσε. Πήραν τότε μια άλλη υπηρέτρια, της έμαθα εγώ τη δουλειά για λίγους μήνες και έφυγα. Με τα λεφτά που μου κρατούσαν όλα αυτά τα χρόνια, μου αγόρασαν ένα σπίτι. Τι δουλειά έκανα μετά; Καθαρίστρια έγινα. Τι να έκανα; Αφού και ο άντρας μου φτωχός ήταν. Τώρα είμαι 88 χρονών. Δεν ξέρω πόση ζωή μου έχει μείνει, νιώθω πως όχι πολλή. Σας είπα πως έχω ωραία ρόκα στον κήπο; Σας το είπα. Να έρθετε να σας δώσω».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή