Η εξομολόγηση μιας ντίβας

5' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η διαδρομή στο μυαλό ενός ανθρώπου και στις εικόνες που διατρέχουν τη σκέψη του είναι ιδιαίτερα γοητευτική», δηλώνει η Κατερίνα Λέχου, εξηγώντας γιατί ξεχωρίζει το μιούζικαλ Νine, στο οποίο συμμετέχει μαζί με ένα λαμπερό cast ηθοποιών, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα. Το θεατρικό έργο των Arthur Kopit και Maury Yeston αποτελεί τη μεταφορά στη σκηνή της αυτοβιογραφικής ταινίας του Federico Fellini 8 ½. «Ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει τη σύνδεση με το κλασικό φιλμ, πολλοί δεν ξέρουν ούτε τον ίδιο, ούτε βέβαια θυμούνται τις ταινίες του. Δεν ποντάρουμε σε αυτήν τη μνήμη, προσπαθούμε ωστόσο να πετάξουμε το σπόρο, ώστε να ενδιαφερθεί κάποιος. Είναι ωραίο μέσα από την παράσταση να ανακαλύψει κανείς ξανά τον Fellini. Κι εγώ με αφορμή το μιούζικαλ ανέτρεξα στη φιλμογραφία του μετά από 25 χρόνια. Άλλη ματιά, άλλη αντιληπτικότητα. Είναι τελείως διαφορετικός ο τρόπος που ερμηνεύω, που αποκρυπτογραφώ τις σκηνές… Συνεπώς, η ευκαιρία είναι για όλους μας».

Το μιούζικαλ παρακολουθεί το σκηνοθέτη Guido Contini να βυθίζεται στην απόγνωση, καθώς λίγο πριν από την έναρξη των γυρισμάτων της νέας του ταινίας, νιώθει την έμπνευση να τον εγκαταλείπει. Εγκλωβισμένος σε προσωπικά και επαγγελματικά αδιέξοδα, ο διάσημος κινηματογραφιστής στρέφεται για βοήθεια στις γυναίκες του περιβάλλοντός του, που τον επισκέπτονται με τη μορφή φαντασιώσεων. Η Κατερίνα Λέχου  υποδύεται την Claudia, την πρωταγωνίστρια και μούσα του Contini, και επισημαίνει πως ο δικός της ρόλος λειτουργεί λίγο σαν καθρέφτης για τον Guido. «Η Claudia φέρει τα χαρακτηριστικά μιας σταρ, μιας ντίβας της εποχής εκείνης με τρομερή εξουσία. Δεν ξέρουμε αν υπήρξε ποτέ ζευγάρι με το σκηνοθέτη, επικρατεί ωστόσο ηλεκτρισμός ανάμεσά τους, ένας ιδιάζων ερωτισμός όπου το επαγγελματικό μπερδεύεται με το ερωτικό. Μοιάζουν αυτοί οι δύο, δεν ζουν την πραγματική ζωή, κυλούν οι μέρες τους μέσα από την οθόνη. Δεν μπορεί να της κρυφτεί, στέκεται γυμνός απέναντί της». 

Πιστεύει πως σήμερα υπάρχει περισσότερη «αναπηρία» στο να αφεθείς. «Είναι πιο τεχνοκρατική η εποχή μας, ο βασικός μοχλός που κινεί τις σχέσεις των ανθρώπων είναι πάντα το status, τα χρήματα, η εξουσία. Το βλέπω διαρκώς γύρω μου. Αυτό σε απομονώνει από το συναίσθημά σου. Αν δεν είσαι σε επαφή με τον εαυτό σου, πώς να αφεθείς στον άλλο; Στα ’50s, αμέσως μετά τον πόλεμο, οι άνθρωποι ήταν πιο ανθηροί συναισθηματικά. Οι σχέσεις στις ταινίες διέπονταν από ένα πάθος. Σήμερα, είναι δύσκολο να διακρίνεις πάθος στο σινεμά».

Η εξομολόγηση μιας ντίβας-1

Μάλλινος γιακάς με παγιέτες CHRISTIAN DIOR, Dior Boutique.

Αναφέρει πως αυτό που τη δελεάζει για να αποδεχτεί ένα ρόλο είναι ό,τι κρύβεται ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου. «Αυτά που δεν αρθρώνει, αλλά που εννοεί ο ήρωας και που καλούμαι να ερμηνεύσω, θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον μου για να αφηγηθώ την ιστορία του. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό είναι το στοιχείο που με έθελξε για να πω ναι. Τουλάχιστον το δικό μου κομμάτι, όσο ελλειπτικό και περιορισμένο κι αν είναι, έπρεπε να έχει και μια δεύτερη ανάγνωση».

Για να προσεγγίσει το ρόλο βασίστηκε στο κείμενο και στη συνέχεια χρησιμοποίησε διάφορα στοιχεία, φωτογραφίες, ταινίες, μουσικές, για να μεταφερθεί στην εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία. «Προσπαθώ πάντα να βρω κοινά στοιχεία με το χαρακτήρα που υποδύομαι. Αυτό που με συνδέει με την Claudia είναι η ανάγκη της να απεκδυθεί την εικόνα της ντίβας και να κάνει κάτι άλλο. Βλέπει το χρόνο που περνάει και θέλει να κάνει τη μετάβαση σε ένα άλλο είδος, να της αναγνωρίσουν ότι είναι ικανή και για άλλα πράγματα, εκτός από το να περιφέρει τον εαυτό της και τη γοητεία της. Αυτό το έχουμε οι ηθοποιοί, θέλουμε πάντα να δείξουμε και μια άλλη πλευρά. Υπάρχει αυτή η αγωνία του να μη μας τυποποιήσουν σε ένα ρόλο. Να μια ταύτιση». 

Kάτι που θαυμάζει, επίσης, στην ηρωίδα της είναι ότι παίρνει το ρίσκο να χαράξει διαφορετική πορεία. «Παίρνω ρίσκο σημαίνει επαναπροσδιορίζω τον εαυτό μου, πάω κόντρα στους φόβους μου – σέρνει πολλά όμορφα πράγματα αυτή η απόφαση. Αυτό για μένα ισοδυναμεί με επιτυχία σε μια καριέρα. Θαυμάζω τους ανθρώπους που ρισκάρουν και τολμούν ανατρεπτικά πράγματα».

Μετά από 30 χρόνια θεατρικής εμπειρίας, έχει καταλήξει σε τρία σημαντικά συμπεράσματα: «Το πρώτο που συνειδητοποιείς σε αυτήν τη δουλειά είναι πως δεν ξέρεις τίποτα. Αυτήν τη στιγμή είμαι αντιμέτωπη με ένα θεατρικό είδος στο οποίο έχω άγνοια. Βέβαια στην Ελλάδα, σχεδόν πάντα, ξεκινάς από την αρχή, δεν έχεις ποτέ κεκτημένα, ακόμη και στα μάτια του κόσμου, αισθάνομαι πως πρέπει κάθε φορά να αποδεικνύεις ποιος είσαι. Είναι μια συνεχής ανηφόρα, ωστόσο δεν είναι κακή η ανάβαση αυτή». Η δεύτερη σημαντική της διαπίστωση έχει να κάνει με τη συλλογικότητα του θεάτρου, τη σημασία και το σεβασμό που πρέπει να επιδεικνύει κάθε ηθοποιός με όποιον συνάδελφό του μοιράζεται τη σκηνή. «Το σπορ είναι ομαδικό. Δεν υπάρχεις χωρίς τον άλλον, δεν υφίστασαι. Οι άλλοι είναι τα θεμέλια για να μπορέσεις να χτίσεις εσύ, τους έχεις μεγάλη ανάγκη. Δεν υπάρχει ο λαμπερός πρωταγωνιστής και όλοι οι υπόλοιποι… Μπορεί να παίξει ο Messi μόνος του μπάλα; Πρέπει να του τη “στρώσουν” για να ξεδιπλώσει το ταλέντο και την τεχνική του». Το τρίτο αφορά τον τρόπο που διαχειρίζεται τα αδύνατα σημεία της στη σκηνή. «Δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα. Αυτό το έμαθα την τελευταία πενταετία. Πάντα σε κάθε δημόσια έκθεση πασχίζουμε τα τρωτά και τα άσχημα να τα κρύψουμε και να προτάξουμε τα δυνατά μας σημεία. Δεν γίνεται, το βλέπω ως θεατής, νομίζω ότι το διακρίνουν και σ’ εμένα. Τι κάνω πια; Δεν προσπαθώ να κρύψω τίποτα. Γιατί πιστεύω πως έτσι δείχνεις ότι αγαπάς και τις αδυναμίες σου ακόμα. Τώρα κάνω μια υπερπροσπάθεια με το τραγούδι, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα προσπαθήσω να καλύψω την ατέλειά μου. Ένας άνθρωπος δεν είναι τέλειος. Έτσι δίνεις την ευκαιρία στο θεατή να αγαπήσει κι αυτός τα “ελαττώματά” σου. Για παράδειγμα, η Λαμπέτη ήταν ψευδή. Όταν ένας ηθοποιός συμβιβαστεί με αυτό και δεν προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο, γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της υποκριτικής του δεινότητας. Ελευθερώθηκα πολύ όταν το ανακάλυψα, ησύχασα, γιατί όσο κρύβεις είσαι μαγκωμένος. Αυτή η ελευθερία σού δίνει άλλα περιθώρια εξέλιξης».

―Nine, Θέατρο Πάνθεον, από 28/10, www.pantheontheater.gr

Photos HARRIS FARSARAKIS

Fashion Editor MICHAEL PANDOS

Hair & Make up MANOS VYNICHAKIS @D-TALES

Manicure MARIA VOUGIOUKLAKI  @ΝΥΧΙ-ΝΥΧΙ ANNA ALMBANIS

 Assistant Photographer MATA SERAFIMIDOU

Assistant Stylist MARIANNIΕ SAMARA

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή