Σε μια από τις εκατοντάδες
διαφημίσεις του Instagram, που
είναι κομμένες και ραμμένες
για
τις καταναλωτικές μου ανάγκες,
όπως αυτές έχουν επιτυχώς
«ψαρευτεί» από τον αλγόριθμο,
εμφανίστηκε ένα πόστερ-κόπια
του
πίνακα «Nighthawks» του
ρεαλιστή
Εντουαρντ
Χόπερ,
ταμάμ για μια εποχική ανανέωση
στο
καθιστικό.
Πρόκειται ίσως για το
δημοφιλέστερο
έργο του, το οποίο απεικονίζει
ένα
φωτισμένο μπαρ με τρεις
πελάτες-θαμώνες και μια
εντελώς
άδεια πόλη, σαν νεκρή. Σύμφωνα
με
το λαοφιλές κανάλι Great
Art Explained στο
Youtube, οι φιγούρες του μπαρ
εκφράζουν την απομόνωση και τη
μοναξιά, και μέσα από αυτές
αναδύεται η έλλειψη κοινωνικής
συνοχής της Αμερικής στο
κατώφλι
της σύγχρονης εποχής. Ο
πίνακας
ολοκληρώθηκε το 1942, λίγες
εβδομάδες μετά την επίθεση στο
Περλ Χάρμπορ.
Το μπαρ αυτό θα μπορούσε να το
έχει
δει κανείς στα όνειρά του.
Είναι
στατικό, ακίνητο,
αθόρυβο, με
μια τεράστια
βιτρίνα να
το κυκλώνει, μια αυλαία στον
έξω
ανύπαρκτο κόσμο.
Βρέθηκα να αναζητώ στην Αθήνα
μερικά τέτοια μπαρ-σκηνές, με
μεγάλες τζαμαρίες που
επιτρέπουν
να δεις έξω. Η κεντρική σκηνή
να
μην είναι η μπάρα όπως
είθισται,
αλλά ο δρόμος, μια ευρύτερη
κοινωνική σκηνή που μπορεί να
αιχμαλωτίσει την φαντασία των
θαμώνων.
Σκεφτείτε κάποια τέτοια
μπαρ,
ελαφρώς κρυμμένα μέσα
σε
στοές, ή γωνιακά
με
τζαμαρίες που ανοίγουν ή
ανεβαίνουν, και επιτρέπουν να
καθίσεις σε ένα μικρό πάγκο,
μισός
να είσαι μέσα και μισός έξω.
Αποδεικνύονται ιδανικά για τη
μετάβαση από το καλοκαίρι στον
χειμώνα. Τώρα που η ζέστη
φεύγει
και το κρύο δεν έχει φτάσει
ακόμα,
εκεί μπορούμε ακόμα να
προσποιηθούμε πως υπάρχει
φθινόπωρο.
Στα ανοιχτά τους παράθυρα η
πόλη
έχει μαλακώσει και προσπαθεί
να
τακτοποιηθεί, να στείλει πίσω
τους
επισκέπτες, να κάνει χώρο
στους
ντόπιους. Με πιο δυνατή
μουσική ή
καθόλου, με την ωραία βαβούρα
του
κόσμου στα διπλανά τραπέζια,
με ιντριγκαδόρικο και
νόστιμο bar food ή τα
συνηθισμένα
πίνατς,
ιδού μερικά μπαρ που δοξάζουν
τις
καθημερινές απολαύσεις της
ύπαρξης
και αυτό το φθινόπωρο.
Abstract
To αφηρημένο στην Τέχνη δίνει
έμφαση στη χρήση του χρώματος,
του
σχήματος και των μορφών με
σκοπό
την μετάδοση ιδεών και
συναισθημάτων που συχνά
μοιάζουν
αποκομμένα από τη ρεαλιστική
αναπαράσταση. Η πειραματική
διάθεση στον κατάλογο αυτού
του
Abstract μπαρ το κάνει να
ξεχωρίζει.
Πάρτε για παράδειγμα τη
Splatter
Margarita από τη
λίστα των κοκτέιλ. Η εμφάνισή
της
είναι εμπνευσμένη από την
τεχνική
που χρησιμοποιούσε ο Τζάκσον
Πόλοκ, τα χρώματα του οποίου
μοιάζουν να έχουν στάξει πάνω
στον
καμβά. Αυτή την τεχνική
μιμείται ο
δημιουργός του κοκτέιλ, με ένα
ποτήρι όλο πιτσιλιές.
Οπτικά όλα τα κοκτέιλ
επικοινωνούν
μια πιο αφηρημένη ιδέα,
παρμένη
από έργα καλλιτεχνών που
έγιναν
γνωστοί για τα μη
αναπαραστατικά
στοιχεία. Τα περισσότερα
συστατικά
τους έχουν δημιουργηθεί εντός:
σιρόπια, cordial, πάστες από
φρούτα, συνταγές που απαιτούν
πολλές ώρες προετοιμασίας.
Αν σας αρέσουν η δυνατή μουσική
και
τα συντονισμένα μπιτ, πιάστε
μια
θέση στο παράθυρο που κοιτάζει
την
Αρκτίνου, λίγα βήματα από το
Παναθηναϊκό Στάδιο,
διαφορετικά
καθίστε στα πιο ήσυχα
τραπεζάκια
του πεζόδρομου. Ζητήστε ένα
Surreal
Zombie,
με πάγο που μοιάζει με ελαφρύ
χιονάκι και έχει γλύκα από
τροπικά
ρούμια. Αρκτίνου 10,
Παγκράτι
Baba au rum
Η διεθνής εκπροσώπηση της
Αθήνας
στη λίστα με τα πενήντα
καλύτερα
μπαρ στον κόσμο, για οκτώ έτη,
πραγματοποιείται μέσω του
Baba,
όπως το λέμε για συντομία.
Ναός
για ρούμι κάθε λογής, μια
μακριά
λίστα με διαφόρων ειδών
αποστάγματα, σέρβις υψηλών
προδιαγραφών το καθιστούν μια
από
τις καλύτερες επιλογές, ας μη
γελιόμαστε, ανεξαρτήτως
εποχής.
Ούτε η μουσική ούτε τα
συνοδευτικά
των κοκτέιλ είναι τυχαία, αλλά
αντιθέτως επιμελώς
επιλεγμένα.
Στην τελευταία επίσκεψη η παρέα
προτίμησε τα κοκτέιλ (φέτος
έβγαλαν το δέκατο ετήσιο
μενού):
το φίνο Gimlet
tears με
αποσταγμένα
φύλλα νεραντζιάς, το Basquiat’s
Daisy με βάση το
τζιν
κι ένα κρασί από βατόμουρα που
φτιάχνουν οι ίδιοι, αλλά και
το
Optophone 1,
ένα
από τα νοστιμότερα κοκτέιλ των
τελευταίων χρόνων, που
περιέχει
παλαιωμένο κουβανέζικο ρούμι,
ένα
νεότερο ρούμι από την Αϊτή και
γλυκά μπαχαρικά. Εντελώς
φωτογραφίσιμο, μαξιμαλιστικό
στη
γεύση, μινιμαλιστικό στην όψη,
εμπνευσμένο από την
ανατρεπτική
αισθητική του ντανταϊστή
καλλιτέχνη Francis Picabia.
Προτείνω να καθίσετε στο
εξωτερικό
πάσο κάτω από την ριγέ τέντα
και
να ζητήσετε, αν όχι κάποιο από
τα
κοκτέιλ, ένα ρούμι από την
Αγία
Λουκία ή τα Μπαρμπέιντος. Θα
έρθει
σερβιρισμένο στο σωστό ποτήρι
και
η φυσική θέρμη του θα σας
χαλαρώσει. Κλειτίου 6,
Σύνταγμα
Επρεπε
Γύρω από τα σηκωμένα παράθυρά
του
κάθεται ένα hip κοινό, οι νέοι
κάτοικοι της Κυψέλης που
έφεραν
ξανά στην πρώτη γραμμή μια από
τις
πιο ατμοσφαιρικές γειτονιές
της
πόλης. Εδώ συντελείται για
δεύτερη
φορά ο εξαστισμός της
Κυψέλης.
Νέοι ανεξάρτητοι καλλιτέχνες
που
βρήκαν καταφύγιο στην Αθήνα,
σκηνογράφοι και κεραμίστες,
ψηφιακοί νομάδες που έχουν
πιάσει
ένα από τα διαμερίσματα-φιλέτα
στη
Φωκίωνος
Νέγρη,
όλοι βγαίνουν εδώ.
Περίοικοι συναντούν φίλους
χωρίς
ραντεβού και κάθονται να
μοιραστούν τα νέα τους. Οσοι
έρχονται από πιο μακριά
αναζητούν
επίμονα μια θέση πάρκινγκ
κοντά
στον πεζόδρομο της Αγίας
Ζώνης και μόλις
τη
βρουν, τρέχουν να πιάσουν
στασίδι
εδώ, σε αυτή τη γωνία από όπου
περνούν όλοι. Το Επρεπε αν και
λειτουργεί μόλις δύο χρόνια,
θεωρείται κιόλας κλασικό,
σερβίρει
τα διαχρονικά γνωστα
ποτά,
αλλά έχει και τα δικά του
signature κοκτέιλ.
To New York whiskey
sour φτιάχνεται
με
μπέρμπον, ελαιοσάκχαρα
πορτοκαλιού, ερυθρό κρασί και
μπίτερ και είναι ό,τι ακριβώς
χρειάζεστε για αυτή την
ενδιάμεση
σεζόν. Οταν το μπαρ δεν έχει
πολυκοσμία και μπορούν να
αφιερώσουν όση ώρα χρειάζεται
ένα
Dry Martini για να παγώσει
καλά,
τότε θα πιείτε ένα από τα
ωραιότερα, extra dry.
Τα πιάτα που προτείνουν στο
μικρό
μενού τους κοπλιμεντάρουν
ιδιαιτέρως τα κοκτέιλ - από
γαρίδες με πολέντα μέχρι
τηγανητούς γίγαντες, δεν τα
λες
και αναμενόμενα. Οι δε σωστοί
συνδυασμοί φαγητού και ποτού
προσθέτουν έξτρα πόντους στο
βράδυ
σας. Αγίας Ζώνης 1,
Κυψέλη
Galaxy
Δεν ανήκω στη γενιά των
δημοσιογράφων που το έκαναν
στέκι
τους στα 90s, καθώς όταν
γεννήθηκα, το μπαρ αυτό ήταν
κιόλας 15 ετών. Το ανακάλυψα
πολύ
αργότερα, με πήγαν εκεί παρέες
μεγαλύτερων, και το αγάπησα
για
όλα όσα το αγαπά η πελατεία
του
εδώ και μισό αιώνα: για την
εγγενή
πείρα των μπάρμεν, για την
ευγένειά τους, για την
αισθητική
και τη διακόσμηση, που είναι
δοκιμασμένη στον χρόνο, για
την
αίσθηση νοσταλγίας που
δημιουργεί
η ατμόσφαιρα, για τα άνετα
σκαμπό
και το μαξιλαράκι της μπάρας
που
ξεκουράζει τους αγκώνες ή και
τα
σώματά μας.
Κάποιες νύχτες είναι τόσο ωραία
εκεί μέσα, που αν μας
επιτρεπόταν,
ίσως μέναμε ξαπλωμένοι πάνω σε
αυτό το μπαρ. Στην αρχή πάμε
με
τους καλύτερους φίλους, μετά
με
κάποιον που μόλις γνωρίσαμε
για να
φλεξάρουμε (να κάνουμε
επίδειξη)
του coolness, κι αργότερα πάμε
μόνες-μόνοι καθώς όλο και
κάποιον
θα συναντήσουμε εκεί.
Οσο για το bar food; Φρυγανισμένο
ψωμί τοστ, ελιές, και
πικάντικη γραβιέρα με
μουστάρδα -
πουθενά
αλλού δεν σερβίρουν αυτό το
μεζέ-τοπόσημο για τα λογής
καφενεία και μεζετζίδικα της
Αθήνας των παλαιότερων
δεκαετιών,
που κρύβει υψηλή γνώση
foodpairing. Εδώ πίνουμε
κάποιο
βασικό σκοτσέζικο ουίσκι, ή οι
λάτρεις του πικρού ένα
Campari
Soda, ή όσοι
αναζητούν αλκοόλ και φρεσκάδα
ένα
Amaretto Sour.
Από το βάθος της στοάς κοιτάμε
στη
Σταδίου να ρίχνει ρυθμούς, την
πόλη να πηγαίνει για ύπνο. Για
κάθε εποχή, παραμένει ένα από
τα
goodplaces της πόλης. Σταδίου
10, Σύνταγμα
*Τα καταστήματα και τα
προϊόντα
που προτείνονται είναι
επιλογές της δημοσιογράφου
και δεν έχουν εμπορικό
σκοπό.
|