Η Πάμελα Αντερσον εκδίδει την αυτοβιογραφία της

Η Πάμελα Αντερσον εκδίδει την αυτοβιογραφία της

Θα συνοδεύεται από οπτικό υλικό στο Netflix

16' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λέιντσμιθ, Βρετανική Κολομβία, Καναδάς… Κάθομαι απέναντι στην Πάμελα Αντερσον, στο τραπέζι της κουζίνας της, προσπαθώντας να της εξηγήσω ότι έχω στο κινητό μου μια εφαρμογή που θα με κάνει να μοιάζω σαν την Πάμελα Αντερσον.

«Πώς;» είπε γουρλώνοντας τα μπλε μάτια της. «Τι είναι αυτό; Τι θα μπορούσε να κάνει;»

Ανοίγω το τηλέφωνό μου για να της δείξω. Η κυρία Άντερσον, 55 ετών, φοράει ένα ζευγάρι γυαλιά πρεσβυωπίας και κατόπιν εξετάζει την οθόνη μου που έχει μόλις μεταμορφώσει το πρόσωπό μου σε μια εκδοχή του εαυτού της όπως ήταν στη δεκαετία του 1990: τα μαλλιά σε έναν ατημέλητο κότσο, λεπτές σαν ζωγραφισμένες με μολύβι βλεφαρίδες και φουσκωμένα χείλη που μοιάζουν να κάνουν έναν μορφασμό.

«Είναι τρελό» ουρλιάζει. Οταν στρέφω την κάμερα προς το μέρος της, φεύγει εκτός κάδρου. «Δεν θα το κάνω αυτό στον εαυτό μου. Δεν θα το κάνω. Αρνούμαι» λέει.

Γελάει, αλλά το εννοεί. Δεν θέλει να μοιάζει με μια εικοσάχρονη εκδοχή του εαυτού της, ούτε και επιθυμεί να ξαναζήσει αυτή την περίοδο της ζωής της. Ή, τουλάχιστον, δεν πρόκειται να επιτρέψει σε κάποιον άλλο να της επιβάλει κάτι τέτοιο.

Ο κόσμος το έμαθε αυτό πέρυσι, όταν η κυρία Αντερσον μού δήλωσε σχετικά με το “Pam & Tommy”, τη σειρά όπου αφηγείται την ιστορία της ζωής της και συγκεκριμένα τον γάμο της με τον ντράμερ των Μότλεϊ Κρου, τον Τόμι Λι, πατέρα των παιδιών της.

Εκείνη η σχέση ξεκίνησε με ένα τετραήμερης διάρκειας φλερτ στο Κανκούν του Μεξικού, και έναν γάμο, με την κυρία Αντερσον να φοράει ένα μπικίνι τύπου στρινγκ, και τελείωσε με τον κύριο Λι στη φυλακή, αφότου είχε χτυπήσει τη γυναίκα του ενώ εκείνη κρατούσε τον νεογέννητο γιο τους. Ο γάμος άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα μετά την κλοπή ενός βίντεο, όπου το ζευγάρι έκανε σεξ, από το σπίτι τους στο Κάλιφ του Μαλιμπού -και κατόπιν έγινε το ανάλογο του viral της δεκαετίας του ’90.

Οποιος μεγάλωσε εκείνη την εποχή ξέρει ήδη γι’ αυτή την κασέτα. Κάποιοι ίσως και να την έχετε δει. Η βιντεοκασέτα, τυλιγμένη σε καφέ χαρτί, παραλαμβανόταν από χέρια έφηβων αγοριών και ανδρών που κολλούσαν από τον ιδρώτα, σε όλο τον κόσμο, αποφέροντας σε εκείνους που τη διένειμαν 77 εκατομμύρια δολάρια μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο.

Εκείνο που ίσως δεν ξέρετε -τουλάχιστον μέχρι να δείτε τη σειρά- είναι ότι η κασέτα είχε κλαπεί και δεν διέρρευσε επίτηδες από το ίδιο το ζευγάρι για λόγους δημοσιότητας και πως η κυρία Αντερσον και ο κύριος Λι υπέβαλαν μήνυση προσπαθώντας ανεπιτυχώς να σταματήσουν την κυκλοφορία της. Επίσης, αρχικώς τουλάχιστον, δεν επρόκειτο για κασέτα όπου καταγράφονταν σκηνές σεξ. Επρόκειτο για βίντεο με στιγμές της κοινής τους ζωής στο ίδιο σπίτι, διάρκειας 54 λεπτών, το οποίο τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της σχέσης τους, με περίπου οκτώ λεπτά του οποίου να καταγράφουν πραγματικές σκηνές σεξ. Αυτές οι στιγμές επικολλήθηκαν μεταξύ τους στο μοντάζ που έκαναν οι σκοτεινοί διανομείς του πορνό, μετατρέποντας εκείνον σε θεό του σεξ κι εκείνη σε αντικείμενο του πόθου.

Η σειρά “Pam & Tommy” είχε σκοπό να αποκαταστήσει την αλήθεια ως προς αυτό το κομμάτι της ιστορίας των κουτσομπολίστικων εντύπων της παλιάς εποχής και να περιγράψει το τι συμβαίνει όταν εκατομμύρια άνθρωποι απέκτησαν άμεση πρόσβαση στην ιδιωτική ζωή του πιο διάσημου συμβόλου του σεξ παγκοσμίως.

Αλλά η κυρία Αντερσον δεν επρόκειτο να παίξει αυτό το παιχνίδι. Αρνήθηκε να δει τη σειρά. Οταν η Λίλι Τζέιμς, η ηθοποιός που πρωταγωνιστεί, επικοινώνησε μαζί της, μόλις πήρε τον ρόλο, για να ρωτήσει αν θα μπορούσαν να μιλήσουν -ισχυριζόμενη με μια χειρόγραφη επιστολή πως δεν επιθυμούσε παρά μόνο να την τιμήσει-, η κυρία Αντερσον δεν τη δέχτηκε. Σκαναρισμένο αντίγραφο αυτής της επιστολής βρίσκεται, ακόμη αδιάβαστο, κάπου ανάμεσα στα μηνύματα που έχει λάβει η κυρία Αντερσον.

Για την Π. Αντερσον η σειρά ήταν ακόμη μια παραβίαση, με τη διαφορά πως τώρα ερχόταν με την εύθραυστη σαν από χαρτί υπόσχεση κάποιου είδους σωτηρίας.

«Ηταν ήδη αρκετά επώδυνο την πρώτη φορά» μου δήλωσε η Π. Αντερσον, κάνοντας μια παύση για να βγάλει ένα ταψί με ψητά λαχανικά από τον φούρνο. Με φόντο το χιόνι που έχει πέσει έξω, με άβαφτο πρόσωπο και φορώντας ένας ζευγάρι παντόφλες, ντυμένη από πάνω έως κάτω στα λευκά, μοιάζει αιθέρια. «Είναι ένα από αυτά τα πράγματα που σε κάνουν να λες: Αλήθεια, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που κερδοσκοπούν από αυτό το πράγμα;». «Μάλλον είμαι περίπτωση που πρέπει να μελετηθεί από κάθε φεμινίστρια» λέει η Πάμελα Αντερσον».

Θα ήταν δύσκολο να υπερτιμηθεί η επιρροή που άσκησε η Αντερσον σε συγκεκριμένη περίοδο της ποπ κουλτούρας, που συμπτωματικά ταυτίζεται με το διάστημα που μεγάλωνα. Ηταν η ενσάρκωση των φαντασιώσεων των στρέιτ ανδρών -ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας από μια μικρή πόλη του Καναδά που είχε μεταμορφωθεί σε απόλυτο ερωτικό σύμβολο της Αμερικής.

Ηταν ήδη μοντέλο του Playboy όταν συνέβαλε αποφασιστικά στο να γυριστεί το “Baywatch”, που προηγουμένως είχε ακυρωθεί, η υψηλότερης τηλεθέασης σειρά στον κόσμο -εξάγοντας την εικόνα μιας πλατινέ ξανθιάς με γαλάζια μάτια, που αποτελούσε όνειρο της Καλιφόρνιας, να τρέχει σε αργή κίνηση με κόκκινο ολόσωμο μαγιό, σε παραπάνω από 140 χώρες. Ακόμη και ύστερα από τρεις δεκαετίες, οι πλαστικοί χειρουργοί πιστώνουν στην Πάμελα Αντερσον πως υπήρξε η αφετηρία μιας ολόκληρης εποχής για την πλαστική χειρουργική, που τους έκανε πλούσιους. Ηταν ο προάγγελος του “Girls Gone Wild”, για τα γυμνασμένα κορμιά και τις σέξι φωνές της Πάρις Χίλτον και της Μπρίτνεϊ Σπίαρς, μιας ολόκληρης περιόδου της ποπ κουλτούρας κατά την οποία έμοιαζε να επικρατεί η άποψη πως η ανικειμενοποίηση αποτελούσε τρόπο ενδυνάμωσης, υπό τον όρο πως μπορούσες να πείσεις τον εαυτό σου ότι εσύ είχες τον έλεγχο.

Παρ’ όλα αυτά, το να ισχυριστεί κάποιος πως η Πάμελα Αντερσον είχε αντικειμενοποιηθεί, είναι άδικο. Κοιτώντας ξανά τα άπειρα άρθρα που έχουν γραφτεί για εκείνη ανά τα χρόνια, μαθαίνει κανείς πως, όταν μπαίνει στο δωμάτιο, «κάνει τα κεφάλια να γυρίσουν». Πως «πολλές από τις λέξεις που την περιγράφουν έχουν να κάνουν με την εξωτερική της εμφάνιση: χυμώδης, ξανθιά, κούκλα, σεξοβόμβα, κορμάρα» και πως την ημέρα που ένα γυναικείο περιοδικό της πήρε συνέντευξη, «οι φακίδες της έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση από το στήθος της”.

«Αν με ελκύει σωματικά η Πάμελα Αντερσον; Φυσικά» έγραψε ο κριτικός Τσακ Κλόστερμαν στο μανιφέστο του για τη μαζική κουλτούρα “Sex, Drugs and Cocoa Puffs”. «Αλλά όσο περισσότερο τη βλέπω τόσο περισσότερο διαπιστώνω πως δεν έχω μπροστά μου ένα άτομο με το οποίο θα ήθελα να κοιμηθώ, αλλά την ίδια την Αμερική».

Αλλά αν θέλετε πραγματικά να καταλάβετε τον πολιτισμικό αντίκτυπο του φαινομένου Πάμελα Αντερσον, δοκιμάστε απλώς να αρχίσετε να λέτε στον κόσμο ότι γράφετε ένα άρθρο για εκείνη. Οι γυναίκες λένε πράγματα όπως «Είχα λιμοκτονήσει για να της μοιάζω», ενώ οι άνδρες προτείνουν «να βγάλετε μια σέλφι με τα στήθη σας γυμνά» ή ρωτούν «είσαι βέβαιη πως δεν χρειάζεσαι έναν βοηθό;». Επί χρόνια η κυρία Αντερσον δήλωνε σε συνεντεύξεις: «Πίστευα πως η μανία θα είχε ξεφουσκώσει έως τώρα». Αλλά δεν έχει. Μεταμορφώνει ώριμους άνδρες σε εφηβικές, γεμάτες πόθο εκδοχές του εαυτού τους.

Και έπειτα, φυσικά, υπάρχει κι αυτή η περίφημη κασέτα. Αυτή η κασέτα που συντέλεσε στο να κανονικοποιηθεί η διαδικτυακή πορνογραφία και κυριολεκτικά στο να γίνει πολύ πιο δημοφιλές το ίδιο το Διαδίκτυο. Ηταν ο πρόδρομος της ταινίας πορνό με διάσημους όπως την ξέρουμε σήμερα και, εντέλει, συνέβαλε σε πολλούς νόμους για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την εκδικητική πορνογραφία οι οποίοι θα καθιστούσαν δυσκολότερη τη διανομή της σήμερα.

Ολα αυτά έκαναν την Π. Αντερσον να μοιάζει το ιδανικό θέμα για ένα τέτοιου είδους αφηγηματικό σίριαλ αποκατάστασης όπως το “Pam & Tommy” -του είδους που σήμερα προσφέρουμε σε όλες τις γυναίκες κάνοντας ανασκόπηση των τραγωδιών που εκείνες βίωσαν με νέο, περισσότερο διαφωτισμένο βλέμμα.

Ωστόσο, δεν είναι άραγε κάπως παρεμβατικό το να εισβάλλει μια τηλεοπτική σειρά προκειμένου να την αποκαταστήσει στην ιστορία της ποπ κουλτούρας; Το ελάχιστο που θα μπορούσε να ειπωθεί είναι πως είναι αλλόκοτο. «Εννοώ πως πιθανότατα είμαι περίπτωση που πρέπει να μελετήσουν όλες οι φεμινίστριες» αναγνωρίζει η κ. Αντερσον, θεωρώντας, παρεμπιπτόντως, τον εαυτό της επίσης φεμινίστρια. Αλλά δεν έχει πεθάνει ακόμη. Δεν είναι κάπως παράξενο κάποιος άλλος να ανασκευάζει την ιστορία της ενόσω εκείνη είναι ακόμα εδώ;

Τα τελευταία χρόνια, η κυρία Άντερσον επανεξετάζει και η ίδια τον εαυτό της. Πούλησε το σπίτι της στο Μαλιμπού στη διάρκεια της πανδημίας και μετακόμισε ξανά στη μικρή κωμόπολη όπου γεννήθηκε στο νησί του Βακούβερ, σε ένα παραθαλάσσιο δενδρόφυτο κτήμα που αγόρασε από τη γιαγιά της πριν από δύο δεκαετίες. Με εξαίρεση μια σύντομη σχέση με κάποιον εργάτη οικοδομών που της το επισκεύαζε (γεγονός που μπορείτε να διαβάσετε στα ταμπλόιντ), αυτή είναι η μεγαλύτερη περίοδος που υπήρξε μόνη της.

Ηταν εδώ, σε αυτό το ταπεινό σπίτι ακριβώς δίπλα στο πατρικό της -καθώς μετακόμισε τους γονείς της στο συγκρότημα πέρυσι- με τα τρία σκυλιά της να τριγυρίζουν στον κήπο, όπου ξεκίνησε να γράφει την αυτοβιογραφία της. («Θες να κάνεις κάτι αλλόκοτο;» αστειεύεται η Π. Αντερσον όταν συναντιόμαστε για πρώτη φορά. «Τότε γράψε ένα βιβλίο για τη ζωή σου και μετά μετακόμισε τους γονείς σου ακριβώς δίπλα στο σπίτι σου».

Αρχικώς σκεφτόταν πως μπορεί να ανέβαζε αποσπάσματα στην ιστοσελίδα της -σελίδα που, παρεμπιπτόντως, μόλις πρόσφατα τέθηκε υπό τον έλεγχό της έπειτα από χρόνια που κάποιοι οι οποίοι την παρίσταναν τη χρησιμοποιούσαν προκειμένου να πουλήσουν μαϊμού εμπορεύματα και φθηνά Βιάγκρα. Επειτα σκέφτηκε να τα καταγράψει απλώς όλα για τους γιους της, τον Μπράντον και τον Ντίλαν Λι, που είναι πλέον ενήλικοι και ζουν στο Λος Αντζελες. Αλλά τελικά -μετά την πίεση του μεγαλύτερου γιου της, του Μπράντον, ανεπίσημου διαχειριστή της μητρικής κληρονομιάς του (η ίδια αστειεύεται λέγοντας πως δουλεύει για εκείνον)- αποφάσισε να εκδώσει την ιστορία της σε μορφή απομνημονευμάτων. Το «Με αγάπη, Πάμελα» θα κυκλοφορήσει αυτόν τον μήνα, ταυτόχρονα με ένα ντοκιμαντέρ παραγωγής του Μπράντον στο Netflix, που τη συμπληρώνει οπτικά.

Το βιβλίο αποτελεί μείγμα αφηγήματος και ποίησης (ναι, η Πάμελα Αντερσον είναι ποιήτρια), ένα χρονικό της ζωής της «από την αρχή έως το τέλος, από την πρώτη μου ανάμνηση μέχρι την τελευταία», που θεωρεί πως, αν δεν αποκαταστήσει επακριβώς την πραγματικότητα (διατύπωση που η ίδια διστάζει να χρησιμοποιήσει), θα εξηγήσει τον εαυτό της σε έναν κόσμο που εδώ και καιρό νομίζει πως την έχει καταλάβει.

Αν μεγαλώσατε θεωρώντας πως η κυρία Άντερσον μεγάλωσε τόσο φροντισμένη όσο δείχνουν τα μαλλιά της, κάνατε λάθος. Μεγάλωσε φτωχή, με έναν βίαιο πατέρα, που η ίδια λέει πως έχει μαλακώσει στα γεράματά του, και μια μητέρα που προσπάθησε να τον εγκαταλείψει παραπάνω από μία φορά, αλλά πάντοτε επέστρεφε σε εκείνον. Η παιδική ηλικία της κατά στιγμές υπήρξε «αβάσταχτη», γράφει, σημαδεμένη από τη βία: Γράφει πως την κακοποιούσε μια νταντά, την οποία τελικά αντιμετώπισε λέγοντάς της πως ευχόταν να πεθάνει, και λίγο καιρό μετά έμαθε πως εκείνη είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Δεν μπορούσε να το εκμυστηρευτεί στους γονείς της, όπως γράφει, γιατί τότε θα ανακάλυπταν πως «τη σκότωσα με τις μαγικές δυνάμεις του μυαλού μου».

Η πρώτη της σεξουαλική εμπειρία με άνδρα, γύρω στα 13 της, ήταν με κάποιον κατά μια δεκαετία και παραπάνω μεγαλύτερό της, και κατέληξε σε βιασμό. Είχε έναν σύντροφο στο Λύκειο που κάποτε την έσπρωξε από αυτοκίνητο το οποίο ήταν εν κινήσει, ενώ ένας άλλος άφησε τους φίλους του να της επιτεθούν σεξουαλικά στο πίσω κάθισμα. «Δεν το είπα σε κανέναν» γράφει. «Απλώς το έθαψα μέσα μου».

Η Π. Αντερσον εργαζόταν σε κέντρο μαυρίσματος όταν, λίγο μετά τα 20 της, την ανακάλυψαν σε έναν τοπικό αγώνα αμερικανικού ποδοσφαίρου: η εταιρεία Τζάμποτρον έψαχνε ένα φρέσκο καστανό πρόσωπο που θα φορούσε ένα φανελάκι με τη μάρκα μιας μπύρας και την προσέλαβε ως μοντέλο που την εκπροσωπούσε. Σύντομα ήρθε το Playboy, ζητώντας της μια φωτογράφιση στο Λος Άντζελες όσο το δυνατόν πιο σύντομα

Αποφάσισε να δεχτεί, εν μέρει για να αψηφήσει τον αρραβωνιαστικό της που της το είχε απαγορεύσει. «Ο ίδιος τύπος», γράφει, της είχε πει κάποτε πως ήταν «υπερβολικά σέξι για να της δείξει κανείς εμπιστοσύνη» όσο τα είχαν. Στη διάρκεια της πρώτης λήψης έκανε εμετό μόλις μια μακιγιέζ την ακούμπησε στο στήθος. «Δεν μπορούσα να πιστέψω πως μια γυναίκα με χούφτωσε, απλώς δεν μπορούσα να το πιστέψω» γράφει. Θα συνέχιζε να ποζάρει για τα περισσότερα εξώφυλλα του Playboy από κάθε άλλη γυναίκα στην ιστορία του περιοδικού, ανάμεσα στα οποία και για το τελευταίο γυμνό θέμα του που δημοσιεύτηκε το 2015, σε μια φωτογράφιση όπου φορούσε μόνο μια χρυσή αλυσίδα που έγραφε «σεξ».

Το ότι η Πάμελα Αντερσον, ένα υπερσεξουαλικοποιημένο πλάσμα, υπήρξε θύμα σεξουαλικών τραυματικών πράξεων φυσικά και δεν αποτελεί σύμπτωση. Οπως γράφει, το να μάθει να θεωρεί τον εαυτό της σεξουαλική ήταν ο τρόπος της να ανακτήσει εν μέρει τον έλεγχο. «Ηταν δική μου επιλογή» γράφει όσον αφορά την απόφασή της να ποζάρει γυμνή. Αλλά, ταυτόχρονα, «δυστυχώς έδωσε σε ορισμένους ανθρώπους την εντύπωση πως μπορούσαν να με αντιμετωπίζουν χωρίς σεβασμό».  

Η κυρία Αντερσον χρησιμοποίησε τη δημοσιότητα του Playboy κεφαλαιοποιώντας την για να αποκτήσει μεγάλους ρόλους, όπως της Λίζα στο “Home Improvement”. Αλλά ήταν ο ρόλος της ναυαγοσώστριας Πάρκερ στο Μπέιγουοτς που σφράγισε πραγματικά τη συλλογική μνήμη με την εικόνα της. Το Μπέιγουοτς ήταν μια από τις πιο προβεβλημένες σειρές της ιστορίας, και πολλές από τις ξένες προβολές του περιλάμβαναν τον όρο να εμφανίζεται σε σκηνές του η Πάμελα, όπως γράφει. Σύντομα ήρθαν τα προϊόντα: η Μπάρμπι Μπέιγουοτς, το αναψυκτικό της Πάμελα. Το πρόσωπο και το σώμα της κοσμούσαν κάρτες ανταλλαγής, προπληρωμένες τηλεφωνικές κάρτες και φουσκωτά στρώματα πισίνας. «Υπήρξαν τόσοι και τόσοι που μου έλεγαν πράγματα όπως ‘Μακάρι να μπορούσα να σε εμφιαλώσω και να σε πουλήσω» μου λέει. «Αλλά προφανώς δεν είμαι αντικείμενο».

Ακόμη και πριν την ταινία πορνό, το όνομά της ήταν ανάμεσα στους όρους που αναζητούσαν περισσότερο οι χρήστες του Διαδικτύου. Το 2000, το Βιβλίο Γκίνες της έδωσε το ρεκόρ «της σταρ που κατέβασαν από το Ίντερνετ περισσότερο» διαχρονικά. (Η ίδια λέει πως της είχαν στείλει μια πλακέτα).

Φυσικά, αυτές οι δευτερεύουσες δραστηριότητες λίγα της απέφεραν. Οταν διαπραγματευόταν το συμβόλαιό της στο Μπέιγουοτς, είπε, δεν είχε ατζέντη ή μάνατζερ και μόλις που είχε ακουστά όρους όπως «συνδικαλισμός» και «εμπορικά δικαιώματα», και πολύ λιγότερο τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί γι’ αυτά. «Ημουτν ένα κοριτσάκι από τον Καναδά που είχε έρθει εδώ και έτρεχε σε μια παραλία. Δηλαδή, πώς πιστεύετε ότι αυτό θα οδηγούσε στο να βγάλω λεφτά;»

Ασχέτως της ερωτικής ταινίας, από εκείνο το σημείο και μετά δεν υπήρξε και μεγάλη ποικιλία για την εμπορική ονομασία Πάμελα Αντερσον. Πρώτα ήταν μια καλλονή με εργαλεία, και μετά μια καλλονή σε μια παραλία. Κατόπιν θα έπαιζε μια καλλονή κυνηγό κεφαλών (“Barb Wire”), μετά μια καλλονή που την πέρασαν για σωματοφύλακα (“V.I.P.”), μια καλλονή που δουλεύει σε βιβλιοπωλείο (“Stacked” – get it?), μία από τις δύο ξανθιές καλλονές σε ταινία με τον τίτλο “Blonde and Blonder” («Ξανθιά και πιο Ξανθιά»), και μια καλλονή που υποδυόταν τον εαυτό της ως την αμερικανική εμμονή ενός δημοσιογράφου από το Καζακστάν ονόματι Μπόρατ.

Αλλά ήταν στο προσκήνιο, τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο, και όταν γδύθηκε για το “S.N.L.” προκειμένου να ξεπεράσει το τρακ της, όταν ζωγράφισε τα μέρη του σώματός της σαν κομμάτια σφαγμένου κρέατος για την PETA, όταν ενσάρκωσε τον ρόλο ενός καρτούν στη “Stripperella” που δημιούργησε ο θρύλος της Μάρβελ Σταν Λι για μια υπερήρωα που μπορούσε να κόβει γυαλί με τις ρώγες της. (Ο δημιουργός ήθελε το καρτούν γυμνό, αλλά η Π. Αντερσον αρνήθηκε). «Τα στήθη μου έκαναν καριέρα» αστειεύτηκε μια φορά στο Esquire. «Εγώ απλώς τα συνοδεύω».

Αναμφίβολα, υπάρχουν πράγματα που εύχεται να είχε κάνει διαφορετικά. Το στήθος της (που αύξησε και μετά μείωσε με πλαστικές επεμβάσεις, προτού το ξανααυξήσει -ένας «φαύλος κύκλος», γράφει), οι γάμοι της (μια χούφτα γάμοι με άνδρες που γίνονταν «όλο και χειρότεροι»), οι κακές επιλογές της καριέρας της (συμμετοχή σε ριάλιτι), οι ακόμη χειρότερες οικονομικές αποφάσεις της (που περιλαμβάνουν ένα φουσκωμένο χρέος στην εφορία) που οδήγησαν σε ακόμη χειρότερες επιλογές καριέρας (“Dancing With the Stars”). Αλλά αυτό δεν συνεπάγεται πως νιώθει ενοχές. «Υποθέτω ότι το γεγονός πως είμαι σύμβολο του σεξ αποτελεί κομμάτι του τι πιστεύει ο κόσμος για εμένα» λέει. «Και μη νομίζετε πως προσπαθώ να το αλλάξω αυτό». Απλώς αν κάποιος πρόκειται να αφηγηθεί την ιστορία της Πάμελα Αντερσον το 2023, αυτή θα είναι η ίδια.

Υπήρχε μια συγκεκριμένη πορεία που περίμεναν όλοι από τις γυναίκες που έκαναν καριέρα με την ομορφιά τους στη δεκαετία του ’90 (ή ανέκαθεν για τα σύμβολα του σεξ). Περιμέναμε να συζητάμε για τα σώματά τους μποροστά στις ίδιες και εκείνες να γελούν. Περιμέναμε από εκείνες να ενσαρκώνουν την τελειότητα, αλλά τις μισούσαμε που συμβιβάζονταν με το άπιαστο ιδανικό. Περιμέναμε από εκείνες να έχουν υψηλότερες φιλοδοξίες, αλλά αποδοκιμάζαμε κάθε τους έκφραση.

Η Π. Αντερσον, στο μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας της, δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει προκειμένου να ακολουθήσει αυτή την πορεία: ήταν ευγνώμων για το πώς την αντιμετώπιζαν, χαρούμενη για την ευκαιρία που της δόθηκε, ταπεινή ως προς την επιτυχία της, ακόμη κι αν δεν είχε ποτέ την ευκαιρία «να δείξω για τι είμαι πραγματικά ικανή» λέει.

Αλλά τώρα υπάρχει μια άλλη, επίσης συγκεκριμένη πορεία που περιμένουμε, συχνά από τις ίδιες γυναίκες: Αν ανήκουν σε όσες τους φερθήκαμε σκληρά, για παράδειγμα με μια ταινία σεξουαλικού περιεχομένου, μια υπερβολικά συντηρητική αντιμετώπιση, ένα παράνομο ειδύλλιο, μια υπερβολική δόση ναρκωτικών, τότε τους προσφέρουμε εξιλέωση ως αντάλλαγμα στη δημόσια αναβίωση αυτών τους των εμπειριών.

Η Πάμελα Αντερσον δεν θέλει να ακολουθήσει αυτήν την πορεία. Ναι, αφηγείται την ιστορία της, η οποία μπορεί να επιβεβαιώνει ορισμένα πράγματα από όσα νόμιζε ο κόσμος για εκείνη. Αλλά στα χρόνια που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία αυτής της κασέτας, δεν κατέρρευσε. Μεγάλωσε δύο γιους, που είναι οι πιο ένθερμοι υπερασπιστές της. Σχεδίασε αξεσουάρ για το κίνημα των βίγκαν, εξέδωσε σειρά από μυθιστορήματα, έγραψε μαζί με άλλους ένα βιβλίο για συμβουλές σχέσεων, υπήρξε παραγωγός ενός ντοκιμαντέρ για το κρέας, δημιούργησε ένα ίδρυμα και υπήρξε ένα είδος μούσας καλλιτεχνών.

Πέρυσι έκανε το ντεμπούτο της στο «Σικάγο», υποδυόμενη την παρεξηγημένη Ρόξι Χαρτ που σαγηνεύει -ρόλο με τον οποίον δήλωσε πως ένιωθε ιδιαίτερη ταύτιση. Αλλά να τι συμβαίνει με όλες τις ηλίθιες προκαταλήψεις για τις ξανθιές, λέει εμφατικά η Π. Αντερσον: «Μπορώ διαρκώς να εκπλήσσω τους ανθρώπους».

Για πολλά χρόνια, όπως λέει, αρνούταν προτάσεις που αφορούσαν τη ζωή της, καθώς δεν ήταν πεπεισμένη πως κάποιος είχε την ανάγκη να ακούσει την ιστορία της, χαρούμενη για το αποτύπωμα που άφησε στην ποπ κουλτούρα και χωρίς την επιθυμία να το αλλάξει. Δεν επιζητεί την επιβεβαίωση ή την έγκριση των άλλων και δεν την νοιάζει ιδιαίτερα η υστεροφημία της.

Αλλά το βιβλίο, λέει, της προκάλεσε μια πρωτόγνωρη αίσθηση. Λέει πως είναι το πρώτο πράγμα στη ζωή της στο οποίο έχει απόλυτα τον έλεγχο -έως και στις διορθώσεις, που επέμεινε να μεταφέρει η ίδια στο χειρόγραφο- και δεν σκοπεύει να χάσει αυτόν τον έλεγχο.

Ορισμένες φορές, όταν μιλάμε για την έννοια της δράσης ξεχνάμε πως αφορά εξίσου τις ιστορίες που λέμε στους εαυτούς μας όσο και τις πράξεις μας. Δεν πρόκειται μόνο για όσα μας συνέβησαν, αλλά για τον ρόλο που πιστεύουμε πως παίξαμε στα γεγονότα. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο να ποζάρεις για το Playboy και σε μια κλεμμένη ταινία σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι ο λόγος που το να ακούς κάποιον να κάνει αναδρομή της ζωής σου μπορεί να σε αρρωστήσει ψυχικά, ενώ το να αφηγηθείς ο ίδιος την ιστορία σου, με δικά σου λόγια, μπορεί να μοιάζει με θέμα επιβίωσης

Στη διαφήμιση του «Πάμελα, μια Ιστορία Αγάπης», η Π. Αντερσον και ο γιος της Μπράντον παρουσιάζουν σε μια σειρά από μικρά βίντεο το πώς τη χρησιμοποίησαν, πώς έχασε τον έλεγχο της εικόνας της, πως έπρεπε να κάνει καριέρα από τα απομεινάρια αυτής της εικόνας. Αλλά η διαφήμιση είναι ξεκάθαρα επιθετική.

«Δεν είμαι μια κοπέλα σε απόγνωση» δηλώνει σε ένα σημείο η άβαφη κυρία Άντερσον, και μετά προτείνει να κάνει όλες τις συνεντεύξεις γυμνή.

Ο τόνος, όπως συμβαίνει πάντοτε με την Πάμελα Αντερσον, είναι ανάλαφρος και γοητευτικός. Αλλά το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: Περάσατε πολλά χρόνια κοιτώντας με χάσκοντας, με τα σάλια σας να τρέχουν, υποβιβάζοντάς με σε αντικείμενο του πόθου. Μην τολμήσετε λοιπόν να νιώσετε περήφανοι που τώρα με σώζετε.

Με πληροφορίες από The New York Times

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT