Τα δύο ζητούμενα για το νέο έτος: ανοχή και αυτοσυγκράτηση

Τα δύο ζητούμενα για το νέο έτος: ανοχή και αυτοσυγκράτηση

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​το βιβλίο τους «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» (Μεταίχμιο, 2018) οι καθηγητές Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ, υποστηρίζουν πως υπάρχουν δύο άγραφοι κανόνες για τις δημοκρατίες που λειτουργούν ομαλά: η θεσμική αυτοσυγκράτηση και η αμοιβαία ανοχή.

Η θεσμική αυτοσυγκράτηση υποδηλώνει την αποφυγή ενεργειών που, έστω κι αν δεν παραβιάζουν το γράμμα του νόμου, έρχονται σε αντίθεση με το πνεύμα του. Οταν υπάρχει θεσμική αυτοσυγκράτηση, οι πολιτικοί δεν χρησιμοποιούν όλα τα προνόμιά τους, έστω κι αν ο νόμος τούς επιτρέπει κάτι τέτοιο, προκειμένου με τις ενέργειές τους να μην κινδυνεύσει η δημοκρατική σταθερότητα. Από την άλλη, η αμοιβαία ανοχή περιγράφει την ανάγκη να μην αντιμετωπίζουμε ως εχθρούς τους αντιπάλους μας. Ακόμη κι αν πιστεύουμε, γράφουν οι Λεβίτσκι και Ζίμπλατ, ότι οι ιδέες των αντιπάλων μας είναι αφελείς ή εσφαλμένες, δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίζουμε σαν προδότες, υπονομευτές της δημοκρατίας ή απειλή για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Μπορεί να νιώθουμε μεγάλη απογοήτευση όταν αυτοί κυβερνούν, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ήρθε και το τέλος του κόσμου.

Κάπου εδώ τελειώνει η πολιτική θεωρία και αρχίζει η ελληνική πραγματικότητα. Αρέσει, δεν αρέσει, η χώρα σήμερα είναι καλύτερα σε σύγκριση με το 2015. Τα δημοσιονομικά δείχνουν να έχουν τεθεί υπό έλεγχο. Η οικονομία καταγράφει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η ανεργία, αν και παραμένει υψηλή, μειώθηκε σημαντικά και ο αριθμός των ενεργών επιχειρήσεων έχει αυξηθεί. Στην αγοραστική δύναμη των ανθρώπων νιώθεις πως κάτι κινείται. Πολιτικά, οι τόνοι της αντιπαράθεσης είναι σαφώς ηπιότεροι σε σύγκριση με την περίοδο 2010-15. Αυτά μπορούν να αποτελέσουν σκαλοπάτι για την οποιαδήποτε επόμενη κυβέρνηση.

Εντούτοις, το πισωγύρισμα της άγριας πόλωσης με τις συνακόλουθες αρνητικές συνέπειες παραμονεύει. Το 2019 θα διεξαχθούν τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις: δημοτικές, περιφερειακές, εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογές. Σε μια χώρα που αρκεί μία εκλογική αναμέτρηση για να ανεβούν στα ύψη οι πολιτικές θερμοκρασίες, αντιλαμβανόμαστε τους κινδύνους ενός τέτοιου εκλογικού οργασμού.

Επιπλέον, σε λίγες εβδομάδες, εφόσον όλα πάνε καλά, θα εισαχθεί για ψήφιση στο Κοινοβούλιο η συνθήκη των Πρεσπών, που ήδη έχει προκαλέσει, με ευθύνη αρχικά της κυβέρνησης και στη συνέχεια της αντιπολίτευσης, μεγάλη και περιττή ένταση. Οσοι προσεγγίζουν νηφάλια το θέμα κατανοούν πως η συμφωνία πρέπει οπωσδήποτε να υπερψηφιστεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο πριν από τις εκλογές. Κάθε άλλη εξέλιξη θα συνιστά αγκάθι, και μάλιστα μεγάλο, όχι μόνο για την επόμενη κυβέρνηση αλλά κυρίως για τη χώρα. Νομίζω καταλαβαινόμαστε.

Μέσα σε έναν τέτοιο «δύσκολο» χρόνο, χρειαζόμαστε ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία, λίγο περισσότερη αυτοσυγκράτηση και ανοχή. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως πρέπει να περιοριστούν οι φωνές περί «προδοτών», «συμμοριτών» και «ακροδεξιών». Σημαίνει, επιπλέον, αυτοπεριορισμός της εκτελεστικής εξουσίας μπροστά σε διάφορους πειρασμούς.

Τέλος, σημαίνει περισσότερη σοβαρότητα και λιγότερος φθηνός λαϊκισμός από τα ΜΜΕ.

Αντιλαμβάνομαι πως πολλοί είναι έτοιμοι να λοιδορήσουν αυτές τις προσεγγίσεις ως αφελείς και άνευ νοήματος κενολογίες. Προέχει, βλέπετε, να «φύγουν αυτοί» ή «να μην έρθουν εκείνοι» και τα άλλα «θα τα βρούμε μετά». Το αστείο είναι πως μερικοί εξ αυτών που αντιμετωπίζουν με τόσο αρνητισμό τέτοιες προτροπές έχουν αλλάξει τόσα κόμματα και τόσες ιδεολογίες, που θα αρκούσε ένας αναστοχασμός της δικής τους προσωπικής πορείας για να κατανοήσουν ότι, εντέλει, οι επόμενες εκλογές είναι απλώς οι επόμενες εκλογές, δεν είναι ο «νυν υπέρ πάντων αγών».

Πόσες φορές στη Μεταπολίτευση δεν ακούσαμε τη φράση «οι επόμενες εκλογές είναι οι κρισιμότερες»; Πόσες φορές, στη συνέχεια, δεν γελάσαμε ή θυμώσαμε με την απόσταση ανάμεσα στις προεκλογικές υποσχέσεις και στη μετεκλογική πραγματικότητα; Και τελικά τι έμεινε; Ενταση και πόλωση, που μας οδήγησε κοντά στον εκτροχιασμό· προσκρούσαμε, μάλιστα, κάποιες φορές στα θεσμικά προστατευτικά κιγκλιδώματα της δημοκρατίας μας, που ευτυχώς –ας είναι καλά και η Ευρώπη– άντεξαν.

Δυστυχώς, η έλλειψη αυτοσυγκράτησης δεν είναι φαινόμενο μόνο της τελευταίας δεκαετίας. Ας θυμηθούμε τη δεκαετία του ’80 και ιδιαίτερα τα χρόνια 1985-1989: το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση με ενέργειες και παρεμβάσεις του εργαλειοποίησε τους θεσμούς (στην περίπτωση της προεδρικής εκλογής του ’85 τούς εξευτέλισε), εποίκισε το κράτος και προσπάθησε να ελέγξει τον Τύπο και την ενημέρωση. Και πώς αντέδρασαν στη συνέχεια οι πολιτικοί του αντίπαλοι; Σε ένα κρεσέντο εκδικητικότητας και έλλειψης διορατικότητας, πήγαν να βάλουν φυλακή τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η χώρα βυθίστηκε σε έναν νέο διχασμό και η παθογένεια της διαφθοράς έμεινε αλώβητη.

Το 2019 θα έρθει και θα περάσει. Το ίδιο και οι εκλογές. Ας διαφωνήσουμε για το μέλλον με ορθολογικά επιχειρήματα ή με συναισθήματα. Ας έχουμε όμως πάντα κατά νουν πως η δημοκρατία μας στηρίζεται στον απλό κανόνα: σήμερα είναι αυτοί, αύριο οι άλλοι, μεθαύριο κάποιοι τρίτοι. Κάθε δρόμος που αρνείται αυτόν τον κανόνα είναι ένας ολισθηρός δρόμος.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Κεράλα στην Ινδία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή