Πολύς λόγος έχει γίνει επί πολλές δεκαετίες για τις καταστροφικές επιπτώσεις της γραφειοκρατίας στην ανάπτυξη της χώρας. Την ίδια περίοδο, η ελληνική ερευνητική κοινότητα, απαλλαγμένη από το 1985 από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις χάρη σε έναν εμπνευσμένο για εκείνη την εποχή νόμο, βρισκόταν ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις. Και ξαφνικά, πριν από λίγο καιρό, η γραφειοκρατία επιβάλλεται στην έρευνα με αποφάσεις «άνωθεν». Οι δραστηριότητες των ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων της χώρας στριμώχτηκαν στα λίγα άρθρα ενός νέου νόμου. Επιβλήθηκε ένα ασφυκτικό πλαίσιο οικονομικών, λογιστικών και γραφειοκρατικών διαδικασιών. Η προσέγγιση του «νοικοκυρέματος» και της αποτροπής ατασθαλιών ίσως μοιάζει, εκ πρώτης όψεως, λογική. Τι ίσχυε όμως μέχρι σήμερα;
Οι ερευνητές και καθηγητές μπορούσαν να διεκδικούν ερευνητικά προγράμματα. Οι προϋπολογισμοί των ερευνητικών προγραμμάτων ήταν ορισμένοι εξαρχής και διαθέσιμοι για έλεγχο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα αρχή. Οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ) είχαν την ευελιξία να διαχειρίζονται τα κονδύλια των ερευνητικών προγραμμάτων με στόχο την υποστήριξή τους. Υποβάλλονταν σε ετήσιους ελέγχους από ορκωτούς λογιστές και καμία μη εγκεκριμένη δαπάνη δεν μπορούσε να υλοποιηθεί. Ηταν αδύνατον να γίνουν ατασθαλίες, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλιζόταν η υλοποίησή τους με σχετικά ικανοποιητική ευελιξία.
Με τον νέο νόμο, προστίθενται πολλοί νέοι έλεγχοι. Οι προϋπολογισμοί των ερευνητικών προγραμμάτων, που έχουν ήδη εγκριθεί όταν χρηματοδοτήθηκαν, πρέπει να εγκρίνονται ξανά – κάθε χρόνο. Και όχι συνολικά, ούτε ανά κατηγορία δαπάνης· πρέπει να εγκρίνεται κάθε μία δαπάνη, όσο μικρή κι αν είναι! Επιπλέον, οι ΕΛΚΕ εντάσσονται στο δημόσιο λογιστικό και υπόκεινται σε έλεγχο και από το υπουργείο Οικονομικών.
Πρώτο αποτέλεσμα: Για να γίνει μια δαπάνη αξίας 50-100 ευρώ (π.χ. αγορά ενός εξωτερικού δίσκου), θα πρέπει να έχει προγραμματιστεί ένα-δύο χρόνια νωρίτερα. Για να εγκριθεί, μπορεί να χρειαστούν τουλάχιστον δύο εβδομάδες. Για δαπάνη πάνω από 1.000 ευρώ, ο χρόνος διπλασιάζεται και για πάνω από 2.500 ευρώ πολλαπλασιάζεται. Για όλες τις εγκρίσεις χρειάζονται έξι ή επτά υπογραφές τουλάχιστον, ενώ πολλές φορές προστίθεται και η εμπλοκή του Δ.Σ. για τελική έγκριση. Ο χρόνος μέχρι την τελική έγκριση εξαρτάται από τον αριθμό των ωρών ή ημερών ή μηνών που θα αφιερώσει ο ενδιαφερόμενος ερευνητής. Η υλοποίηση μιας δαπάνης είναι ακόμη πιο χρονοβόρα – ειδικά αν αφορά προμήθεια που διαφέρει από μια απλή, συνηθισμένη αγορά (αυτό είναι ο κανόνας στην έρευνα).
Δεύτερον, οι αλλεπάλληλοι έλεγχοι, οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και οι προσωπικές ευθύνες έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο κύμα ευθυνοφοβίας στα στελέχη των ΕΛΚΕ. Γι’ αυτό παράγουν ακόμη περισσότερη γραφειοκρατία, για να αποφύγουν τις ευθύνες. Οι ερευνητές βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν λαβύρινθο διαδικασιών και κινδυνεύουν να βρεθούν υπόλογοι για μη υλοποίηση της έρευνας. Η αφόρητη γραφειοκρατική επιβάρυνση και οι τεράστιες χρονικές καθυστερήσεις καθιστούν ανέφικτη την υλοποίηση των ερευνητικών προγραμμάτων και καταδικάζουν τις ερευνητικές δραστηριότητες των πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων σε μαρασμό.
Ολα τα παραπάνω αφορούν τις διατάξεις για τους ΕΛΚΕ του νόμου 4485/2017, η πλήρης εφαρμογή των οποίων άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2019. Μέχρι τώρα, εκτός από την Ενωση Ελλήνων Ερευνητών, οι θεσμικοί παράγοντες και φορείς που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση και τον σχεδιασμό της έρευνας στα ερευνητικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν έχουν βρει το θάρρος να αντιδράσουν. Η ασφυκτική γραφειοκρατία που επιβλήθηκε κάνει την 1.1.2019 να φαίνεται σαν την αρχή του τέλους της έρευνας στην Ελλάδα. Τα πρόσφατα μεγάλα λόγια, όπως περί του τέλους της κρίσης που θα έλθει μέσω της έρευνας, ήταν άραγε λόγια του αέρα;
* Ο κ. Δημήτρης Σακελλαρίου είναι διευθυντής ερευνών στο ΕΛΚΕΘΕ και μέλος του Δ.Σ. της Ενωσης Ελλήνων Ερευνητών.