Για μια σύγχρονη αρχιτεκτονική της Δικαιοσύνης

Για μια σύγχρονη αρχιτεκτονική της Δικαιοσύνης

2' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αποτελεί συνταγματική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ από το Σύνταγμα απορρέει και η αρχή της αποτελεσματικότητας που επιβάλλει στα δικαστήρια να επιλύουν τις διαφορές σε επίκαιρο χρόνο με αιτιολογημένες αποφάσεις. Προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας, η Πολιτεία πρέπει να οργανώνει τη Δικαιοσύνη με στόχο την εξυπηρέτηση του πολίτη και όχι την ικανοποίηση συντεχνιακών συμφερόντων δικαστών και δικηγόρων ή πελατειακών αιτημάτων τοπικών κοινωνιών.

Η σύγχρονη δημόσια πολιτική για τη Δικαιοσύνη εστιάζει στα εξής σημεία: αριθμό-θέση δικαστηρίων (δικαστικός χάρτης), αριθμό δικαστών, στέγαση-τεχνολογικές υποδομές, αξιόπιστο σύστημα αξιολόγησης-επιθεώρησης-προαγωγών, κώδικα δεοντολογίας για την άσκηση του λειτουργήματος που ενισχύει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στη δικαστική λειτουργία.

Η αναποτελεσματικότητα του συστήματος οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην ευκαιριακή πολιτική ίδρυσης δικαστηρίων και σύστασης θέσεων. Ενώ διαθέτουμε περισσότερα δικαστήρια και περισσότερους δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο, η αποδοτικότητα είναι χαμηλή. Ο λόγος είναι ότι δεν τηρείται ο βασικός κανόνας της δικαστικής οργάνωσης που αυξάνει την παραγωγικότητα, σύμφωνα με προτάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης: της ίδρυσης μεσαίου μεγέθους δικαστηρίων με είκοσι (τουλάχιστον) έως ογδόντα δικαστές, επαρκή αριθμό καταρτισμένων υπαλλήλων, κατάλληλες τεχνολογικές και κτιριακές υποδομές.

Στην Ελλάδα λειτουργούν αφενός τα υπερμεγέθη δικαστήρια της Αθήνας με τα γνωστά προβλήματα και αφετέρου περιφερειακά δικαστήρια με λίγους δικαστές, λιγότερους υπαλλήλους, ακατάλληλη στέγαση, ανεπαρκείς υποδομές, μειωμένη εισροή υποθέσεων και πολλές εκκρεμότητες. Στις πόλεις των περιφερειακών δικαστηρίων οι δικαστές εμφανίζονται μόνο τις ημέρες συνεδριάσεων (δεν κατοικούν εκεί) και επιδιώκουν να μετατεθούν το ταχύτερο δυνατόν, με συνέπεια η καθημερινή λειτουργία των δικαστηρίων να επαφίεται στους ελάχιστους υπαλλήλους.

Η αύξηση της αποδοτικότητας επιβάλλει την κατάργηση των μικρών και τη δημιουργία μεσαίου μεγέθους δικαστηρίων στις μεγαλύτερες πόλεις, με κατάλληλες υποδομές και αξιοπρεπή στέγαση. Ετσι, στις μικρότερες πόλεις θα προσφέρονται δικαστικές υπηρεσίες από τοπικά δημόσια καταστήματα με τη χρήση τεχνολογιών (ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, ηλεκτρονικές κοινοποιήσεις, ηλεκτρονικοί φάκελοι, τηλεσυνεδριάσεις), οι οποίες φέρνουν τη Δικαιοσύνη πλησιέστερα στους πολίτες ακόμα και απομακρυσμένων περιοχών, νησιωτικών και ορεινών, καταργώντας τις μετακινήσεις και το χαρτί. Οι ισχυρισμοί των αρνητών της μεταρρύθμισης, ότι στοχεύει στην περικοπή δημοσίων δαπανών εις βάρος των τοπικών κοινωνιών που θα μείνουν χωρίς δικαστήρια, καταρρίπτονται, διότι οι δαπάνες αξιοποιούνται για ισχυρές υποδομές και δεν σπαταλώνται στη διατήρηση δικαστηρίων-φαντασμάτων, ενώ εξασφαλίζονται σε όλη την επικράτεια οι παροχές του δικαστικού συστήματος. Είναι αυτονόητο ότι επιβάλλεται η κατάτμηση των μεγάλων δικαστηρίων της Αθήνας, που δεν συντελούν στην εύρυθμη απονομή Δικαιοσύνης.

Με την ίδρυση μεσαίου μεγέθους δικαστηρίων τίθεται σε ορθολογική βάση ο αριθμός των δικαστών και παύει η αδιάκοπη σύσταση νέων θέσεων. Οι δικαστές κατοικούν ευκολότερα σε πόλεις με μεγάλα δικαστήρια, με συνέπεια συχνότερη παρουσία στα δικαστικά καταστήματα. Μειώνονται έτσι οι ανισότητες μεταξύ των δικαστών στο παραγόμενο έργο, προωθείται η εξειδίκευσή τους σε κατηγορίες υποθέσεων, διευκολύνεται το έργο της αξιολόγησης προς όφελος της αξιοκρατίας, ενώ η χορήγηση γονικών και άλλων αδειών δεν παρακωλύει τη λειτουργία των δικαστηρίων, όπως συμβαίνει σήμερα.

Η κοινωνία διαμαρτύρεται για τη χαμηλή απόδοση της Δικαιοσύνης. Πρέπει, όμως, να αντιληφθεί ότι η εμμονή σε τοπικά μικροσυμφέροντα επιβαρύνει εντέλει τους πολίτες και οδηγεί στη διαιώνιση του προβλήματος. Τα αρμόδια κρατικά όργανα οφείλουν να διαμορφώσουν δημόσιες πολιτικές για τον εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης, η οποία οργανώνεται και λειτουργεί προς ικανοποίηση του ατομικού δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, έχοντας ως αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου που επιβάλλει μια νέα αρχιτεκτονική για τη δικαιοσύνη.

 

* Ο κ. Μιχάλης Ν. Πικραμένος είναι αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και αναπληρωτής καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή