Μυρσίνη Ζορμπά: Ο Αντιμεγαλέξανδρος
Βλέποντας τις εικόνες με τους συνδικαλιστές της ΠΟΕΔΗΝ να καταθέτουν στεφάνι στον Δρομέα του Βαρώτσου νιώθει κανείς την ανάγκη να αναρωτηθεί: Τι ήταν αυτό το αλλόκοτο θέαμα – το προσκύνημα με άνθη και ντουντούκες στα πόδια ενός σύγχρονου γλυπτού, σαν να ήταν ηρώον; Τι ήταν, αν όχι μια ηφαιστειακή εκτίναξη «λαϊκών απωθημένων» – μια ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση και των τεσσάρων συνιστωσών τής, κατά Ζορμπά, ορθής ταυτότητας: της «προοδευτικής», της «λαϊκής», της «εθνικής» και της «πατριωτικής»;
Οι συνδικαλιστές προέβησαν σε βίαιο «εκδημοκρατισμό» του μνημείου – το οποίο, πριν από την έμπνευση της υπουργού για μεταφορά του στα Σκόπια, δεν λογιζόταν καν ως μνημείο. Η απόπειρα επιστράτευσης του γλυπτού ως μέσου «προοδευτικής» πολιτιστικής διπλωματίας αναχαιτίστηκε «από τα κάτω» – από την τετραμερή ταυτότητα που το οικειοποιήθηκε ειδωλολατρικά, καθιστώντας το Αντιμεγαλέξανδρο: από σύμβολο της νεωτερικότητας, εθνικολαϊκό σύμβολο.
Ο «νέος» Δρομέας έγινε έτσι πιο παλιός από τον παλιό – οθόνη προβολής αρχαϊκών «απωθημένων». Η νέα του χρήση συμβολίζει και τις αντιφάσεις εκείνων που φαντάζονται εαυτούς εκπολιτιστές, αλλά προσέχουν προπαντός να μην κατηγορηθούν ως ελιτιστές. Η λαϊκή κουλτούρα ενίοτε τους προλαβαίνει και καθορίζει μόνη της τα μέσα της έκφρασής της.
Το ίδιο συμβαίνει και στη σκέτη πολιτική: Προτού οι εκσυγχρονιστές προλάβουν να εκσυγχρονίσουν ένα παρωχημένο πολιτικό προϊόν, έχει προλάβει το προϊόν να τους συριζοποιήσει.
Είναι μεγάλος ο πειρασμός να εκμεταλλευθεί κάποιος το εγκώμιο της Ζορμπά προς τη Μελίνα, για να ρωτήσει: Ποιες είναι, αλήθεια, οι αναλογίες; Ποια ήταν η εκδημοκρατισμένη κουλτούρα που διαμόρφωσε το ΠΑΣΟΚ του ’80; Και ποια είναι η κουλτούρα που παρήγαγε ο ΣΥΡΙΖΑ;
Είναι, ας πούμε, σήμερα ο Κραουνάκης –ο παλαμάκιας του Πολάκη– αυτό που κάποτε ήταν η Ρίτα; Είναι ο ξεθυμασμένος Λαζόπουλος της φθίνουσας εξουσίας ίδιος με τον Λάκη της αιχμηρής επιθεώρησης του ’80; Είναι η σημερινή ΕΡΤ του ’80 καλύτερη από την αυθεντική ΕΡΤ του ’80;
Η συζήτηση αφορά μάλλον τους ιστορικούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν λειτουργεί πια, αν ποτέ λειτούργησε, σαν αντλία των λαϊκών απωθημένων, όπως το ανδρεϊκό κόμμα. Εχει πια φανεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ΠΑΣΟΚ, όσο η Ζορμπά είναι Μελίνα.
Γιώργος Κυρίτσης: Ο κύκλος της φωτιάς
Η περίπτωση Κυρίτση θα μπορούσε να σηματοδοτεί πρόοδο. Ηταν μάλλον η πρώτη φορά που το κόμμα δεν προσπάθησε να καλύψει –διά των προφάσεων ή διά της σιωπής– μια δήλωση αθώωσης της βίας. Ηταν η πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο μέσω των αυτόνομων φωνών, όπως ο Νίκος Φίλης, αλλά και μέσω των εκφραστών της κομματικής νομιμοφροσύνης, ανάγκασε τον βουλευτή σε δημόσια απολογία – για την απόφανσή του ότι «από μολότοφ δεν πέθανε ποτέ κανείς».
Τι σημαίνει άραγε αυτή η πρωτοτυπία; Τι βαραίνει περισσότερο; Οτι στον ΣΥΡΙΖΑ θάλλουν ακόμη οι απόψεις περί θεμιτής ή ανεκτής πολιτικής βίας; Ή ότι επισήμως το κόμμα προσπαθεί να ελέγξει αυτές τις απόψεις – ακόμη κι αν το κάνει για να διατηρηθεί ως μέινστριμ δύναμη, με πλειοψηφικές αξιώσεις;
Θα μπορούσε κανείς να αφηγηθεί την ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από τρεις φωτιές: Δεκεμβριανά 2008, Marfin 2010, Μάτι 2018. Τρεις φωτιές κατά την πιο ταραγμένη δεκαετία της Μεταπολίτευσης, που συνέπεσε να είναι και η δεκαετία της πολιτικής σταδιοδρομίας του Τσίπρα.
Το 2008 και το 2010, οι τρόποι του πρώιμου, αντιπολιτευόμενου ΣΥΡΙΖΑ κυριάρχησαν στον δημόσιο χώρο, παρότι ο ίδιος ήταν ακόμη εκλογικά ανίσχυρος. Κυριάρχησαν όχι επειδή τάχα ηγεμόνευαν ιδεολογικά. Οι κυρίτσειες ιδέες ήταν πάντα μειοψηφικές. Κυριάρχησαν «επιχειρησιακά», περνώντας μέσα από τις ρωγμές που άνοιγε η πολιτική και ηθική απονομιμοποίηση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος.
Και το Μάτι; Τι σχέση έχει μια φονική φυσική καταστροφή με το δόγμα των πολιτικών «εμπρησμών πόλης»; Στο Μάτι, όπως και στη Marfin, κατασκευάστηκε μια θεωρία ενοχοποίησης των θυμάτων: Στη Marfin κάηκαν, υποτίθεται, οι απεργοσπάστες· στο Μάτι κάηκαν οι αυθαιρετούχοι – οι μικρομεσαίοι μεζονετούχοι. Καμιάς φωτιάς τα θύματα δεν ήταν εντελώς ανεύθυνα για τον θάνατό τους.
Υπάρχουν βέβαια και διαφορές. Ο ανώριμος ΣΥΡΙΖΑ ανεχόταν τις μολότοφ και απλώς συνιστούσε να μη βρίσκεσαι στη μεριά που πέφτουν. Ο ώριμος ΣΥΡΙΖΑ δεν έδειχνε τέτοιο νερωνικό κυνισμό. Εδειξε όμως τον περασμένο Αύγουστο πώς ήταν έτοιμος να διαχειριστεί πολιτικά τους θανάτους – να τους κρύψει πίσω από νυχτερινές σκηνοθεσίες και δορυφορικές φωτογραφίες. Εδειξε ότι ήταν πια έτοιμος να ασκήσει εξουσία επί των νεκρών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει όντως αλλάξει. Ο πρώιμος κινούνταν από παλιούς ιδεασμούς. Ο όψιμος δεν δεσμεύεται πια από δόγματα. Εχει μόνο εξεζητημένες εξουσιαστικές σκοπιμότητες. Η μόνη ομοιότητα είναι ότι και στη μία και στην άλλη περίπτωση –και στο Μάτι και στη Marfin– αυτοί που καίγονται λογίζονται ως εμπόδια. Ως δυσφημίσεις ενός τάχα ανώτερου σκοπού.