Γράμματα Αναγνωστών

5' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι διχασμοί μας και όσα μας ενώνουν

Κύριε διευθυντά

Με αφορμή τη νέα σειρά βιβλίων της «Καθημερινής» σχετικά με τους διχασμούς των Ελλήνων, θα ήθελα να σας προτείνω να συμβάλετε στο εξής:

Θεωρώ ότι οι έννοιες Αριστερά – Δεξιά είναι σήμερα εντελώς ξεπερασμένες. Ιδιαίτερα δε, στην τόσο δύσκολη περίοδο που περνάει η χώρα μας και εμείς μαζί της τα τελευταία δέκα χρόνια.

Θα πρότεινα λοιπόν τη διοργάνωση μιας σειράς ομιλιών – συζητήσεων – άρθρων – debates, προσπαθώντας με ψυχραιμία και διάθεση συμφιλίωσης να αποτυπώσουμε σε ποιες αρχές και αξίες συμφωνούμε –και ποιες είναι οι διαχωριστικές γραμμές μας– πάνω στα θέματα που απασχολούν όλους μας: Δικαιοσύνη, παιδεία, υγεία, οικονομία.

Μια τέτοια πρωτοβουλία θα μπορούσε πιθανώς να συνδεθεί με τα best practices, τις αναγνωρισμένες διεθνώς καλύτερες πρακτικές πάνω σε αυτούς τους τομείς, ώστε επιτέλους να κάνουμε ως έθνος ένα μεγάλο βήμα μπροστά με όπλο την κατανόηση και τη γνώση, αφήνοντας πίσω την τυφλή υπακοή στους κομματικούς και συνδικαλιστικούς μηχανισμούς. Είμαστε στο 2019, σωστά;

Σοφικα Ελευθερουδακη

Πώς ζυγίζουμε τους υποψηφίους;

Κύριε διευθυντά

Οι ευρωεκλογές αλλά και οι βουλευτικές εκλογές πλησιάζουν. Θα ψηφίσουμε το κόμμα που θέλουμε, σταυρώνοντας ως συνήθως τους υποψηφίους εκείνους που είτε προέρχονται από τον κομματικό σωλήνα (επαγγελματίες πολιτικοί) είτε είναι αναγνωρίσιμοι από την τηλεόραση (ηθοποιοί, παρουσιαστές, παλαιοί πολιτικοί κ.λπ.). Και, μόλις περάσουν οι εκλογές, θα αρχίσουμε να διαμαρτυρόμαστε, ως επιμηθείς, για τη χαμηλή ποιότητα των βουλευτών που εμείς οι ίδιοι ψηφίσαμε!

Εχουμε αναλογισθεί άραγε –εμείς οι ψηφοφόροι– την τεράστια ευθύνη που φέρουμε για την ποιότητα των ανθρώπων που θα στείλουμε να μας αντιπροσωπεύσουν στην Ευρωβουλή και στη Βουλή; Γιατί, δυστυχώς, εμείς είμαστε εκείνοι που ψηφίζουμε τα κόμματα και τα άτομα που μας «παραμυθιάζουν», ψηφίζουμε τους «μάγους» που μας υπόσχονται ότι θα επιτύχουν τα πάντα κουνώντας το μαγικό ραβδάκι τους. Είναι καιρός να αντιδράσουμε στις συνήθειές μας, να γίνουμε πιο απαιτητικοί, πιο εκλεκτικοί.

Ας διαθέσουμε λίγη ώρα για να διαβάσουμε με προσοχή τα βιογραφικά τους και ας επιλέξουμε τους πλέον καταξιωμένους. Αυτούς που διακρίθηκαν στις σπουδές και στην επιστήμη τους ή στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, αυτούς που μιλούν άπταιστα μια – δυο ξένες γλώσσες και αξίζουν να μας αντιπροσωπεύσουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Αν αγαπάμε τη χώρα μας, αν θέλουμε η Ελλάδα να πάει μπροστά, είναι καιρός να στείλουμε επιτέλους στην Ευρωβουλή και στη Βουλή μας τους ικανούς, τους αρίστους!

Γιωργος Δελενδας, Αθήνα

ΠΑΟΚ, Φενέρμπαχτσε και ιδιωτικά ΑΕΙ

Κύριε διευθυντά

Η επιστολή μου αφορά το άρθρο της 10/3/2019 του παλιού και αγαπητού φίλου Νίκου Μαραντζίδη «Γιατί να μην πάρει ο ΠΑΟΚ το Τσάμπιονς Λιγκ;». Σύμφωνα μ’ αυτό, οι πιθανότητες να μπορέσει ένα υποτιθέμενο ιδιωτικό πανεπιστήμιο στην Ελλάδα να ξεπεράσει το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ) στις διεθνείς κατατάξεις είναι εξίσου χαμηλές με το να πάρει ο ΠΑΟΚ το Τσάμπιονς Λιγκ.

Το ΠΑΜΑΚ βρίσκεται αυτή τη στιγμή εκτός της λίστας του Times Higher Education (THE) των περίπου 1.200 ιδρυμάτων που θεωρούνται τα καλύτερα στον κόσμο, την πιο έγκυρη απ’ όσες κυκλοφορούν.

Ελα όμως που ακριβώς δίπλα μας, στην Τουρκία, υπάρχουν όχι ένα, αλλά τρία παραδείγματα ιδιωτικών πανεπιστημίων που ιδρύθηκαν τα τελευταία 30 χρόνια και βρίσκονται στη λίστα του THE, και μάλιστα σε καλές θέσεις! Πράγματι, η Τουρκία αντιπροσωπεύεται στην κατάταξη του THE του 2019 με 23 πανεπιστήμια, από τα οποία τα τρία πρώτα είναι ιδιωτικά: Κοτς και Σαμπάντσι στην Κωνσταντινούπολη και Μπιλκέντ στην Αγκυρα. Αυτά σε μια χώρα όπου το επίπεδο ζωής είναι χαμηλότερο και το κράτος πιο διεφθαρμένο και πιο αυταρχικό απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Και την περίοδο αυτή, για να επαναλάβουμε την ποδοσφαιρική αναλογία, ούτε η Γαλατάσαραϊ ούτε η Φενέρμπαχτσε πήραν το Τσάμπιονς Λιγκ!

Παρ’ όλα αυτά, συμφωνώ με τον κ. Μαραντζίδη ότι η αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης στη Ελλάδα θα πρέπει να εστιαστεί στα δημόσια ιδρύματα. Συμφωνώ επίσης και στα όσα λέει για τα εμπόδια που δημιουργούν η γραφειοκρατία, ο ασφυκτικός έλεγχος του κράτους και η ανεπάρκεια των υποδομών. Αυτά όμως δεν εξηγούν το γιατί μερικά ιδρύματα τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα από άλλα, ούτε δικαιολογούν την αδιαφορία που δείχνει το κοινωνικό σύνολο για την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται από το κάθε ίδρυμα.

Η αναβάθμιση δεν θα λάβει χώρα ποτέ αν δεν ζητηθούν ευθύνες από την ακαδημαϊκή κοινότητα, κάτι που δεν γίνεται σήμερα, όπως δείχνει το παρακάτω παράδειγμα. 

Στη λίστα του THE, η Ελλάδα αντιπροσωπεύεται με 8 ιδρύματα, τα πανεπιστήμια Κρήτης, Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πατρών, Ιωαννίνων, Αιγαίου, Θράκης και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αυτό που λάμπει διά της απουσίας του είναι το Πολυτεχνείο, το οποίο ήταν στη λίστα μέχρι το 2015, αλλά μετά βγήκε χωρίς να επανέλθει.

Αυτό σημαίνει ότι έπεσε χαμηλότερα από το Λαϊκό Πανεπιστήμιο της Κίνας και από το Πολυτεχνείο της Ρίγας στη Λετονία, στα οποία ο γράφων είχε διδάξει Οικονομική Θεωρία ως επισκέπτης καθηγητής το 1990 και το 1996 αντιστοίχως. Και τα δύο ήσαν τότε ανύπαρκτα στον ακαδημαϊκό τομέα της οικονομίας της αγοράς, ενώ σήμερα είναι στη λίστα.

Γιατί αυτό το κατρακύλισμα του ΕΜΠ; Γιατί δεν ζητήθηκαν εξηγήσεις από τις πρυτανικές αρχές και γιατί δεν έγινε καμία αναφορά στα ΜΜΕ; Για εμάς τους παλαιούς αποφοίτους του ΕΜΠ προξενεί απέραντη θλίψη αυτή η αδιαφορία απέναντι στην απαξίωση ενός ιδρύματος που μάζευε άλλοτε τα καλύτερα μυαλά της Ελλάδας, που συναγωνίζονταν σκληρά για να διεκδικήσουν μία από τις ελάχιστες διαθέσιμες θέσεις.

Συμπέρασμα: κατ’ αρχάς, χαίρομαι που ο κ. Μαραντζίδης εστίασε τη συζήτηση για την ποιότητα της ανωτάτης παιδείας στην Ελλάδα στην ανάγκη αναβάθμισης των ιδρυμάτων στις διεθνείς λίστες.

Για να γυρίσει όμως ο ήλιος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, θέλει δουλειά πολλή, όπως θα έλεγε ο Ελύτης.

Ιδιωτικά πανεπιστήμια ασφαλώς θα πρέπει να επιτραπούν. Οχι μόνο δεν κάνουν κακό, αλλά μπορούν να γίνουν παραδείγματα προς μίμηση για τον δημόσιο τομέα, όπως στην Τουρκία. Το πώς θα γίνει η αναβάθμιση αυτού του δημόσιου τομέα είναι ένα μεγάλο θέμα που ξεπερνάει τα όρια αυτής της συζήτησης.

Στελιος Περρακης, Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Concordia, Καναδάς, τέως μέλος Συμβουλίου Ιδρύματος ΠΑΜΑΚ

Προσωπάρχης ή μήπως επιτελάρχης;

Κύριε διευθυντά

Χρόνια τώρα ακούμε και διαβάζουμε για τον «προσωπάρχη» του Λευκού Οίκου. Οι δίδοντες τον τίτλο του «προσωπάρχου» αποδίδουν στα ελληνικά το «chief of staff» ερμηνεύοντας το «staff» ως προσωπικό.

Το «staff» όμως έχει άλλη ερμηνεία, αυτήν του επιτελείου. Νομίζω λοιπόν ότι ορθότερη απόδοση του τίτλου «White House chief of staff» είναι «επιτελάρχης του Λευκού Οίκου» και όχι «προσωπάρχης».

Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του επιτελάρχου του Λευκού Οίκου αναφέρονται αναλυτικά και λεπτομερώς στις ιστοσελίδες του Διαδικτύου και από αυτά φαίνεται ότι προΐσταται ενός επιτελείου του προέδρου των ΗΠΑ και όχι του εργαζομένου προσωπικού του Λευκού Οίκου ως προσωπάρχης (personnel manager ή human resources manager). Αν συμφωνείτε με την άποψή μου, ας το διορθώσει στο μέλλον και η αγαπητή «Κ».

Ματθαιος Μ. Δημητριου, Πλοίαρχος Π.Ν. ε.α.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή