Δύο ψήγματα ελπίδας

2' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μια κοινωνιολογική αποτίμηση της κρίσης θα ξεκινούσε από το εισοδηματικό σοκ της συρρίκνωσης του ΑΕΠ κατά 25% επιχειρώντας να επισημάνει το ακριβές του αποτύπωμα στις τρεις μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Αναπόφευκτα θα κατέληγε σε μια άκρως απογοητευτική αποτίμηση.

Η πρώτη ομάδα αποτελείται από τους εργαζομένους του ευρύτερου δημόσιου τομέα: υπέστη μια σημαντική εισοδηματική συρρίκνωση δίχως όμως να εκτεθεί στην αβεβαιότητα της ανεργίας. Η ανεξέλεγκτη μεγέθυνσή της σταμάτησε, χωρίς όμως ουσιαστική συρρίκνωση. Τις αποχωρήσεις απορρόφησαν οι συνταξιοδοτήσεις, ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν ελάχιστες.

Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τους αυτοαπασχολουμένους και τους μικροεπιχειρηματίες και υπέστη διπλό χτύπημα. Αρκετοί (π.χ. μικρομαγαζάτορες) έχασαν τη δουλειά τους, ενώ οι περισσότεροι είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται δραματικά εξαιτίας της μείωσης της ζήτησης αλλά και γιατί χτυπήθηκε η φοροδιαφυγή και αυξήθηκαν οι εισφορές. Ορισμένοι (λίγοι) στράφηκαν σε νέες αγορές (εξαγωγές), όμως οι περισσότεροι φαίνεται πως επέστρεψαν στη φοροδιαφυγή για να επιβιώσουν.

Η τρίτη ομάδα αποτελείται από την εξαρτημένη ιδιωτική εργασία. Πολλοί έμειναν άνεργοι ενώ οι περισσότεροι μετατράπηκαν σε ένα υποπρολεταριάτο που αμείβεται εξευτελιστικά και εργάζεται χωρίς δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Αυτή είναι και η βασική δεξαμενή υποδοχής της μεγάλης πλειονότητας των νέων. Οσο για τη μειοψηφία των εργαζομένων με υψηλές δεξιότητες, αυτή σχεδόν εξαφανίστηκε, στρεφόμενη προς τη μετανάστευση. Συγκρίνοντας κανείς τις ομάδες αυτές, εύκολα διαπιστώνει πως ενώ όλες τους βίωσαν την κρίση, δεν τη βίωσαν με τον ίδιο τρόπο. Το χάσμα ανάμεσά τους διευρύνθηκε.

Η ανάλυση περιπλέκεται ιδιαίτερα από το γεγονός πως οι ομάδες αυτές δεν είναι ανεξάρτητες αλλά συμπλέκονται με συγγενικούς δεσμούς, ενώ όλες τους συνδέονται με τη μεγάλη (και αυξανόμενη) μάζα των συνταξιούχων. Αυτό δυσχεραίνει τόσο την ταξική ανάλυση όσο και την ταξική δράση, καθώς τόσο ο ιδιωτικός υποπρολετάριος όσο και ο περιθωριακός ελεύθερος επαγγελματίας, που υπό άλλες συνθήκες θα επεδίωκαν τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, επιβιώνουν συχνά χάρη σε συγγενικά πρόσωπα που απασχολούνται σ’ αυτόν. Αυτές οι σχέσεις ενισχύουν την κοινωνική συνοχή, εις βάρος όμως της μελλοντικής ανάπτυξης, καθώς πριμοδοτούνται το στάτους κβο και η ακινησία. Η εικόνα είναι συνολικά αποκαρδιωτική. Υπάρχουν ψήγματα ελπίδας στο απογοητευτικό αυτό τοπίο;

Υπάρχουν δύο. Θεωρώ πως το πρώτο ψήγμα προέρχεται από τη μετανάστευση, που μπορεί να στέρησε από τη χώρα μια μεγάλη ομάδα δημιουργικών, δυναμικών και φιλόδοξων (αλλά, μην το ξεχνάμε, ουσιαστικά αποκλεισμένων) ανθρώπων, όμως δημιούργησε παράλληλα μια νέα κοινωνική ομάδα που στο μέλλον μπορεί να πρωταγωνιστήσει.

Το δεύτερο σχετίζεται με την προφανέστερη πολιτική συνέπεια της κρίσης, την αναδιοργάνωση της βενιζελογενούς, αντιδεξιάς παράταξης με νέα ηγεσία και με μια απόπειρα επιστροφής στις ρίζες του 1981. Αυτό εξηγεί την αντιφατική πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ να επιβιώνει εκλογικά δίχως να «τραβάει». Από τη μια, διατηρεί μια αξιοπρεπή εκλογική επιρροή, αλλά από την άλλη έχει αποτύχει να αποκτήσει ηγεμονική παρουσία – και αυτό, παρά το πλεονέκτημα της διαχείρισης των κρατικών πόρων. Ο λόγος είναι πως, αντίθετα από το 1981, όταν τα μικροαστικά στρώματα διεκδικούσαν με αξιώσεις την οικονομική και κοινωνική τους άνοδο και το ΠΑΣΟΚ μπορούσε (διαμέσου δανεικών και κοινοτικών πόρων) να τα ικανοποιήσει, κάτι τέτοιο δεν ισχύει σήμερα. Στην καλύτερη περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί τη λογική ενός κοινωνικοοικονομικού κατενάτσιο, την υπόσχεση δηλαδή μιας (ελάχιστα) πιο ανεκτής φτώχειας στο πλαίσιο μιας μόνιμης οικονομικής καθίζησης και τελμάτωσης.

Ομως αυτό δεν αρκεί για να χτιστεί πολιτική ηγεμονία. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει ένα όραμα ανόδου και ανάπτυξης που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί όχι μόνο να ικανοποιήσει αλλά ούτε καν να αρθρώσει πειστικά.

Η πολιτική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά επομένως το δεύτερο ψήγμα ελπίδας. Επιτρέπει την άρθρωση μιας ουσιαστικής εναλλακτικής πολιτικής πρότασης με προϋποθέσεις μακροχρόνιας πολιτικής ηγεμονίας.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή