Τα πρόσωπα της εβδομάδας
Νίκος Παπανδρέου: Υπαρκτός παπανδρεϊσμός
Ο παπανδρεϊσμός έχει τρεις υποστάσεις. Η πρώτη είναι ο ίδιος ο κεκοιμημένος Παπανδρέου – το πρόσωπο που πια ανήκει στην ύλη των ιστορικών. Η δεύτερη είναι ο Ανδρέας ως ενεργό σύμβολο – το πολιτικό προϊόν που προσπαθεί να επαναλανσάρει το Κίνημα Αλλαγής, αφιερώνοντας τη δεύτερη ημέρα του συνεδρίου του σε ένα μνημόσυνο του ιδρυτή του. Και η τρίτη υπόσταση είναι οι υπαρκτοί Παπανδρέου – οι αδελφοί που παλιννοστούν, ως υποψήφιοι, στο πατρογονικό τους χωράφι. Επιστρέφουν, ουσιαστικά, στο κόμμα που ο Γιώργος είχε διασπάσει το 2014.
Εχει πολιτικά χαρακτηριστικά αυτό το οικογενειακό reunion; Καθιστά, όπως λένε, το ΚΙΝΑΛ πιο ανοικτό προς τον ΣΥΡΙΖΑ; Ο ΓΑΠ έχει δείξει διαθεσιμότητα. Την έχει δείξει στη στήριξη των Πρεσπών, στην κοσμική του συμμετοχή στην υποδοχή του Μοράλες, στη δήλωσή του περί μετεκλογικής συνεννόησης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Νίκος εμφανίζεται πιο επιφυλακτικός ζητώντας, απλώς, εκλογές με απλή αναλογική, αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία.
Θα άξιζε κανείς να ξεχάσει για λίγο τα πρόσωπα και να αναρωτηθεί επί της ουσίας: Τι θα σήμαινε για το ΚΙΝΑΛ να χρεωθεί δεύτερες εκλογές, προκειμένου να μη χρεωθεί νέα κυβερνητική συνεργασία με τη Δεξιά; Για τον βασικότερο αντίπαλο του ΚΙΝΑΛ, τον ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, δεύτερες εκλογές θα σήμαιναν εκπλήρωση του υπαρξιακού του στόχου: Να μείνει ακόμη και ηττημένος σε ρόλο ρυθμιστικού παράγοντα. Και –γιατί όχι;– να απορροφήσει εκείνος όλη την αντιδεξιά ψήφο σε συνθήκες ανελέητης πόλωσης.
Η πλειοψηφία των στελεχών του ΚΙΝΑΛ –των υπαρκτών Παπανδρέου, μη εξαιρουμένων– αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με τη Ν.Δ. ως θανάσιμο κίνδυνο. Το δίλημμα όμως για το κόμμα στην επόμενη Βουλή μπορεί να μην είναι ή να συγκυβερνήσει ή να φορτωθεί τις εκλογές.
Θα μπορούσε –κι αυτό ανεξαρτήτως αυτοδυναμίας– να διεκδικήσει για τον εαυτό του τον ρυθμιστικό ρόλο στις πολλαπλές πλειοψηφίες που θα απαιτηθούν στην επόμενη Βουλή – στη συνταγματική αναθεώρηση, στην προεδρική εκλογή και στην αλλαγή του εκλογικού νόμου.
«Ο πολιτικός και ιδεολογικός μας αντίπαλος είναι η Νέα Δημοκρατία», διαβάζει κανείς στο κείμενο που επρόκειτο να εγκριθεί ως διακήρυξη του συνεδρίου. Στις δημοσκοπήσεις, πάντως, το ΚΙΝΑΛ δείχνει σημάδια ζωής –δηλαδή συσπείρωσης– από τότε που εκδηλώθηκε η νέα επιχείρηση άλωσής του από τον Τσίπρα.
«H Ν.Δ. μιλάει ανοικτά για μια ανάπτυξη για τις ελίτ». Κι αυτό είναι από τη διακήρυξη του ΚΙΝΑΛ, αν και μοιάζει υποκλοπή από μπροσούρα του ΣΥΡΙΖΑ.
O ΣΥΡΙΖΑ έκανε τη χάρη στο ΚΙΝΑΛ να προσπαθεί να εμφανιστεί ως νέο ΠΑΣΟΚ. Το δώρο θα αποβεί άδωρο αν το παλιό ΠΑΣΟΚ επιμείνει να εμφανίζεται ως νέος ΣΥΡΙΖΑ.
Πέτρος Κόκκαλης: Ταξική (α)μεροληψία
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δίκιο. Η διαπλοκή δεν γίνεται με εκλογικές συμπράξεις. Αν ήθελε το κόμμα να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα Κόκκαλη, δεν θα καρφωνόταν, εκθέτοντας τον ίδιο τον υιό Κόκκαλη στο ευρωψηφοδέλτιό του. Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει: Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε το κόστος αυτής της υποψηφιότητας; Γιατί αψήφησε τις αντιδράσεις που ήδη εκδηλώνονταν από τη διαρροή του ονόματος;
Τρεις απαντήσεις, ξεκινώντας από τη λιγότερη πειστική. Ο πρωθυπουργός, λένε, έχει μακρά προσωπική σχέση με τον υποψήφιο – έχει, δηλαδή, ιδίαν αντίληψη των αριστερών ευαισθησιών του. Για να ενστερνιστεί κανείς αυτή την απάντηση, πρέπει να πιστέψει ότι ο Τσίπρας έχει χάσει το ένστικτο για το οποίο ακόμη εγκωμιάζεται. Εχει χάσει τη στοιχειώδη ικανότητα να σταθμίζει τον καταστροφικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει μια προσωπική γνώμη.
Δεύτερη απάντηση: Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεγάλη ανάγκη ερεισμάτων στον Πειραιά και στο ερυθρόλευκο ποίμνιο. Ο πόλεμος με τον ιδιοκτήτη του Ολυμπιακού απειλούσε να τον αποξενώσει από το κοινό εκείνο του οποίου η οπαδική ταυτότητα διαποτίζει και τις πολιτικές προτιμήσεις. Αν υποθέσουμε ότι όντως υπάρχει τέτοια πελατεία, πόσο μεγάλη είναι; Δεν είναι πάντως τόση ώστε να δικαιολογεί τη ζημιά που προκαλεί ο υμέναιος με τον Κόκκαλη.
Τρίτη απάντηση: Αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της εκλογικής του απομόνωσης, ο ΣΥΡΙΖΑ επείγεται να δείξει ότι διατηρεί «γέφυρες» με πολιτικά και κοινωνικά πεδία που τον καθιερώνουν ως κόμμα εξουσίας. Χρειάζεται να δείξει ότι έχει προσβάσεις στην Κεντροδεξιά, στην Κεντροαριστερά, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες· και –γιατί όχι– στην επιχειρηματική τάξη. Αυτή η απάντηση μοιάζει περισσότερο με εκ των υστέρων εκλογίκευση των κρεμλινολόγων του Μαξίμου παρά με συνειδητή επιδίωξη του Τσίπρα.
Αν η επιλογή Κόκκαλη ήταν εξαρχής καταδικασμένη, αυτό οφείλεται στα κοινωνικά αντανακλαστικά που έχει παροξύνει η συριζαϊκή ιδεολογία. Ο πρωθυπουργός, ο οποίος εξακολουθεί να διαφημίζει την «ταξική μεροληψία» του κατά των ελίτ, εναγκαλίζεται ένα από τα πιο βεβαρυμένα ονόματα αυτού που ο ίδιος καταγγέλλει ως ολιγαρχία.
Εχει όντως δίκιο ο ΣΥΡΙΖΑ όταν λέει ότι η στρατολόγηση του Κόκκαλη δεν συνιστά διαπλοκή. Η διαπλοκή προϋποθέτει ότι οι πόλοι εξουσίας που διαπλέκονται παραμένουν κάπως διακριτοί. Η συγχώνευση δεν είναι διαπλοκή.
Η επιλογή του Τσίπρα να συγχωνευθεί πανηγυρικά με αυτό που καταγγέλλει αποτελεί απλώς τεκμήριο της αδυναμίας του να κρύψει αυτό που ο ίδιος έγινε. Η αφομοίωσή του στο «σύστημα» δεν είναι πια προϊόν υπολογισμού. Είναι φύση που δεν μπορεί παρά να εκδηλώνεται.