Προτεραιότητες φορολογικής πολιτικής

Προτεραιότητες φορολογικής πολιτικής

4' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η φορολογική μεταρρύθμιση σωστά είναι κεντρικός πυλώνας της πολιτικής της νέας κυβέρνησης: μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής που χρειάστηκε για να επιτευχθούν οι στόχοι των προγραμμάτων διάσωσης συντελέστηκε μέσω αύξησης φόρων, με τρόπους που κατέπνιξαν την οικονομική δραστηριότητα. Οι σχεδιαζόμενες μειώσεις στη φορολογία αποτελούν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για βελτίωση του φορολογικού συστήματος και περιορισμό των στρεβλώσεων που επιδρούν αρνητικά στην ανάπτυξη.

Η βασική αρχή που πρέπει να διέπει τη μεταρρύθμιση είναι ότι όλες οι πηγές εισοδήματος πρέπει να φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο: δεν πρέπει οι μισθωτοί να φορολογούνται πιο βαριά από όσους εισπράττουν μερίσματα. Ο λόγος είναι ότι καμία δραστηριότητα δεν πρέπει να ενθαρρύνεται ή να αποθαρρύνεται – το φορολογικό σύστημα πρέπει να είναι στον μέγιστο δυνατό βαθμό ουδέτερο.

Λάβετε ως παράδειγμα μία ικανή προγραμματίστρια. Είναι πιθανό ότι η οικονομικά πιο αποδοτική επιλογή είναι να εργαστεί σε μία μεγάλη, εξωστρεφή και καινοτόμο επιχείρηση. Ωστόσο, αν τα μερίσματα φορολογούνται προνομιακά σε σύγκριση με τις μισθολογικές απολαβές, το πρόσωπο αυτό μπορεί να μειώσει τα φορολογικά βάρη ανοίγοντας μία ατομική επιχείρηση, στερώντας έτσι τα προσόντα του από τον εξαγωγικό τομέα της οικονομίας. Ισως ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η βαριά φορολόγηση της μισθωτής εργασίας ωθεί τα πιο ταλαντούχα στελέχη εκτός της χώρας, σε κέντρα υψηλής τεχνολογίας όπου η φορολογία είναι πολύ χαμηλότερη.

Συνεπώς, η πολιτική της υπερφορολόγησης της εργασίας είναι αντιπαραγωγική, καθώς δημιουργεί κίνητρα για φοροαποφυγή και γιατί στερεί από τις ανταγωνιστικές, εξωστρεφείς επιχειρήσεις της οικονομίας τα καλύτερα μυαλά.

Παρά τα επιχειρήματα αυτά, πολλοί τάσσονται υπέρ της μείωσης της φορολογίας στα μερίσματα, ισχυριζόμενοι ότι έτσι θα τονωθούν οι επενδύσεις. Ωστόσο, αναλυτική μελέτη έδειξε ότι η μείωση του συντελεστή στα μερίσματα στις ΗΠΑ το 2003 είχε μηδενικό αντίκτυπο στις επενδύσεις (Yagan, American Economic Review, 2015). Το εύρημα αυτό δεν είναι στην πραγματικότητα απροσδόκητο: αν μεγάλο μέρος της επενδυτικής δραστηριότητας χρηματοδοτείται από τα μη διανεμόμενα κέρδη (όπως ασφαλώς συμβαίνει στην Ελλάδα), η μείωση των μερισμάτων αυξάνει τόσο τις αποδόσεις των επενδύσεων όσο και το κόστος ευκαιρίας τους: τα μη διανεμόμενα κέρδη έχουν μεγαλύτερη αξία για τους μετόχους μετά τις μειώσεις της φορολογίας. Τα δύο αυτά αποτελέσματα αλληλοεξουδετερώνονται και τα κίνητρα για επενδύσεις δεν επηρεάζονται.

Συνεπώς, η μείωση της φορολόγησης των μερισμάτων αυξάνει τη φοροαποφυγή, δεν τονώνει τις επενδύσεις και αναδιανέμει το εισόδημα υπέρ των πιο εύπορων.

Για τους ίδιους λόγους δεν θα έπρεπε ούτε τα κεφαλαιακά κέρδη να απολαμβάνουν ειδική φορολογική μεταχείριση: δεν πρέπει να επιδοτούμε τη μία μορφή οικονομικής δραστηριότητας έναντι των υπόλοιπων. Η χαμηλή φορολόγηση των κεφαλαιακών κερδών δίνει κίνητρο για χειραγώγηση των πηγών εσόδων με σκοπό την αποφυγή φόρων, ενώ επιπροσθέτως επιδοτούμε τον σχηματισμό κεφαλαίου αντί της εργασίας, στρεβλώνοντας την οικονομική δραστηριότητα.

Ενας καλός τρόπος για να οργανωθεί το φορολογικό σύστημα είναι να κινηθεί προς τη φορολόγηση της κατανάλωσης (ΦΠΑ). Αυτό συνεπάγεται πολλά πλεονεκτήματα. Κατ’ αρχάς εξασφαλίζει αυτόματα πως τα άτομα φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο ανεξάρτητα από τις πηγές εισοδήματός τους. Και βέβαια οι φοροφυγάδες δεν μπορούν να αποφύγουν τον ΦΠΑ. Δεύτερον, καθώς η οικονομία μεγεθύνεται, η συμμόρφωση με τον ΦΠΑ βελτιώνεται επειδή η ανάπτυξη προέρχεται κυρίως από μεγάλες επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό που δεν αποφεύγουν τους φόρους. Επιπλέον, καθώς σταδιακά οι αλυσίδες εφοδιασμού γίνονται μακρύτερες και πιο σύνθετες, το κίνητρο για φοροδιαφυγή σε κάθε ξεχωριστό σημείο της γραμμής εφοδιασμού μειώνεται, λόγω του τρόπου με τον οποίο οργανώνεται ο ΦΠΑ. Δεν προτείνω περαιτέρω αυξήσεις του ΦΠΑ, αλλά σίγουρα δεν υπάρχει περιθώριο για μειώσεις. Μακροπρόθεσμα, όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες πρέπει να έχουν τον ίδιο ΦΠΑ.

Επομένως, αντί για μείωση του ΦΠΑ και της φορολόγησης των μερισμάτων, η κυβέρνηση πρέπει να μειώσει τη φορολογία εισοδήματος και ιδιαίτερα στο μεσαίο τμήμα της κατανομής του εισοδήματος. Ενα τέτοιο μέτρο θα βελτιώσει τα εργασιακά κίνητρα και θα καταστήσει τους Ελληνες εργαζόμενους πιο ανταγωνιστικούς: όσο μεγαλύτερη είναι η φορολογία εισοδήματος τόσο πιο δαπανηρό είναι για τις επιχειρήσεις να προσφέρουν ένα ανταγωνιστικό επίπεδο αποδοχών για τους μισθωτούς τους. Αυτό φέρνει τις ελληνικές επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με τους ξένους ανταγωνιστές τους.

Το μέτρο που προτείνω θα βελτιώσει την οικονομική αποτελεσματικότητα, αλλά από μόνο του θα μπορούσε να είναι ένα μέτρο που θα αυξήσει την ανισότητα. Φυσικά, η ανισότητα των εισοδημάτων πρέπει να αντιμετωπιστεί ταυτόχρονα με τη φορολογική μεταρρύθμιση με έναν κοινό στόχο: τον συνδυασμό αποδοτικότητας και ισότητας.

Στο βιβλίο μας «Πέρα από τη Λιτότητα», προτάσσουμε πως η προοδευτικότητα μπορεί να βελτιωθεί με την κατάργηση της φορολογίας εισοδήματος για όλους, εκτός από εκείνους που βρίσκονται στο ανώτατο 25% των εισοδημάτων. Προς το παρόν, ίσως αυτό να είναι υπερβολικά φιλόδοξο, διότι απαιτεί τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης του ΦΠΑ. Ωστόσο, μπορούμε να προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση, εστιάζοντας αρχικά στις περικοπές του φόρου εισοδήματος. Πέρα από αυτό, προτείνουμε επίσης μια εγγύηση ελάχιστου εισοδήματος για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος μαζί με μια φορολογική πίστωση που επιδοτεί άτομα με χαμηλά εισοδήματα.

Ο συνδυασμός αυτών των δύο μέτρων αντισταθμίζει εντελώς οποιαδήποτε αντιπροοδευτική πτυχή του ΦΠΑ και ταυτόχρονα βελτιώνει τα εργασιακά κίνητρα και το βιοτικό επίπεδο για το κατώτερο τμήμα της κατανομής του εισοδήματος.

Συχνά, οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται με τρόπο αποσπασματικό και όχι μελετημένο, και καταλήγουμε σε εξαιρετικά ανεπαρκή και περίπλοκα φορολογικά συστήματα με κίνητρα που στρεβλώνουν έντονα την οικονομία – παρά τις καλές τους προθέσεις. Σήμερα έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε σοβαρά το ζήτημα και να ξεκινήσουμε την οικοδόμηση ενός συστήματος φορολογίας και κοινωνικής πρόνοιας που μπορούν να στηρίξουν οι Ελληνες, για να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την ανισότητα και τη φτώχεια.

* Ο κ. Κώστας Μεγήρ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή