Η αρχή μιας νέας αρχής;

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό ιδρυμάτων, γενικά εύκολη πρόσβαση φοιτητών σε κάποιο από αυτά (αλλά δύσκολη σε σχολές υψηλότερης ζήτησης) και υψηλό κόστος λειτουργίας, ιδίως εάν συνυπολογιστούν οι ιδιωτικές δαπάνες πριν και κατά τη διάρκεια των σπουδών. Τα ελληνικά Ιδρύματα διολισθαίνουν ως επί το πλείστον προς χαμηλότερα επίπεδα ποιότητας, ενώ η μείωση της χρηματοδότησης κατά την κρίση δεν αντιμετωπίστηκε με βελτίωση αποτελεσματικότητας και νέο προσανατολισμό. Σε μια περίοδο καταιγιστικών παγκόσμιων αλλαγών σε σπουδές, μεθόδους έρευνας και εξέλιξη των επιστημονικών τομέων, τα παραδείγματα καινοτομίας και σημαντικών επιτευγμάτων, ατομικών ή ομαδικών, σπανίζουν. Ομως, ευημερία και ανάπτυξη δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς υποστήριξη από γνώση και διασύνδεση με τις τεχνολογικές και διεθνείς εξελίξεις, και η ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να εκσυγχρονιστεί, ώστε να παίξει τον κρίσιμο ρόλο που της αναλογεί.

Ο προσανατολισμός της ανώτατης εκπαίδευσης διαμορφώθηκε σταδιακά και από χαρακτηριστικά της οικονομίας, πολλά από τα οποία οδήγησαν στην κρίση. Πολύ μεγάλο ποσοστό των αποφοίτων προσανατολίζεται σε απασχόληση στην ίδια την εκπαίδευση ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Για πολλούς αποφοίτους, οι γνώσεις και δεξιότητες έχουν μικρότερη σημασία από τα επαγγελματικά δικαιώματα και την τυπική αναγνώριση. Τα προγράμματα σπάνια προσελκύουν αλλοδαπούς φοιτητές ή διασυνδέονται με την παραγωγή. Συνολικά, η ανώτατη εκπαίδευση της χώρας λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως ένα κλειστό σύστημα μέσα σε μια κλειστή οικονομία.

Η μη ικανοποιητική λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης παρατηρείται συστηματικά παρά τις προσπάθειες και την ποιότητα πολλών διδασκόντων, ερευνητών, φοιτητών και τμημάτων και, παρά το ότι υπήρξαν απόπειρες για τον εκσυγχρονισμό της, με περισσότερο προβεβλημένη και σημαντική αυτή πριν από επτά χρόνια. Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται η υπερβολικά συγκεντρωτική και γραφειοκρατική δομή του και ένα σύστημα διακυβέρνησης που οδηγεί σε στρεβλά κίνητρα. Σήμερα και σε αντιδιαστολή με τις διεθνείς πρακτικές, αντί να είναι αυτόνομοι και αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί, τα ελληνικά ανώτατα ιδρύματα λειτουργούν ουσιαστικά σαν παραρτήματα του υπουργείου Παιδείας. Το στοιχείο αυτό θρέφει τον κομματισμό και την αναξιοκρατία, ενώ αποθαρρύνει όσους θέλουν να εργαστούν σοβαρά και να προσφέρουν.

Το νομοσχέδιο που εισηγείται αυτές τις μέρες το υπουργείο Παιδείας αποτελεί μια καλή αρχή στη σωστή κατεύθυνση. Η ουσία του είναι η μεταφορά σημαντικών αρμοδιοτήτων από το ίδιο το υπουργείο στην Ανεξάρτητη Αρχή για την ανώτατη εκπαίδευση που θα συντονίζει τον συνολικό σχεδιασμό, θα αναγνωρίζει πως διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα ιδρύματα είναι εύλογες και συχνά επιθυμητές και θα τα καθοδηγεί στη βελτίωση της επίδοσής τους, ανταμείβοντάς τα γι’ αυτήν. Ταυτόχρονα, αίρεται μια σειρά από υπερβολικούς γραφειοκρατικούς περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στα ιδρύματα και ιδίως στους ερευνητικούς τους βραχίονες.

Οι προτεινόμενες αλλαγές (που θα μπορούσαν να είναι και περισσότερο τολμηρές) είναι κρίσιμο όχι μόνο να νομοθετηθούν, αλλά και να υποστηριχθούν στην πράξη από την πολιτεία, καθώς και από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Θα ενισχύσουν τους βαθμούς ελευθερίας και τα κίνητρα.

Θα παροτρύνουν τα ιδρύματα να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους, να χαράξουν στρατηγική και να αναζητήσουν διασυνδέσεις στον χώρο της επιστήμης ή της παραγωγής. Συνολικά, θα φέρουν τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια πιο κοντά σε έναν τρόπο λειτουργίας που θεωρείται αυτονόητος στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Οι αλλαγές που προτείνονται μειώνουν την ασφυκτική κεντρική εποπτεία και διευκολύνουν τα ιδρύματα να αναπτυχθούν. Ομως, το πλέγμα της ενίσχυσης της αυτονομίας, με παράλληλη βελτίωση του συστήματος εποπτείας και αξιολόγησης, απαιτεί και τη θεσμοθέτηση σύγχρονων μορφών διακυβέρνησης των ίδιων των ιδρυμάτων. Αν διατηρηθεί το σημερινό καθεστώς στην εσωτερική λειτουργία τους δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στην πρόκληση της βελτίωσής τους. Το νέο πλαίσιο πρέπει να απελευθερώνει κίνητρα και ευκαιρίες μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού και να δημιουργεί θεσμικά αντίβαρα, εσωτερικά και εξωτερικά. Ειδικά, πέρα από τις αρμοδιότητες όσων θα ηγούνται στο κάθε ίδρυμα εκτελεστικά, οι οποίες άλλωστε θα είναι σημαντικότερες από σήμερα για να ανταποκρίνονται και στις απαιτήσεις της αξιολόγησης, θα πρέπει να υπάρξει ένα ισχυρό όργανο με απολύτως διακριτό ρόλο στη χάραξη μεσοπρόθεσμης στρατηγικής.

Σχετική πρόβλεψη για Συμβούλια Ιδρύματος υπήρξε στην τελευταία σημαντική μεταρρυθμιστική προσπάθεια, αν και σταδιακά το θεσμικό πλαίσιο τα αποδυνάμωσε. Η επαναφορά τους με συγκεκριμένο, διακριτό, αλλά ουσιαστικό εποπτικό και στρατηγικό ρόλο, στο πλαίσιο ενός συνολικού εκσυγχρονισμού της διακυβέρνησης είναι απαραίτητη, ώστε να συμπληρωθεί λειτουργικά η τρέχουσα νομοθετική πρωτοβουλία και να διευκολύνει την ανάπτυξη ιδρυμάτων που θα συνδέονται με τις διεθνείς εξελίξεις και τη διασπορά, την παραγωγή και την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή με πολλαπλά οφέλη για τη χώρα και ειδικότερα για τους νέους.

* Ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

** Ο κ. Αμεντέο Οντόνι είναι ομότιμος καθηγητής, έδρα T. Wilson, του ΜΙΤ και πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Ιδρύματος στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή